Αρχική Ματιά
Νέο στη Ματιά
Β  Β 
Β 
Β 
Β 
E-books...
Αρχική Βιβλιοθήκης
...Αρχαία ελληνική θρησκεία!
Για να επιστρέψετε στα e-books πατήστε εδώ! Για να επιστρέψετε στην Βιβλιοθήκη πατήστε στην εικόνα της Βιβλιοθήκης!
Β 

Αρχαία ελληνική θρησκεία

Β 
Β 
Προηγούμενη σελίδα
Σελίδα 2 από 6
Επόμενη σελίδα
Β 

Αυτή την περίοδο οριστικοποιούνται και οι πυρήνες των ελληνικών, μυητικών μυστηριακών λατρειών, όπως του Διονύσου ή της Δήμητρας, οι οποίες αρχικώς έχουν περιθωριακό και μη ελεγχόμενο από το κράτος χαρακτήρα. Εδώ φαίνεται καθαρά η προϊστορική πηγή της ελληνικής λατρείας στην ανάγκη ελέγχου της σοδειάς και της ετήσιας βλάστησης με τη βοήθεια συμπαθητικής μαγείας, με προσπάθεια δηλαδή να ελεγχθεί ο ημερολογιακός ή ο καθημερινός ηλιακός κύκλος μέσω συμβολικής μυθολογικής και τελετουργικής αναπαράστασής του, ή ακόμα και με σαμανιστικές πρακτικές. Ωστόσο κατά τα τέλη του έκτου αιώνα π.Χ. ένα κύμα μυστικισμού, πιθανώς καταγόμενο από την Αίγυπτο, σαρώνει τον ελλαδικό χώρο. Η ελληνική φιλοσοφία, που είχε ήδη γεννηθεί στην Ιωνία, το προσεγγίζει και έτσι εμφανίζεται η πρώιμη μεταφυσική. Ο πυθαγορισμός και ο ορφισμός αποτελούν τυπικά δείγματα της εποχής, ενώ γρήγορα τοπικές μυστηριακές λατρείες (όπως τα Ελευσίνια Μυστήρια, τα Μυστήρια του Διονύσου ή τα Καβείρια Μυστήρια) επηρεάζονται σημαντικά από αυτές τις εξελίξεις.

Κατά την κλασική εποχή πια οι μυστηριακές λατρείες και ορισμένες φιλοσοφικές σχολές, όπως ο πυθαγορισμός και ο πλατωνισμός, προσφέρουν ένα πλήρες μεταφυσικό και ηθικό σύστημα καλυμμένο με τους κατάλληλα προσαρμοσμένους μύθους της αρχαϊκής εποχής. Αυτά τα συστήματα ήταν αντιληπτά ως προαιρετικά, ιδιωτικά συμπληρώματα της κρατικής, κοινοτικής, αστικής λατρείας και επομένως, όσον αφορά τους πολίτες που ήταν μυημένοι σε αυτά, θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για μία πλήρη θρησκεία. Συνέχιζαν όμως να βρίσκονται στο περιθώριο και να αφορούν περιορισμένες ομάδες του πληθυσμού, προερχόμενες περισσότερο από τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις. Ανάμεσα στ' άλλα ριζοσπαστικά στοιχεία, ο Πλάτων στρέφει την προσοχή σε έναν ανώτατο, υπερβατικό, άρρητο και άφατο Θεό, ο οποίος αποτελεί αιτία της ύπαρξης και λειτουργίας του κόσμου και η διάνοιά του εκδηλώνεται στο ορατό πεδίο μόνο μέσω των ουρανίων σωμάτων, η τέλεια περιοδική και αιώνια κίνηση των οποίων παραπέμπει ταυτόχρονα σε θεότητες αλλά και στις πλατωνικές ιδέες. Αυτός ο Ένας Θεός αποτελεί το έσχατο θεμέλιο της μεταφυσικής και ηθικής κοσμικής τάξης στη σκέψη των περισσότερων φιλοσόφων της περιόδου. Η κοινοτική αστική λατρεία φτάνει σε μία ασταθή ισορροπία με αυτές τις νέες, πιο ιδιωτικές θρησκευτικές τάσεις της κλασικής εποχής χωρίς να λείψουν οι συγκρούσεις: π.χ. η διδασκαλία των σοφιστών και η εκτέλεση του Σωκράτη από το αθηναϊκό κράτος.

