Πολλές προφορικές λαϊκές διηγήσεις και παραμύθια, στα βασικά τους στοιχεία δομής και περιεχομένου, ιχνηλατούνται στα αγιολογικά κείμενα ως πλέγμα, ιστός και καμβάς του ξετυλίγματος της υπόθεσης-ιστορίας του βίου ενός αγίου. Αυτή η διάσταση προκύπτει απ’ τη μελέτη των αγιολογικών κειμένων της πρώιμης βυζαντινής περιόδου σε σχέση με την ελληνική αρχαιότητα και κυρίως σε σχέση με τους αρχαίους ελληνικούς μύθους. Αυτού του είδους η οπτική γωνία καθορίζει και το θέμα μελέτης: ο κεντρικός άξονας γύρω απ’ τον οποίο επικεντρώνεται η ανάλυση είναι ακριβώς η προφορικότητα, λαϊκότητα και παραμυθιακότητα των αγιολογικών κειμένων που, είτε γράφτηκαν είτε αναφέρονται στην πρωτοχριστιανική- πρωτοβυζαντινή και μέση βυζαντινή περίοδο (2ος-10ος αι. μ. Χ.), και τα οποία παρουσιάζουν κοινά σημεία αναφοράς με πανάρχαιους κι αρχαίους μύθους.
Άλλωστε, το μεγαλείο της κλασσικής ηθικής, κατά τον Έρασμο είναι, ήταν και θα εξακολουθεί να είναι τεράστιο: «Ασφαλώς κανείς δεν μπορεί να ονομάσει κοσμικό κάτι που τρέφει την ευσέβεια και οδηγεί στην τελειοποίηση της ψυχής. Γι’ αυτή τη βελτίωση η πρώτη θέση ανήκει δικαιωματικά στην Αγία Γραφή. Κι όμως πολλές φορές μου συμβαίνει να ανακαλύπτω λόγους αρχαίων συγγραφέων... των οποίων η καθαρότητα, η αγιότητα και, θα μπορούσα να πω, η θεία προέλευση, μου δημιουργούν τέτοια εντύπωση, ώστε δεν μπορώ να μην πιστέψω ότι το χέρι τους είχε σαν οδηγό το Θεό. Άλλωστε το πνεύμα του Χριστού βρίσκεται στα αρχαία κείμενα περισσότερο απ’ ό,τι μπορούμε να φανταστούμε». (Εράσμου-Συνομιλίες).
Η χριστιανική θρησκεία προήλθε από την Παλαιστίνη. Αλλά γρήγορα δέχτηκε την ελληνιστική επίδραση και με την εργασία των χριστιανών διανοητών της Αλεξάνδρειας -του Κλήμεντος και του Ωριγένη- ο χριστιανισμός απέκτησε τα πολιτικά και πολιτιστικά του δικαιώματα στον ελληνικό κόσμο.
Ίσως, ο παράγοντας της πολιτισμικής βυζαντινής ταυτότητας που αξίζει να καταλάβει την πρώτη θέση είναι η πεποίθηση ότι η αυτοκρατορία ήταν δημιούργημα θελήσεως του Θεού και ότι προστατεύονταν απ’ Αυτόν και τον Υιόν του. Είναι αυτή η πεποίθηση, η οποία σε μεγάλο βαθμό εξηγεί την εμμονή στην παράδοση, τον υπερβολικό συντηρητισμό στο Βυζάντιο. Το καθεστώς, που καθιερώθηκε απ’ τον Κωνσταντίνο, συνεχίστηκε απ’ τους διαδόχους του, φτάνει στην εποχή των εικονοκλαστών δέχτηκε την αμφισβήτηση της αυτοκρατορικής αυθεντίας, που εγέρθηκε απ’ τους μοναχούς, οι οποίοι ζητούσαν μεγαλύτερη ελευθερία για την Εκκλησία. Ωστόσο η αμφισβήτηση αυτή στάθηκε ανώφελη.
