Πού να ’ναι αυτός ο ηλίθιος, αναρωτήθηκε ο Ιούλιος, ξαπλωμένος νωχελικά πάνω στην αναπαυτική ψάθινη πολυθρόνα, μπροστά στο τζάκι που ακόμα σιγόκαιγε. Έξω, του διαόλου το κρύο, πού να τρέχεις τώρα στη γειτονιά, δε πάει να… κι ας ήταν και Γενάρης. Σήκωσε βαριεστημένα τον παχύ του σβέρκο, έριξε μια ματιά έξω από το κλειστό παράθυρο, γύρισε πλευρό κι αποκοιμήθηκε ξανά.
Οχτώ παρά τέταρτο. Ο άνθρωπος είναι 19ος σε μια ουρά στην Εφορία, που δείχνει ατέλειωτη. Έχει να καταθέσει τιμολόγια και αποδείξεις, να πάρει τη βεβαίωση, να τρέξει στο τμήμα ΦΠΑ, να πάρει τα αντίγραφα του βιβλίου εσόδων, να γυρίσει ξανά στον Έφορο, στις 11 έχει ραντεβού, να ζητήσει διακανονισμό, το λιγότερο που θα δεχτεί –α, όλα κι όλα– είναι 24 μηνιαίες δόσεις, το πολύ των 250 ευρώ η καθεμία. Πού να βρεις κάθε μήνα τόσα λεφτά! Και τι να κάνεις; Όλος ο κόσμος έτσι παλεύει. Έχει ο Θεός. Περιμένοντας, βυθισμένος στις σκέψεις, το 7 νούμερο χτύπαγε στον φωτεινό πίνακα. Το μυαλό του μια στιγμή πετάχτηκε πίσω στο σπίτι και στον Ιούλιο. Ξέχασε να του γεμίσει το μπολ κροκέτες, πανάθεμά τον κι αυτόν…..
Ο γάτος κάποια φορά ξύπνησε. Κατέβηκε τεμπέλικα την καρέκλα, ανακλαδίστηκε για καλά, έτριξε τα κόκαλά του, κοίταξε τα νύχια του, εντάξει, βγήκε στο μπαλκόνι. Μύρισε ναζιάρικα τον αέρα, παλιόκαιρος, κρύο, δε βαριέσαι, κάθε μέρα έβγαζε και περισσότερη τρίχα, πυκνή, αφράτη, δε νοιαζόταν. Κατέβηκε τη σιδερένια σκάλα, στη γωνία στάθηκε, κρυφοκοίταξε στην αυλή. Η Φρύνη κυλιόταν χαδιάρικα στο τσιμέντο, τα μεγάλα μάτια της τον κοιτούσαν επίμονα, ήταν ο καιρός να γίνει μάνα κι ο Ιούλιος της έκανε και της παραέκανε για πατέρας των παιδιών της. Δεν έδωσε σημασία. Βαριόταν. Την προσπέρασε απαθής, ενώ πίσω του πέντε-έξι ξένοι κεραμιδόγατοι άρχισαν να μαζεύονται. Η φύση πρόσταζε τη φυλή να πολλαπλασιαστεί και όλοι θα υπάκουαν στο καθήκον.
Πήδηξε μ’ ένα σάλτο την εξώπορτα και τράβηξε για τον κοντινό υπόνομο. Σχεδόν αμέσως, η αλάνθαστη μύτη του μύρισε ποντικό. Δεκάρα δεν έδινε πια, αν το αφεντικό του είχε ξεχάσει να του ρίξει φαγητό. Μπροστά, στα 50 μέτρα, τον περίμενε εκλεκτός μεζές. Τα σάλια του ήδη έτρεχαν.
Ο άνθρωπος δυσφορούσε μέσα στο αυτοκίνητο. Σχεδόν μισή ώρα, κολλημένος στο ίδιο σημείο. Κι αυτό το ραδιόφωνο….ποια να’ ναι άραγε αυτή που ωρύεται τόση ώρα «ματώνω ματώνω χωρίς εσένα λιώνω, ματώνω ματώνω εσένα θέλω μόνοοοοοοοοο» , άνθρωποι περνούν εμπρός από τ’ αμάξι, βυθισμένοι σε σκέψεις, χωμένοι μέσα σε ζεστά μπουφάν, σε γούνες, παλιόκαιρος, παλιοζωή, κουράστηκε. Προχώρησε λίγα μέτρα και τον ξανάπιασε φανάρι….
