Βασανιστήρια δια Μεταλλικών Οργάνων ήδη από το +472 μαρτυρούνται από τις ιστορικές και νομικές πηγές: ο Λέων 1ος χαρακτηρίζει επισήμως την ελληνική λατρεία ως δημόσιο έγκλημα. Μόνον η υποψία τελέσεως, σε κάποιο χώρο, οποιασδήποτε ελληνικής ή παραδοσιακής ιερουργίας έχει ως αποτέλεσμα την κατάσχεση του χώρου αυτού και τον βασανισμό του ιδιοκτήτη διά μεταλλικών οργάνων. Αυτός, εφ’ όσον επιζήσει, εξορίζεται διά παντός και παραμένει ισοβίως ανάπηρος και παραμορφωμένος. Τα μεταλλικά όργανα βασανισμού ήταν πολύ συνηθισμένα στο Βυζάντιο και είχαν έναν συγκεκριμένο στόχο. Εφ’ όσον το άτομο επιζούσε όλων των βασανιστηρίων επρόκειτο να εξέλθει εξ’ αυτών παραμορφωμένο και ανάπηρο ισοβίως. Πρόκειται για πρακτικές στην ιστορία του ανθρώπου που καλύπτονται και επικυρώνονται από τους νόμους του ίδιου του κράτους. Ακολουθεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα απάνθρωπης σκληρότητας της άρτι νομιμοποιηθείσης Εκκλησίας του 4ου αιώνος, ένα απόσπασμα του νόμου του έτους + 472, με αριθμό καταλόγου Ιουστινιανείου Κώδικος 1.11.8 στα λατινικά, των Αυτοκρατόρων Λέοντος Α΄ και Ανθεμίου προς Διόσκωρον, Έπαρχο του Πραιτωρίου, που είδαμε παραπάνω: “… si quidem dignitate vel militia quadam decorantur, amissiore militiae vel dignoitatis nec non rerum suarum proscriprione plectentur, privatae vero condicionis vel plebeii constituti post cruciatus corporis operibus metallorum perpetuo deputabuntur exilio.”. Μετάφραση: Εάν κάποιος απ’ αυτούς [δηλαδή τους πιστεύοντες στην Ελληνική θρησκεία] έχει πολιτικό ή στρατιωτικό αξίωμα, θα αποπεμφθεί από το αξίωμά του και δεν θα χάσει μόνον την περιουσία του η οποία θα προγραφεί, αλλά αφού υποστεί σωματικά βασανιστήρια διά μεταλλικών οργάνων [δηλαδή θα καταστεί ανάπηρος και δυσειδής ισοβίως, αν επιζήσει], ως ορίζει το δημόσιο και ιδιωτικό δίκαιο, θα οδηγηθεί σε διαρκή εξορία.
Β
Άλλα Βασανιστήρια και η Σιδηρά Προσωπίδα
Τα βυζαντινά, όπως και τα προγενέστερα ρωμαϊκά βασανιστήρια τα οποία αποτελούσαν και τον άμεσο πρόγονό τους, περιελάμβαναν κάθε προσβολή, κακοποίηση και εξόντωση του ανθρωπίνου σώματος. Αυτά ήταν: Αποκεφαλισμός, κάψιμο στην πυρά, απαγχονισμός, στραγγαλισμός, λιθοβολισμός, ψήσιμο στη θράκα, γδάρσιμο, καταποντισμός σε ποτάμια ή στη θάλασσα πολλές φορές εντός ραμμένων σάκων γεμάτων με φίδια, ανάποδη σταύρωση, θανάτωση με βραστό νερό ή καυτό λάδι ή υπέρθερμη πίσσα, παλούκωμα, εγκαύματα με πυρωμένα σίδερα, δηλητηρίαση, τύφλωση, ακρωτηριασμός, αποκοπή ρινός, ωτίων, γλώσσης, γεννητικών οργάνων (ο όρος ήταν καυλοτόμησις) πολλές φορές μετ’ εμπηγμού αιχμηρών αντικειμένων μέσα στην τομή, ευνουχισμός, διαπόμπευση, ο επί δημοσίας θέας δι’ αιμορραγίας θάνατος, στρεβλώσεις, εξαρθρώσεις, δουλεία, ισόβια κάτεργα σε λατομεία και καταναγκαστικά έργα, ισόβια εξορία, ισόβια κράτηση εντός μοναστηριών και άλλα. Ένα παράδειγμα μεταλλικού οργάνου βασανισμού ανάμεσα στα άλλα ήταν η σιδηρά προσωπίδα. Αυτή «ερυθροπυρούτο» και κατόπι ετίθετο για μικρό χρονικό διάστημα επί του προσώπου του βασανιζόμενου ατόμου. Αυτό υφίστατο εγκαύματα δευτέρου ή τρίτου βαθμού τα οποία επουλώνονταν διά δυσειδών ουλών, οπότε πλέον έφερε εις το διηνεκές το στίγμα του «αιρετικού» ή ετεροδόξου. Υπήρχαν βεβαίως και διάφορα άλλα όργανα βασανισμού όπως οι στρεβλωτήρες, οι εξαρθρωτήρες, τα σιδερένια νύχια, κλπ.
