"Γιατί θυμάμαι τη γιαγιά μου"
Θυμάμαι τη γιαγιά μου, μ' άσπρα μαλλιά πιασμένα σ' ένα σφιχτό, μικρό κότσο και εμφανή στις κινήσεις της τα σημάδια ενός σοβαρού εγκεφαλικού, να κάθεται σε χαμηλό σκαμνάκι, μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της αγναντεύοντας το δρόμο. Το χαμηλό πεζούλι της εισόδου ανέμενε υπομονετικά κάθε απόγευμα την παρούσα της. Το βλέμμα της γιαγιάς μου σε καθήλωνε: Γαλάζιο, κενό και διαπεραστικό ατένιζε το υπερπέραν. Ήταν φορές που νόμιζες πως ταξίδευε με το μυαλό της σε κόσμους άλλους. Χωρίς αμφιβολία, η γιαγιά μου ήταν μια γιαγιά παράξενη. Αν και παραιτημένη απ' τη ζωή, ωστόσο θα 'λεγες πως είχε καταφέρει να μη ζει μέσα απ' τις ζωές άλλων, όπως συνήθως γίνεται σ' αυτές τις περιπτώσεις. Καμιά διάθεση περίεργη δε φώλιαζε μέσα της για τις ζωές των άλλων, γιατί η ίδια ζούσε τη μυστική ζωή της μέσα απ' τα "βίπερ" και την παραλογοτεχνία. Περιπετειώδης φύση, με έφεση στο διάβασμα και τη γνώση, ρουφούσε άπληστα ό,τι έπεφτε στα χέρια της.
Έτσι πέρασε η γιαγιά μου τα δέκα τελευταία χρόνια της ζωής της. Ανάμεσα στους ήρωες αστυνομικών, κοινωνικών κι αισθηματικών μυθιστορημάτων των αγαπημένων της "βίπερ Νόρα", που σαν εύχρηστα βιβλία τσέπης μπορούσε να τα διαβάζει άνετα και στο κρεβάτι. Φαίνεται, όμως, πως το σιωπηλό διάβασμα που γέμιζε με πλούτο το κενό της ζωής της, δεν της είχε αφαιρέσει καθόλου την αφηγηματική της ικανότητα στο να λέει παραμύθια. Ήταν εξαιρετική παραμυθού και την παρακαλούσα, θυμάμαι, να μου διηγηθεί για εικοστή φορά το ίδιο παραμύθι για τον "παλαβό", που το άκουγα με την ίδια δίψα και ζωντάνια, όπως και την πρώτη φορά. Γιατί κάθε φορά μου φαινόταν απροσδόκητο, διαφορετικό, κι ας ήξερα απ' την αρχή τι θα συνέβαινε και πώς.
Η γιαγιά μου ενσάρκωνε τη χαμένη τέχνη της αφήγησης. Κι επειδή, εγώ κι η αδερφή μου, τα εγγόνια της, είχαμε απομείνει οι μοναδικοί επίμονοι ακροατές της, κατέφευγε στα βιβλία κι εκεί, βουβά κι ανύποπτα, έβρισκε το χαμένο, δικό της παραμύθι. Το παραμύθι μιας ζωής που απότομα και ξαφνικά σταμάτησε ένα χειμωνιάτικο πρωινό του 1984... Πάνε τώρα δεκατρία χρόνια κι όμως η μνήμη είναι παρούσα. Κι όταν θέλω, βλέπω ακόμη τη γιαγιά μου να κάθεται στο χαμηλό σκαμνάκι της εισόδου, αγναντεύοντας το δρόμο...
Μια ανάμνηση, μια Ιστορία
(Η Ιστορία, όπως περνά μέσα απ' τα προσωπικά βιώματα του καθενός μας).
Θυμάμαι τον παππού μου, το Γρηγόρη, με την τραγιάσκα βαλμένη γερτά στο κεφάλι, κι ένα τριμμένο, γκριζοπράσινο κοστούμι, μεσοπολεμικό, να γυρνά ακούραστος στους δρόμους των Τρικάλων. Οι άκρες των ροζιασμένων χεριών του και το μουστάκι του είχαν κιτρινίσει απ' τα άφιλτρα "Παπαστράτος" που κάπνιζε ασταμάτητα. Τώρα, τα κουρασμένα, εργατικά του μέλη αναπαύονται κάτω απ' το εύφορο χώμα της θεσσαλικής πεδιάδας.