«Θα τα παρατήσω, σκέφτηκε. Θα τα παρατήσω και θα ’ναι μέρα μεσημέρι. Και τι να κάνεις; Νοίκια είναι, έξοδα είναι, αμάξι, βενζίνες, λογαριασμοί, και τι να κάνεις….».
Έβαλε πρώτη και σιγά-σιγά πήρε το δρόμο για το γραφείο.
Βαρυστομάχιασε. Γύρισε πίσω, στην εξώπορτα βρήκε ένα μπολ γεμάτο νερό. Ήπιε λίγο, μπήκε μέσα και ξάπλωσε πάνω στην παχιά φλοκάτη. Ωραία να ξαπλώνεις μια ώρα μετά το φαΐ, δεν είναι;
Ψυχή δεν είχε πατήσει στο γραφείο. Κοίταξε την ώρα. Ίσα που προλάβαινε το ραντεβού του. Άφησε μια παραγγελία στην κοπέλα, μάζεψε δυο-τρία βιβλία και τρέχοντας κατέβηκε τα σκαλιά. Στο δρόμο, μόλις που πρόλαβε τον τροχονόμο να μην του κόψει κλήση. Τον παρακάλεσε και τη γλίτωσε. Ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο. «Δεν πάνε καλά οι δουλειές, μονολόγησε. Δεν πάνε καλά».
Κοιμόταν. Σαν ζώο…
Δώδεκα σχεδόν. Να πάει μια βόλτα από δυο-τρεις πελάτες, μην έχουν κανά λεφτό. Δεν κατάφερε να προσαρμόσει τη δόση κάτω από τα 300 ευρώ το μήνα. Μπήκε στο αμάξι. Να πάει Χαριλάου Τρικούπη. Ωραία και κάποτε έφτασες. Και πού παρκάρει κανείς; Περπάτησε, ποιος ξέρει πόσο, κουράστηκε, έφτασε όμως, σταμάτησε να πάρει μια ανάσα. Το αφεντικό έλειπε. Κάθισε, ζήτησε έναν καπουτσίνο, δε βαριέσαι, θα πήγαινε αργότερα στο γραφείο, έτσι κι αλλιώς το κινητό δε χτύπησε, κανείς δε τον ζήτησε. Στο δίπλα τραπέζι, ο έρωτας έγλειφε παθιάρικα το καλαμάκι του φραπέ.
Ο έρωτας! Ποιος να τον σκεφτεί τώρα…
Πλήρωσε κι έφυγε. Θα περνούσε ξανά το απόγευμα. Καφετέρια ήταν, αυτοί δεν κλείνουν τις Τετάρτες. Θα τον έβρισκε σήμερα, έπρεπε να τον βρει, τι θα γίνει, χρειαζόταν λεφτά.
Μια παρά τέταρτο… Είδη καπνιστού. Δεν κάπνιζε. Όχι για λόγους υγείας. Δεν κάπνιζε. Ο Βαγγέλης ήταν εκεί. Του ’δωσε κάτι λίγα. Όχι όλο το μηνιάτικο, κάτι λίγα, δε βαριέσαι, δύσκολα τα φέρνουμε όλοι, σ’ ένα καζάνι βράζουμε όλοι, ας είναι. Μπήκε στ’ αμάξι. Κουράστηκε. Τα φανάρια στα ίδια χρώματα, πώς διάολο είναι περισσότερη ώρα κόκκινα, άδικο δεν είναι; Να φύγει απ’ το κέντρο, να γυρίσει σπίτι, κουράστηκε, όχι, να περάσει απ’ το γραφείο.
