Ο Δημήτρης Χίλιος γεννήθηκε στο Επιτάλιο της Ηλείας το 1960.
Σπούδασε δημοσιογραφία και συνεργάστηκε με αθηναϊκές εφημερίδες και περιοδικά. Κείμενά του πρωτοδημοσιεύθησαν στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ του Πύργου.
Κατ’ αρχήν, πειραματιζόμενος, διέπραξε έρευνες, χρονογραφήματα, σχόλια επί παντός του επιστητού, επετειακά και ιστορικά αφιερώματα, κείμενα για το θέατρο, την τηλεόραση.
Διακρίθηκε σε φιλολογικούς διαγωνισμούς και συμμετείχε με διηγήματα σε ομαδικές εκδόσεις από το 1983.
Εργάζεται στην Εθνική Πινακοθήκη.
Μόλις ο πρώιμος κύκλος των δημοσιευμάτων έκλεισε, καταπιάστηκε με το να γράφει και να σβήνει κατ’ οίκον και προς ιδίαν τέρψιν.
Το 1995 κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων του «Το Συγκέσιο», επτά ηθογραφικά διηγήματα.
Το 2001 από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορεί το μυθιστόρημα «Με το σφύριγμα του τραίνου», καταγραφή της καθημερινότητας στην ελληνική περιφέρεια κατά τα μέσα της δεκαετίας του ’60.
Το 2005 πειραματίστηκε ξανά με τα «Χάρτινα φιλιά», πάλι από τις εκδόσεις Πατάκη, ένα μυθιστόρημα περιπλάνηση στα άδυτα του ψυχισμού μιας γυναίκας σύνθετης και πολυτάλαντης, μιας θεατρίνας του μπουλουκιού που ζει σαν να υπήρξε τουλάχιστον η Σάρα Μπερνάρ.
Β
Κριτικά Σημειώματα
«Το "Συγκέσιο" δοκιμάζει τον συγγραφέα και τον εμπλέκει σε απαιτητικότερες αξιώσεις απ’ ότι τά άλλα διηγήματα της συλλογής
…Προσωπικώς γοητευτήκαμε από την ανεπιτήδευτη, γλαφυρή και αληθινή αφήγηση του κ. Χίλιου, ο οποίος έχει ταλέντο να διηγείται όμορφα ιστορίες, χωρίς αναταράξεις και ψευδοξαφνιάσματα. ΄Όλα τα διηγήματά του, ανεξάρτητα αν μας ταξιδεύουν σε κόσμους που χάθηκαν, είναι συναρπαστικά…»
Κώστας Σαρδελής, «ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ» ( 1 Απριλίου 1996, τεύχος 1650)
«Με μια γλώσσα εν πολλοίς ελλειπτική εικονογραφεί καταστάσεις καθημερινότητας. Τόπος η Ηλεία και ψυχολογικό τοπίο η συναλλαγή των ανθρώπινων σχέσεων, το συνοικέσιο, το δράμα της ανθρώπινης μοίρας που αφέθηκε να ξεφτίζει.
…Ο Δημήτρης Χίλιος χειρίζεται με γνώση κι ευαισθησία ένα υλικό αποθησαυρισμένων ιστοριών ή εικόνων και το αποδίδει μ’ έμπνευση και σωστό αφηγηματικό ρυθμό».
Μάνος Στεφανίδης, «ΡΕΥΜΑΤΑ» (Οκτώβριος 1996)
«Στο "Με το σφύριγμα του τραίνου" ο Δημήτρης Χίλιος δεν ωραιοποιεί καταστάσεις. Αποδίδει πιστά τις μικροκοινωνίες, σμιλεύει τους χαρακτήρες με υλικό την αλήθεια, απέναντι στους ήρωές του στέκεται με σεβασμό. Το μυθιστόρημα απαθανατίζει την ελληνική επαρχία σε μια ιδιαίτερα ταραγμένη περίοδο, γεμάτη πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις.
Το τραίνο περνά σφυρίζοντας, σηματοδοτεί το χρόνο, μετρά τη ζωή που κυλά και χάνεται… Αγκομαχά η παλιά μηχανή, τα σκονισμένα βαγόνια χάνονται πέρα στο βάθος του ορίζοντα, πάντα σφυρίζοντας…»
Π.Σ., «ΑΝΤΙ» (29 Νοεμβρίου 2002, τεύχος 776)
«Το Fresco της δεκαετίας του ’60 με τον νοσταλγικό τίτλο Με το σφύριγμα του τραίνου, είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Δημήτρη Χίλιου. H ελληνική επαρχία χρησιμοποιείται ως το άλλοθι για να περιγραφούν οι έρωτες σε περιορισμένες συνθήκες, οι πολιτικές συζητήσεις που φουντώνουν στα καφενεία, το ραδιόφωνο που μεταδίδει δακρύβρεχτες ιστορίες. «Φιγούρες αναγνωρίσιμες, αδύναμες, πανούργες, ερωτεύσιμες, έρμαια της μοίρας…
Και ασφαλώς μέσα στην αχλύ του παρελθόντος έρχονται οι ανακαλύψεις της τεχνολογίας να ανατρέψουν τα δεδομένα. Η ίδια περίοδος, στον αστικό ιστό όμως, είναι καταγεγραμμένη από τον Γιάννη Ξανθούλη και τη Σώτη Τρανταφύλλου. Ο Χίλιος έρχεται να προσθέσει εικόνες της υπαίθρου, εκεί όπου όλα μοιάζουν λίγο πιο συντηρητικά, πιο αργοκίνητα, ωσάν τα πάντα να μετακινούνται σε ράγες. Ο ίδιος λέει ότι γράφει για να διαβάσουν τις ιστορίες κατ’ αρχήν οι φίλοι του. «Ήξερα τόσες ιστορίες, γνώρισα χαρακτήρες άξιους μελέτης κι είδα εικόνες μαγικές, όλο ζωντάνια και δυνατά χρώματα. Στη ζωγραφική το χέρι μου δεν έπιανε, έτσι κάθισα να τα γράψω. Οκτώ χρόνια επεξεργασίας, ένα γράψε-σβήσε ατελείωτο». Ο Δημήτρης Χίλιος, παρ’ ότι όπως λέει, δεν έχει σχέση με τη ζωγραφική, εργάζεται στην Εθνική Πινακοθήκη».
