Την περίοδο της Τουρκοκρατίας ο Ελληνισμός του Πόντου σκληρά δεινοπαθεί. Τα σχολεία κλείνουν, οι δάσκαλοι διώκονται, η ελληνική γλώσσα μιλιέται και γράφεται μυστικά. Δημεύσεις κι εξορίες των Ελλήνων, σφαγές και βιαιότητες συμβαίνουν πολύ συχνά. Στην κρίσιμη αυτή περίοδο και περιοχή τα παλιά, βυζαντινά μα και τα μεταβυζαντινά μοναστήρια αποτελούν καταφύγιο παρηγοριάς κι ενισχύσεως. Εδώ διατηρείται η πίστη, η γλώσσα, η παιδεία και το υψηλό φρόνημα. Οι μοναχοί γίνονται οι ενθουσιώδεις ποιμένες, οι φιλόστοργοι πατέρες, οι φωτισμένοι δάσκαλοι και οι διακριτικοί οδηγοί. Τα μοναστήρια Παναγίας Σουμελά, Αγίου Ιωάννου Βαζελώνος, Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα, Αγίου Ιωάννου Χουτουρά, Παναγίας Μπαλτζάνας, Παναγιάς Καγιά-Τιπή, Παναγιάς Μαντεκέν, Προφήτου Ηλιού, Ζωοδόχου Πηγής Καστροτείχου, Παναγιάς Κρεμαστής, Παναγιάς Γουμερά, Αγίας Τριάδος, Αγίας Δυνάμεως, Αγίου Ευγενίου, Παναγιάς Χουτουρά, Αγίου Θεοδώρου Γαβρά, Αγίου Ακινδύνου, Αγίου Ιωάννου Αγιαστή, Θεοσκεπάστου, Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Αγίου Βασιλείου, Αγίου Σάββα, Ακεψιμά, Αγίου Γεωργίου Ζανταέρτς, Θεοτόκου Σιλικλή παίζουν ένα πολύ σημαντικό ρόλο.
Σημειώσεις:
1. Διονυσίου, μητροπολίτου Δράμας, Μνημόσυνα και εγκαίνια, Δράμα 1974, σ. 22.
2. Κυριακίδου Ε.Θ. Ιστορία της παρά την Τραπεζούντα ιεράς ...μονής της Υπεραγίας Θεοτόκου του Σουμελά, Αθήναι 1898.
3. Χρυσάνθους, μητροπολίτου Τραπεζούντος, Αρχείον Πόντου, Δ΄ και Ε΄, Αθήναι 1933.
4. Χαιρέτη Μ.Κ. Σουμελά Μονή, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τ. 11, Αθήναι 1967, στ. 291-295.
5. Παπακωνσταντίνου Α. Εγκυκλοπαίδεια του Πόντου, τ. 1, Θεσσαλονίκη 1985, σσ. 65-72.
6. Ιωαννίδου Σ. Ιστορία της Τραπεζούντος και της περί αυτήν χώρας, Κωνσταντινούπολις 1870.
7. Ιωαννίδου Ι. Ημερολόγιον του Πόντου και οδηγός της Τραπεζούντος και των περιχώρων, Τραπεζούς 1903.
8. Παπαμιχαλόπουλου Ν.Κ. Περιήγησις εις τον Πόντον, Αθήναι 1903.
9. Αναγνωστόπουλου Λ. Η Γεωγραφία της Ανατολίας, 1922.
10. Δωροθέου Σχολαρίου, μητροπολίτου, Κλείς της Πατρολογίας και των Βυζαντινών συγγραφέων, Αθήναι 1879, σ. 88.
11. Παπαμιχαλόπουλου Ν.Κ. όπ.π.σ. 105.
12. Νικοδήμου Μπιλάλη, μοναχού, Ο όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, Αθήναι 1975.
13. Τριανταφυλλίδη Π. Η εν Πόντω ελληνική φυλή, ήτοι τα Ποντικά, η προσετέθησαν και λόγοι τινές εν Τραπεζούντι εκφωνηθέντες, Αθήναι 1866.