Β
Σύγκριση με την Δύση
Στη Δύση η Ρωμαιοκαθολική Ιερά Εξέταση ήταν μία μέθοδος ηθικής και φυσικής εξοντώσεως του ανθρώπου. Θεολογικά βασιζόμενη σε σχετικά χωρία του Ιερού Αυγουστίνου επέβαλλε την υποχρεωτική σωτηρία της ψυχής του αιρετικού και την απαλλαγή της από τα απειράριθμα και αιώνια μαρτύρια της κολάσεως ή του καθαρτηρίου. Επί της πυράς, ο υπογράφων την προσφερομένη ομολογία απολλύετο. Πρώτιστος σκοπός των ιεροεξεταστών ήταν η καταρράκωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και προσωπικότητος. Για παράδειγμα, στην γνωστή περίπτωση του Τζιορντάνο Μπρούνο ειδικός για την περίπτωση διορισθείς ιεροεξεταστής προσπαθούσε επί ένα έτος να τον νουθετήσει και να του αποσπάσει ομολογία, υποσχόμενος την πλήρη υλική και ηθική αποκατάστασή του, όπως συνέβη με τον Γαλιλαίο. Στον Ανατολικό, Ορθόδοξο, Χριστιανικό, Βυζαντινό κόσμο και στην Ορθόδοξη Βυζαντινή Ιερά Εξέταση ο νόμος του ίδιου του κράτους, των πατριαρχών, των συνόδων και των επισκόπων προέβλεπε αδικήματα άξια βαρύτατων ποινών και δεν υπήρχε χώρος ή περιθώριο ούτε για τους δηλωσίες.
Β
Περί Αγίου Όρους και Σαμοθράκης.
Το όνομά του το όρος Άθως ή Άγιο Όρος το έλαβε από τον αρχαίο ιερό ναό του Αθώου Διός. Το σημερινό « Άγιο Όρος» ήταν κατά την αρχαία εποχή κέντρο θρησκευτικών σχολών και μυήσεως νεαρών παρθένων γυναικών, οι οποίες αφού ελάμβαναν κατάλληλη κατάρτιση γινόντουσαν ιέρειες της Θεάς Αρτέμιδος. Μετά την «αποφοίτησή» ή καλύτερα το πέρας της εκπάιδευσής τους, τις έστελναν να υπηρετήσουν στους ναούς της Θεάς Αρτέμιδος σε διάφορα μέρη της Μεσογείου. Στην πραγματικότητα σε ορισμένα μέρη των θρησκευτικών σχολών δεν ήταν επιτρεπτό να εισέλθουν άνδρες. Η ιστορία όμως αλλάζει τροπή με την πάροδο των χρόνων. Το γεγονός της «αλλαγής» του Αγίου Όρους συνέβη το 324 μ.Χ.: Ο Μέγας Κωνσταντίνος με δική του εντολή, το 324 μ.Χ., εκδιώκει τους γηγενείς κατοίκους, καταστρέφει τους Ναούς, και διαλύει τις γυναικείες θρησκευτικές σχολές. Με το οικοδομικό δε υλικό κτίζονται αργότερα τα σημερινά μοναστήρια, τα οποία διατηρούν πλέον το «Άβατο» για τις γυναίκες. Υπάρχουν αρκετά βιβλία για το Άγιο Όρος και το παραπάνω ζήτημα. Π.χ., το βιβλίο του Ιερομόναχου Σμυρνιωτάκη «Το Άγιο Όρος», το βιβλίο «Οι Γνωστικοί» του Γάλλου ερευνητή “La Carrierre”, κλπ.). Το ίδιο φαινόμενο φοβερής και καταθλιπτικής καταστροφής συνέβη και στην Σαμοθράκη όπου τα ομώνυμα ή αλλιώς Καβείρια μυστήρια λάμβαναν χώρα. Η εντολή της καταστροφής όλων των αρχαίων κτισμάτων, έργων τέχνης, ιερών, ναών, τεμενών, κλπ. δόθηκε από το Μέγα Θεοδόσιο τον 1ο το έτος +391. Η καταστροφή των ωραιότατων αρχαίων κτηρίων, έργων τέχνης, περικαλλών ναών, τεμενών και πανέμορφων αγαλμάτων ήταν μια ολοκληρωτική κατεδάφιση. Στην Σαμοθράκη την επί τούτου καταστροφή ανέλαβε το ειδικώς διά τούτο δημιουργηθέν «τάγμα» των «διωγμιτών», το οποίο αποβιβάστηκε στο νησί το έτος +392. Για να κάνουν καλά τη δουλειά τους έφτιαξαν και ασβεστοκάμινα για να μετατρέπουν τα μάρμαρα σε ασβέστη. Τέτοιος ήταν ο φανατισμός των νεοφώτιστων χριστιανών, προ ολίγων ετών νομιμοποιηθέντων. Αυτού του είδους οι καταστροφές συνεχίζονται σε ολόκληρη την Βυζαντινή επικράτεια ακόμα και μετά τον 12 αιώνα. Π.χ. ο Όσιος Χριστόδουλος έλαβε εντολή από το Αλέξιο Κομνηνό περί το έτος +1080 να μην αφήσει τίποτα αρχαίο που είχε απομείνει όρθιο στα νησιά του Αιγαίου. Το έτος +1088 κατέστρεψε τον αρχαίο Ναό της Αρτέμιδος στην Πάτμο για να χτίσει στη θέση του το μοναστήρι του Ιωάννου του Θεολόγου. Οι καταστροφές και οι κατεδαφίσεις αρχαίων κτισμάτων συνεχίζονται με αμείωτο ρυθμό στη Γάζα, την Κύπρο, την Αίγυπτο, την Συρία, τον Λίβανο, την Μικρά Ασία, την Αθήνα, την Ιταλία, κλπ.
