Φιλοσοφική διδασκαλία που πήρε το όνομά της από την αντίληψη ότι η φιλοσοφία δεν είναι αντικειμενική ή θεωρητική επιστήμη, αδιάφορη για την ύπαρξη του ανθρώπου που τη δημιουργεί αλλά είναι συνδεδεμένη με την πραγματική και συγκεκριμένη ύπαρξη του ανθρώπου. Ο υπαρξισμός φαίνεται σε γενικές γραμμές ως αντίδραση της φιλοσοφίας του ανθρώπου κατά της υπερβολής της φιλοσοφίας των ιδεών. Στηρίζεται πάνω στην παράδοση, η οποία ξεκίνησε από τον Σωκράτη, που αντιπαραθέτει στις κοσμογονικές φαντασιώσεις των φυσιολόγων της ιωνικής σχολής το παράγγελμα «γνώθι σαυτόν», συνεχίζεται από τον Πασκάλ, ο οποίος αντιτάχτηκε κατά των καρτεσιανών, που ασχολούνται περισσότερο με τις επιστήμες παρά με τον άνθρωπο, τη ζωή και το θάνατό του και καταλήγει με τον Κιργκεγκάρντ, ο οποίος αντιπαραθέτει στο απόλυτο Σύστημα του Ένγκελς, την απόλυτη ύπαρξη. Γενικά ο υπαρξισμός αποδοκιμάζει τους υπερβατικούς κόσμους. Η φιλοσοφία της ύπαρξης παρουσιάζεται σαν μια συγκεκριμένη σκέψη για τον άνθρωπο και την κατάστασή του.
Η υπαρξιακή φιλοσοφία.
Η φιλοσοφία της ζωής είναι συμβατικός όρος, υπό τον οποίο μπορούν να καλύπτονται πολλές και διάφορες τάσεις κατά την θεώρηση των προβλημάτων, που αφορούν άμεσα τον άνθρωπο. Έτσι ο Bergson θέτει ως αφετηρία του την μελέτη της ζωτικής δύναμης και της πολυμορφίας της ζωής, που ανέρχεται σε διάφορα επίπεδα και κορυφώνεται στην αυτοσυνειδησία και την παραδοχή των πνευματικών αξιών.
Ο υπαρξισμός στρέφεται προς το συγκεκριμένο υποκείμενο, προς τον άνθρωπο, που βρίσκεται σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, που βιώνει τις συγκεκριμένες κοινωνικές διαδικασίες της ομάδας, στην οποία ανήκει. Είμαστε πεταμένοι και ζούμε σε τούτη τη γη, με τα προβλήματα και τις δυσκολίες της επικαιρότητας, θα μας πει ο Heidegger. Η μέριμνα, που με κατατρώγει ως άνθρωπο, αποτελεί συγχρόνως και το κίνητρο της πνευματικής μου επιβίωσης. Είναι γεγονός, ότι οδεύουμε προς τον θάνατο ως οριστική λύση της ύπαρξής μας, αλλά τούτο δεν εμποδίζει τον άνθρωπο να δοκιμάσει τις δυνατότητες της ελευθερίας του και να ευρύνει τους ορίζοντές του σε μία πνευματική ενατένιση. Αυτή μπορεί να μην ανήκει σε κανένα θρησκευτικό δόγμα, αλλ’ εγκλείει την μεταφυσική της αποκάλυψης του είναι, που υπερνικά τον απελπισμό.
Μερικοί στοχαστές μεταθέτουν την αφετηρία της φιλοσοφίας του υπαρξισμού πιο πέρα από τον Heidegger, τον Jaspers και τον Kierkegaard. Ο Em. Mounier δεν θα διστάσει ν’ αναφέρει τον Σωκράτη, τους στωικούς, τον Αυγουστίνο, τον Pascal ή τον Maine de Biran. Δεν θα δυσκολευτεί ν’ αναγνωρίσει την υπαρξιακή συμβολή των Ρώσων διανοουμένων, του Soloviev, του Sestov και του Berdiaeff ή ν’ αποδεχθεί ως υπαρξιακή την θεολογική κίνηση του Karl Barth ή να χαρακτηρίσει ως υπαρξιακό τον στοχασμό του Buber, που τροφοδοτείται από την ιουδαϊκή μεταφυσική.