Β 

Ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδος

Εν γένει, η ελληνική θρησκεία στον ελληνιστικό και ρωμαϊκό κόσμο υπέστη σημαντικές τροποποιήσεις. Ο διευρυμένος συγκρητισμός της εποχής σμιλεύει ιδιόρρυθμα θρησκευτικά αμαλγάματα. Οι περισσότερες μυστηριακές λατρείες πλέον είναι υπό στιβαρό κρατικό έλεγχο (ιδιαιτέρως στις ελληνιστικές μοναρχίες) και, παρά την υποχώρηση του πλατωνισμού, συντηρούν ένα περιθωριακό κλίμα μυστικισμού. Νέες μυστηριακές θεότητες και λατρείες συνθέτονται ηθελημένα, μέσω εκλεκτισμού ή προσαρμογών σε τοπικά πάνθεα, καθώς είναι φανερή η βαθύτερη ενότητα των μεσογειακών Μυστηρίων μεταξύ τους και με τις μυστικιστικές φιλοσοφικές σχολές. Η τυπολατρική αστική θρησκεία ωστόσο, αναμεμειγμένη πλέον με παρεμφερείς παραδόσεις της Εγγύς Ανατολής, είναι αυτή που εξακολουθεί να αποτελεί την καρδιά της ελληνικής ευσέβειας.

Μέχρι τον πρώτο αιώνα π.Χ. όλος ο μεσογειακός κόσμος περιέρχεται στο ρωμαϊκό κράτος, θέτοντας έτσι τέρμα στην ελληνιστική περίοδο. Οι Ρωμαίοι επηρεάζονται βαθύτατα από την ελληνική φιλοσοφική, θρησκευτική και λογοτεχνική παράδοση και, μέσω της interpretatio romana, υιοθετούν όλες τις όψεις της ελληνικής κουλτούρας παράγοντας το τελικό κράμα του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Ο τελευταίος επικρατεί καθολικά στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι οποίες μάλιστα είναι συνήθως δίγλωσσες μιλώντας άπταιστα τόσο λατινικά όσο και ελληνικά, και με αυτόν τον τρόπο η ελληνική θρησκεία διαδίδεται σε κάθε γωνιά της Αυτοκρατορίας, από τη Βρετανία ως τη Συρία και από τη Μοισία ως τη Μαυριτανία. Όλος ο ζωτικός χώρος του Ελληνισμού (μικρασιατικά παράλια, νότια Βαλκάνια, Μεγάλη Ελλάδα και διάσπαρτες παραλιακές αποικίες ανά τη Μεσόγειο θάλασσα), αλλά και οι, έστω και επιφανειακά, εξελληνισμένες επικράτειες των ελληνιστικών μοναρχιών, είναι πλέον ενοποιημένος σε ένα κοινό κρατικό και πολιτιστικό μόρφωμα. Στο πλαίσιο του κοινού ελληνορωμαϊκού πολιτισμού η αστική ελληνική και η ρωμαϊκή θρησκεία, παρά τις μικροδιαφορές στην ονοματολογία και στο πάνθεον, σχεδόν ταυτίζονται από άποψη λειτουργίας και δοξασιών.

Σε όλη τη Μεσόγειο διαδίδεται η αντίληψη ότι οι παλαιοί θεοί παραστέκονται συνεχώς στους ανθρώπους, αποστέλλοντας τους προγνωστικά όνειρα, χρησμούς στα μαντεία ή θεραπείες από ασθένειες, αρκεί αυτοί να σέβονται τις παραδοσιακές λατρευτικές τελετουργίες και συνήθειες προκειμένου να κερδίζουν την εύνοια τους. Έτσι λοιπόν επικρατεί ένα συντηρητικό θρησκευτικό κλίμα, στραμμένο στα πατροπαράδοτα ήθη κι έθιμα κάθε πόλης, σύμφωνα με τις τυπολατρικές ελληνικές πρακτικές που εξαπλώθηκαν κατά την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή εποχή σε Ανατολή και Δύση. Ο καθένας ωστόσο, από τη στιγμή που εκπλήρωνε τα τελετουργικά του καθήκοντα που εξασφάλιζαν την επιμέλεια των θεών (θυσίες, προσφορές, τελετές), ήταν ελεύθερος να λατρεύει όποια επιμέρους μεσογειακή ή ανατολική θεότητα προτιμούσε, αφού τόσο το ελληνορωμαϊκό πάνθεον όσο και ο Όσιρις, ο Άδωνις, ο Άττις, ο Σέραπις ή άλλες θεότητες μυστηριακών λατρειών θεωρούνταν περιστασιακές, κατώτερες και ισοδύναμες ενσαρκώσεις του Ενός Ύψιστου Θεού, της υπερβατικής και υπερκόσμιας οντότητας των Μυστηρίων και του Πλάτωνα που κυβερνούσε τα πάντα. Μία πλειάδα τέτοιων κατώτερων θεοτήτων έμοιαζε απαραίτητη ως δύναμη μεσολάβησης μεταξύ του άφατου Ενός Θεού, απρόσιτου κατασκευαστή του Σύμπαντος και των ανθρώπων.

