Παντός Είδους Καύσεις, Διωγμοί και Καταστροφές
Στη Βυζαντινή «Ιερά Εξέταση» ανήκουν και οι συχνές καύσεις αρχαίων βιβλίων ή βιβλίων αιρετικών ή όσων άλλων βιβλίων δεν άρεσαν στους χριστιανούς ειδήμονες του Βυζαντινού κράτους. Τεράστιες πυρές οργανώνονταν σε δρόμους, πλατείες και στάδια πόλεων όπου υπέρογκοι σωροί βιβλίων γίνονταν παρανάλωμα, προς δημόσια τέρψη πολλών φανατικών και λύπη άλλων μορφωμένων παρευρισκομένων. Οι πυρές αυτές άρχισαν με τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α΄ τον Μέγα, τον επίσκοπο Αλεξανδρείας Θεόφιλο, τον Ιωάννη Χρυσόστομο στην Κωνσταντινούπολη και συνεχίστηκαν αργότερα με τον ιερό Φώτιο (9ος αιών) στην Κωνσταντινούπολη. Το ότι στην Μυριόβιβλό του διέσωσε μερικές δεκάδες αρχαίων βιβλίων (τα πολύ περισσότερα υπόλοιπα που συμπεριέλαβε είναι χριστιανικά) δεν τον απαλλάσσει από το βαρύτατο έγκλημά του, την καύση δηλαδή χιλιάδων αρχαίων βιβλίων. Μεταξύ αυτών ήταν και το σύγγραμμα του Ιστορικού Ιούστου του Γαλιλαίου, το οποίο έκαψε επειδή ο Ιούστος δεν ανέφερε τίποτα για τον Ιησού Χριστό, πράγμα που εξόργισε τον Φώτιο. Με εντολή του Θεοδοσίου Β΄ του Μικρού το +448 καίγονται συστηματικά όλα τα βιβλία τα οποία αντιτίθενται με οποιοδήποτε θεμιτό τρόπο στον Χριστιανισμό. Τότε κάηκε συστηματικά και το δεκαπεντάτομο σύγγραμμα του Πορφυρίου «Κατά Χριστιανών». Νόμος αποκεφαλισμού εκδίδεται για όποιον συλλαμβανόταν να το κατέχει κρυφά (αφού φανερά ήταν αδύνατον). Αποτέλεσμα: Ανεξαρτήτως περιεχομένου απωλέσθηκαν πάρα πολλά αρχαία βιβλία. Όσα επέζησαν είναι μόνο το ένα στις δέκα χιλιάδες, κατά τις εκτιμήσεις των ειδικών. Από τις πληροφορίες που μας παρέχει ο ελληνίζων διανοούμενος Μιχαήλ Ψελλός (+1018-1078), υπολογίζομε ότι την εποχή του Ιερού Φωτίου (9ος αιών) υπήρχαν δέκα φορές περισσότερα βιβλία αρχαίων από όσα έχουμε εμείς σήμερα στα χέρια μας. Η απώλεια των βιβλίων αυτών έγκειται στις συχνές δημόσιες καύσεις βιβλίων που εκτελούσε ο ίδιος ο Φώτιος και οι όμοιοί του στην νοοτροπία συνεργάτες και διάδοχοί του, και στην δήωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους σταυροφόρους το +1204. Ο ελληνίζων μαθητής του Ψελλού, Ιωάννης Ιταλός (+1025-1090), αναθεματίστηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία και στο τέλος δολοφονήθηκε από κάποιους που η ταυτότητά τους παραμένει αδιευκρίνιστη. Δεν πρέπει να λησμονούμε επίσης και τη γενική ερείπωση και καταστροφή όλων των αρχαίων οικοδομημάτων, μνημείων, έργων τέχνης, βιβλιοθηκών, σχολών, κλπ. Από την ισοπέδωση του Σεραπείου και την καταστροφή της εντός αυτού βιβλιοθήκης από τον επίσκοπο Θεόφιλο στην Αλεξάνδρεια το 385 με τις «ευλογίες» του Ιωάννου Χρυσοστόμου, μέχρι την καταστροφή του Ναού της Αρτέμιδος στην Έφεσο και πάλι με τις ευλογίες του Χρυσοστόμου και την καταστροφή πολλών αριστουργημάτων της γλυπτικής, ζωγραφικής, αρχιτεκτονικής, το κλείσιμο των μορφωτικών σχολών ο αρχαίος ελληνορωμαϊκός πολιτισμός έφτασε ως εμάς, σίγουρα, κατά πολύ φτωχότερος. Το γενικό σύνθημα των φανατικών χριστιανών ήταν «ες έδαφος φέρειν»!