Στη συνταγματική θεωρία της αυτοκρατορίας δεν αναγνωρίζονταν κληρονομικά δικαιώματα επί του θρόνου, αν και κατά καιρούς συγγενικά συναισθήματα μπορούσαν να έχουν μεγάλη επίδραση. Όταν κατά τη μακεδονική δυναστεία αυτό το συναίσθημα έφερε στο θρόνο ένα αφοσιωμένο στη μελέτη αυτοκράτορα, ένας συνεργάτης του εκτελούσε εκείνα τα στρατιωτικά καθήκοντα, που αποτελούσαν μέρος του αυτοκρατορικού φορτίου. Αυτό το μεγάλο βάρος των υποχρεώσεων, που επιβάλλονταν στον αρχηγό -η υπευθυνότητα για την υλική και πνευματική ευτυχία των υπηκόων του- διαμόρφωσε το βυζαντινό αυτοκρατορικό ιδεώδες και αυτό το ιδεώδες κατευθύνει αναγκαστικά τον κυρίαρχο ηγεμόνα: Μπορεί να τον κάνει άλλο άνθρωπο.
Εξαιρετικά δαπανηρή, υπερβολικά συντηρητική στις μεθόδους της, συχνά διεφθαρμένη, παρ’ όλα αυτά, η αυτοκρατορική διοικητική μηχανή ήταν, φαίνεται, ικανή: συνέχιζε να λειτουργεί με τη δική της συσσωρευτική ορμή κινήσεως που απέκτησε.
Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, οι κατά Χριστόν «μωροί» -εκείνοι που υπέφεραν την περιφρόνηση του κόσμου εμφανιζόμενοι στο κοινό ως ανόητοι, για να πάρουν επάνω τους μέρος από το φορτίο της ταπεινώσεως, που είχε οδηγήσει τον Κύριό τους στο Σταυρό- και αυτοί επίσης είχαν τα ρητά τους, που δικαίωναν τον τρόπο ζωής τους: «το μωρόν του Θεού σοφώτερον των ανθρώπων εστί», «η σοφία του κόσμου τούτου μωρία παρά τω Θεώ εστί».
Στο σημείο αυτό είναι υποχρεωμένος κανείς να ρωτήσει: Πώς ζούσαν οι Βυζαντινοί; Ήταν η ερώτηση, στην οποία ο R.Byron ζήτησε να απαντήσει στο νεανικό του έργο «Το Βυζαντινό Επίτευγμα». Ένα κεφάλαιό του το τιτλοφόρησε «Η χαρούμενη ζωή». Αυτό είναι μια σοβαρή παραποίηση. Όσο περισσότερο κανείς μελετά τη ζωή του Βυζαντίου, τόσο κατανοεί το βάρος των φροντίδων, που το τυραννούσαν. Ο φόβος, που προκαλούσε ο άτεγκτος φοροεισπράκτορας, ο τρόμος, από την αυθαίρετη τυραννία του αρχηγού του κράτους, η αδυναμία του χωρικού, μπροστά στην άπληστη επιθυμία του δυνατού για αρπαγή της γης, η επαναλαμβανόμενη απειλή βαρβαρικής εισβολής καθιστούσαν τη ζωή μια επικίνδυνη υπόθεση. Και εναντίον των κινδύνων που την απειλούσαν, μόνο υπερφυσική βοήθεια -η βοήθεια του αγίου, του μάγου ή του αστρολόγου- μπορούσε να την σώσει. Και είναι τιμή του που ο βυζαντινός κόσμος έκανε συνείδησή του τη φιλανθρωπία και ζήτησε να ελαφρώσει τα βάρη της ζωής, θεμελιώνοντας νοσοκομεία για τους ασθενείς, τους λεπρούς και τους αδύνατους, κτίζοντας ξενοδοχεία για τους οδοιπόρους και τους ξένους, γηροκομεία για τους γέρους, οίκους μητρότητας για τις