Βυζάντιο και φυσικό περιβάλλον: Προστασία περιβάλλοντος - Ίδρυση Μονών.
Γενικά οι Βυζαντινοί διακρίνονταν για τη φυσιολατρία τους. «Αγαπούσαν πολύ τα ωραία τοπία. Οι ωραίοι κήποι του Διγενή Ακρίτα περιγράφονται με αληθινό οίστρο και τα μοναστήρια τους τα χτίζανε σε τοποθεσίες που δέσποζαν στις ωραιότερες θέσεις που μπορούσαν να βρουν» (Ράνσιμαν, όπ. παρ., σελ. 248).
Η ίδια η Κωνσταντινούπολη είχε θαυμάσια μοναστήρια που είχαν ανεγερθεί σε πανέμορφες τοποθεσίες, είχαν αυλές γεμάτες με λουλούδια και προσέλκυαν λογίους και μορφωμένους με τα καλλιγραφικά τους εργαστήρια, τα τυπογραφεία της εποχής εκείνης, όπου αντιγράφονταν τα διάφορα βιβλία, όχι μόνο τα εκκλησιαστικά αλλά και της θύραθεν γραμματείας και παιδείας. Λειτουργούσαν ακόμη στο πλαίσιο των μοναστηριών σημαντικά κοινωφελή ιδρύματα, μεταξύ των οποίων νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία, αλλά και ξενώνες, στους οποίους παρείχαν πλήρη φιλοξενία. Δεν υπήρχαν μόνο ανδρικά, αλλά και μεγάλα γυναικεία μοναστήρια, που για να διοικηθούν χωρίζονταν σε επιμέρους τμήματα. Για τα μοναστήρια της Κωνσταντινούπολης λέει ο θρήνος, που εξέδωσε ο Legrand (όπ. παρ., στίχοι 240-241):
«Που είν’ τα μοναστήρια σου, που είν’ οι καλογήροι,
παπάδες, ψάλτες, ιερείς και κοσμικοί ομού τε...».
Το πρώτο μοναστήρι της Κωνσταντινούπολης ήταν η Αγία Σοφία. Καθέδρα του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως, αναφέρεται στους θρήνους ως το «μέγα μοναστήρι». Αυτό δεν πρέπει να μας παραξενεύει, αφού πάντοτε είχε μοναστηριακή δομή η περί τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως αυλή με τους «εσωκατάκοιλους» αξιωματούχους της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Και σήμερα ακόμη, στο ιστορικό και μαρτυρικό Φανάρι, διατηρείται η ίδια αυτή μοναστηριακή ζωή, δομή.
Μια ιδέα για το που έκτιζαν οι Βυζαντινοί τα μοναστήρια τους, αλλά και για το πράσινο που τα περιέβαλε, μπορούμε να πάρουμε είτε στο Άγιον Όρος, είτε στα Μετέωρα. Η κηπουρική ήταν πάντοτε προσφιλής ενασχόληση των μοναχών. Έργο ειρηνικό, τους ήταν παράλληλα απαραίτητο για τη διατροφή τους. Ο Αγάπιος μοναχός ο Κρης συνέγραψε το περίφημο «Γεωπονικόν», βιβλίο χαρακτηριστικό των ενδιαφερόντων τους αυτών, που τυπώθηκε το 1850 στη Βενετία. Οι Βυζαντινοί έδειχναν ιδιαίτερη μέριμνα για το περιβάλλον, αγαπούσαν το πράσινο και γενικά σέβονταν τη Δημιουργία. Σ’ αυτό συνέβαλε βασικά η ορθόδοξη θεολογία για τη στάση του ανθρώπου απέναντι στην Κτίση. Ο καθηγητής Ιωάννης Γαλάνης σημειώνει στο έργο του «Η σχέση ανθρώπου και κτίσεως κατά την Καινήν Διαθήκην», Θεσσαλονίκη 1984, σελ.: 60): «Με την ενανθρώπηση, το πάθος και την ανάσταση του Χριστού η κατάσταση του κόσμου αλλάζει ριζικά. Άνθρωπος και κτίση τοποθετούνται σε μια νέα προοπτική και η αρχική σχέση Θεού-ανθρώπου-κτίσεως με τελική αναφορά το Θεό. Στην Καινή Διαθήκη η σχέση ανθρώπου και κτίσεως δεν μπορεί να εννοηθεί έξω από το γεγονός Χριστός, γι’ αυτό και πρέπει ν’ αντιμετωπίζεται μέσα στην καινούργια δυναμική κατάσταση, που δημιουργήθηκε με τον ερχομό του μέσα στην ιστορία, τον κόσμο και τον χρόνο. Μ’ αυτό τον τρόπο ο Θεός εκδήλωσε την αγάπη Του και την προαιώνιο θέλησή Του να οδηγηθεί ο άνθρωπος και γενικά ο κόσμος στη σωτηρία. Έτσι, με την ενσάρκωση ο κόσμος έρχεται σε άμεση επικοινωνία με το Θεό και αναδημιουργείται «εν Χριστώ». Ο άνθρωπος αναπλάθεται και αποκτά την ικανότητα να αξιολογήσει σωστά τη σχέση του με την κτίση, να κατανοήσει τον προορισμό του και να αναπτύξει το δρόμο προς τη σωτηρία. Η σχέση όμως ανθρώπου και κτίσεως με το Χριστό καθορίζεται κι από ένα άλλο σημαντικό γεγονός: τη συμμετοχή του Χριστού στο έργο της δημιουργίας. Είναι δηλαδή ο Χριστός ο μεσίτης της δημιουργίας. Αυτό σημαίνει ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε δι’ αυτού αχρόνως και με την ενσάρκωση πάλι δι’ αυτού δημιουργείται εν χρόνω».