Αλλ’ η κλασσική άποψη είναι, ότι ο Kierkegaard τον περασμένο αιώνα αποτελεί την απαρχή του υπαρξισμού, γιατί στα ποικίλα μελετήματά του προέβαλλε τον συγκεκριμένο άνθρωπο ως ύπαρξη, που βιώνει τα μεγάλα προβλήματα, που σχετίζονται με την πνευματική του επιβίωση. Αντίθετα προς την ιδεοκρατία του Hegel, που διετύπωνε συστηματικά την απρόσωπη αντιθετική κίνηση της ιδέας σε φύση και την επάνοδό της σε πνεύμα, ο Δανός φιλόσοφος τόνιζε το συναίσθημα, υπεγράμμιζε την ανασφάλεια, την αγωνία, τον φόβο ως προϋποθέσεις της καταξίωσης του ανθρώπου στην αναζήτηση της εμπιστοσύνης και της ελπίδας στον Θεό.
Το φιλοσοφικό έργο του Kierkegaard άρχισε ν’ ασκεί την επίδρασή του κατά τον αιώνα μας στην γερμανική σκέψη. Ο Heidegger θα τονίσει την προτεραιότητα της ύπαρξης εν σχέσει προς την ουσία, θ’ αναλύσει το πεπερασμένο και το μάταιο του ανθρώπου, θ’ αναπτύξει τον αγώνα του να καταξιώσει την ελευθερία του. Ο Karl Jaspers θα επισημάνει ως οριακά σημεία του πνευματικού βίου την ενοχή, τον πόνο, τον θάνατο και τον αγώνα του ανθρώπου να υπερνικήσει τον εγκλωβισμό του σ’ αυτά.
Ο Sartre θα επηρεασθεί από την προβληματική του Heidegger και την φαινομενολογία του Husserl, αλλά θ’ ανοίξει δικό του δρόμο κατά την θεώρηση της προτεραιότητας της ύπαρξης έναντι της ουσίας. Η υπέρβαση του ανθρώπου από την μηδενική κατάσταση σημαδεύει την ελευθερία του. Ο Gabriel Marcel θα προχωρήσει σε θετική θεώρηση του ανθρώπου, της ζωής, της κοινωνίας και της μεταφυσικής. Κατ’ αυτόν, η αγωνία γίνεται αγώνας και η αποτυχία μεταμορφώνεται σ’ ελπίδα με την μέθεξη των αξιών και του απολύτου.
Επειδή κάθε άτομο έχει τη δική του ευαισθησία, γι’ αυτό και ο υπαρξισμός αναπτύχθηκε σε διάφορες φιλοσοφικές, καθεμιά από τις οποίες στηρίζεται σε ιδιαίτερο αίσθημα της πραγματικότητας: υπαρξισμός άθεος (Χάιντεγκερ, Σαρτρ), υπαρξισμός θρησκευτικός (Κίργκεγκαρντ, Γιάσπερς, Γκαμπριέλ Μαρσέλ). Επίκεντρό του είναι άλλοτε η αγωνία ή η γαλήνη του αρχαίου σοφού και άλλοτε η ελπίδα και ο σπαραγμός της χριστιανικής συνείδησης. Το θεμελιώδες χαρακτηριστικό κάθε φιλοσοφίας της ύπαρξης είναι η απόλυτη ελευθερία. Ο τύπος «η ύπαρξη προηγείται της ουσίας» σημαίνει, ότι δεν είμαστε προκαθορισμένοι πριν γεννηθούμε αλλά ότι εμείς οι ίδιοι δημιουργούμε το πεπρωμένο μας με την ελεύθερη βούλησή μας και είμαστε απόλυτα υπεύθυνοι για ό,τι κάνουμε. Άρα ο υπαρξισμός είναι πρώτα απ’ όλα ηθική φιλοσοφία που κηρύσσει την υποχρέωση της ένταξης, της συμμετοχής στην κοινωνική δράση και καταδικάζει τη θεωρητική παρατήρηση, η οποία οδηγεί στην αποχή και στην ακινητοποίηση. Από θεωρητική άποψη, ο υπαρξισμός υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος δεν είναι λογικό όν, άλλα ένα όν με σάρκα.
