(Εκφράζω τις θερμές μου ευχαριστίες στην αδερφή μου Βάσω Κ. Ηλιάδη, χωρίς την πολύτιμη βοήθεια της οποίας δεν θα ολοκληρωνόταν αυτή η εισήγηση)
Εισαγωγή
Τα τελευταία είκοσι χρόνια, σύμφωνα με τις μελέτες των ειδικών, η συγκριτική γραμματολογία προσπάθησε να αποδεσμευτεί από τις έννοιες της ολότητας και της παγκοσμιότητας που τη σημάδεψαν στην εκκίνησή της και να στραφεί προς το τοπικό, το ιθαγενές, το έλασσον, χωρίς όμως να καταργήσει τους σχετικούς λογοτεχνικούς όρους και τις παλαιότερες διακρίσεις.
Από την ιδέα του υπερπολιτισμικού, παγκόσμιου ιδεώδους που εκφραζόταν μέσα από την αισθητική και την ιδεολογία των «μεγάλων», κλασικών έργων και στήριζε ανέκαθεν τη συγκριτική γραμματολογία μεταβαίνουμε τώρα στην ιδέα των διαπολιτισμικών συσχετισμών. Η συγκριτική γραμματολογία αποκεντρώνεται και ανανεώνεται από τους εκπροσώπους της στη Λατινική Αμερική, στην Αφρική και στην Ασία. Για χρόνια το λογοτεχνικό κείμενο συνιστούσε την αφετηρία για τη συγκριτική γραμματολογία, τώρα όμως το συγκριτικό υλικό διευρύνεται για να περιλάβει και άλλες μορφές πολυτροπικών κειμένων με συνδυασμό λόγου, εικόνας, ταινίας και εν γένει πολιτισμικής και πνευματικής έκφρασης. Παλαιότερα το επίκεντρο του ενδιαφέροντος ήταν η εσωτερική και εξωτερική σχέση των κειμένων μεταξύ τους, που οδήγησε στη σταδιακή κατάρρευση της ιεραρχικής τους παρουσίασης και στην αντικατάσταση του όρου επίδραση από αυτόν της διακειμενικότητας, ενώ σήμερα αυτή η πολλαπλή διαπλοκή ή δικτύωση επεκτείνεται, μέσω των κειμένων, και στα πολιτισμικά συστήματα. Με τον τρόπο αυτό ένα νέο ζωτικό πεδίο μελέτης διαμορφώνεται που ονομάζεται «διαπολιτισμικότητα». Με την ανάπτυξη της μετα-αποικιοκρατικής θεωρίας, των σπουδών για τη μετάφραση και την κοινωνική συγκρότηση των φύλων αποκτά ιδιαίτερη σημασία ο οριακός χώρος, τα αλληλοεπικαλυπτόμενα νοητικά «χωρία» ανάμεσα σε κείμενα, γένη, φυλές και πολιτισμούς και οι θεωρητικές αναζητήσεις στρέφονται στη διερεύνηση των μεταιχμίων και των υπερβάσεών τους.
Επειδή ο λόγος μας δεν είναι, όπως έδειξε ο Μπαχτίν, αποκλειστικά δικός μας αλλά εμπεριέχει τα ίχνη και άλλων λόγων, όντας ετερογλωσσικός και πολυφωνικός, με τρόπο ανάλογο και οι πολιτισμοί είναι εξ ορισμού πολυπολιτισμοί, το ίδιο και οι λογοτεχνίες.
