(Εκφράζω τις θερμές μου ευχαριστίες στην αδερφή μου Βάσω Κ. Ηλιάδη, χωρίς την πολύτιμη βοήθεια της οποίας δεν θα ολοκληρωνόταν αυτή η εισήγηση)
«Διαπολιτισμική Εκπαίδευση για εκπαιδευτικούς και μαθητές: Ανακύκλωση μιας οικουμενικής ουτοπίας ή πραγματιστικό ζητούμενο μιας παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας πολιτών»;
Α) Θεωρητική τεκμηρίωση
Γραμματισμός, Διαπολιτισμικότητα και επικοινωνία στη διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας σε αρχάριους μαθητές.
Α) Το θεωρητικό πλαίσιο.
Αρκετές μελέτες για το Γραμματισμό, τη Διαπολιτισμικότητα και την επικοινωνία στη διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας σε αρχάριους μαθητές έχουν οδηγήσει στην παραγωγή μεγάλου αριθμού μεθοδολογικών προτάσεων και σε ανάλογη παραγωγή διδακτικού υλικού.
Οι παραγωγοί των διδακτικών αυτών υλικών φαίνεται να διακατέχονται από μία διάθεση ταχείας εκμάθησης της γλώσσας από τους μαθητές, με αποτέλεσμα να τους εισάγουν από το πρώτο μάθημα στη γραφή με προτάσεις διανθισμένες με εικόνες, σκίτσα και παραστάσεις διάφορες, οι οποίες βοηθούν μεν τη διδακτική διαδικασία, είναι αμφίβολο όμως αν και κατά πόσο είναι αποτελεσματικές μαθησιακά. Εκείνο που παρατηρείται είναι ότι δε δίνεται ο απαραίτητος χρόνος να αναπτύξουν οι μαθητές τον προφορικό τους λόγο, με βάση τον οποίο θα εισαχθούν αργότερα, σε ένα δεύτερο στάδιο, στο γραπτό λόγο. Ο προφορικός λόγος όμως αποτελεί εξίσου βασική προϋπόθεση για την εκμάθηση μιας γλώσσας ως δεύτερης (ή και ως ξένης) όπως και για την εκμάθηση της μητρικής γλώσσας.
Παράλληλα, η έννοια της Διαπολιτισμικότητας ως ένδειξη της αποδοχής του πολιτισμού του άλλου και η έννοια της επικοινωνίας ως μεθοδολογική αρχή στη διδασκαλία της γλώσσας αποτελούν, μαζί με το γραμματισμό, τις έννοιες πάνω στις οποίες μπορεί να στηριχτεί ένα Πρόγραμμα διδασκαλίας της νέας ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας σε μικρής ηλικίας μαθητές, οι οποίοι δεν έχουν καθόλου ή έχουν μικρή εξοικείωση με το γραπτό λόγο της μητρικής τους γλώσσας. Πιο συγκεκριμένα, αναφερόμαστε σε μαθητές, που βρίσκονται σε ηλικία αντίστοιχη με την ηλικία των ελληνόφωνων μαθητών που φοιτούν στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού Σχολείου, ζουν στην Ελλάδα, και έχουν είτε ως μητρική γλώσσα τα αλβανικά, τα ρώσικα, τα αρμενικά, τα γεωργιανά, τα βουλγαρικά, τα πομάκικα, τα τουρκικά, τα τσιγγάνικα είτε αντίστοιχης ηλικίας μαθητές που έχουν ως μητρική γλώσσα την ελληνική, αλλά ζουν σε ένα ξενόγλωσσο περιβάλλον (Αμερική, Ευρώπη, Αυστραλία και αλλού), και έχουν ορισμένα, εσωτερικά και εξωτερικά, κίνητρα για την εκμάθηση της νέας ελληνικής.
Β
Ο γραμματισμός
Η έννοια του γραμματισμού (literacy), αν και αποτελεί έναν όρο, ο οποίος άρχισε να κάνει δραστικά την εμφάνισή του από τη δεκαετία του ’80, στον αγγλοσαξωνικό κυρίως κόσμο, στοιχειοθετούσε πάντα τον κύριο σκοπό του σχολείου, αλλά με μία έννοια στενότερη από αυτήν που έχει αποκτήσει σήμερα -η οποία στα ελληνικά αποδιδόταν με τον όρο αλφαβητισμός-, αφού στην πλειονότητά τους τα εκπαιδευτικά συστήματα έθεταν ως στόχο έως πρόσφατα -και ορισμένα θέτουν και σήμερα- την εκμάθηση της γραφής και της ανάγνωσης και μιας γραμματικοσυντακτικής «μεταγλώσσας».