14. Λαμέρα Κ. Η περί Μικράς Ασίας και των εν αυτή κρυπτοχριστιανών διάλεξις, Αθήναι 1962.
15. Μηλιώρη Ν. Οι Κρυπτοχριστιανοί, Αθήναι 1962.
16. Ανδριώτη Ν.Π. Κρυπτοχριστιανική φιλολογία, Θεσσαλονίκη 1971.
17. Ανδριώτη Ν.Π. Κρυπτοχριστιανικά κείμενα, Θεσσαλονίκη 1974.
18. Τσιαβασισβίλη Ι. Ιστορία των Ιβήρων (ιβηρικά), Τιφλίς 1913-14, 1928-29.
19. Κεκελίτζε Κ. Ιστορία της ιβηρικής φιλολογίας (ιβηρικά), Τιφλίς 1923-24.
20. Γριτσόπουλου Τ.Α. Ιβηρική εκκλησία, Η.Θ.Ε. τ. 6, στ. 696-700.
21. Τιμοθέου, αρχιμ. Άγιοι της Γεωργίας, Ωρωπός Αττικής 1986.
22. Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο Μακάριος Γέροντας Γεώργιος Καρσλίδης (1901-1959). Έκδοσις Ιεράς Μονής Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχαι (Σίψα) Δράμας, 2008.
Μετά τη μικρή αυτή παρένθεση, επανερχόμαστε στη συνέχεια της γραμμικής μας εξιστόρησης: το 324, όπως σημειώνει και η Καθηγήτρια Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, σταματούν οι διωγμοί κατά των Χριστιανών και αναγνωρίζεται ο Χριστιανισμός ως επίσημη θρησκεία, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό για την περαιτέρω πορεία και ανέλιξη της Αυτοκρατορίας (Βυζαντινή Ιστορία, Α΄ 324-610, Αθήναι 1975, σελ. 21). Η θεμελίωση της Κωνσταντινούπολης έγινε στις 8 Νοεμβρίου 324 και τα εγκαίνιά της στις 11 Μαΐου 330 από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, μονοκράτορα πλέον από τον Σεπτέμβριο 324, που νίκησε κατά κράτος τον Λικίνιο. Τα εγκαίνια της νέας πρωτεύουσας τελέσθηκαν με ξεχωριστή λαμπρότητα: «Αι τελεταί», γράφει ο Δ.Α.Ζακυθηνός, «μετείχον της ειδωλολατρικής παραδόσεως και της νέας θρησκείας. Η Τύχη της νέας πρωτευούσης εχαράχθη επί των νομισμάτων. Η Κωνσταντινούπολις, εις ήν απενεμήθη το ins italicum, αποσπασθείσα της Θρακικής επαρχίας, ετάχθη υπό ανθύπατον... Η πόλις εις ήν ο Κωνσταντίνος έστρεψε την προσοχήν αυτού εκτίσθη κατά την παράδοσιν τω 657 π.Χ. υπό Μεγαρέων αποίκων. Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους το Βυζάντιον απέκτησεν εξαίρετον στρατηγικήν σημασίαν» (Βυζαντινή Ιστορία 324-1071, Αθήναι 1972, σσ. 33-34).
Η ίδια η Κωνσταντινούπολη στον λεγόμενο «θρήνο των τεσσάρων Πατριαρχείων Κωνσταντινούπολης, Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας και Ιερουσαλήμ», που εξέδωσε το 1901 ο Κάρολος Κρουμπάχερ, προσωποποιείται και λέει για τη θέση της, αλλά και για το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που είχε την έδρα του σ’ αυτήν (στίχοι 39-42):
«Αλλά εγώ βασίλισσα ήμουν στεφανωμένη,
με την κορώνα κάθουμουν και τώρα ’ μαι θλιμμένη,
που βλέπω την αγιάν Σοφιάν –κ’ έχω κακήν καρδίαν-,
οπού’ τον το πατριαρχειόν κ’ είχε πολλήν αξίαν...».