Τα παλαιότερα διπολικά, παραδοσιακά μοντέλα της συγκριτικής μελέτης παραχωρούν τη θέση τους στην ανίχνευση αυτού του αντιφατικού ενδιάμεσου χώρου όπου συγκλίνουν και αποκλίνουν, συνάπτονται και αλληλοπεριχωρούνται κείμενα, γένη, φυλές, γλώσσες και πολιτισμοί. Η μελέτη της αλληλενέργειας αλλά και της αντιπαλότητας αυτών των στοιχείων συνιστά τον κεντρικό άξονα για το μέλλον της ακαδημαϊκής έρευνας και εξηγεί την άνοδο των διεπιστημονικών κλάδων που μελετούν το γένος, τη μετάφραση και τον πολιτισμό. Ό,τι ενδιαφέρει σήμερα είναι η μεταβατικότητα ως διαδικασία διαμεσολάβησης: πώς «περνάει» ένα κείμενο, μια έννοια, ένα καλλιτεχνικό ρεύμα ή μια γλώσσα από τον έναν πολιτισμό στον άλλο, ποιοι μηχανισμοί πρόσληψης, οικειοποίησης, μεταμόρφωσης και αφομοίωσης υπεισέρχονται σε αυτή τη διαδικασία και στη διαμόρφωση του τελικού, συνθετικού προϊόντος. Έτσι, η συγκριτική γραμματολογία εξελίσσεται σε μελέτη της διαπολιτισμικότητας μέσω κειμένων, μεταφράσεων αλλά και ποικίλων άλλων δραστηριοτήτων, καθώς τη μονολιθική, ιεραρχική προοπτική τη διαδέχτηκε η αμφίδρομη και περισσότερο περίπλοκη διαμεσολάβηση.
Με την αμφισβήτηση έως και απόρριψη, όμως, των διπολικών ιεραρχικών σχέσεων, ένας από τους τρόπους για να διατηρηθεί μέχρι κάποιο βαθμό, βεβαίως, η διαφορά μεταξύ πολυτροπικών κειμένων και πολιτισμών ήταν να μελετηθεί εμβριθώς το μεσοδιάστημα όπου συντελούνται η ανταλλαγή, η επαφή και η σύνθεση. Εκεί που θριάμβευαν τα άκρα και οι κλασικές κλίμακες μειζόνων και ελασσόνων τρόπων, τώρα κυριαρχεί η νοητή ενδιάμεση ζώνη, τα σημεία επαφής, συμπλοκής και διαπλοκής.
Για το λόγο αυτό, καλύτερη μεταφορά για την απτοποίηση της έννοιας της διαπολιτισμικότητας είναι η μετάφραση και τούτο εξηγεί και την κεντρική θέση που απέκτησαν οι μεταφραστικές σπουδές στις σύγχρονες θεωρητικές αναζητήσεις, με αποτέλεσμα τον σταδιακό παραμερισμό της συγκριτικής γραμματολογίας. Με αυτό το δεδομένο θα μπορούσε να πει κανείς ότι τελικά ένας νέος και ευρύτερος επιστημολογικός χώρος διαμορφώνεται που θα μπορούσε να ονομαστεί «Διαπολιτισμικές Σπουδές» και στον οποίο υπάγονται και η συγκριτική γραμματολογία και οι μεταφραστικές σπουδές.
Η κλασική συγκριτική λογοτεχνία στηρίχθηκε στο αξίωμα ότι λογοτεχνίες και πολιτισμοί δεν μπορούν να κατανοηθούν παρά μόνο στο πρωτότυπο. Σήμερα όμως πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι τα πάντα είναι μεταφράσιμα. Αυτό που προέχει δεν είναι η μορφή αλλά το περιεχόμενο.
Αλλά και κάθε εποχή είχε τις κυρίαρχες έννοιες-κλειδιά της. Παλαιότερα, επί παραδείγματι, μιλούσαμε περισσότερο για ιδεολογία, όταν ήταν του συρμού η κοινωνιολογία της λογοτεχνίας, για δομή, όταν μεσουρανούσε ο δομισμός, ή για κειμενικότητα με την εμφάνιση της αποδόμησης, ενώ τώρα στη δύση του 20ου αιώνα φαίνεται ότι το εννοιολογικό status είναι η διαπολιτισμικότητα.