Σήμερα, στην αναπτυγμένη τεχνολογικά κοινωνία, ο όρος γραμματισμός δε σημαίνει μόνο την ικανότητα του ατόμου να διαβάζει και να κατανοεί ένα γραπτό κείμενο, αλλά και την ικανότητα να ερμηνεύει, να αναλύει, να προεκτείνει και να αντιμετωπίζει κριτικά τους διάφορους τύπους λόγου, να είναι σε θέση να παράγει μια γκάμα ειδών λόγου και γενικά να ελέγχει και να προσεγγίζει κριτικά τη ζωή και το περιβάλλον του με το γραπτό λόγο. Όσον αφορά το γραπτό λόγο, γραμματισμός δεν είναι μόνο η αναγνώριση των γραμμάτων, αλλά και η γνώση ότι διαβάζουμε ένα κείμενο από πάνω προς τα κάτω, από αριστερά προς τα δεξιά (για τις δυτικές κοινωνίες), ότι σ’ αυτό χρησιμοποιούνται κεφαλαία και πεζά γράμματα, ότι χρησιμοποιούνται αρχιγράμματα, ότι σε ένα βιβλίο υπάρχει το εξώφυλλο, με το ρόλο που αυτό έχει, ότι οι υποσημειώσεις και οι παραπομπές γίνονται με ορισμένο τρόπο, ότι διαφορετικά γράφουμε και κατανοούμε μία επιστολή και διαφορετικά μια διαφήμιση κτλ. Ο γραμματισμός δηλαδή προϋποθέτει την ικανότητα χειρισμού του έντυπου λόγου. Με την ευρύτερη έννοια επομένως γραμματισμός σημαίνει την πολιτική χειραφέτηση. Ο γραμματισμός αποτελεί ένα περίπλοκο φαινόμενο που συνδυάζει πολλαπλές πολιτισμικές, κοινωνικές, ιστορικές και γνωστικές πλευρές.
Για τον Gee (1993 :262) γραμματισμός είναι ο έλεγχος των χρήσεων της γλώσσας, ο οποίος κατακτιέται με ανάλογο τρόπο που κατακτιέται ο προφορικός λόγος από το παιδί. Για τους Barton και Hamilton (1998: 3) γραμματισμός είναι μια δραστηριότητα ανθρώπινη που τοποθετείται μεταξύ σκέψης και κειμένου, είναι ένας θεσμός που εντοπίζεται στην αλληλεπίδραση των ανθρώπων. Οι N. Elsasser και V. John-Steiner (1993 :276) θεωρούν ότι ο γραμματισμός αποτελεί για τον άνθρωπο τη γνώση εκείνων των γλωσσικών δεξιοτήτων, που του επιτρέπουν να εξετάζει κριτικά και να επεξεργάζεται θεωρητικά τις πολιτικές και πολιτισμικές του εμπειρίες. Ο G. Kress (1994: 209) διαχωρίζει το γραμματισμό σε εκείνον που αφορά το λόγο και σ’ αυτόν που περιγράφει κάθε μορφή ή μέσο αναπαράστασης. Ακόμη, γίνεται λόγος στη σχετική βιβλιογραφία για πολιτισμικό γραμματισμό, για ηθικό γραμματισμό κτλ. Για τον Kress ο γραμματισμός περιγράφει την πλευρά της ανθρώπινης επικοινωνίας που έχει τη μορφή της αναπαράστασης κοινωνικοπολιτισμικών νοημάτων μέσω γραμμάτων και σχετικών οπτικών και γραφικών σημάτων.