Αυτές οι αντιλήψεις συντηρούσαν στους κινούντες τη δημόσια ζωή πολίτες ένα αίσθημα ενότητας, ασφάλειας και συμμετοχής στον «καλύτερο δυνατό κόσμο» για τον οποίον προνοούσαν οι παμπάλαιοι θεοί· κατ’ αυτόν τον τρόπο, η επίσημη τυπολατρική θρησκευτική πρακτική διατηρούσε την κοινωνική συνοχή και το κοινωνικοπολιτικό status quo, ενώ βαθύτερο φιλοσοφικό περιεχόμενο μπορούσε ο καθένας, ιδιωτικά και προαιρετικά, να ανακαλύψει στις συμπληρωματικές μυστικιστικές πρακτικές των Μυστηρίων και στη συναφή διδασκαλία των Ελλήνων φιλοσόφων. Έτσι η αστική λατρευτική θρησκεία, οι μυστηριακές λατρείες και η φιλοσοφία αποτελούσαν ένα σύστημα τριών αλληλένδετων πυλώνων διανοητικής καλλιέργειας και συμμετοχής στον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό. Η τυπική θρησκευτική λατρεία των νεκρών ηγετών της Αυτοκρατορίας και της ίδιας της Ρώμης, πολιτική τακτική πολιτισμικής ομογενοποίησης που έμοιαζε περισσότερο με όρκο πίστης και διαδόθηκε από την περίοδο του Αυγούστου, συμπλήρωνε την εικόνα του κλίματος της εποχής.

Όμως ήδη από τους ύστερους ρεπουμπλικανικούς χρόνους οι μυστηριακές λατρείες, οι μυστικιστικές φιλοσοφικές σχολές που έδιναν έμφαση στη μεταφυσική, η ελληνιστική μαγεία, η διάχυτη δεισιδαιμονία και κάθε τύπος συστηματοποιημένης γνώσης ή πρακτικής ο οποίος υποσχόταν στις κατώτερες και μεσαίες κοινωνικές τάξεις του ρωμαϊκού κράτους απόδραση από τη δυσάρεστη καθημερινή πραγματικότητα ή εύκολη χειραγώγηση της με σκοπό το ατομικό όφελος, περιθωριακά ή ελιτιστικά φαινόμενα σε περασμένες εποχές, γίνονταν όλο και πιο δημοφιλή παρά τις κατά καιρούς εκκαθαριστικές αστυνομικές επιχειρήσεις που στόχευαν στην εκμηδένιση ταραχοποιών και ανατρεπτικών στοιχείων. Οι λόγοι ήταν πολλοί. Η κοσμοπολίτικη, «οικουμενική» ατμόσφαιρα που είχε επικρατήσει στην αυστηρώς ταξικά ιεραρχημένη Αυτοκρατορία των Αντωνίνων, ένας διεθνισμός που αποτελούσε κληρονομιά της ελληνιστικής περιόδου και τώρα είχε γιγαντωθεί, προκαλούσε στις μετακινούμενες και ημιμαθείς μικροαστικές τάξεις αισθήματα αλλοτρίωσης, αποξένωσης και μοναξιάς. Ο κόσμος φαινόταν σκληρός και απρόσωπος ενώ από την ανθρώπινη ζωή έμοιαζε να λείπει το νόημα. Στην αναπτυγμένη ρωμαϊκή Ανατολή έμποροι και τεχνίτες μετακινούνταν άνετα για επαγγελματικούς λόγους από τη Συρία ως τη Γαλατία μιλώντας μόνο ελληνικά και νιώθοντας αποκομμένοι από τον τόπο τους και τις παραδόσεις του, ενώ οι ευκατάστατες ολιγαρχίες κάθε πόλης παρέμεναν πεισματικά και επιδεικτικά προσκολλημένες σε αναχρονιστικούς τοπικούς κώδικες, τελετουργίες και έθιμα που στόχευαν στην ικανοποίηση της αυταρέσκειας της εγχώριας ελίτ.

