β. Συνδιδασκαλία τοπικής και γενικής Ιστορίας.
Τοπική Ιστορία είναι η αφόρμηση από την ιστορία ενός τόπου και συνακόλουθη α ν α γ ω γ ή στη γενικότερη Ιστορία της χώρας, ή και την Παγκόσμια Ιστορία.
Συνήθως, ως κοινωνία, δίνουμε μεγάλη σημασία στην Τοπική Ιστορία των τελευταίων χρόνων γιατί έχουμε γι’ αυτή προφορική παράδοση, την προφορική ιστορία, η οποία αν και δεν είναι πάντα ή τόσο όσο θα έπρεπε αξιόπιστη, εν τούτοις μπορεί να γίνει πηγή πολλών σημαντικών στοιχείων.
Η διδασκαλία της τοπικής ιστορίας έχει τα εξής θετικά στοιχεία:
i. Αποσυμφορεί από παραδοσιακές μεθόδους διδασκαλίας, καταργώντας το μονοπώλιο του σχολικού βιβλίου και την αποστήθιση, μιας και γίνεται, με βάση ένα σχέδιο έρευνας και μελέτης, δουλειά πεδίου και αξιοποίηση απ’ ευθείας του πρωτογενούς, διαθέσιμου υλικού.
ii. Οι μαθητές παρατηρούν, περιγράφουν, φαντάζονται, κρίνουν και συγκρίνουν τις πηγές. Το φαντάζονται εδώ σημαίνει ότι συμπληρώνουν τα κενά με τη βοήθεια, την καθοδήγηση και τις κατάλληλες κάθε φορά δεξιοτεχνικές, μαιευτικές ερωτήσεις του δασκάλου τους.
iii. Ο μαθητής κοινωνικοποιείται, με την έννοια ότι εντάσσεται στο χώρο και τον χρόνο, στο περιβάλλον που ζει, εκπληρώνοντας την ανάγκη του "συνανήκειν" και του «συναντιλαμβάνεσθαι».
iv. Αναδεικνύεται η περιβαλλοντική ευαισθησία και το ζωτικό βάρος του περιβαλλοντικού παράγοντα στη διαμόρφωση του ιστορικού γίγνεσθαι. Το περιβάλλον στην ιστορία δεν έχει μόνον την οικολογική του έννοια αλλά μια πληθώρα ανθρωπογενών πτυχών και διαστάσεων οι οποίες δεν είναι πάντα αυτονόητες.
Η διάσταση του περιβάλλοντος στη μελέτη της Τοπικής Ιστορίας είναι τριπλή και διαρθρώνεται ως εξής:
α. Ο χώρος στον οποίον εξελίσσονται τα γεγονότα
β. Το ανθρωπογενές στοιχείο, δηλαδή οι άνθρωποι που συμμετέχουν στα γεγονότα
γ. Οι διαδοχικές επεμβάσεις του ανθρώπου πάνω στη φύση (έργα, γέφυρες, επιχωματώσεις, αστικά λύματα, μόλυνση, ρύποι, κλπ.)
v. Αυξάνεται η αυτενεργός και βιωματική διάσταση της μάθησης. Το παιδί δεν παρακολουθεί τα ιστορικά γεγονότα σαν σε ταινία, συμμετέχει σ’ αυτά, τα μεταπλάθει, τα βιώνει, αισθάνεται τη μυρωδιά του παλιού και την πατίνα του χρόνου στα πράγματα και τα αντικείμενα της μαθησιακής διαδικασίας.
vi. Ενισχύεται η αλληλοτροφοδότηση και η ανταλλαγή στοιχείων καθώς και απρόσκοπτη επικοινωνία μεταξύ σχολείου και κοινωνίας. Τα ιστορικά παραδείγματα από τη ζωή της πόλης στο παρελθόν διευκολύνουν την κατανόηση της δράσης της σημερινής κοινωνίας.
vii. Τα παιδιά προσεγγίζουν καλύτερα τον κόσμο των ενηλίκων, τον καταλαβαίνουν μέσα από την ασφάλεια της χρονικής απόστασης και ταυτόχρονα μέσα από την αμεσότητα της σύγχρονης ζωής που ρέει γύρω τους ως αποτέλεσμα και απότοκο του ιστορικού παρελθόντος της.
viii. Τέλος, η τοπική ιστορία βοηθάει στην κατανόηση διαφορετικών μορφών συμπεριφορών ανθρώπων της ίδιας κλειστής ή μικρής κοινωνίας και οδηγεί στην ανεκτικότητα απέναντί τους.