Η προβληματική που αναπτύχθηκε γύρω από την έννοια του γραμματισμού τις τελευταίες δεκαετίες δημιούργησε και το πλαίσιο αρχών της ονομαζόμενης παιδαγωγικής του γραμματισμού (literacy education). Σύμφωνα με αυτήν, η μάθηση θεωρείται πιο αποτελεσματική όταν ο μαθητής συμμετέχει ενεργά και ενεργητικά στην κατάκτησή της. Τα κείμενα προς διδασκαλία πρέπει να είναι τα κείμενα που έχουν σχέση με τη ζωή και ενδιαφέρουν τους μαθητές, τα κείμενα που έχουν νόημα για τους μαθητές. Η γλώσσα νοηματοδοτείται σύμφωνα με αυτά που πιστεύει το παιδί. Τα κείμενα αποτελούν παρεμβάσεις στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Έτσι, οι χειριστές ενός είδους λόγου έχουν πρόσβαση στον αντίστοιχο τομέα κοινωνικής δράσης, π.χ. το είδος λόγου που παράγει ο δάσκαλος είναι ένα είδος από το οποίο αποκλείονται όσα άτομα δεν είναι εξοικειωμένα με αυτό. Γνωρίζοντας λοιπόν ο μαθητής νέα είδη λόγου αποκτά τη δυνατότητα να ενσωματωθεί γλωσσικά σε νέους τομείς κοινωνικής δράσης και δύναμης. Το σχολείο έχει τη δυνατότητα να εισαγάγει τους μαθητές σε μια ποικιλία ειδών λόγου, άρα κοινωνικών δράσεων, ώστε οι μαθητές να ενδυναμωθούν όχι μόνο γλωσσικά αλλά και κοινωνικά. Η διδασκαλία, λοιπόν, της ελληνικής ως δεύτερης ή ξένης γλώσσας θα πρέπει να προσδιορίζεται ουσιαστικά από την παιδαγωγική του γραμματισμού, ώστε οι μαθητές να μη μαθαίνουν τη γλώσσα ως ένα στατικό προϊόν που κατασκευάζεται πάνω σε δεδομένους γραμματικοσυντακτικούς κανόνες, αλλά ως ένα σημειολογικό σύστημα που η αποτελεσματική του χρήση προϋποθέτει προσαρμογή στις περιστάσεις επικοινωνίας.
Με την έννοια αυτή η διαπολιτισμικότητα συνενώνει στην ίδια ατομική ή συλλογική συνείδηση μέρος ή το σύνολο των δομικών στοιχείων που συγκροτούν δύο διαφορετικούς πολιτισμούς. Η διαπολιτισμική εκπαίδευση, η οποία διαπνέεται από την έννοια της διαπολιτισμικότητας και η οποία κυριάρχησε τα τελευταία χρόνια και κυριαρχεί και σήμερα ως παιδαγωγική κατεύθυνση για την εκπαίδευση μαθητικών ομάδων, που ανήκουν σε διαφορετική από την κυρίαρχη εθνοτική, γλωσσική, θρησκευτική κτλ. ομάδα, δηλώνει το σύνολο των θεωρητικών αντιλήψεων και πρακτικών, που έχει ως στόχο να εκπαιδεύσει τα άτομα, που για διάφορους λόγους (μετανάστευση, προσφυγιά κτλ.) βρέθηκαν να ζουν σε ένα διαφορετικό πολιτισμό από αυτόν που ανήκουν τα άτομα του άμεσου περιβάλλοντός τους, αλλά και τα άτομα που ζουν στο περιβάλλον του κυρίαρχου πολιτισμού να μάθουν να ζουν μαζί, εκτιμώντας οι μεν τον πολιτισμό των δε ως ισότιμο.
Με άλλα λόγια, η διαπολιτισμική εκπαίδευση επιχειρεί να επιφέρει έναν κλονισμό της ταυτότητας και των δύο πολιτισμικών ομάδων, ώστε να δημιουργηθεί μια νέα πολιτισμική ταυτότητα, η οποία θα περιλαμβάνει δομικά στοιχεία από τις εθνοτικές, γλωσσικές κτλ. ταυτότητες και των δύο ομάδων. Η θεωρητική σύλληψη της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης σε συνδυασμό με την ανάπτυξη, τις τελευταίες δεκαετίες, της Κοινωνιογλωσσολογίας, δημιούργησε τις κοινωνικές και παιδαγωγικές προϋποθέσεις για να αναπτυχθεί και η έννοια της διαπολιτισμικότητας στη διδασκαλία της γλώσσας είτε ως ξένης είτε ως δεύτερης, μάθημα το οποίο άλλωστε είναι δυνατό να αποτελέσει το μέσο συγκερασμού των δομικών πολιτισμικών στοιχείων δύο διαφορετικών πολιτισμών.
Η στατικότητα όμως με την οποία αντιμετωπίζονται οι πολιτισμοί και συνακόλουθα η έννοια της διαπολιτισμικότητας στη διαπολιτισμική εκπαίδευση και στη διαπολιτισμική διδασκαλία της γλώσσας έχει ως αποτέλεσμα μέσω της εκμάθησης της γλώσσας να τονίζονται οι διαφορές, οι οποίες, μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, δε σχετίζονται με την πραγματικότητα που σχηματίζουν τα άτομα που ανήκουν στον έναν ή στον άλλο πολιτισμό, αλλά με τις πραγματικότητες που κατασκευάζουν δια του λόγου τα υποκείμενα που παράγουν το διδακτικό υλικό ή οι διδάσκοντες τη γλώσσα.