Πέρασε. Δυο και, ψυχή δεν είχε πατήσει… Η κοπέλα έλειπε, κάπου την είχε κοπανήσει, είχε κι ένα φίλο, το ήξερε, δε βαριέσαι, θα γύριζε σε λίγο, πάντα γύριζε, κι αυτή απλήρωτη δυο μήνες… Το κεφάλι του, λίγο τα ντεπόν, σε ποιο συρτάρι είναι τα ντεπόν. Ναι…..
Σχεδόν τέσσερις πια, μπήκε στο σπίτι. Στο δρόμο τσίμπησε κάτι, υπήρχε ένα Γκούντυς στην Κηφισίας, ψηλά, τι να φας, θα τον πείραζαν κάποτε, το ήξερε, το έντερό του τελευταία δεν είναι όπως ήταν. Να κάνει ένα ντους, να βγάλει λίγη βρώμα της πόλης από πάνω του και να ξαπλώσει. Έπρεπε να φύγει σε δυο ώρες να συναντήσει πελάτες, έπρεπε να μαζέψει λίγα λεφτά, ο Έφορος ήταν ανένδοτος βλέπεις, 300 ευρώ το μήνα, πού να τα βρεις, πού να τα βρίσκεις κάθε μήνα. Στην πολυθρόνα ο Ιούλιος άνοιξε το ένα μάτι και αμέσως το έκλεισε. «Α, ήρθε, σκέφτηκε, καιρός ήταν». Ο άνθρωπος πέταξε τα ρούχα του στο πάτωμα και πήγε στο μπάνιο. Σε λίγο γύρισε, ωραία μύριζε, παραμέρισε λίγο τον γάτο και κάθισε στην αγαπημένη του πολυθρόνα αφήνοντας έναν αναστεναγμό, βγαλμένο από βαθιά μέσα του. Ο Ιούλιος ενοχλήθηκε, είναι αλήθεια, μα βολεύτηκε στην άκρη, άλλωστε του ανθρώπου ήταν, αυτό το αναγνώριζε. Κάποτε, ένιωσε την παλάμη του να τον χαϊδεύει. Μμμμμμμ, δεν ήταν άσχημα, σε λίγο, ο άνθρωπος, τον πήρε στα γόνατά του, πάνω στην βρεγμένη πετσέτα δεν ήταν άσχημα, αδερφέ. Άρχισε να στριφογυρίζει, βρήκε τη βολή του, ξεκίνησε να ρόγχει σχεδόν ευτυχισμένος. Άκουσε τον άνθρωπο να μονολογεί: «Οι δυο μας είμαστε, Ιούλιε, οι δυο μας», του είπε. «Εγώ και συ, καρδούλα μου», και συνέχισε να χαϊδεύει το μεγάλο, κανελί κεφάλι του.
Ο Ιούλιος σήκωσε μια στιγμή τα μεγάλα του μάτια και κοίταξε τον άνθρωπο. Σα να ’χε δακρύσει, του φάνηκε. Τρίφτηκε πάνω στην κοιλιά του, προσπάθησε να του δείξει ότι τον αγαπάει, έμπηξε ναζιάρικα τα νύχια του στα πόδια του ανθρώπου, να μπορούσε, λέει, να τον αγκάλιαζε, όπως είχε δει να κάνουν οι άνθρωποι, όπως είχε δει μια φορά εκείνο το κορίτσι που είχε φέρει στο σπίτι, που αγκάλιαζε το αφεντικό του και που πια δεν ξανάρθε, πού να ’ναι εκείνο το κορίτσι αλήθεια, που και κείνη τον χάιδευε τον Ιούλιο, και που εκείνες τις ημέρες ήταν καλύτερα το αφεντικό του, δεν τον πονούσε το έντερό του τότε, μα δε μπορούσε, δε μπορεί ένας γάτος να αγκαλιάσει κανέναν, είδε τον άνθρωπο να ησυχάζει πια, είχε γείρει δεξιά το κεφάλι του, έτσι κοιμούνται οι άνθρωποι, το ήξερε, δεν κουλουριάζονται αυτοί, γύρισε πλευρό μέσα στην αγκαλιά του ανθρώπου και αποκοιμήθηκε ευτυχισμένος.