Η Μάνα, του Γεωργίου Μαρτινέλλη
«Μάνα» κράζει το παιδάκι,
«Μάνα» ο νιος και «Μάνα» ο γέρος,
«Μάνα» ακούς σε κάθε μέρος,
α! τι όνομα γλυκό.
Τη χαρά σου και τη λύπη,
με τη μάνα τη μοιράζεις,
ποθητά την αγκαλιάζεις,
δεν της κρύβεις μυστικό.
Εις τον κόσμον άλλο πλάσμα,
δεν θα βρεις να σε μαντεύει,
σαν τη μάνα που λατρεύει,
σαν τη μάνα που πονεί.
Την υγειά της, τη ζωή της,
όλα η μάνα τ' αψηφάει,
για το τέκνο π' αγαπάει,
για το τέκνο που φιλεί.
Όπου τρέχεις, πάντα η μάνα,
με το νου σε συντροφεύει,
σε προσμένει, σε γυρεύει,
μ' ανυπόμονη καρδιά.
Κι αν σκληρός εσύ φαρμάκια,
την ποτίζεις την καημένη,
πάντα η μάνα σ' απανταίνει,
με τα ολόθερμα φιλιά.
Δυστυχής όποιος τη χάνει,
ο καημός είναι μεγάλος.
Σαν τη μάνα δεν είν' άλλος,
εις τον κόσμο θησαυρός.
Κι' όποιος μάνα πια δεν έχει,
«Μάνα» κράζει στ' όνειρό του.
Πάντα «Μάνα» στον καημό του,
είν' ο μόνος στεναγμός! |
Μάνα, του Γεράσιμου Μαρκορά
Μάνα!.. Δε βρίσκεται
λέξη καμία
νάχει στον ήχο της
τόση αρμονία,
σαν ποιος να σ’ άκουσε
με στήθος κρύο,
όνομα θείο;
Παιδί από σπάργανα
ζωσμένο ακόμα,
με χάρη ανοίγοντας
γλυκά το στόμα,
γυρνάει στον άγγελο
που τ’ αγκαλιάζει
και μάνα κράζει.
Στον κόσμο τρέχοντας
ο νέος διαβάτης
πέφτει στ’ αγνώριστα
βρόχια τσ’ απάτης,
και αναστενάζοντας,
Μάνα μου! Λέει,
Μάνα! Και κλαίει.
Της νιότης φεύγουνε
τ’ άνθια κ’ η χάρη
τριγύρω σέρνεται
με αργό ποδάρι,
ώσπου στην κλίνη του,
σα βαρεμένος,
πέφτει ο καημένος.
Και πριν την ύστερη
πνοή του στείλει,
αργά ταράζονται
τα κρύα του χείλη,
και με το μάνα μου!
πρώτη φωνή του,
πετά η ψυχή του. |
Μανούλα, του Μ. Πετρίδη
Δική μου, ξέχωρη από σας, ζωή
δεν έχω,
ξοπίσω σας, με τη δική σας πάντα συλλογή,
σαν ίσκιος σας, παιδιά μου, τρέχω. |