Β |
Απάνθισμα ποιημάτων απ' την ποιητική συλλογή της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη
«Η φωνή της σιωπής»,
Τρίκαλα, Νοέμβριος 2006. ISBN 960-88210-4-5. Αυτοέκδοση. |
Β |
«Ήλιος και Θάλασσα»
Εδώ που έφτασα κατάκοπη
ο ήλιος με θωπεύει αλόγιστα
κι έτσι ξεχνιούνται οι κόποι.
Τί ξέχωρη αποζημίωση
τί θαυμαστή ηθική ικανοποίηση...
Κατάμονη, ολόγυμνη
κι ο ήλιος ένας έρωτας
κι η θάλασσα να μου γλυκαίνει τις πληγές...
Αυτή η αρμονία
δάκρυα μου φέρνει από χαρά
Τον ήλιο και τη θάλασσα
ποτέ δεν θα τους χάσω
όπως τόσους ανάξιους εραστές...
1/8/1997 |
Β |
|
|
«Τέλος εποχής»
Μουσικές παρτιτούρες που σκεπάζουν το γραφείο...
Γράμματα φίλων που έχουνε μισέψει.
Έχουν μπαρκάρει στο παράταιρο το πλοίο
κι ανέραστοι μένουνε μέχρι να φέξει.
Το βιολί που στο γυαλί ακουμπάει...
Μια λαχτάρα από παλιά λησμονημένη...
Είναι ο άνεμος που έξω φυσάει
μια μπαλλάντα ωχρή, χιλιοπαιγμένη. |
Β |
|
|
«Ευχή»
Αν έμπαινα ποτέ σε φυλακή
θα ζούσα μέσ' απ' τα βιβλία...
Πυξίδες του μυαλού μου μέσα στο έρεβος
Διαύγεια στη σύγχιση
φάρμακα της ανίας τα βιβλία...
Ακόμη και μιας φυλακής τ' αράχλιασμα
γίνεται υποφερτό με τα βιβλία.
Υπόθεση του νου μου, σ' εξορκίζω
μη μου στερήσεις την ελευθερία
ούτε στην πιο τρελλή μου φαντασία. |
Β |
|
|
«Μες στη σιωπή»
Θέλω να μπω μες στη σιωπή.
Το μήκος και το πλάτος της να ορίζω.
Γιατί μετριέται η σιωπή στα σκοτεινά.
Εκεί που συχνά σεργιανάω την ψυχή μου
για να ξαποσταίνει απ' τα φορτία της.
Βαριά φορτία των θορύβων της μάχης.
Που την «ειρήνη» στραγγαλίζουν μέσα μου,
που τη γαλήνη μου ταράζουν.
Πάντα η σιωπή σε κήπους μυστικούς με βγάζει.
Η «ειρήνη» κι η γαλήνη μ' οδηγούνε.
Τα σκοτεινά, τ' ανεξιχνίαστα του κόσμου
μου μιλούν γλυκά.
Σαν αηδονάκια κελαηδούν στα κλώνια.
Και σαν γλαρόνια, πάνω απ' τις θάλασσες
του κόσμου περιγελούν τα κύματα... |
Β |
|
|
«Να που ξεχνιέμαι»
Να που ξεχνιέμαι και ξεχνάω και τις στιγμές
μες στα παλιά ρολόγια.
Να που τα μάτια μου σαν άχρονα κοιτάζουν
βυθισμένα στην οργή των ημερών.
Να που τα χέρια μου μηχανικά κινούνται
δίχως να σκέφτομαι καθόλου, όπως παλιά.
-Εκείνα τα χέρια μου που σκέφτονταν,
πως μ' οδηγούσαν επιδέξια...-
Να που έγινα μια ασήμαντη κουκίδα
μέσα στο χάρτη του μυαλού μου.
Με βλέπω εκεί, στο σταυροδρόμι,
να κουρνιάζω σε σωρούς από βαμβάκι.
Ξεκουράζομαι γλυκά απ' τη ζωή μου.
Και δεν θέλω πια να ξαναζήσω.
Τα καινούργια και οι «αρχές» πως με τρομάζουν...