γυναίκες, καταφύγια για τα εγκαταλελειμμένα παιδιά και τους πτωχούς, ιδρύματα με γενναιοδωρία ενισχυόμενα οικονομικώς από τους ιδρυτές τους, οι οποίοι με γραπτούς κανονισμούς ρύθμιζαν με λεπτομέρειες τις κατευθύνσεις διοικήσεως αυτών των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Πρέπει κανείς να στραφεί προς τη ζωή των αγίων και όχι προς τους αυλικούς ιστορικούς, αν θα ήθελε να περιγράψει τις συνθήκες ζωής του Βυζαντίου. Και επειδή η ζωή ήταν ανασφαλής και επικίνδυνη, εύκολα αναπτύσσονταν καχυποψίες και εκρήξεις βίας και η σκληρότητα ήταν η φυσική συνέπεια. Η Ευρώπη του αιώνα μας θα έπρεπε να κάνει ευκολότερη την κατανόηση των βασάνων του βυζαντινού κόσμου. Δεν θα αντιληφθούμε ποτέ σ’ όλη την έκταση το μέγεθος των αυτοκρατορικών επιτευγμάτων, αν δεν έχουμε μάθει σε ορισμένο βαθμό την τιμή, με την οποία αυτά τα επιτεύγματα πραγματοποιούνταν.
Β
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
Μελέτες για την Ιστορία του Βυζαντίου απ’ την Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογο-ιστορικό (κάτοχο Μεταπτυχιακού Διπλώματος Βυζαντινής Ιστορίας απ’ το Α.Π.Θ.)
1) Νεότερες απόψεις για την εσωτερική ιστορία του Βυζαντίου κατά τον 7ο αιώνα. Αυτοέκδοση. Τρίκαλα 2006. ISBN 960-92360-4-9. (Σελ. 268).
Στη μελέτη αυτή η ιστορικός Αμαλία Κ. Ηλιάδη αποδύεται σε μια προσπάθεια προσέγγισης του 7ου βυζαντινού αιώνα απ’ την άποψη της εσωτερικής ιστορίας του Βυζαντίου και εξετάζονται οι αντίστοιχοι τομείς της: κοινωνία, οικονομία, στρατιωτική οργάνωση, πνευματική ανάπτυξη κ.λ.π. Αρχικά γίνεται ανασκόπηση των παλαιοτέρων απόψεων για τον 7ο αιώνα. Στη συνέχεια παρουσιάζονται οι νεότερες απόψεις για την εσωτερική ιστορία του Βυζαντίου. Το βάρος αυτής της παρουσίασης δίνεται κυρίως στα δημοσιεύματα της Αγγλικής και Γαλλικής Σχολής, που εμφανίστηκαν κατά την τελευταία εικοσιπενταετία, καθώς βέβαια και στις νεότερες απόψεις των Ελλήνων Βυζαντινολόγων.
2) Οι Βίοι των Αγίων της Βυζαντινής περιόδου ως ιστορικές πηγές. (Σημειώσεις και παρατηρήσεις για τα Βυζαντινά αγιολογικά κείμενα της Μέσης περιόδου: 7ος -10ος αιώνας). Αυτοέκδοση. Τρίκαλα 2006. ISBN 960-92360-5-7. (σελ. 468)
Η σπουδαιότητα της αγιολογίας ως επιστήμης είναι πολύπλευρη, γιατί πέρα απ’ τη μελέτη του γραμματειακού είδους των βίων των αγίων, οι άγιοι συνδέθηκαν με τα ποικίλα, κοινωνικά, πνευματικά και θρησκευτικά προβλήματα του καιρού τους, γι’ αυτό και η σχετική γραμματεία προσφέρει ανεξάντλητο πλούτο ιστορικών πληροφοριών για τον δημόσιο και τον ιδιωτικό βίο της εποχής τους.
