Παρίσι του Μεσαίωνα
«Παρίσι του Μεσαίωνα» έχουν χαρακτηρίσει την Κωνσταντινούπολη για την κομψότητα των κτιρίων, τη μεγαλοπρέπεια των μνημείων και την ομορφιά της. Όπως έχει γράψει ο Κάρολος Diehl: «Η Κωνσταντινούπολις διά του πλούτου, διά της ωραιότητος των Μεγάρων αυτής, διά της πολυτέλειας των παλατιών, διά των αγίων λειψάνων των εκκλησιών αυτής διήγειρε τον θαυμασμόν όλου του κόσμου, πάντες δε όσοι επεσκέπτοντο αυτήν, απήρχοντο εκείθεν καταγοητευμένοι...Η βυζαντινή πρωτεύουσα κατά τινα ευφυά έκφρασιν ήτο οι Παρίσιοι του Μεσαίωνος» (Charles Diehl, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, μτφρ. Εμμ. Γ. Καψαμπέλη, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1923, σελ. 188).
Σ’ ένα τμήμα του στιχουργήματος «Ετέρα ιστορία των κατά την Ουγγροβλαχίαν τελεσθέντων, αρξαμένη από Σερμπάνου βοηβόνδα μέχρι Γαβριήλ βοηβόνδα, του ενεστώτος δουκός, ποιηθείσα παρά του εν αρχιερεύσι πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μυρέων κυρού Ματθαίου του εκ Πωγωνιανής, και αφιερωθείσα τω ενδοξότατω άρχοντι κυρίω Ιωάννη τω Κατριτζή», που εξέδωσε ο Αιμίλιος Legrand στο β΄ τόμο της “Bibliotheque Grecque vulgaire”, β΄ τόμος, Παρίσι 1880, και συγκεκριμένα στους στίχους 2401-2417 και 2425-2438, περιγράφεται η ζωή πριν την Άλωση στη Βασιλεύουσα με αξιόλογες-γραφικές λεπτομέρειες και πολλή ενάργεια:
«...Που είν’ η δόξα η πολλή κ’ η χάρις η μεγάλη,
το κάλλος, η ευπρέπεια οπού 'χες αναθάλει;
Που και τα θεία λείψανα πολλών σοφών αγίων,
οπού εζήσαν επί γης αγγελικόν τον βίον,
κ’ έλαμψαν ως ο ήλιος διά κατορθωμάτων
και εναρέτων πράξεων και των λαμπρών θαυμάτων;
Που είν’ τα πανηγύρια, που είν’ οι παρρησίες
εκείνες όπ’ εγίνονταν μέσα στες εκκλησίες;
Που είν’ η ευσέβεια και η δοξολογία,
και των συνόδων των επτά η πίστις η αγία;
Αλλοίμονον, Επτάλοφο, και πως εκαταστάθης,
τώρα σ’ ετούτον τον καιρόν τόσα κακά να πάθης.
Εσένα σε ευλόγησαν οι άγιοι πατέρες
και τώρα πώς εξέπεσες κ’ έχεις κακές ημέρες;
Έπαυσαν οι παράκλησες και οι δοξολογίες
εκείνες όπ’ εγίνονταν με προσευχές αγίες.
Πού είν’ ο περιβόητος ναός ο της Σοφίας,
εκείνος ο υπέρλαμπρος και πλήρης ευλογίας...
Που της Βλαχέρνας ο ναός, η βρύσις των θαυμάτων,
Εξ ου απολαμβάνομεν πηγήν των ιαμάτων;
Ναόν του Παντοκράτορος τον περιφουμισμένον
Τώρα τον βλέπω έρημον διά το όνομά σου!
