ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ έκανα σχέδια για το καλοκαίρι φιλόδοξα, κάθε χρόνο όλο και πλουσιότερα. Τόσο που, όσο μεγάλωνα, εξελίσσονταν σιγά-σιγά σε κυοφορούμενες υπερπαραγωγές.
Παιδί, έτσι διάνθιζα κάτι χειμώνες πληκτικούς, ατέλειωτους, χωρίς φωτεινές εικόνες και ομαδικά παιχνίδια στις αυλές, παιχνίδια στερημένα από μάχες με ξύλινα σπαθιά. Όμως καθόλου δεν με πτοούσε που κάθε φορά μικρό μέρος μονάχα απ’ όσα σχεδίαζα πραγματοποιείτο. Καμμιά φορά και τίποτα απολύτως.
Μου αρκούσε το ταξίδι.
Ένα ταξίδι μακρύ, όλο απρόοπτα κι εκπλήξεις, που έμοιαζε με όνειρο πολύχρωμο.
Ξεκίναγε το Φθινόπωρο μαζί με τα πρωτοβρόχια. Τότε κρυβόμουν πίσω από την κουρτίνα, στύλωνα τους αγκώνες στο περβάζι του παράθυρου σηκωμένος στα νύχια κι ακούμπαγα το μέτωπο στο κρύο τζάμι. Η βάρκα άνοιγε πανιά, μ’ ένα σφύριγμά μου αδέξιο σαλπάριζε, και, χωρίς πορεία συγκεκριμένη, ξανοιγόταν στο πέλαγο. Ένα πέλαγο σε χρώμα σκούρο μπλε με άτσαλες γραμμές, όπως το ζωγράφιζε η ξυλομπογιά, συχνά φουρτουνιασμένο.
Άλλοτε πάλι έφτιαχνα χάρτινα βαρκάκια από διπλά φύλλα τετραδίου, τα έριχνα το ένα πίσω από τ’ άλλο μαζί με μιαν ευχή σ’ ένα ρηχό αυλάκι που σχημάτιζαν τα βροχόνερα μπροστά στη σκάλα μας. Ύστερα γύρναγα κι έπαιρνα θέση πίσω απ’ την κουρτίνα να παρακολουθώ την πορεία της νηοπομπής. Ώσπου, σε μια καμπύλη του δρόμου, χάνονταν τα καράβια μου το ένα μετά το άλλο, καταποντίζονταν στον ωκεανό των ομβρίων. Αυτά έχει το ταξίδι, σκεφτόμουν. Απρόοπτα!
Κι όταν, αργότερα, ο δάσκαλος με συνελάμβανε αφηρημένον, στη διάρκεια του μαθήματος, να μουτζουρώνω τα στενά περιθώρια του τετραδίου της Φυσικής, ή να ζωγραφίζω μουστάκια σε ήρωες και ηρωΐδες της ιστορίας, πάλι το καλοκαίρι ονειρευόμουν. Σαν ήταν μεσημέρι μάλιστα, το όνειρο συνόδευε μια φέτα καρπούζι, ολόδροση.
Μέχρι που έφτανε ο Ιούνιος μαζί με τα κεράσια, τα καρπούζια, τα βερίκοκα και τις πρώιμες ζέστες. Ξεμπέρδευα τσάτρα-πάτρα με τους διαγωνισμούς, μαζί με τα θαλάσσια λουτρά ξεκίναγαν οι καλοκαιρινές διακοπές και τότε παρακαλούσα να κρατήσουν για πάντα.
ΠΕΡΑΣΑΝ ΑΠΟ ΤΟΤΕ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ ΠΟΛΛΑ, αφήνοντας μια γεύση από καρπούζι και παγωτό καϊμάκι. Μαζί πέρασαν κι άλλοι τόσοι χειμώνες, αργόσυρτοι.
Τούτο ακριβώς το αργόσυρτό τους επιχειρώ να διανθίζω με σχέδια για το αύριο και όνειρα πλούσια πάντα, κινηματογραφικές υπερπαραγωγές που στήνω στο μυαλό μου καρέ-καρέ, ταινίες σπονδυλωτές, πολυπρόσωπες βεβαίως, με σκηνικά εντυπωσιακά, όλο εναλλαγές, και σενάριο πολύπλοκο, αν και ατέρμονο. Και όλα φτιασιδωμένα από μια δόση υπερβολής ισχυρή, πασπαλισμένα με χρυσόσκονη χριστουγεννιάτικου δέντρου και τυλιγμένα από μιαν αχλύ θεάτρου.
Η ίδια τακτική περιποιήθηκε κι απαθανάτισε ολόκληρη την μεταπολιτευτική εποχή, χωρίς ν’ αλλάξει ούτε κατά κεραίαν. Εκείνη η αχλύ θεάτρου μονάχα ενισχύθηκε, έγινε σύννεφο ομίχλης που ήρθε και τύλιξε το κάθε τι, με αποτέλεσμα να φαίνονται όλα περισσότερο ακαθόριστα και φευγαλέα.
Μα, κάθε που η περίσταση το απαιτεί, απαραιτήτως παρεμβάλλω στις ιστορίες πιπεράτα μικροσυμβάντα, γεγονότα που έζησα, μα συχνά με μια δόση υπερβολής, για να σπάει η πικρίλα. Μα κι όταν δεν το απαιτεί καμμιά περίσταση, πάλι τα παρεμβάλω περισσότερο ως υπενθύμιση στον εαυτό μου και σε φίλους, σαν μνημόσυνο.
Κάθε φόρα θέλω οι ήρωές μου, πρωταγωνιστές και κομπάρσοι, να κουβαλούν στο πίσω μέρος του μυαλού τους πράγματα. Να τους ακολουθεί κατά πόδας ένα μυστήριο -εκείνη η αχλύ θεάτρου πανταχού παρούσα!-, ένα κάτι που συχνά έχει να κάνει, λέει, με το παρελθόν. Να τους δυναστεύει και να τους κυνηγά, σχεδόν από πάντα.
Το τέλος συνήθως το αφήνω στην τύχη, κάποτε-κάποτε το ιχνογραφώ μονάχα, αχνά, ακαθόριστα, αφήνοντας περιθώρια για παρεμβολές και ανατροπές -ελπίζοντας στο απρόοπτο, κυρίως- και πάντα ανυπομονώ για την αποθέωση του φινάλε.
Μα κάθε φορά αποφεύγω να στήνω επακριβώς το τέλος, να το προδιαγράφω εκ των προτέρων έτσι, για να έχει ενδιαφέρον και αγωνία το ταξίδι…