Β
Ποια είναι η διδακτική της τοπικής ιστορίας.
Οποιοδήποτε θέμα τοπικής ιστορίας μπορεί να διδαχτεί στα παιδιά, αν και όπως έχει σήμερα η κατάσταση αυτό είναι πρακτικά δύσκολο να γίνει στο σχολείο, τουλάχιστον στο πλαίσιο του εβδομαδιαίου ωρολογίου προγράμματος.
Μπορούμε να ετοιμάσουμε ένα πρόγραμμα "ταχύρυθμο", διάρκειας 15 ημερών ή -πράγμα που είναι προτιμότερο- ένα πιο μεγάλης διάρκειας, τριών μηνών. Απαραίτητα συστατικά της τοπικής αυτής ιστορικής έρευνας και καταγραφής πρέπει να είναι η διερεύνηση των πηγών, η αξιολόγησή τους και η παρουσίασή τους από τα παιδιά.
Τα σημαντικότερα στάδια επεξεργασίας του «μεγάλης διάρκειας» προγράμματος θα μπορούσαν να είναι τα ακόλουθα:
1) Προκαταρκτικός έλεγχος για την ύπαρξη άφθονου υλικού προς επεξεργασία.
2) Καθορισμός του κεντρικού ερωτήματος, της ουσιαστικής «υπόθεσης εργασίας», η οποία πρέπει να έχει και παιδαγωγική και ιστορική διάσταση (παράδειγμα: Οι δρόμοι της πόλης, το αποστραγγιστικό σύστημα, το υδρευτικό, τα βιομηχανικά κτίρια της πόλης κλπ.).
3) Καθορισμός επιμέρους ζητημάτων ή υποερωτημάτων. Τα υποθέματα αυτά καταμερίζονται στις ομάδες εργασίας, που σύμφωνα με το ομαδοσυνεργατικό πρότυπο, δεν πρέπει να υπερβαίνουν τις πέντε και δεν πρέπει να αποτελούνται από αριθμό μελών μεγαλύτερο των τριών-τεσσάρων παιδιών η κάθε μια. Κάθε ομάδα εργάζεται μόνη της, στο δικό της θεματικό πυρήνα, αλλά ανταλλάσσονται παράλληλα απόψεις και πληροφορίες μεταξύ των ομάδων, ιδιαίτερα πάνω στην κατανόηση και ερμηνεία των πρωτογενών πηγών.
4) Καταλογογράφηση των πηγών και κατηγοριοποίησή τους σε ανέκδοτες/πρωτότυπες και σε ήδη εκδοθείσες και βιβλία.
5) Εντοπισμός χώρων επίσκεψης και άντλησης ενδιαφερόντων για την έρευνά μας στοιχείων
6) Συγκεκριμενοποίηση και συστηματικοποίηση δράσεων, εντοπισμός οργανωτικών αναγκών (επισκέψεις, ανακοινώσεις ομάδων, συνεντεύξεις κλπ.)
7) Οριοθέτηση και στάθμιση προσδοκώμενου αποτελέσματος
8) Παρουσίαση - διάχυση αποτελέσματος και αξιολόγηση. Αν ενδείκνυται και προσφέρεται από άποψη θεματικής και περιστάσεων καθώς και οικονομικών δυνατοτήτων, άνοιγμα και έξω από το σχολείο, στην τοπική και ευρύτερη κοινωνία.
Β
γ. Η αναγκαιότητα της διδασκαλίας του ιστορικού μυθιστορήματος στο πλαίσιο του μαθήματος της Ιστορίας.
Τα χαρακτηριστικά του Ιστορικού μυθιστορήματος είναι τα εξής:
α. Το μυθιστόρημα έχει πολύ μεγαλύτερη έκταση από το διήγημα. Μας δίνει έτσι τη δυνατότητα καλύτερης προσέγγισης της κοινωνίας μιας εποχής. Παλαιότερα, γύρω στα μέσα του 17ου αιώνα, είχαν γραφτεί πολλές ιστορικές αλληγορίες και πολλά ιστορικά romances κυρίως από Γάλλους συγγραφείς.
