Το φιλί του πατέρα μου, του Γεωργίου Στρατήγη
Απ’ όλες τις χαρές μου η πιο βαθύτερη,
κι απ’ το γλυκύτερό μου ακόμα πόθο,
κάτι που μου χαρίζει τον παράδεισο,
και κάτι που βαθιά στα σπλάχνα νιώθω,
είναι ν’ ακούω το γέρο το πατέρα μου
να λέει πως αγαπούσαν οι παλιοί,
και –τι ντροπή!– πως έδωσε στη μάνα μου,
πριν παντρευτούνε ακόμα, ένα φιλί!
Κ’ ενώ γελάμε γύρω με τη μάνα μας,
που ακόμα κι ως τα τώρα κοκκινίζει,
στα σωθικά μου μέσα ξάφνου αισθάνομαι
κάτι που με κεντάει και φτερουγίζει
σαν κάποιου μακρινού πουλιού κελάδημα
που μες στο δάσος, νύχτα, αντιλαλεί.
Μην είσαι συ, ψυχή μου, σπίθα που άναψες
Από το πρώτο εκείνο τους φιλί. |