Μειλιγάνα Μάνα μου
Στης πρώτης μου εφηβείας τα μονοπάτια σκουντουφλώντας Μεσ’ σε νερόλακκους από συμπλέγματα και αναιρέσεις, Συνάντησα μια μάνα μοναχή, δίχως γεννήματα Στα περιθώρια της εκτίμησης των νοματαίων.
Εγώ χωμάτινο άγουρο φευγιό,
Μια μειλιγάνα εκείνη, ξέθωρη κι απόμακρη.
Κι όπως η έλλειψη την έλλειψη μαγεύει,
Κοντά της βιαστικά και μυστικά με μάζευε Με ονειροβότανα και σουλφαμίδα επουλώνοντας γλυκά κι αδέξια Τις γρατσουνιές στα γόνατα και τους αγκώνες της ψυχής μου.
Τη μάνα αυτή, για μάνα μου την όρισα. Κι ορκίστηκα, τα ολόλευκα μαλλιά της να στολίσω αστέρια χίλια όλες τις στερημένες της χαρές.
Παλάτια ανθρώπινα και νοερά να εγείρω,
καθώς στα όνειρά της τα ‘χε πλάσει,
όλα τα χρόνια τα μοναχικά και της απόρριψης.
Και πάνω στην πραγμάτωση του οράματος,
εκείνη τ’ αποφάσισε να φύγει,
πνιγμένη μήπως, σε θνητές αναπνοές.
Μάνα Μαρία μου, σαν τότε σε καλώ,
κάθε πρωί για καλημέρα και δεν απαντάς
..30436, και «αναμείνατε,
στο ακουστικό των αναπάντητων γιατί σας»
Όμως στ’ ορκίστηκα, 6 απόγευμα Τετάρτης
στων λιβαδιών τον κόσμο σου θ’ αναστηθώ, καθώς εσύ στολίζεις τα μαλλιά μου, αγριάνθη χίλια όλες τις στερημένες μου χαρές.
Δεν θα με χάσεις πια, δική σου, πάντα.
Μιγάδα μειλιγάνα αποδιωγμένη.
Β
Σημειώσεις:
1) Πρόκειται για αφιέρωση στη μνήμη της δεύτερης μητέρας μου, Μαρίας Πατουσιά - Αυγουστίδου
2) Η λέξη "μειλιγάνα" δεν γνωρίζω πως γράφεται. Την άκουσα από παλιές (πολύ παλιές) Χιώτισσες και σημαίνει τη νεράιδα. Αν κάποιος γνωρίζει τη ρίζα της, συνεπώς και την ορθογραφία της, ας με διαφωτίσει. Σας ευχαριστώ. |