Για να μπορέσουμε να σκεφτούμε πρέπει να πάρουμε ως βάση της ύπαρξη, η οποία είναι το μόνο άμεσο. Με την έννοια αυτή εντάσσεται στην παράδοση μιας μαρξιστικής σκέψης, για την οποία κοινωνική μας τοποθέτηση είναι η βάση όλων των σκέψεών μας. Ο Χάιντεγκερ έκανε τη θεωρητική διερεύνηση της κοινωνικής τοποθέτησης ή την ανάλυση του «υπάρχειν» και τούτο αποτελεί την υπαρξιστική φιλοσοφία ή οντολογία.
Το φιλοσοφικό αυτό ρεύμα αναπτύχθηκε κυρίως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Κύριοι εκπρόσωποι του υπαρξισμού είναι ο Χάιντεγκερ, ο Σαρτρ, ο Μαρσέλ, ο Μερλό Ποντύ και ο Αλβέρτος Καμύ.
Χάιντεγκερ Μάρτιν.
Γερμανός φιλόσοφος, ο οποίος διορίστηκε το 1923 καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ, ενώ το 1933 έγινε πρύτανης στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουγκ. Μαθητής του Χούσερλ απομακρύνθηκε από τη φαινομενολογία εκδίδοντας: «Το είναι και ο χρόνος», το κείμενο που ξεκίνησε την υπαρξιακή παρατήρηση. Η αυθεντική ύπαρξη του ανθρώπου παρουσιάζεται σαν άνοιγμα στον κόσμο και σαν συνειδητός προγραμματισμός που ξεπερνά την καθημερινότητα. Στην βάση της αυθεντικής ύπαρξης υπάρχει για τον Χάιντεγκερ η συνειδητοποίηση της μη αποφυγής του θανάτου. Έργα του: «Εισαγωγή στην μεταφυσική», «Τι σημαίνει σκέφτομαι;».
Μαρσέλ Γκαμπριέλ.
Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας. Είναι ο κυριότερος εκπρόσωπος του χριστιανικού υπαρξισμού. Μεταστράφηκε το 1929 στον Καθολικισμό, στα δραματικά του έργα που είναι επηρεασμένα από τον Ίψεν και τον Πιραντέλλο, ερεύνησε τη μυστική ζωή της συνείδησης («Η χάρις», «Η δίψα», «Ο απεσταλμένος», «Ένας άνθρωπος του Θεού», «Η Ρώμη δεν βρίσκεται πια στη Ρώμη»). Τα βασικά φιλοσοφικά του έργα που είχαν μεγάλη απήχηση είναι: «Μεταφυσικό ημερολόγιο», «Είναι και Έχειν», «Από την άρνηση στην επίκληση», «Homo viator», «Το μυστήριο του Είναι», «Ο προβληματικός άνθρωπος», παρά το βάθος του περιεχομένου, είχαν μορφή ανοιχτή και λογοτεχνικά προσιτή. Η ύπαρξη για τον Μαρσέλ είναι ουσιαστικά ένα δώρο, ένα μυστήριο που μπορεί να κατανοηθεί μόνο με την αγάπη και την πίστη. Στην διάσταση του «είναι» ο Μαρσέλ αντιπαραθέτει εκείνη του «έχειν», χαρακτηριστική του ανθρώπου που είναι περιορισμένος από τις κοινωνικές τεχνικές και παραγωγικές διαδικασίες και έγκλειστος στο ανεξήγητο.
Σαρτρ Ζαν Πολ.
Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας. Σπούδασε φιλοσοφία και δίδαξε σε λύκειο. Έγινε παγκόσμια γνωστός μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και από το 1946 διεύθυνε τη μηνιαία επιθεώρηση «Σύγχρονοι Καιροί». Οι φιλοσοφικές ιδέες του Σαρτρ διαμορφώθηκαν από την επίδραση της φαινομενολογίας του Χουρσσέλ και την ανάλυση της ύπαρξης του Χάιντεγκερ. Το πρώτο του έργο είναι: «Η ναυτία», ακολουθεί «Το είναι και το μηδέν», στο οποίο εκθέτει τις αρχές της υπαρξιστικής φιλοσοφίας. Η θεωρία του Σαρτρ δέχεται ότι η ύπαρξη εκμηδενίζεται στην υπάρχουσα πραγματικότητα και εκβάλλεται σ’ αυτή. Προσπαθεί να θεμελιώσει μια φιλοσοφία της ελευθερίας του ανθρώπου, με κέντρο την υπευθυνότητα και πιστεύει ότι ο άνθρωπος επειδή δεν μπορεί να είναι Θεός είναι καταδικασμένος να ζει στην αποτυχία. Ο Σαρτρ κράτησε κριτική θέση απέναντι και στον μαρξισμό του οποίου ορισμένες πλευρές τις δέχεται ενώ άλλες τις απορρίπτει. Το 1964 του αποδόθηκε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, το οποίο όμως αρνήθηκε. Ανάμεσα στα έργα του διακρίνουμε τα: «Ο τοίχος», «Η ναυτία», «Βρώμικα χέρια», «Η φαντασία», «Τι είναι η λογοτεχνία», «Καταστάσεις».
