Ένα ποίημα για τα παιδιά της «ΜΑΤΙΑΣ»
Μοιάζουνε τα αστεράκια
κολλημένα διαμαντάκια
στο μαβί του ουρανού
και στα γένια του Θεού
τρεις Αγγέλοι τα φροντίζουν
και στα σύννεφα γυρίζουν
κάθε βράδυ τα ανάβουν
τις ευχές για να προλάβουν.
|
|
Ωδή στις καθαρίστριες
Δεν μπορεί παρά να είναι Άγγελοι
Που έπεσαν και ξέμειναν στη γη
Με σταρένια, μακριά πρόσωπα
κατάξανθα σχεδόν λευκά μαλλιά
Μάτια που φωτοβολούν,
λίγο πριν χαράξει
Που έχουν σπασμένες τις φτερούγες
κάτω από χοντρά μπουφάν
Και κρατούν μακριές ξύλινες
σφουγγαρίστρες.
|
|
Σάββατο μεσημέρι στο cafe carma
Καπνίζει με χάρη
Ο καπνός τη δοξολογεί
Τα δάχτυλά της κρινάκια
του αγρού
Δεν έχει ανάγκη τον ήλιο
για να λάμψει.
|
|
Έπεσαν τ' αστέρια
έφυγε το βράδυ
άπλωσε τα χέρια
στου ήλιου πια το χάδι.
Ό,τι κι αν σε τρόμαξε
το φως το' χει ξορκίσει
δες η αυγούλα χάραξε
κι η πόλη που' χει ανθίσει. |
|
Το παιδί που
τραγανίζει ένα
σουσαμένιο κουλούρι
φορτωμένο τη σχολική του τσάντα
σ' ώμους μαλακούς τ' απομεσήμερο.
Να ένα θαύμα του Θεού!
|
|
Τα Παιδιά των φαναριών
Τα παιδιά των φαναριών
Λούλουδα λογιών, λογιών
Ποιος τα έφερε στον κόσμο;
Ποιοι τα σκόρπισαν στο δρόμο;
Τα παιδιά των φαναριών
Ήλιοι των μεσημεριών
Φεγγαράκια μου λαμπρά
Δάκρυ στου κόσμου τα σχολειά.
Τα παιδιά των φαναριών
Μάλαμα στις τσέπες των ληστών
Λυγμοί τ' ουράνιου Θεού
Στο πρόσωπο του διπλανού.
|
|
Της Θεώνης η κορούλα
(στη Θεώνη Πετρίδου)
Της Θεώνης η κορούλα
άρχισε να περπατά
όταν ήρθε η αυγούλα
άρχισε και να μιλά
- Μαμά, άτα, μουρμουρίζει
κι η γλωσσίτσα της ανθίζει.
|
|
Φτου! Ξελεφτερία
Σβήνουν τ' άστρα
ένα, ένα
κόκκινη κλωστή
κορδέλα
η αυγούλα ξημερώνει
άσπρο, κάτασπρο σεντόνι
έχει η μέρα τόση γλύκα
φτου, ξελεφτερία βγήκα
απ' το μαύρο το κλουβί
χελιδόνι στο κλαδί.
|
|
Η Όλγα
Κάνει πως διαβάζει
η Όλγα
μα ονειρεύεται
το Βόλγα
σε μια βάρκα με κουπί
κι από δίπλα ω! ουρανοί
ένας τσάρος μ' άσπρα γένια
που του λείπουνε τα χτένια
υποκλίνεται στην Όλγα
π' ονειρεύεται το Βόλγα.
|
|
Σ' όλη τη Γη
Θα το πω σ' όλη τη Γη
Δύση και Ανατολή
με e-mail θα το στείλω
ως εκεί που πιάνει ήλιο
θα το βάλω σε μπουκάλι
για να φτάσει σε λιμάνι
μες στης φάλαινας το στόμα
εγώ θα το φωνάξω ακόμα
κι ως το πράσινο ακρωτήρι
θα μου κάνουν το χατίρι
να μ' ακούσουν να το λέω
ότι σ' αγαπώ και κλαίω.
|
|
Η αρκούδα απ' τη Ροδόπη
Μια αρκούδα απ' τη Ροδόπη
πάει, με πήρε στο κατόπι
τρέχω, ροβολώ και κλαίω
μέσα στο ποτάμι πλέω
να γλιτώσω προσπαθώ
πάω πέφτω στον γκρεμό
κει που μοιάζω μακαρίτης
φτερουγίζει ένας σπουργίτης
τα μικρά φτερά του απλώνει
κι απ' το χάρο με γλιτώνει.
|
|
Β |