Όταν ήμουν μικρή, με φρόντιζε, αεικίνητος, καλόκαρδος, φορτωμένος σαν τον Αη-Βασίλη με κάθε είδους γλυκά και λιχουδιές. Γι' αυτό ήταν ο αγαπημένος μου παππούς. Αργότερα, όταν πήγα στο Γυμνάσιο, τον άκουγα μ' ενδιαφέρον να διηγείται ιστορίες απ' τη σκληρή δουλειά του στην κατασκευή δρόμων (τότε που η Ελλάδα, στη δεκαετία του '50, προσπαθούσε να "προχωρήσει", επουλώνοντας τα τραύματα του εμφυλίου), απ' την Γερμανική κατοχή που οι κατακτητές είχαν επιτάξει το σπίτι του και "ιστορίες" από παλιές εκλογές που για μένα χρονικά, χάνονταν στο άγνωστο. Ειδικά, όταν μιλούσε γι' αυτές τις τελευταίες, παθιάζονταν, με ακατανόητο, τρόπο, κι ανέφερε, με θρησκευτική σχεδόν ευλάβεια και σεβασμό τ' όνομα του Βενιζέλου κι εχθρική μανία κάποια άλλα ονόματα (τώρα θαρρώ πως ήταν αρχηγοί της αντιβενιζελικής παράταξης). Ο αδερφός του παππού μου είχε πάει εθελοντής να πολεμήσει για τη Μικρασία, και στην υποχώρηση του ελληνικού στρατού, το '22 χάθηκε κατά ανεξιχνίαστο τρόπο...
Όταν, μεγαλώνοντας κι ωριμάζοντας, "μπλέχτηκα" με την Επιστήμη της ιστορίας και μελέτησα την Νεοελληνική κοινωνία των αρχών του αιώνα μας, αυθόρμητα τοποθέτησα τον παππού μου στο πλαίσιο που τον διαμόρφωσε. Άρχισα να τον βλέπω στις Αποθήκες του Πειραιά έναν απ' τους εργάτες του μεγάλου λιμανιού, που μετά το 1922 άρχισαν να διεκδικούν, μ' αγώνες, διαμαρτυρίες και απεργίες, καλύτερες συνθήκες δουλειάς, μεγαλύτερα μεροκάματα, πιο ανοιχτά μυαλά στην πολιτική ζωή του τόπου. Τον παρακολουθούσα νοερά να φορτώνει και να ξεφορτώνει εμπορεύματα, να κινείται αιφνίδια ανάμεσα στις ράγες του τραίνου και στο τέλος του 1930 να παίρνει το δρόμο του γυρισμού απ' τον Πειραιά στα Τρίκαλα. Όμως η ζωή του εργάτη που έκανε στον Πειραιά, σφράγισε μια για πάντα την πολιτική του ιδεολογία. Έτσι εξηγείται η συμπάθεια του προς τον "αναμορφωτή" και "μεταρρυθμιστή" Βενιζέλο, κι αργότερα η στροφή του προς την κεντροαριστερά και η αγάπη του προς τον Ανδρέα Παπανδρέου, στη δεκαετία του '80. Αν και στα Τρίκαλα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το "ξόδεψε" ως παντοπώλης και υπάλληλος παντοπωλείου (γιατί ο εργάτης παππούς μου δεν απόκτησε ποτέ εμπορική συνείδηση κι απ' τα πολλά "βερεσέ" που έδινε χρεωκόπησε ως μαγαζάτορας), πάντοτε αισθανόταν εργάτης. Και δεν έχανε την ευκαιρία να το αποδείξει.
Σήμερα, που ο παππούς μου δεν υπάρχει πια, ξέρω γιατί μου φάνταζε τόσο διαφορετικός απ' τους άλλους, αγρότες παππούδες των φίλων μου στα Τρίκαλα. Γιατί η εργατική του συνείδηση (και στην κυριολεξία και στη μεταφορά) τον είχε κάνει πιο άνθρωπο, πιο πονετικό, πιο προοδευτικό. Είχε ανοίξει τους ορίζοντες του μυαλού του. Ο Πειραιάς με το πολύβουο λιμάνι του και τη μεσοπολεμική του ζωή, του 'χαν προσφέρει σαν δώρο ζωογόνο κι ανανεωτικό, τον αέρα της θάλασσας και της μεγάλης πόλης.
Κατά την Κοινωνιολογία, ο αστικός πυρήνας μιας ευρύτερης περιοχής, και κυρίως οι εργάτες, αποτελούν τα πιο προοδευτικά κι επαναστατικά στοιχεία μιας κοινωνίας, που ωθούν στην εξέλιξη και στην ανατροπή της καθεστηκίας "τάξης", πραγμάτων. Αντίθετα, το αγροτικό στοιχείο, πέρα από κάποιες εξαιρέσεις, χαρακτηρίζεται ως ένα απ' τα πιο συντηρητικά κοινωνικά στρώματα. Ως τώρα, η εμπειρία μου, τα διαβάσματα, μα κυρίως, η περίπτωση του παππού μου, επιβεβαιώνουν αυτή την παρατήρηση.
Με την τραγιάσκα βαλμένη γερτά στο κεφάλι, σήμα κατατεθέν της κοινωνικής του προέλευσης και των ιδεών του, κι ένα τριμμένο, γκριζοπράσινο κοστούμι μεσοπολεμικό, που και που, πολύ αραιά πια, βλέπω ακόμη τον παππού μου να γυρνά στους δρόμους των Τρικάλων. Η ξεθωριασμένη φιγούρα του χάνεται για πάντα στη στροφή του εικοστού πρώτου αιώνα, όμως η μνήμη την ακολουθεί ακόμη, σαν σκιά.