Η φιλοσοφία και η κλασική ελληνορωμαϊκή παιδεία ήταν άτυπα «απαγορευμένη» για τη μεσαία τάξη, και φυσικά για την κατώτερη, λόγω της στάσης της ρωμαϊκής αριστοκρατίας η οποία από το δεύτερο αιώνα μ.Χ. όρθωνε γύρω της αδιαπέραστα τείχη εγκαταλείποντας την κοινή ελληνική γλώσσα προς όφελος του αρχαϊκού αττικού ιδιώματος της Δεύτερης Σοφιστικής, καθιστώντας έτσι απροσπέλαστη την ελληνορωμαϊκή φιλοσοφική και λογοτεχνική παράδοση για το ευρύ κοινό. Μη βρίσκοντας στηρίγματα ούτε στη λατρεία του κράτους ή στην επίσημη τυπολατρική ελληνική θρησκεία που είχε συντηρητικό, τοπικιστικό και απαρχαιωμένο χαρακτήρα, όσοι ένιωθαν ξένο τον κόσμο που τους περιέβαλλε αγκάλιασαν ευρύτερα την ελληνιστική μαγεία και μαντεία, καθώς και τις φιλοσοφικές μυστηριακές λατρείες της ανατολικής Μεσογείου οι οποίες κήρυτταν την αρετή, την καθολική αγάπη και την ισότητα των ανθρώπων. Πλέον το ζητούμενο δεν ήταν η εύνοια των γεωγραφικά κατακερματισμένων κατώτερων θεοτήτων του ελληνορωμαϊκού πανθέου αλλά η ενεργητική χειραγώγηση της φύσης ή του πεπρωμένου και η άμεση, μυστικιστική επαφή με τον παγκόσμιο Έναν και Άφατο Θεό του Πλάτωνα, τη μόνη δύναμη που μπορούσε να οπλίσει με ψυχικό σθένος τους αλλοτριωμένους, αποστασιοποιημένους από τον κόσμο πολίτες της Αυτοκρατορίας. Έτσι, άρχισε να διαμορφώνεται μία, απροσδιόριστη, ακόμα, απαίτηση για κάποια «παγκόσμια», κοινή μυστηριακή θρησκεία που θα διαγράφει τις τοπικές ιδιαιτερότητες και θα συνεπικουρείται από ένα νομοθετικό, ένα διοικητικό κι ένα λατρευτικό σύστημα, κοινά για όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τα οποία θα υπερκαλύπτουν τις κατά τόπους αστικές παραδόσεις, υπονομεύοντας την ισχύ των τοπικών ολιγαρχιών, ελίτ και ιερατείων προς όφελος του υπερκείμενου «παγκόσμιου» ρωμαϊκού κράτους.

Στον πυρήνα όλων αυτών των νέων τάσεων της λαϊκής διανόησης, όπως και των παλαιότερων μυστηριακών λατρειών, κρυβόταν η πλατωνική ιδέα του αιώνιου και ασώματου πνεύματος, καμωμένου από θεϊκή ουσία, που ήταν παγιδευμένο στην ανθρώπινη σάρκα και περίμενε να ανακαλυφθεί. Ως παρενέργεια η σάρκα, η ύλη και η φύση άρχισαν να θεωρούνται βδελυρού και ποταπού χαρακτήρα, ή έστω αμετάκλητα απομακρυσμένες από τον αγαθό παγκόσμιο Θεό, σύμφωνα με έναν ακραίο πλατωνισμό που ταίριαζε στην καθημερινή κακοδαιμονία που βίωναν οι κατώτερες, ακόμα και οι μεσαίες, κοινωνικές τάξεις της εποχής. Έτσι οι διδασκαλίες των μεσογειακών Μυστηρίων και των πλατωνικών φιλοσόφων, εμποτισμένες με έναν πιο λαϊκό και πιο δεισιδαίμονα χαρακτήρα, ριζοσπαστικοποιούνται και ριζώνουν στο ευρύ κοινό όσο ποτέ άλλοτε. Οι περισσότεροι πολίτες τοποθέτησαν τις ελπίδες τους για το μέλλον στην αιώνια, μεταθανάτια ζωή του άφθαρτου πνεύματος τους, ενώ απέβλεπαν στη λύτρωση, τη σωτηρία ή τη φώτιση της ψυχής τους μέσω ενός κατάλληλου, ευσεβούς ή ασκητικού, επίγειου βίου. Η περιορισμένη ανεξιθρησκία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που ανεχόταν οποιαδήποτε λατρεία δεν αμφισβητούσε ευθέως το κατεστημένο και την επίσημη κουλτούρα, υποβοήθησε την εξάπλωση αυτών των αντιλήψεων.