Sartre: Αναζήτηση ελευθερίας.
Ο θόρυβος γύρω από το όνομα του Sartre, τα σχόλια και οι κρίσεις γύρω από το βραβείο που δεν δέχθηκε, τα βιβλία, τα άρθρα και οι επιφυλλίδες, που συνεχώς γράφονται, αποτελούν πάντοτε αφορμή να μελετάμε το έργο του, να σταθμίζουμε τις ιδέες του, να παρακολουθούμε την ανέλιξή του στοχασμού του, να διαπιστώνουμε τον αγώνα, την αγωνία του κι έτσι να μπορούμε να αξιολογήσουμε την συμβολή του στα γράμματα, στην φιλοσοφία, στον πολιτισμό.
Ο Sartre έχει ανεπτυγμένη την αίσθηση του ωραίου. Δεν είναι όμως ρομαντικός. Δεν μιλάει ούτε θαυμάζει την φύση. Σκέφτεται τους ανθρώπους και τα προβλήματά τους. Με μεγάλη ικανότητα πλάθει μύθους, δημιουργεί πλοκή. Μ’ επιδεξιότητα υφαίνει το ενδιαφέρον, προκαλεί την συμπάθεια ή την αηδία, κεντρίζει την περιέργεια ή προξενεί την αγανάκτηση.
Με την πάροδο του χρόνου ο φιλόσοφος παραχωρεί έδαφος στο λογοτέχνη, στον πολιτικό στοχαστή, στον φιλολογικό κριτικό. Ο συγγραφέας, ανήσυχος καθώς είναι, δοκιμάζει νέα εκφραστικά μέσα και αναζητεί καινούργιους τρόπους, που θα υπομνηματίσουν τους στοχασμούς, θ’ αναλύσουν τις σκέψεις, θα ενσαρκώσουν, θα υλοποιήσουν και θα δραματοποιήσουν τις συγκινήσεις. Έτσι ο Sartre σ’ όλο του το έργο μένει ένας και αδιαίρετος, αγωνίζεται να τοποθετήσει το σκεπτόμενο εγώ μέσα στον φυσικό κόσμο και στην κοινωνική πραγματικότητα.
Η πρωτοτυπία του πιο πολύ φωλιάζει στη διαρκή αναζήτηση της πρωτοτυπίας, στην επανατοποθέτηση γνωστών φιλοσοφικών θέσεων, στην θαρραλέα παρουσίαση θεμάτων που φλέγουν, στην δυνατή και ανάγλυφη δραματοποίηση καταστάσεων που συγκλονίζουν, στην εναγώνια θήρευση μιας λυτρωτικής αρχής, που να πηγάζει από τα πράγματα και να μην έρχεται έξω από αυτά.
Μέσα από την δομή του στοχασμού του αναδύεται πολυδύναμη η άρνηση, αλλά δεν παρέχει χώρο για θετική θεώρηση των προβλημάτων. Το συναπάντημά του με τον μαρξισμό είναι επιφανειακό, δεν είναι προέκταση της φιλοσοφίας του. Ο πυρήνας του στοχασμού του αναδύεται από την αστική εγωπάθεια, από τον άνθρωπο που κολυμπάει στα αγαθά του, αλλά δεν θυσιάζει τις ανοησίες και την ματαιότητα των ανέσεων, που στο βάθος δεν τον ικανοποιούν. Αντίθετα, ο μαρξισμός ως θεωρία εκφράζει την απρόσωπη κίνηση της ιστορίας, που ενέχει κοινωνική αναγκαιότητα και δεν προϋποθέτει την καλή ή κακή θέληση του αστού. Έτσι τα δύο αυτά φιλοσοφικά συστήματα αντιφάσκουν, δεν συντίθενται. Η ουσία του μαρξισμού καταλύει την ουσία του σαρτρισμού, που είναι καθαρά και αθεράπευτα εγωκεντρική.