Το έτος 415 περίπου ο επίσκοπος Αλεξανδρείας Κύριλλος φανάτισε τους οπαδούς του, οι οποίοι με αρχηγό τον Πέτρο, τον αναγνώστη της Εκκλησίας του Αγίου Ιωάννου της Αλεξανδρείας απήγαγαν και βασάνισαν την μαθηματικό και φιλόσοφο, την πανέμορφη Υπατεία (+370-315). Τα κατακρεουργημένα μέλη του σώματός της τα παρέδωσαν στην πυρά Ο Ιουστινιανός κλείνει οριστικά την Ακαδημία του Πλάτωνος το έτος +529 και όσοι από τους καθηγητές της γλίτωσαν την σφαγή (επτά τον αριθμόν) διέφυγαν την νύχτα στην αυλή του βασιλέως της Περσίας Χοσρόη. Η βαρβαρότητα των φανατικών χριστιανών και του εμπαθούς, θεολόγου αυτοκράτορα Ιουστινιανού υπήρξε μεγάλη.
Β
Ιεροί Πόλεμοι, Μοναχοί, Εικονομαχία, Αιρετικοί, Απώλεια Περιοχών.
Στην ιστορία του Βυζαντίου και της ανατολικής ορθοδόξου χριστιανικής εκκλησίας ανήκουν και πολυάριθμοι, πολύνεκροι και τρομακτικής αγριότητας ιεροί εμφύλιοι πόλεμοι, εσωτερικοί πόλεμοι λόγω θρησκευτικών ή φιλοσοφικών πεποιθήσεων. Πιο συγκεκριμένα συναντούμε σφαγές, διωγμούς, δολοφονίες και αναθεματισμούς κατά των διαφόρων χριστιανών αιρετικών από τους ορθοδόξους, ασταμάτητους εξοντωτικούς διωγμούς εναντίον των ελληνιζόντων και των παραδοσιακών θρησκειών είτε στις πόλεις είτε στην ύπαιθρο, ισοπέδωση του αρχαίου κόσμου, την αγριότατη ιστορία δύο αιώνων εικονομαχίας. Σ’ αυτά τα δεινά προστίθενται και τα εξής: Αυθαιρεσίες, μηχανορραφίες και εκβιασμοί παντός είδους, υπέρμετρη κατασπατάληση ανθρωπίνου δυναμικού, πλούτου και εδαφών για τις εκκλησίες και τα μοναστήρια, αναθέματα, κλπ. Ο ρήτορας Λιβάνιος προς το τέλος του 4ου αιώνα είχε προτείνει στους χριστιανούς ηγεμόνες, αντί να καταστρέφουν τα αρχαία κτήρια να τα αναμορφώσουν κατά τις παρούσες ανάγκες και να τα χρησιμοποιούν. Δυστυχώς η πρότασή του δεν έλαβε την πρέπουσα προσοχή. Αυτές οι «πληγές» και οι αγριότητες συνεχίζονταν ακόμα και επί Κομνηνών, τον 11ο και 12ο αιώνα, και σε διαφόρους βαθμούς μέχρι και την άλωση της Πόλεως από τους Οθωμανούς. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε δύο παραδείγματα: (1) Μνημονεύουμε τους πλείονες των 300 Πελοποννησίους, οι οποίοι κατά την ύστατη στιγμή, 88 χρόνια πριν την άλωση, έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη ως εθελοντές στρατιώτες για να βοηθήσουν στο να απωθήσουν τους Τούρκους απ’ την Βυζαντινή επικράτεια. Η ορθόδοξη εκκλησία