«Η περιοχή», σημειώνει η Tamara Talbot Rice, «που αρχικά είχε περιληφθεί μέσα στα τείχη του Κωνσταντίνου (330) περιελάμβανε επτά λόφους. Η ομοιότητα αυτή με την παλιά Ρώμη δεν ήταν η μόνη. Η Πόλη μεγάλωνε με τις λεπτομέρειες του πολεοδομικού της σχεδίου: Οι κεντρικοί δρόμοι, για παράδειγμα, σε γενικές γραμμές, έπρεπε να προσαρμοσθούν, βέβαια, στο τριγωνικό πλαίσιο της χερσονήσου, όπου κτίσθηκε η Κωνσταντινούπολη, αλλά στις λεπτομέρειες αποτελούσαν, όσο επέτρεπε το έδαφος, μίμηση του ορθογωνίου συστήματος που είχε εφαρμοσθεί στη Ρώμη κατά τρόπο αξιοθαύμαστο. Όπως στην Όστια, κοντά στη Ρώμη, έτσι και στην Κωνσταντινούπολη τα πλουσιότερα σπίτια ήταν διώροφα και τα ονόματα των ιδιοκτητών τους ήταν σκαλισμένα στους τοίχους που έβλεπαν προς τον κεντρικό δρόμο... Από τον 5ο αιώνα εμφανίσθηκαν στην Κωνσταντινούπολη σπίτια πιο ψηλά» (Ο Δημόσιος και Ιδιωτικός βίος των Βυζαντινών, μτφρ. Φ.Κ.Βώρου, Αθήνα 1988, σσ. 191-192).
Στην πρωτεύουσα του Βυζαντινού Κράτους δεν επιτρεπόταν αυθαίρετη δόμηση. Τα σπίτια κτίζονταν με πολλή προσοχή και μεγάλη φροντίδα προς το περιβάλλον. Έτσι ήταν φυσικό να προκαλεί στους ξένους επισκέπτες της αισθήματα θαυμασμού. «Μέσα στα τείχη», γράφει ο Sir Steven Runciman, «υπήρχαν διάφορες πολυάνθρωπες πόλεις και χωριά που τα χώριζαν περιβόλια με οπωροφόρα δέντρα και κήπους... Σε αντίθεση με τους δρόμους που ήταν στενοί, υπήρχαν μεγάλα δημόσια πάρκα, που τα συντηρούσε με έξοδά του ο δήμος. Το Μέγα Παλάτιον και ο περίβολός του έπιαναν ολόκληρη τη νοτιοανατολική γωνία της Πόλης και τα διάφορα κτίρια που ήταν απλωμένα σε μια έκταση σχεδόν ενάμισυ χιλιομέτρου...» (Βυζαντινός Πολιτισμός, μτφρ. Δέσποινας Δετζώρτζη, Αθήνα 1989, σσ. 207-210).
Αλλά και η υπόλοιπη αχανής Αυτοκρατορία ήταν γεμάτη πράσινο, δάση, λουλούδια. Όχι μόνο στις ακατοίκητες περιοχές, αλλά και στις κατοικημένες. Ο Ζεράρ Βαλτέρ δίνει την παρακάτω περιγραφή ενός βυζαντινού χωριού:
«Το περιβάλλει μια ζώνη περιβολιών και αμπελιών. Χαντάκια ή πάσσαλοι που χρησιμοποιούνται για περίφραγμα, δείχνουν τα όρια των ατομικών κτημάτων. Στα περίχωρα εκτείνονται χωράφια καλλιεργημένα. Αν και δεν είναι περιφραγμένα, αποτελούν τμήματα ατομικών κτημάτων. Αντίθετα, το δάσος και οι βοσκότοποι αποτελούν κοινή ιδιοκτησία του χωριού» (Η Καθημερινή Ζωή στο Βυζάντιο στον αιώνα των Κομνηνών, μτφρ. Κ. Παναγιώτου, Αθήνα 1970, σελ. 141).