Λώρη Κέζα, «ΤΟ ΒΗΜΑ» (Κυριακή, 28 Ιανουαρίου 2001)
«Tο μυθιστόρημα του Δημήτρη Χίλιου "Με το σφύριγμα του τραίνου" μας μεταφέρει με χιούμορ, αιχμηρή παρατήρηση χαρακτήρων και πλούσια γλώσσα στην ελληνική επαρχία της δεκαετίας του ’60».
Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, «ΤΟ ΒΗΜΑ» (Κυριακή, 29 Δεκεμβρίου 2002)
«Το "Με το σφύριγμα του τραίνου", εκδόσεων ΠΑΤΑΚΗ, είναι ένα μυθιστόρημα-ποταμός, μια ανατομία της ελληνικής επαρχίας στη δεκαετία του ’60 και συγχρόνως μια πηγή πληροφοριών σχετικά με την παράδοση…»
«ΝΟΥΜΑΣ» (Μάϊος 2002, τεύχος 83)
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΙΛΙΟΣ – «ΧΑΡΤΙΝΑ ΦΙΛΙΑ».
«Δεύτερο μυθιστόρημα του συγγραφέα που εμφανίστηκε στην πεζογραφία το 1995 με τη συλλογή διηγημάτων «Το συγκέσιο». Ολόκληρο το βιβλίο του είναι μια κατάδυση στον ψυχισμό της ηρωίδας του, μιας ηθοποιού ελαφρού ρεπερτορίου, η οποία, γεμάτη όνειρα, φιλοδοξίες αλλά και ανασφάλειες, λαχταρά ν' ανοίξει τα φτερά της. Ασφυκτιά στην προοπτική μιας ζωής «στερημένης ποιήσεως», απεχθάνεται το ρεαλισμό και αναζητά τη μαγεία. Το πρώτο του μυθιστόρημα «Με το σφύριγμα του τραίνου» κυκλοφορεί από τις ίδιες εκδόσεις
«Πατάκης», σελ. 424, ευρώ 19,90.
Εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ», «Βιβλιοθήκη», Νίκος Ντόκας και Βασίλης Καλαμάρας, 17/3/1006.
Δημήτρης Χίλιος |
Χάρτινα φιλιά
Εκδόσεις Πατάκης, 2005
Να φύγει, να πετάξει μακριά. Αυτό λαχταρούσε από τον καιρό που θριάμβευε στις θεατρικές σκηνές της επαρχίας. Ένα τόσο δα βηματάκι από την κουίντα στο φως. Στο παραμύθι. Καθρεφτίζεται και ταξιδεύει στο χρόνο, διατρέχει τις εποχές, δρασκελίζει δεκαετίες, αιώνες. Ντύνεται κοστούμια-ρόλους και τους ζει απόλυτα.
Κι όταν κλείνει η αυλαία, αναζητά το είδωλό της πίσω από σύννεφα καπνού και του στέλνει φιλιά. Χάρτινα. Το ξέρει, στο τέλος θα επιστρέψει στις λατρεμένες ηρωίδες που κρύβονται πίσω από τον οβάλ καθρέφτη του μπουντουάρ, μόνη μαζί τους. Δε θέλει ρεαλισμό. Μόνο τη μαγεία αποζητά και πνίγεται όσο ζει στερημένη ποιήσεως. Πότε Μπλανς Ντυμπουά και πότε Στέλλα Βιολάντη, πότε Αρκάντινα και πότε Μαργαρίτα Γκωτιέ, πότε Ιουλιέττα και πότε Φυντανάκι. Ένα μικρό καράβι που ήταν αταξίδευτο. Ένα καναρίνι στην ανοιχτή πόρτα του κλουβιού που άλλο δεν πόθησε παρά να δώσει μια, να πετάξει μακριά, ένα ταξίδι στο ανέφικτο.
Ξέρει, κάθε τέλος κρύβει από μόνο του μιαν αβάσταχτη μελαγχολία. Σφραγίζει τα μάτια και τότε στην πλατεία καιροφυλακτεί ένας άντρας, η σκοτεινή ματιά του. Η ορχήστρα την παρασύρει, λικνίζεται απαλά στο ρυθμό της μαγικής κίνησης των χεριών του. Ένας περίεργος μαγνητισμός διαχέεται στην ατμόσφαιρα.
Και ξαφνικά βρίσκει τη σκηνή εξαιρετικά στενάχωρη, δεν χωρά τη φόρτιση που δονεί την πρωταγωνίστρια. Μονάχα η απουσία κοινού λιγάκι την πληγώνει, αλλά το σκοτάδι τη βοηθά να παραμυθιαστεί. Ένα σκοτάδι μοβ, όπως εκείνο που περιβάλλει τα όνειρα... |