και το πατριαρχείο τους θεώρησε αιρετικούς ως ελληνίζοντες, τους αφόρισαν και διέταξαν να τους συλλάβουν και να τους πνίξουν στον Βόσπορο. Τελικά, παρά την προστασία τους από την αυτοκρατορική φρουρά και τον ίδιο τον πρωθυπουργό Απόκαυκο, οι φανατισμένοι ορθόδοξοι χριστιανοί της Πόλεως και οι εκκλησιαστικοί παράγοντες όρμησαν εναντίον τους και τους ανάγκασαν σε οπισθοχώρηση εντός του ναού της εκκλησίας του παλατιού. Εκεί μέσα τους έσφαξαν όλους! Στην συμπλοκή φονεύτηκε και ο πρωθυπουργός Απόκαυκος! (2) Μόλις 13 χρόνια πριν την άλωση η ορθόδοξη εκκλησία και το πατριαρχείο υπέκυψε στους ανθενωτικούς και αθέτησε την κανονική, οικουμενική σύνοδο τηs Bolognia – Ferrara, η οποία είχε υπογραφεί τόσο από τις αρχές των δυτικών όσο και από τις αρχές των ανατολικών. Έτσι δήλωσαν ότι προτιμούσαν «καλλίτερα το σαρίκι του Τούρκου παρά την Τιάρα του Πάπα». Εκείνα τα χρόνια πολλοί ήταν αυτοί που πίστευαν ότι η «υπέρμαχος στρατηγός» θα έσωζε την Πόλη. Η άλωση επήλθε διότι όπως πίστευαν οι λαϊκοί Βυζαντινοί άνθρωποι τελικά: «Ήταν θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει». Η τεμπελιά το βόλεμα και η διαφθορά πολλών χιλιάδων ικανών νέων εντός των μοναστηριών με αποτέλεσμα την ανυπαρξία ικανού στρατού και υπηρεσιών, η θρησκοληψία και μοιρολατρία, η καταρράκωση της οικονομίας, η αβάσταχτη φορολογία, η κάθε είδους διαφθορά, ο ηθικός ξεπεσμός, η μηχανορραφία, οι δολοφονίες, οι προδοσίες, η δημιουργία τρομερών διαχρονικών μισών, ερίδων, διχοστασιών μεταξύ αντιπάλων και αδικηθέντων, κλπ., όλα αυτά τα συνεχή και «μοιραία» προβλήματα ρήμαξαν το βυζαντινό κράτος κοινωνικά, ηθικά, οικονομικά, στρατιωτικά, αποδεκάτισαν τους πληθυσμούς του, μίκρυναν σταδιακά την έκταση του και τελικά επέφεραν την πλήρη καταστροφή και υποταγή του σε αλλόφυλους και αλλόθρησκους. Φέρ’ ειπείν, η διαμάχη των Ορθοδόξων με τους Νεστοριανούς κράτησε επί πολλά έτη. Όταν η Συρία χανόταν από το κράτος και έπεφτε στα χέρια των Αράβων (7ος αιών) στην Κωνσταντινούπολη είχαν ακόμα σαν επίμαχο θέμα τους και διαφωνούσαν έντονα γι’ αυτό, το τι θα γίνει με τους Νεστοριανούς. Ο Νεστόριος ως γνωστόν εξέφρασε την άποψη ότι ο «Λόγος» εισήλθε εις το κύημα της παρθένου Μαριάμ όχι κατά την σύλληψη αλλά κατά την γέννηση και ότι η ανθρώπινη φύση του Ιησού ήταν επέκταση της θεϊκής φύσεως του.