Β
Η Βυζαντινή νομοθεσία για το περιβάλλον και το οικιστικό-αρχιτεκτονικό τοπίο.
Χρειάζεται να καταφύγουμε στη βυζαντινή νομοθεσία, για να δούμε πως οι Βυζαντινοί φρόντιζαν το περιβάλλον. Εκεί θα παρατηρήσουμε ότι είχαν λάβει ειδικά μέτρα για την προστασία του. Κάθε σπίτι έπρεπε να έχει θέα προς τη θάλασσα: «Εν ταύτη τη ευδαίμονι πόλει απόψει του γείτονος δώδεκα μόνους απαιτών πόδας μη αφαιρείσθαι εξευθείας οράν την θάλασσαν, εστώς εν τοις ιδίοις οίκοις ή καθήμενος εν αυτοίς. Και μη αναγνωριζόμενος παρατρέπειν εαυτόν εις πλάγιον εφ’ ω ιδείν θάλασσαν... Η επί θάλασσαν εντός εκατόν ποδών ούσα άποψις ου μόνον κατ’ ευθείαν, αλλά και εκ πλαγίου οφείλει είναι ακαινοτόμητος. Τούτο γαρ προστίθησιν ο παρών τύπος φυλάττων την Ζήνωνος διάταξιν και την νεαράν ερμηνεύων. Η ορατική δύναμις, πασών των αισθήσεων οξυτάτη ούσα, από πλείστου διαβήματος την ενέργειαν έχει, όθεν ου χρη απλώς ουδέ ως έτυχε περί ταύτης αποφαίνεσθαι, αλλ’ ενθέντας μέτρα τούτοις στοιχείν. Φασί μεν γαρ νόμους τρεις είναι απόψεως. Θαλάσσης, κήπων, γραφής δημοσίας...» (Κωνσταντίνου Αρμενοπούλου: Πρόχειρων Νόμων. Εξάβιβλιος, επιμέλεια Κωνσταντίνου Γ. Πιτσάκη, εκδ. «Δωδώνη», Αθήνα 1971, σσ. 127-128).
Ειδικά για τους κήπους η βυζαντινή νομοθεσία προέβλεπε (όπ. παρ., σελ. 128-129): «Και το των κήπων και των φυτών χωρίου από του ρηθέντος οράται διαστήματος και ου πάντως από τοσούτου χρη τους οικοδομείν εθέλοντας εμποδίζεσθαι. Αλλά δει τον από ταύτης της απόψεως λύοντα κωλύειν ουχ απλώς, ουδ’ ώς έτυχε, αλλ’ από ποδών πεντήκοντα».
Λεπτομερείς λοιπόν διατάξεις διασφάλιζαν τη θέα των σπιτιών και προστάτευαν τους πολίτες από τις αυθαίρετες οικοδομές και την αυθαίρετη δόμηση. Θέα θα έπρεπε να υπάρχει και προς το βουνό, δηλαδή τα δάση και το πράσινο: «Την επί τα όρη άποψιν ου δύναταί τις κωλύειν, ως είπεν ο Παπινιανός εν τω τρίτω βιβλίω των Κοιαιστιώνων εν τη τελευταία του τίτλου κοιαιστιώνι. Η δε διάταξις Ζήνωνος έχει ότι εάν εκατόν πόδας απέχη ο γείτων, ου κωλύεται βουλόμενος οικοδομείν διά το αφαιρείσθαι την άποψιν την επί θάλασσαν. Τούτο δε και επί όρους έλκειν δυνάμεθα επειδή τερπνή τις η θέα του όρους, ώσπερ της θαλάσσης, και από των όμοια τέμνειν δει. Και τούτο μεν πάντα υπομνήσεως ένεκα συνήκται» (όπ. παρ., σσ. 129-130).
Μια ακόμη διάταξη, είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική, εκείνη που προνοεί περί «τοπίων ανέτων» (όπ. παρ., σελ. 130):
«...Ότε μέσου όντος στενωπού ή πλατείας οικοδομεί τις τον εαυτού οίκον, ει και πλέον έχει των δώδεκα ποδών το του στενωπού ή της πλατείας μέτρον, μη αφαιρέσθω το περιττόν και τω ιδίω οίκω προστιθέσθω. Ουδέ γαρ επί βλάβη του δημοσίου τους δώδεκα πόδας ώρισεν η διάταξις, αλλ’ ώστε μη στενότερον των δώδεκα ποδών είναι τον μεταξύ των οίκων αέρα. Ότε δε πλέον το ρύμης ευρεθή ή της πλατείας μέτρον, μηδέ εξ αυτού αφαιρείσθαι, αλλά τη πόλει σώζεσθαι τα οικεία».
