Β |
Έλληνες
Πως καταντήσαμε Έλληνες
στο σήμερα που ζούμε
νάχει χαθεί το γέλιο μας
το όνειρο, η ελπίδα
και μ' ένα κλικ να ψάχνουμε
στο internet σελίδα;
Εμείς παιδιά του έρωτα
λάτρεις της Αφροδίτης
πρώτοι στο γλέντι, τη χαρά
στις εκδρομές, στα πάρτυ
να ζούμε τώρα ο καθείς
για τη δική του "πάρτη";
Εμείς που πολεμήσαμε
σαν τα θεριά τους ξένους
εμείς που αντισταθήκαμε
στη κατοχή, στη πείνα
σιγά-σιγά χανόμαστε
στη κρίση και στη γρίνια!!!
|
|
Η ζήλια τους
Ζηλεύουνε τον ήλιο σου
τον ουρανό, τ' αστέρια
γιατί, λάμπουνε πιότερο
όταν κοιτούν εσένα
αφού πατρίδα μου εσύ
είσαι τ' αστέρι επί γης!!
Ζηλεύουν το φεγγάρι μας
σαν βγαίνει με καμάρι
κοιτάζοντας τη θάλασσα
τους κάμπους, τα βουνά της
ρίχνοντας φεγγαρόσκονη
στα όμορφα νησιά της!!!
|
|
Γιατί
Γιατί αλήθεια την αγάπη ν' απαρνιέσαι;
γιατί στο κόσμο σου μονάχος να ξεχνιέσαι;
γιατί να νιώθεις ενοχή όταν κρυφά αγαπιέσαι;
Φοβάσαι τάχατες κι εσύ τη ταραχή, τη ζάλη;
το άγνωστο μυστήριο που ξαφνικά προβάλλει;
Μπορεί μιαγάπη να ζεστάνει μια καρδιά
μπορεί να τη παγώσει
μπορεί μιαγάπη ν' αρρωστήσει μια καρδιά
μπορεί να τη λαβώσει.
Είναι παιχνίδι όμορφο
σε κίνδυνο που βάζει
δύο ανθρώπους σε τροχιά
στο άγνωστο που βγάζει.
Αφού αγάπη πάντα όλοι αναζητάμε
γιατί τη διώχνουμε αυτή, σαν θα βρεθεί
γιατί δεν έχουμε το θάρρος στη καρδιά μας
γιατί δεν έχουμε την τόλμη στο κορμί
να την αρπάξουμε με δύναμη στα χέρια
μέσα στα στήθη να τη κρύψουμε βαθιά
και με το στόμα να φωνάξουμε «αγαπάμε»
κι ένα χαμόγελο στα χείλη ν' απλωθεί;
να ζωντανέψει το κορμί μας, να τρέξει σαν παιδί, να τη χαρούμε, να γευθούμε τη γαλήνη, τη πανδαισία που χαρίζει μόνο "αυτή";
|
|
Αυτό που μένει
Έμεινε ανέγγιχτη στο χρόνο η μορφή σου
πίνακας τοίχου-πορτραίτο ζωντανό
που όμως δεν μ' αφήνουνε το χέρι μου ν' απλώσω, μη τάχα τ' αλλοιώσω.
Κοιτώ το βλέμμα σου, που πέφτει στο κενό
στο άπειρο, στο κόσμο που χαζεύει
και ριγώ
στη σκέψη μόνο πως μπορούσα, με μια μου κίνηση, ζωή σε σέ να δώσω.
Έγινε πλέον κι η φωνή σου παρελθόν
πουλιών κελάηδισμα-κυμάτων παφλασμός
που σαν χειμώνιασε, σβυστήκανε οι ήχοι
κι ο τόπος έρημος, παρέμεινε βουβός
και γω χωρίς τ' ακούσματα να υπάρχω στο παρόν
Νοιώθω, αισθάνομαι, τη γλύκα απ' τα φιλιά σου, γιατί αυτά τα έζησα, τα φίλησα, τα ήπια και όσο κι αν τα χείλη μου τα σκούπισα με δάκρυ, αυτή θα ξεχειλίζει απ' των χειλιών την άκρη.
|
|
Τι κι αν πέρασε ο καιρός
Σαν σκηνές από ταινία
του παλιού καιρού
εσβηστήκανε τα λόγια
και τα πρώτα μας φιλιά
μα παρέμεινε η αγάπη
μια για πάντα στη καρδιά.
Τα σημάδια στο κορμί μου
έχουν γίνει αμυχές
που θυμίζουνε το πάθος
που μας ένωσε εχθές.
Τι κι αν πέρασε ο χρόνος
και χαθήκανε οι λέξεις
σταματήσανε τα μάτια
να μιλάνε στη ψυχή;
αν ερχόσουνα και πάλι
θα ξανάκανα αρχή.
Τι κι αν πλάκωσε χειμώνας
και τα χρόνια μας διαβήκαν
δεν σκουριάζει η αγάπη
σαν τους δείκτες στα ρολόγια
ούτε σβήνεται η φλόγα
που τη σκέπασαν τα χρόνια.
Καλοκαίρια στη καρδιά μας
μπορεί νάχουμε πολλά
φτάνει εσύ να μου θυμίζεις
πως εμένα αγαπάς.
|
|
Για σένα
Για σένα που μπήκες
κρυφά στην καρδιά μου
για σένα που πήρες
καυτά τα φιλιά μου.
Τη καρδιά θ' ασφαλίσω
και τα χείλη θα σφίξω
να μη βγει η φωνή μου
όταν φύγεις πνοή μου.
Θα κλειδώσω τη πόρτα
μοναχή μου θα κλάψω
και θα μάθω αν τώρα
θα μπορώ να ξεχάσω.
|
|
Δισταγμός
Είχα λαχτάρα και καημό
μαζί σου να μιλήσω
κι ήθελα τόσα να σου πω
τόσα να σε ρωτήσω.
Μα η τρεμούλα στη φωνή
μούκοψε τη λαλιά μου
κι όλα τα λόγια στη στιγμή
χάθηκαν άθελά μου.
Θάθελα πάνω σε χαρτί
να γράψω με μολύβι
ότι το στόμα δεν μπορεί
με λέξεις ν' απαγγείλει.
|
|
Β |
Β |
|
Β |
|