Που είν’ τα σπουδαστήρια κ’ η γνώσις των γραμμάτων,
Και της σοφίας η πηγή, βάθος των νοημάτων;
Που είν’ οι σχολαστικοί με την πολλήν σοφίαν,
αυτοί όπ’ εστερέωσαν την πίστιν την αγίαν,
οπώτρεχαν σαν ποταμοί, σαν βρύσες αναβρούσαν,
όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού με γνώσιν εμετρούσαν;
Που είν’ τα τόσα αγαθά που ήσουν στολισμένη,
ωσάν αυτόν τον ουρανόν ήσουν ζωγραφισμένη;»
Οι διάφοροι ποιητές θρηνωδοί, ιστοριογράφοι και άλλοι συγγραφείς την αποκαλούν «λαμπράν», «χρυσήν», «ένδοξον» και σε όλους αυτούς τους χαρακτηρισμούς αντικατοπτρίζεται το κάλλος της, υλικό και το πνευματικό, οι θησαυροί, τα κειμήλια, η ιστορία, οι μεγάλες ώρες κ’ η δόξα που γνώρισε, τα αξιοθαύμαστα μνημεία, τα παλάτια, οι ναοί, τα μοναστήρια, οι βιβλιοθήκες, τα δικαστήρια, οι κήποι, όλα αυτά που ο Στήβεν Ράνσιμαν περιγράφει συναρπαστικά στο έργο του «Βυζαντινός Πολιτισμός» (όπ. παρ., σσ. 207-208): «Ο ταξιδιώτης που ερχόταν από τη θάλασσα, από το νότο ή από τη δύση, καθώς πλησίαζε την πόλη, έβλεπε στο δεξί του χέρι τους θόλους και τις σκεπασμένες με κεραμίδια στοές του Μεγάλου Παλατίου, την Αγία Σοφία να υψώνεται από πίσω και κήπους να απλώνονται ως κάτω στο Βόσπορο. Ύστερα έβλεπε τον πελώριο κυρτό τοίχο, που ακόμα και σήμερα υποστηρίζει το νότιο άκρο του Ιπποδρόμου, να υψώνεται πάνω από το κομψό λιμάνι του παλατιού, την εκκλησία των Αγίων Σεργίου και Βάκχου και πιο χαμηλά μια συνοικία με παλάτια μικρότερα. Στα αριστερά το θαλάσσιο τείχος, με τους αραιούς πύργους του, ήταν κατά διαστήματα κομμένο, και στα σημεία αυτά υπήρχαν μικρά τεχνητά λιμάνια για τα πλοία που δεν ήθελαν να κάμουν το γύρο ως τον Κεράτιο Κόλπο. Γύρω από τα λιμάνια αυτά ήταν ένα πλήθος σπίτια πυκνοχτισμένα. Από πίσω, κυρίως στην κοιλάδα του μικρού ποταμού Λύκου, υπήρχαν περιβόλια με οπωροφόρα δέντρα, ακόμη και χωράφια με σιτάρι, στην κορυφή όμως του λόφου δέσποζε η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και άλλα μεγάλα κτίρια. Λίγο αριστερότερα το τοπίο γινόταν πιο ομαλό. Στην όχθη βρισκόταν η πολυάνθρωπη συνοικία του Στουδίου με το ξακουστό μοναστήρι της. Από πίσω έβλεπε κανείς το επάνω μέρος των χερσαίων τειχών, καθώς κατέβαιναν προς τη θάλασσα. Κι έξω όμως από τα τείχη τα σπίτια των προαστίων ήταν πυκνά σε μια απόσταση τριών περίπου χιλιομέτρων κατά μήκος της ακτής. Από την πλευρά του Κερατίου Κόλπου, η όψη της Πόλης ήταν τελείως διαφορετική. Εκεί, εμπρός από τα τείχη, έβλεπε κανείς μια ακτή που, με την πάροδο των αιώνων, συνεχώς μεγάλωνε, γεμάτη προβλήτες, αποθήκες και αποβάθρες, όπου ήταν αγκυροβολημένα τα εμπορικά πλοία, και λίγο πιο πέρα έβλεπε κανείς και σπίτια χτισμένα μέσα στο νερό επάνω σε πασάλους. Από πίσω ένα πλήθος πύλες έβγαζαν στις εμπορικές συνοικίες. Εκεί δεν έβλεπε κανείς πολλή πρασινάδα. Οι πιο απότομες πλαγιές, που ανέβαιναν στην κεντρική κορυφή, ήταν γεμάτες σπίτια, εκτός από τη συνοικία του φρουρίου στην ανατολική άκρη και την ακόμη μεγαλύτερη περιοχή των Βλαχερνών, στο ακρότατο δυτικό σημείο, όπου ένα αυτοκρατορικό παλάτι και μια πολύ ιερή εκκλησία έδιναν σε όλη τη συνοικία έναν τόνο αρχοντιάς. Στο ενδιάμεσο βρισκόταν το κέντρο της εμπορικής δραστηριότητας της Πόλης».