Η διάκριση ανάμεσα στο μυθιστόρημα (the novel) και το romance, που υπάρχει στην αγγλική γλώσσα, είναι άγνωστη στην Ελλάδα, όμως έχει μεγάλη σημασία στην ιστορία του μυθιστορήματος γενικά. Ο πιο επιτυχημένος προσδιορισμός των δύο όρων που έχω συναντήσει είναι ο προσδιορισμός του Wilbur Cross: «Το πεζογράφημα που ασχολείται ρεαλιστικά με την πραγματική ζωή ονομάζεται, στην κριτική και τη συζήτηση, κυρίως μυθιστόρημα. Το πεζογράφημα που ασχολείται με τη ζωή κατά έναν ψεύτικο ή φανταστικό τρόπο ή την παρουσιάζει μ’ ένα σκηνικό παράξενων, απίθανων ή απίστευτων περιπετειών ή εξιδανικεύει τις αρετές και τα ελαττώματα της ανθρώπινης φύσης ονομάζεται romance».
Έπρεπε να προϋπάρξει η ιστορία ως επιστήμη, που θα έδινε το εξακριβωμένο περιεχόμενο, και το μυθιστόρημα ως έργο τέχνης, που θα έδινε την αρμόδια λογοτεχνική μορφή, για να μπορέσει το ιστορικό μυθιστόρημα να αναπτυχθεί ως ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος.
β. Περιγράφονται καλύτερα οι χαρακτήρες και τα κοινωνικά στοιχεία. Ωστόσο, το ενδιαφέρον για την ιστορία, ως θέμα μυθιστορήματος, ξαναζωντάνεψε στην Αγγλία γύρω στα τέλη του 18ου αιώνα. Οι συγγραφείς των μυθιστορημάτων του «τρόμου», που συγκρότησαν μια ολόκληρη σχολή στην Αγγλία εκείνης της εποχής, τοποθετούσαν συχνά τη δράση των έργων τους στα παλαιότερα χρόνια και ιδιαίτερα στο μεσαίωνα. Ωστόσο έδιναν περισσότερη σημασία στην πλοκή και την περιπέτεια και λιγότερη στα πρόσωπα, τα οποία, ενώ ζούσαν και κυκλοφορούσαν σε μια παρωχημένη εποχή, είχαν τα συναισθήματα, τις σκέψεις, τις αντιλήψεις και γενικά τη νοοτροπία ανθρώπων σύγχρονων με τον συγγραφέα.
γ. Ο μυθιστοριογράφος δεν είναι υποχρεωμένος να κάνει ιστορία και γι' αυτό το μυθιστόρημα είναι έμμεση ιστορική πηγή. Σ’ αυτό παίζει ουσιαστικό ρόλο η μέθοδος της εργασίας, η εκλογή των θεμάτων και των προσώπων, η σοβαρή μεταχείριση των ιστορικών πραγμάτων και η πιστή αναπαράσταση του παρελθόντος. Εξάλλου, ένας βασικός σκοπός στους συγγραφείς ιστορικών μυθιστορημάτων είναι η ακρίβεια στην αναδημιουργία μιας παλαιότερης εποχής.
Έτσι παρατηρούμε πως ο Walter Scott πήρε από τον Walpole την ιδέα της αναπαράστασης του ιδιαίτερου χρώματος ενός άλλου τύπου κι ενός άλλου χρόνου, από την Edgeworth την ιδέα της χρησιμοποίησης Σκώτων ως κεντρικών προσώπων στα μυθιστορήματά του και από τον Strutt την ιδέα της πιστότητας στις έρευνες και τις διαπιστώσεις της ιστορίας. Ο Scott αξιοποίησε και τις τρεις αυτές οφειλές κατά τον δικό του προσωπικό και δημιουργικό τρόπο, ώστε σήμερα τίποτα από το έργο του να μη θυμίζει τον Walpole, την Edgeworth ή τον Strutt. Ο Σκώτος βάρδος διάβαζε άπληστα, είχε βαθιές ιστορικές και αρχαιολογικές γνώσεις, αγαπούσε και μελετούσε με πάθος το παρελθόν και είχε το δώρο να διηγείται με άνεση και να αναπλάθει με την επινοητική φαντασία του ό,τι του έκαναν γνωστό τα διαβάσματα και οι μελέτες του. Είναι φανερό πως η τέχνη και η επιστήμη ισορροπούσαν στην ιδιοσυγκρασία του.