Η Χρονογραφία του Πορφυρογέννητου περιγράφει με πολλές φρικιαστικές, πραγματικά, λεπτομέρειες μέρος από τον απολογισμό της εικονομαχίας και της νίκης των εικονολατρών ή της τελικής νίκης της Ορθοδοξίας. Τα έργα και οι ημέρες, όπως περιγράφονται στους σχετικούς βίους του Αγίου Πορφυρίου στη Γάζα, των Αγίων Τύχωνος και Επιφανίου στην Κύπρο, του Αρμενίου Νίκωνος του «Μετανοείτε» στην Πελοπόννησο, του Καππαδόκη Αγίου Μελετίου στην Αττικο-Βοιωτία, του Οσίου Χριστοδούλου στα νησιά του Νοτίου Αιγαίου, αποκαλύπτουν ένα πνεύμα αρκούντως φανατικό και μισαλλόδοξο, ενδεικτικό της σκληρότητας και της έλλειψης ανοχής στη διαφορετικότητα που χαρακτήριζε και χρωμάτιζε την εποχή τους. (Βλ. Επαμ. Ι. Σταματιάδου, Οι Καταλανοί εν τή Ανατολή, Βιβλι-οθήκη Ιστορικών Μελετών 32, 1869. ).
Β
Τουρκοκρατία και Εκκλησία
Κατά την τουρκοκρατία η Ορθόδοξη Εκκλησία, το Πατριαρχείο της Πόλης συνεχίζουν όσο δύνανται να ακολουθούν τους Βυζαντινούς ρυθμούς τους. Μία από τις πολλές ρήσεις του πρώτου πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως μετά την άλωση, του Γεωργίου Κουρτέση Γενναδίου ή Σχολαρίου η οποία εκστομίστηκε μόλις είχε πέσει ολόκληρο το Βυζάντιο στα χέρια των Οθωμανών Τούρκων ήταν η εξής: «Χαίρε στρατιώτα Χριστού καί τής αυτού δόξης υπέρδικε, χαίρετε ώ μακάριαι χείρες τούς γούν δυσσεβείς καί αλάστορας Ελληνιστάς καί πυρί καί σιδήρω καί ύδατι καί πάσι τρόποις αξαγαγατέτης παρούσης ζωής ράβδιζε, είργε, είτα γλώσσαν αφαίρει, είτα χείραν απότεμνε, καί άν ούτω μένει κακός, θαλάττης πέμπε βυθώ.». Αυτά τα λόγια αντικατοπτρίζουν και πιστοποιούν πλήρως την πρώην ανελλιπώς λειτουργούσα Βυζαντινή «Ιερά Εξέταση», τους Βυζαντινούς Πολιτικοθρησκευτικούς Νόμους και τα Βυζαντινά «συνήθεια» δίωξης του αιρετικού. Τέτοια παρόμοια λόγια βρίσκουμε και στην Χρονογραφία του Πορφυρογέννητου για την τύχη των ηττηθέντων εικονομάχων ή αιρετικών στα χέρια των ορθοδόξων εικονολατρών. Ο Γεννάδιος εύχεται και επιθυμεί όλα αυτά να διατηρηθούν και να συνεχιστούν με τη νέα οθωμανική τάξη πραγμάτων. Από τα ανωτέρω επίσης διαφαίνεται ότι πάντοτε, ακόμα και μετά την άλωση, Ελληνιστές υπήρχαν, αλλά συνεχώς τελούσαν υπό δίωξη, και ο Γεννάδιος με θράσος, λεκτική βία και φανατισμό, όπως και οι προκάτοχοί του, τους ονομάζει «δυσσεβείς και αλάστορας» και θέλει να τους βγάλει από τη μέση. Συγκεκριμένα ο Γεννάδιος δήλωνε την πνευματική του ιδιότητα και τις πεποιθήσεις του ως εξής: «Έλλην ων τηι φωνήι, ουκ αν ποτέ φαίην Έλλην είναι, δια το μη φρονείν ως εφρόνουν ποτέ οι Έλληνες αλλ' από της ιδίας μάλιστα θέλω ονομάζεσθαι δόξης. Και ει τις έροιτό με τις ειμι, αποκρινούμαι χριστιανός είναι.».