Εκτενείς διατάξεις, εξάλλου, προέβλεπαν τα των φυτεύσεων όχι μόνο στα χωράφια, αλλά και στους κήπους των οικιών και των επαύλεων: (όπ. παρ., σελ. 130): «Η των φυτών καταφύτευσις μη αναλόγως τοις μεγέθεσι την απόστασιν από των οικιών έχουσα, ου τας τυχούσας ταις οικίαις επιφέρει βλάβας ριζοβολούντα γαρ τα φυτά ή και προς το μεγεθυνθήναι αρδευόμενα και εγγίζοντα τοις τοίχοις ή ταις οικίαις ή ταις θυρίσι και μάλιστα τοις ληνοίς ή τοις των κήπως ευρίποις, βλάπτει τα μέγιστα. Εκ θεμελίων γαρ τους τοίχους ωθεί, κλοπής δε αιτία γίνεται διά των θυρίδων, επισκιάζει δε τοις εκρίπτειν βουλομένοις ετέραν θέσιν, ρήξεις δε και εμπτώσεις εργάζεται τοις ληνοίς και τοις των κήπων ευρίποις, όθεν χρη τον θέλοντα καταφυτεύειν φυτά αφεστάναι της του γείτονος οικίας μέτρα ταύτα...».
Η αγάπη των Βυζαντινών για τη φύση και το πράσινο δεν είναι δυνατό να αμφισβητηθεί. Αντίθετα, πολλές άλλες μαρτυρίες πατερικές, αγιολογικές, μοναστικές, εικαστικές κ.λ.π. βεβαιώνουν ότι έδειχναν ξεχωριστό ενδιαφέρον γι' αυτή και φρόντιζαν να πληθαίνουν το πράσινο και τα λουλούδια και όχι να το καταστρέφουν. «Το ενδιαφέρον που έδειχναν οι Βυζαντινοί για τους κήπους σημειώνει η Rice, αντικαθρεφτίζεται και στην τέχνη τους, όπου κυριαρχούν θέματα παρμένα από τον κόσμο των λουλουδιών. Το ίδιο πράγμα επιβεβαιώθηκε περίτρανα κατά τη διάρκεια των ανασκαφών που αποκάλυψαν μωσαϊκά-ψηφιδωτά στο Μεγάλο Παλάτιο, εκεί οι αρχαιολόγοι έκαναν μια σημαντική διαπίστωση. Στο κέντρο του δαπέδου υπήρχε χώρος χωρίς μωσαϊκό, μ’ ένα στρώμα πολύ λεπτό χώμα. Είναι φανερό πως το είχαν φέρει εκεί για να δημιουργήσουν ανθοκήπιο. Η αγάπη του αυτοκράτορα Θεοφίλου για την κηπουρική πιθανόν να προερχόταν από επίδραση ανατολική. Δημιούργησε έναν αξιοθαύμαστο κήπο ανάμεσα σ’ ένα γήπεδο παιχνιδιού κι ένα περίπτερο γνωστό με την ονομασία Τσυγκανιστήριον. Τον 11ο αι. ο Κωνσταντίνος Θ΄ βρήκε διασκεδαστικό να σκάψει μικρή λίμνη στο κέντρο ενός πάρκου με οπωροφόρα δένδρα. Τα χείλη της λίμνης ήταν σε επίπεδο χαμηλότερο από το γύρω έδαφος έτσι, που η λιμνούλα δεν ήταν ορατή από μακριά. Τα αποτελέσματα ήταν πως απρόσεκτοι διαρρήκτες, που έμπαιναν παράνομα στο πάρκο, για να κλέψουν τα φρούτα του, μπορούσαν να πέσουν μέσα στο νερό, και έπρεπε να κολυμπήσουν για να βγουν. Μικρά κανάλια υδροδοτούσαν τη λίμνη. Ο Κωνσταντίνος Θ΄ φρόντισε να ανεγείρει ένα μικρό, αλλά χαριτωμένο οίκημα εκεί κοντά στη λίμνη για λόγους αναψυχής. Ήταν ιδιαίτερη ευχαρίστησή του να κάθεται εκεί, όταν επισκεπτόταν το πάρκο. Σε μια άλλη περίπτωση αποφάσισε να μετατρέψει έναν αγρό σε κήπο. Έδωσε εντολή να φυτέψουν εκεί πολλά οπωροφόρα δένδρα, αφού καθαρίσουν το έδαφος από τα αγριόχορτα και κάθε μη χρήσιμο υλικό» (Tamara Talbot Rice, όπ. παρ., σσ. 204-205).