Αλλ’ ο μεγάλος γάλλος φιλόσοφος με την γοητεία του ύφους του, με τις δοκιμές και αμφιταλαντεύσεις, με τις αμφιβολίες και διαμαρτυρίες του για τις κοινωνίες που υποκρίνονται, που κατασκευάζουν μία ηθική, για να εξυπηρετεί τους ισχυρούς, ασκεί μεγάλη επίδραση στον σύγχρονο στοχασμό. Τα βιβλία του διαβάζονται με απληστία και σχολιάζονται με σοβαρότητα. Ο Sartre γκρεμίζει πολλά είδωλα, αλλά δεν νομίζω πως μπορεί να βάλει τίποτε στην θέση τους. Αφήνει τον άνθρωπο στη μέση του δρόμου, ανυπεράσπιστο, γυμνό και μόνο. Διότι, αν οι αξίες είναι ψεύτικες ή σχετικές και αν η αναζήτηση της ελευθερίας είναι απόλυτη, δεν υπάρχει ελπίδα να άρει την μεταξύ τους αντίφαση. Η προσφυγή σε άλλα φιλοσοφικά συστήματα δηλώνει την ανεπάρκεια του υπάρχοντος.
Καμύ Άλμπερτ.
Γάλλος συγγραφέας, γιος αγρότη που τιμήθηκε το 1957 με το βραβείο Νόμπελ. Σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Αλγερίας και όταν επέστρεψε στη Γαλλία ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και κυρίως με τον παράνομο τύπο. Το έργο του τοποθετείται αρχικά στο χώρο του υπαρξισμού και εκθέτει την αδυναμία του ανθρώπου να κατανοήσει το σκοπό της ύπαρξής του σ’ έναν κόσμο που κυριαρχείται από άλογες δυνάμεις. Γι’ αυτό το λόγο και προτείνει την επανάσταση του ανθρώπου απέναντι στο παράλογο του κόσμου. Το άτομο μπορεί να βγει από αυτήν την κατάσταση μοναξιάς και απελπισίας στην οποία βρίσκεται, μέσα από την εξέγερση, που έχει ως σκοπό να σώσει τις πνευματικές αξίες της ανθρωπότητας. Έργα του: «Ο Ξένος», «Η πανούκλα», «Η Πτώση», «Οι Δίκαιοι», «Ο άνθρωπος σε εξέγερση».
Αντίφαση και ουσία στον Albert Camus.
Ο Albert Camus, λογοτέχνης και στοχαστής της γενεάς που τράφηκε και μεγάλωσε στον μεσοπόλεμο, έδωσε συγγραφικό έργο ρωμαλέο, αγωνιστικό, με διάθεση δημιουργίας ενός κόσμου καλύτερου, μέσα στον οποίο ο άνθρωπος βρίσκει την θέση του και πραγματώνει τις καλύτερες εφέσεις του.
Η απάντηση στην επαναστατικότητα είναι η συμπάθεια, η αγάπη, η δικαιοσύνη, η τιμιότητα. Ο ίδιος στον πρόλογο του «L’ Envers et l’ endroit» καυχάται, γιατί ως νέος ήταν φτωχός και οικονομικά δυστυχής. Κι αν αργότερα απόκτησε περιουσία από την συγγραφική του δραστηριότητα και επιτυχία, ποτέ δεν συγκινήθηκε από την αστική ζωή. Πάντα αισθανόταν τον εαυτό του συμπαραστάτη και αρωγό των αδύνατων και των καταφρονημένων.
Τούτη η αγωνιστική αναζήτηση δεν έπαιρνε την μορφή απλής συγγραφικής απασχόλησης, αλλ’ έβρισκε λύση στον πολιτικό στίβο, που αποτελούσε κίνητρο πραγμάτωσης του εαυτού του. Γι’ αυτό τον βλέπουμε στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια κύριο αρθρογράφο της εφημερίδας «Combat». Εκεί με ειλικρίνεια και αντικειμενική μαχητικότητα θέτει προβλήματα πολιτικής ουσίας. Αλλά πολύ γρήγορα η ελπίδα του μεταμορφώνεται σε απογοήτευση, γιατί βρίσκει πως η πολιτική στην χώρα του είναι απολιθωμένη, σχηματική, με κύριο μόρφωμα την σκοπιμότητα και το συμφέρον.