Β
Προφορικότητα-προφορικός πολιτισμός και διαπλοκή τους με τα αγιολογικά κείμενα της πρώιμης και της μέσης βυζαντινής περιόδου.
Επιπροσθέτως, μέσα από τη μελέτη των Βυζαντινών Συναξαρίων, των Βίων των αγίων και άλλων συναφών κειμένων, μπορεί να καταδειχθεί η διαπλοκή της προφορικότητας (λαϊκών αφηγήσεων και παραμυθιών) με τα γραπτά αγιολογικά κείμενα της πρώιμης και μέσης βυζαντινής περιόδου, μέσω της ανάλυσης και κωδικοποίησης των μοντέλων δράσης των παραμυθικών ηρώων (A. J. Greimas, Structural Semantics. An Attempt at a Method. Translated by McDowell, R. Schleifer and A. Velie, University of Nebraska Press, Lincoln and London, 1983, pp. 197-211) και της αντίστοιχης ανάλυσης του τρόπου δράσης των αγίων-ηρώων των βίων και των Συναξαρίων (αγιολογικών κειμένων). Εκεί, υπάρχει, κατά τη γνώμη μου, η δυνατότητα να προκύψουν πρωτότυποι και ενδιαφέροντες παραλληλισμοί, οι οποίοι θα φανερώσουν, σε πολλαπλά επίπεδα ιδεολογίας και κουλτούρας, (εν γένει πολιτισμού), τις «συνέχειες» που υφίστανται ανάμεσα στον προφορικό - λαϊκό πολιτισμό και στον γραπτό - «λόγιο» πολιτισμό.
Το γεγονός ότι από την αρχαία Ελλάδα δεν μας έχει διασωθεί κανένα γνήσιο παραμύθι ούτε λαϊκή παράδοση, οδήγησε πριν από αρκετά χρόνια στη διατύπωση της θεωρίας, πως ο αρχαίος ελληνικός λαός ήταν από τους λίγους εκείνους λαούς, ίσως και ο μόνος, που μέσα στον κόσμο του δεν είχε παραμύθια. Είναι αλήθεια πως η γραπτή παράδοση των Ελλήνων απέφυγε να δώσει την προσήκουσα σημασία στη λαϊκή δημιουργία και φαίνεται παράλληλα να μην ενδιαφέρθηκε και πάρα πολύ να τη διασώσει. Στην παραπάνω όμως ασταθή θεωρία της παντελούς έλλειψης παραμυθιών, αντιτίθεται η άφθονη παρουσία παραμυθικών και λογοποιητικών θεμάτων στις ηρωικές παραδόσεις, γεγονός που αποτελεί αδιαφιλονίκητη απόδειξη, ότι οι αρχαίοι Έλληνες και παραμύθια είχαν και λογοποιίες, οι οποίες μεταβιβάστηκαν στους βυζαντινούς μέσω των μαρτυρολογίων, συναξαρίων και των βίων των αγίων της πρώιμης, μέσης και ύστερης βυζαντινής περιόδου διέθεταν.