Προϋπόθεση της εσωτερικής δόμησης και σύνθεσης της μελέτης μου αυτής αποτελούν τα παρακάτω κριτήρια κατηγοριοποίησης των αγίων, τα οποία διατρέχουν το βασικό κορμό της και διαπλέκουν τα εσωτερικά της «νήματα»:
1. Κατηγοριοποίηση αγίων, ανάλογα με την κοινωνική τους θέση, ηλικία, φύλο, καταγωγή, εποχή, τρόπο άσκησης (αυστηρή-λιγότερο αυστηρή και άλλα κριτήρια, όπως κοινοβίτες, κελλίτες, απομονωμένοι ασκητές κ.τ.λ.).
2. Κατηγοριοποίηση αγίων, ανάλογα με την εμβέλεια της επίδρασής τους στην τοπική-περιορισμένη κοινωνία ή την αγιοποίησή τους εκ των άνω, απ’ τα ανώτερα στρώματα της πρωτεύουσας (αυλικοί, αξιωματούχοι, αυτοκράτορες, κ.τ.λ.).
3. Κατηγοριοποίηση αγίων, ανάλογα με την εύρεση στο κείμενο (πρωτότυπο) του βίου τους κοινών αγιολογικών τόπων (συχνότητα και ποσότητα αγιολογικών τόπων που συναντώνται σε κάθε εποχή).
4. Θεματικά κέντρα βίων (ποιότητα και είδος ιστορικών πληροφοριών για αγροτική ζωή, κοινωνία, οικονομία, εμπόριο, αρχαιότητα, στάσεις, αντιλήψεις, νοοτροπίες).
5. Γυναίκα και αγιότητα (κοινά με τους άνδρες αγίους).
6. Άγιοι και εξουσία.
7. Άγιοι και καθεστηκυία εκκλησία (επίσκοποι, ιερείς, μητροπολίτες, κ.τ.λ.).
8. Φαινόμενα κοινωνικής «παθογένειας» και κοινωνικών προβλημάτων στους βίους (φτώχεια, ανέχεια, ζητιανιά).
9. Ακραία αγιότητα: Σαλοί, δενδρίτες, κιονίτες, «παράξενοι» αναχωρητές και στάση της εκκλησία απέναντί τους.
10. Συναγωνισμός εκκλησίας και αγίων για τον «προσεταιρισμό» του λαού-ποιμνίου.
3) Σημειώσεις και παρατηρήσεις στην ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας απ’ τον 11ο ως τον 15ο αι. Τα αγιολογικά κείμενα της περιόδου. (Συμβολή στη μελέτη των βίων των αγίων ως ιστορικών πηγών). Αυτοέκδοση. Τρίκαλα 2006. ISBN 960-92360-6-5. (Σελ. 361).
Η σπουδαιότητα της αγιολογίας ως επιστήμης είναι πολύπλευρη, γιατί πέρα απ’ τη μελέτη του γραμματειακού είδους των βίων των αγίων, οι άγιοι συνδέθηκαν με τα ποικίλα, κοινωνικά, πνευματικά και θρησκευτικά προβλήματα του καιρού τους, γι’ αυτό και η σχετική γραμματεία προσφέρει ανεξάντλητο πλούτο ιστορικών πληροφοριών για τον δημόσιο και τον ιδιωτικό βίο της εποχής τους. Οι Βίοι των Αγίων ως ιστορικές πηγές, μας αποκαλύπτουν έναν εξαιρετικά μεγάλο πλούτο παντοειδών πληροφοριών ως προς τα ιστορικά γεγονότα (πολιτικά, στρατιωτικά, κοινωνικά), ως προς τις αντιλήψεις, στάσεις, αξίες της κοινωνίας της υπό μελέτην περιόδου (Υστεροβυζαντινής), ως προς την κουλτούρα (πνευματική καλλιέργεια) των συγγραφέων τους και του αναγνωστικού τους κοινού και, βέβαια, ως προς την, εν γένει, κοινωνική και οικονομική κατάσταση του βυζαντινού κράτους κατά την ύστερη περίοδο της ζωής του. (11ος-15ος αι.).