Το βαμβάκι στοργικά με αγκαλιάζει
εκεί στο σταυροδρόμι του μυαλού μου
κείτομαι ξέπνοη και ονειρεύομαι κεράσια,
δροσερά σταφύλια
παλιά γλυκά σταφύλια οι έρωτές μου... |
Β |
|
|
«Η ύπαρξή μου χωρίς χρόνο»
Πώς η ζωή με παρασύρει σε στόχους άλλους,
ξένους από κείνους που είχα θέσει εξ αρχής...
«Έν αρχή ην ό Λόγος» μα ο «λόγος» στην πορεία καταργείται
αφού η σύμπτωση, η τύχη ή η Μοίρα
την έλλογή μου την προσπάθεια υποβιβάζουν
σε παράγοντα πολύ μικρής αξίας
που κι η έλλειψη του δεν θα μου κόστιζε πολύ...
Ποιος την παίρνει τη ζωή μου και την πάει
σε στενά δυσκολοδιάβατα, φτηνά;
Είναι ο χρόνος που αδιάκοπα κυλάει
στου μυαλού μου μέσα την οπή, βαθιά σφήνα,
που όταν βγαίνει, ω θαύμα και μαγεία,
το κενό μες στο μυαλό μου με ηδονίζει...
Έτσι, άχρονη, τρελή και θεία εικόνα,
μια μορφή συμβολική της ύπαρξης μου
ανεβαίνω ή κατεβαίνω κλίμακες χρόνων
περασμένων, τωρινών, μελλοντικών.
Στροβιλίζομαι αέναη στο κενό
και ο χρόνος μια πολύ μικρή κουκίδα
στου μυαλού μου την οπή τη μαύρη
όλος: παρελθόν, παρόν και μέλλον,
μια στιγμή που φεύγει και περνάει
στου απείρου την ωραία τη γραμμή... |
Β |
|
|
«Ιχνη ανθρώπων»
Τα ίχνη της δουλείας ακολουθούν τα βήματα μας,
χαράζουν τις διαδρομές μας στις καθημερινές μας στράτες
από παιδιά μέχρι που θ' αποκτήσουμε γκρίζους κροτάφους
ίχνη της σύμβασης και της συνθηκολόγησης
σημάδια της δειλίας και του φόβου μας
απέναντι στους ισχυρούς ή τους σκληρούς της γης
που δεν είναι πάντα άνθρωποι ή πράγματα ή ζώα
άγρια να ορμούν απάνω μας, όπως στης φύσης την αλάνα.
Δυνάμεις ακαθόριστες μας κυνηγούν και τρέχουμε
και η δειλή καρδιά μας μπροστά τους πεταρίζει
σαν την ανήμπορη ιτιά στο φύσημα τ' ανέμου.
Λέξεις μεγάλες, φοβερές σαν την Γραφτή τη Μοίρα,
όπως το Πεπρωμένο ή των Αρχαίων η Ειμαρμένη,
το Αναπόφευκτο του θανάτου και των γηρατειών
τρομάζουν τη δειλή μας φύση και δούλους μας κρατούν.
Τρέχουμε να ξεφύγουμε απ' τα ίχνη μας τα τραγικά
που γηρατειά και θάνατο μας φέρνουν,
που σύμφυτα τους έχουνε τα μαραμένα φρούτα
της νιότης μας τα τρόπαια, σπαρμένα μες στη σκόνη των δρόμων,
που τα ίχνη μας τα ανθρώπινα μετρούνε
στης άκρης τους την ταραχή σβήνονται οι χαρές μας
και μένει πίσω μας, ενθύμημα μικρό, πικρό και σκούρο
η ηχώ τους, το τραγούδι της ζωής μας... |
Β |
|
|
«Η αναπότρεπτη μοίρα των θνητών»
Οι άνθρωποι δεν είναι σαν τη γη.
Η γη είναι η στέρεη βάση μας
που την ορίζουμε και μας ορίζει.
Οι άνθρωποι είναι σκόνη, καπνός.
Σήμερα ζουν σαν αθάνατοι.
Αύριο ταξιδεύουν στη θάλασσα.