Ο Camus είναι ευαίσθητος δέκτης των τραγικών παραληρημάτων της ανθρώπινης ψυχής. Ο άνθρωπος, επιζητώντας την προσωπική ευδαιμονία του, διαπιστώνει ότι γίνεται σκοπευτής ενός δονκιχωτικού στόχου και κραυγάζει από απελπισία. Θα’ θελε να ευτυχήσει μέσα στον αδιάφορο τούτο κόσμο, χωρίς να μεταθέτει το περιεχόμενο της ευτυχίας στον χώρο της φαντασίας ή της μεταθανάτιας ζωής. Ο Camus αγωνίζεται να συλλάβει ένα γήινο ευδαιμονισμό στερημένο από την ελπίδα της αιωνιότητας.
Ο Camus ξεκινάει άθεος και συνεχίζει μαχητής της ουσίας του χριστιανισμού, της αγάπης. Ο χριστιανός ξεκινάει από την γαλήνη της πίστης και αποθέτει τις αποσκευές στην μέση του δρόμου. «Καλόν εστιν ημάς ώδε είναι». Αντίφαση και στις δύο περιπτώσεις.
Ο Albert Camus δεν διατύπωσε πρωτότυπες ιδέες ούτε παρουσίασε καινούργιο φιλοσοφικό σύστημα. Η άρνηση νοήματος στον κόσμο είναι τόσο παλιά, όσο και ο Θεόδωρος ο Άθεος, που σκανδαλιζόταν για την ύπαρξη του κακού στον κόσμο ή ο Πρωταγόρας που αναρωτιόταν για την δυνατότητα ύπαρξης θεών. Η υπαρξιακή δομή του στοχασμού του τον φέρνει κάπως κοντά στην αγωνία του Kierkegaard ή στον απαισιόδοξο μηδενισμό του Sartre, αλλ’ ο ίδιος αρνιόταν πως ήταν υπαρξιστής.
Ο γάλλος στοχαστής κυριάρχησε στην νεότητα, γιατί αναζήτησε με γνησιότητα καινούργιους τρόπους ζωής. Έγινε μεγάλος, γιατί έδειξε ανάγλυφο τον άνθρωπο του κενού και της απόγνωσης, γιατί παρουσίασε μέσα από την εμπειρία και τα βιώματα της ζωής τον αυτοχειριασμό της ψυχής, που αρνείται τις πνευματικές αξίες. Πήρε το βραβείο Νόμπελ, γιατί ανανέωσε τη λογοτεχνία αναλύοντας την γνησιότητα των αντιφάσεων στη ζωή. Ο Camus άφησε όνομα, γιατί πάνω απ’ όλα ήταν αγωνιστής. Ο Camus ήξερε να μάχεται για τις αλήθειες, που ανακάλυπτε ύστερα από σκληρό εσωτερικό αγώνα, για τους ανθρώπους που δυστυχούσαν και υπέφεραν.
Ο γάλλος στοχαστής τελικά έδειξε πως «υπάρχουν πιο πολλά πράγματα στους ανθρώπους που μπορείς να θαυμάσεις, παρά να περιφρονήσεις» και πως «ο άνθρωπος είναι άξιος για μεγάλες πράξεις». «αυτό που μ’ ενδιαφέρει είναι πως μπορεί να γίνει κανείς άγιος». Φαίνεται πως ο Camus μέσα από την αντίφασή του έδωσε την καλύτερη μαρτυρία για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.
Μερλό - Ποντύ Μορίς.
Γάλλος φιλόσοφος εκπρόσωπος της γαλλικής φαινομενολογικής σχολής. Υπήρξε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Λυών, της Σορβόννης και στο Κολέγιο της Γαλλίας. Ήταν συνεργάτης του Ζαν Πολ Σαρτρ, διαφοροποιήθηκε όμως απ’ αυτόν στη θεώρηση του υπαρξισμού και του διαλεκτικού υλισμού. Μελετητής της «αντίληψης» ως πρωταρχικής στιγμής της σύστασης της συνείδησης και του εξωτερικού κόσμου. Έργα του: «Φαινομενολογία της αντίληψης», «Ουρανισμός και τρόμος».
Gabriel Marcel: ο στοχαστής της οδοιπορίας.