Έτσι η Πολιτική του Υπουργείου Παιδείας για την διαπολιτισμικότητα, αντανακλώντας αυτή την καινούρια θεωρητική αλλά και «αληθινή» πραγματικότητα, δίνει έμφαση στα βήματα ενσωμάτωσης των μεταναστών που αποτελούν σήμερα το 10% του πληθυσμού και στην εκπαίδευση των περίπου 130.000 ξένων μαθητών που ζουν στην Ελλάδα. Σε ότι αφορά στην κατάσταση των θρησκευτικών ελευθεριών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ελλάδα, η πραγματικότητα, για την ώρα, είναι πολύ καλύτερη από εκείνη που περιγράφεται στις σχετικές εκθέσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Χρήζει ιδιαίτερης μνείας η κρατική φροντίδα για την εκπαίδευση των μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης και οι δράσεις του υπουργείου Παιδείας που υπαγορεύονται από εμπράγματες υποχρεώσεις του ελληνικού κράτους. Επίσης, στο πλαίσιο αυτό πρέπει να γίνει ιδιαίτερος λόγος για τις πρωτοβουλίες για την διδασκαλία του Ολοκαυτώματος στα ελληνικά σχολεία, τη συμμετοχή της Ελλάδας στο «International Task Force on Holocaust Education», και τη νέα έκδοση του Υπουργείου Παιδείας για τη ζωή και τα μνημεία των Εβραίων σε 25 ελληνικές πόλεις. Οι πρωτοβουλίες αυτές έχουν αποσπάσει θετικά σχόλια από την εβραϊκή κοινότητα στις ΗΠΑ η οποία εξήγησε ότι, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, στην Ελλάδα δεν υπάρχει ιδεολογική παράδοση ρατσισμού και ξενοφοβίας.
Β
Διαπολιτισμικότητα, παγκοσμιοποίηση και ταυτότητες.
Η Σημειωτική Εταιρεία Ελλάδος (ΕΣΕ) διοργάνωσε το 7ο Εθνικό Συνέδριο της Εταιρείας στην Πάτρα, από την Παρασκευή 1η Οκτωβρίου έως και την Κυριακή 3η Οκτωβρίου 2004, με τους ακόλουθους κύριους θεματολογικούς άξονες:
* Μεταβολές της ατομικής και κοινωνικής ταυτότητας
* Πολιτισμική ταυτότητα
* Ευρωπαϊκή ταυτότητα
* Χωρική ταυτότητα
* Τέχνη και ταυτότητα
* Μετάφραση και διαπολιτισμική επικοινωνία.
* Εκπαίδευση, κοινωνικές επιστήμες και διαπολιτισμική επικοινωνία.
Η παραπάνω θεματολογία είναι ενδεικτική των τρεχουσών προβληματισμών στο χώρο της διαπολιτισμικής κοινωνικής έρευνας και εκπαίδευσης. Στα πλαίσια αυτά, το ιστορικό παράδειγμα του φιλοσόφου Μπαρούχ Σπινόζα μπορεί να μελετηθεί ως αρχετυπικό της συγχώνευσης και δημιουργικής σύγκρουσης – σύνθεσης πολλαπλών ταυτοτήτων: εβραϊκής, πορτογαλικής, ολλανδικής, ευρωπαϊκής, γαλλικής και εν τέλει «διεθνικής». Εξάλλου, η ίδια η ουσία της φιλοσοφικής σκέψης του Σπινόζα, όπως θα καταδειχθεί στις ακόλουθες γραμμές, αντανακλά την γοητευτική, νοητική του ακροβασία στο μεταιχμιακό χώρο των ιδεών μιας πολυπολιτισμικής Ευρώπης.
Β
Η φιλοσοφική σκέψη του Μπαρούχ Σπινόζα
Εννοιολογικό διάγραμμα:
· Βίος
· Ιδέες
· Καρτεσιανή δυαρχία
· Ο Θεός και οι μορφές της γνώσης
· Τελεολογία και φύση
Έργα του:
«Περί της διορθώσεως της νοήσεως»
«Η θεολογικοπολιτική πραγματεία»
«Μεταφυσικά μελετήματα»
Κυριότερο απ’ όλα τα έργα του Σπινόζα η Ηθική, αποδεδειγμένη κατά γεωμετρική τάξη ή απλά «Ηθική» όπως ο ίδιος ονόμασε το έργο στο οποίο εξέθεσε τις βασικότερες θέσεις της φιλοσοφικής του θεωρίας.