Αφήνονται στο φουσκωμένο κύμα
σαν θραύσματα από άγαλμα αρχαίο.
Τα μέλη τους, σπασμένα, τα παρασύρει το νερό
και πανε πέρα απ' τα σπίτια τους,
πολύ μακριά απ' τους ογαπημένους τους,
πέρα απ' τα σύννεφα τα γκρίζα.
Όταν θα παύσει η φουσκοθαλασσιά
διαμελισμένα πτώματα, χλωρά κορμιά,
άδεια από ζωή και αίμα
σπαρμένα στις έρημες ακτές
θα μας δειχνουν τα όρια μας.
Θα φωνάζουν σιωπηλά τη μοίρα μας
την αναπότρεπτη, την ανήλεη.
Κι εμείς τρομάζουμε απ' την πολλή χλωμάδα της.
Και φεύγουμε μακριά της
σαν τους κυνηγημένους.
Μα αυτή καραδοκεί να μας αδράξει,
στήνοντας τα βρόχια του θανάτου.
Γρεβενά. 14/1/1998 |
Β |
|
|
«Το πλοίο-δέντρο»
Τα ταξίδια στα νησιά σιγά-σιγά τελειώνουν.
Βλέπω το καράβι ν' αράζει για πάντα στο λιμάνι.
Οι ναύτες ρίχνουν άγκυρα.
Δένουν τα παλαμάρια στους κάβους.
Ακινησία και θάνατος κυκλώνουν το καράβι.
Τώρα λικνίζεται απαλά στων κυμάτων τους παφλασμούς
για να θυμάται τα πολλά ταξίδια του.
Τώρα ο ήλιος παίζει ανάμεσα στα ξάρτια του
όπως παίζει με τις φυλλωσιές των δέντρων του δάσους.
Το πλοίο τώρα ρίζωσε στην άκρη του λιμανιού.
Μοιάζει πολύ με τους προγόνους του τους μακρινούς,
τα δέντρα, που θανατώθηκαν για να σχηματιστεί.
Μόνο όταν έφτασε στο θάνατο κι αυτό
κι ακίνητο σαπίζει στο λιμάνι
αγάπησε τους μακρινούς προγόνους του
ένιωσε γόνος τους επάξιος,
αφού μια εκλεκτική συγγένεια πια
μαζί τους το ενώνει.
Τρίκαλα, 6 Ιανουαρίου 1998 |
Β |
|
|
«Θαλασσινό Ηλιοβασίλεμα»
Ηλιοβασίλεμα φωτιά
κίτρινο φως απλώνεται στη θάλασσα
θάμπος καραβοφάναρου.
Φωτιά στο ακρογιάλι μου.
Εκείνο με τ' αγκάθια και τις λιγαριές
που ο άνεμος σφύριζε ανάμεσα τους.
Κι εγώ με βότσαλα στα χέρια,
χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά μου,
πατώ αχινούς
τ' αγκάθια με πληγώνουν
με ματώνουν
ηλιοβασίλεμα αίμα μου
πορτοκαλί και μπλε μου και γαλάζιο μου
πνίξτε με στις γητειές σας.
Με τις σαΐτες σημαδέψτε με
μπροστά στα πόδια σας να σωριαστώ
θύμα θαλασσινής φωτιάς, αθώο.
Κι η θάλασσα, πρασινογάλαζο φύλλο,
να σκεπάσει τη γύμνια μου
να με ζεστάνει στο βυθό της...
Τώρα που καίγεται...
Τώρα που η φωτιά της
ερωτικά χαϊδεύει τον ορίζοντα. |
Β |
|
|
Β |
Τα παραπάνω ποιήματα είναι της, Φιλολόγου και Ιστορικού (ΜΑ Βυζαντινής Ιστορίας), Αμαλίας Κ. Ηλιάδη. Δημοσιεύονται στην Ματιά με την άδεια της ποιήτριας, την οποία και ευχαριστούμε θερμά.
Για να μάθετε για την Αμαλία Κ. Ηλιάδη κάντε κλικ εδώ. |
Β |
|
Β |
|