Β
Περί Σκυθοπόλεως
Στο τρίτο μέρος του βιβλίου Πάπισσα Ιωάννα, ο συγγραφέας Εμμανουήλ Ροΐδης καταγγέλλει το «σφαγείο» της Σκυθοπόλεως (μία από τις πόλεις της Δεκαπόλεως εντός του σημερινού Ισραήλ) το οποίο άρχισε επί Κωνσταντίνου και λειτουργούσε κανονικώς επί Ουάλεντος, Ουαλεντιανού και Θεοδοσίου Α΄ του «Μεγάλου». Τελείωσε επί Θεοδοσίου Β΄ του μικρού. Η Σκυθόπολις ήταν ο τόπος συγκεντρώσεως απ’ όλα τα μέρη της αυτοκρατορίας των ελληνιζόντων και φιλοσοφούντων και της εξοντώσεώς τους διά μέσων βασανισμού. Πάρα πολλοί βέβαια είχαν την καλή τύχη να πεθάνουν καθ’ οδόν! Ο Ροΐδης βασίζεται στις μαρτυρίες των: Σωζομενού, Ζωσίμου, Λιβανίου και Αμμιανού Μαρκελλίνου. Π.χ., περί Σκυθοπόλεως ο Αμμιανός Μαρκελλίνος γράφει: «Η λατρεία των Διοσκούρων κηρύσσεται εκτός νόμου θεωρηθείσα ως… «μαγική», θανατώνονται με την κατηγορία της... «μαγείας» οι ιερείς της και κλείνονται όλα τα Ιερά της. Στην Σκυθόπολη της Συρίας, παλαιά πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Δεκαπόλεως, στήνονται τα πρώτα «στρατόπεδα θανάτου», οργανωμένα δηλαδή κέντρα βασανισμού και θανατώσεως των καταδικασθέντων Εθνικών: «...και από τα πιο απομακρυσμένα σημεία της Αυτοκρατορίας σέρνονταν δεμένοι με αλυσίδες αμέτρητοι πολίτες κάθε ηλικίας και κάθε κοινωνικής τάξεως. Και από αυτούς πολλοί πέθαιναν στη διαδρομή ή στις κατά τόπους φυλακές. Και όσοι κατόρθωναν να επιζήσουν, κατέληγαν στη Σκυθόπολη, μία απόκεντρη πόλη της Παλαιστίνης, όπου είχαν στηθεί τα όργανα των βασανιστηρίων και των εκτελέσεων» γράφει ο ιστορικός Αμμιανός Μαρκελλίνος, ενώ στο ίδιο σημείο της συγγραφής του (ΙΘ, 12) τονίζει ότι «αρκούσε να κατηγορηθεί κάποιος από κακόβουλο ρουφιάνο ότι φορούσε αποτρεπτικό φυλακτό ή ότι κάποιος τον είδε να κάθεται κοντά σε αρχαίους τάφους ή ερείπια για να καταδικασθεί σε θάνατο ως ειδωλολάτρης ή νεκρομάντης». Στα «στρατόπεδα θανάτου» της Σκυθοπόλεως θα δράσουν οι «ιεροεξεταστές» Μόδεστος (αντικαταστάτης του Επάρχου του Πραιτωρίου Ερμογένους του Πόντου, ο οποίος είχε κριθεί... «ελαστικός» και... «ανεκτικός») και Παύλος «Ταρταρεύς» (ένας εξαιρετικά φανατικός και βίαιος χριστιανός, πρώην εκπαιδευτής μονομάχων).
Σε εκείνους ακριβώς τους τρομερούς καιρούς θα βασανισθούν ή εξορισθούν, ανάμεσα σε άλλους, και οι Σιμπλίκιος Φιλίππου (πρώην Έπαρχος Αιγύπτου και Ύπατος), Παρνάσιος ο Αχαιός (Έλλην εκ Πατρών, πρώην Έπαρχος Αιγύπτου), καθώς και ο υπέργηρος φιλόσοφος Δημήτριος Κύθρας (με την κατηγορία ότι απλώς θυσίαζε στους Θεούς).