Οι εν λόγω θρησκευτικές εξελίξεις ήταν εν μέρει απόρροια της σταδιακής αντικατάστασης στη συνείδηση των κατώτερων κοινωνικών τάξεων του εμπειρισμού και της πραγματιστικής αριστοτελικής σκέψης από τη μαγεία, τη μαντεία και τη δεισιδαιμονία, ανεξαρτήτως από το παλαιότερο θρησκευτικό τους υπόβαθρο, μίας τάσης που είχε ήδη διαφανεί από την πρώιμη ελληνιστική εποχή. Η Αίγυπτος των Πτολεμαίων αποτέλεσε πραγματικό καμίνι συγκρητισμού όπου ετερογενή αλλά και παρεμφερή ρεύματα γνώσης σφυρηλατήθηκαν σε ένα συνεκτικό κράμα και η μαγεία συστηματοποιήθηκε σε μία εφαρμοσμένη επιστήμη, η οποία μπορούσε να διδαχθεί και να συμβαδίζει με τη φυσική φιλοσοφία. Η διάδοση αυτών των αντιλήψεων υποβοήθησε την εξάπλωση μίας πιο δεισιδαιμονικής εκδοχής των μυστηριακών λατρειών που έδινε έμφαση στις τελετουργίες, κοινό χαρακτηριστικό τόσο της θρησκείας όσο και της μαγείας. Επί Αντωνίνων ακόμη και ο ορθολογισμός, που σε παλαιότερες εποχές επαινέθηκε από τις πυθαγόρειες και πλατωνικές διδασκαλίες, υποχωρεί ως γνωσιολογική μέθοδος προς όφελος της εκστατικής αποκάλυψης· γεγονός που ανακλάται τόσο στις θρησκευτικές όσο και στις φιλοσοφικές εξελίξεις.

Β 
Β 
Προηγούμενη σελίδα
Σελίδα 2 από 6
Επόμενη σελίδα
Β 
Up
Β 

Τα δικαιώματα του υλικού αυτού, ανήκουν στην κ. Αμαλία Κ. Ηλιάδη. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα. (Νόμος 2121/1993 & διεθνής σύμβαση της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν.100/1975).

Β 
Β 
Β 
Β 
Δείτε:
Διάφορα
Θρησκεία
Πρόσωπα
Ημέρες
Έγραψαν
Λέξεις
Τόποι
Έθιμα
e-books
Β 
Δείτε επίσης:
Το παιδικό ιχνογράφημα
Διδακτική της Ιστορίας
Εκπαιδευτική Καινοτομία
Βυζαντινή μουσική
Πρόγραμμα πολιτισμού: ζωγραφικής & λόγου
Το ρεμπέτικο και οι αρχαίοι Έλληνες λυρικοί ποιητές
Η θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων
Αρχαία Ελληνική Αρχιτεκτονική
Η Αρχιτεκτονική των Αρχαίων Ελλήνων
Αρχαία ελληνική θρησκεία
Η υψηλή ραπτική στο Βυζάντιο
Μάχες – σταθμοί στην Ιστορία της Ανθρωπότητας
Η μεγάλη μέρα της Νορμανδίας
Εικαστική προσέγγιση
Βυζαντινή Ιερά Εξέταση
Συγκριτισμός και διαπολιτισμικότητα
Γραμματισμός και διαπολιτισμικότητα
Βυζάντιο: μια πολύτιμη κληρονομιά για τον Ελληνισμό
Ανθρωπιστική παιδεία
Σχολική βιβλιοθήκη
Λεύκωμα Ιστορίας και Κοινωνικής Ανάλυσης
Β 
Β 
Αναζήτηση
Β 
Β 
Β 
Β 
Β 
Β 
Επικοινωνία | Όροι Χρήσης | Πλοηγηθείτε | Λάβετε Μέρος | Δημιουργία και Ανάπτυξη ΆΡΚΕΣΙΣ
Β 
Β