Ο Gabriel Marcel είναι μία από τις μεγάλες μορφές της μεταφυσικής φιλοσοφίας του αιώνα μας. Τον ονόμασαν υπαρξιακό φιλόσοφο και γι’ αρκετό χρονικό διάστημα είχε αποδεχθεί τον όρο. Αργότερα όμως άλλαξε γνώμη και προτίμησε τον χαρακτηρισμό του νεοσωκρατικού, μολονότι αφετηρία της φιλοσοφίας του είναι η ύπαρξη.
Ο Γάλλος διανοούμενος αντιπαρέρχεται το cogitare του Descartes και προσδίδει νέα προοπτική στην πορεία του γαλλικού στοχασμού. Το κύριο στοιχείο εντός μου, ή μάλλον το μοναδικό, δεν είναι η νοούσα ουσία μου. Το ότι σκέπτομαι είναι γεγονός αναμφισβήτητο, αλλ’ η σκέψη μου δεν ταυτίζεται με την ύπαρξή μου.
Ο Marcel απομακρύνεται από όλους τους απολογητές της μεταφυσικής, οι οποίοι προσπαθούν να δείξουν την ταυτότητα του νοείν προς το είναι. Ενώ ο ίδιος συμπαθεί την ιδεοκρατία, ενώ ο ίδιος έχει δεχθεί απόψεις και επιχειρήματα από την φιλοσοφία του Πλάτωνος, του Royce ή του Bradley, απορρίπτει την απολογητική του Είναι. Οι αποδείξεις της ύπαρξης του Θεού επιστρέφουν στην κεφαλή εκείνων οι οποίοι τις στοχάστηκαν, γράφει ο ίδιος στο «Μεταφυσικό ημερολόγιο».
Ο Γάλλος στοχαστής αντιτίθεται προς οιανδήποτε ιδεοκρατική ερμηνεία, που απολήγει σε απρόσωπη γενίκευση. Ο άνθρωπος είναι ύπαρξη συγκεκριμένη και με την βούλησή του καταφάσκει στο Είναι. «Η πίστη είναι ένδειξη πραγμάτων ού βλεπομένων». Προσφέρει φως, αλλά μετά την αποδοχή της. Μέσα στο νόημά της περικλείει την θέληση του να σταθούμε και να αποδεχθούμε. Γι’ αυτό η «πιστότης» αποτελεί ουσιώδη παράγοντα της πίστης ως μέθεξης. Πιστότητα σημαίνει υπόσχεση. Ο Marcel επαναλαμβάνει ένα λόγο του Nietzsche, ότι ο άνθρωπος είναι το μόνο όν, το οποίο υπόσχεται. Με την πιστότητα υποσχόμαστε, αλλά και τηρούμε το περιεχόμενο της υπόσχεσης.
Κατά τον Γάλλο φιλόσοφο, η πίστη δεν μπορεί να είναι αρνητική, διότι εκπίπτει στο επίπεδο της γνώμης. Με την γνώμη ισχυριζόμαστε ότι κάτι είναι αληθές, χωρίς να καθιστούμε πάντοτε πειστική την επιχειρηματολογία μας. Η πίστη δεν είναι γνώμη ούτε υποθετικός λόγος. Είναι αναφορά στην πραγματικότητα του Θεού. Αλλ’ η πίστη υποβαθμίζεται, όταν προσπαθούμε να μετατρέψουμε τον Θεό σε αντικείμενο νοητικής διαδικασίας. Η πίστη, κατά τον Marcel, δεν είναι λογική αφαίρεση, αλλά προσωπική μέθεξη του Είναι.
Όμως τέτοια σχέση δεν οδηγεί στον άκρο υποκειμενισμό (solipsisme). Ο Γάλλος φιλόσοφος υπογραμμίζει την ατομικότητα, αλλά δεν δέχεται την αυθαιρεσία του υποκειμένου. Η μεταφυσική του Marcel αναζητεί τους όρους της λειτουργικότητας της μέθεξης. Κάθε επικοινωνία δεν είναι μέθεξη, ούτε το άτομο μπορεί να περιοριστεί στον εαυτό του. Η διαδικασία της μέθεξης αποβαίνει έγκυρη, όταν το περιεχόμενό της καθορίζεται από την διαβεβαίωση της θεϊκής πατρότητας. «Το πνεύμα θέτει τον Θεό ως θέτοντα».
Το εγώ αδυνατεί να συλλάβει το αληθινό νόημά του χωρίς το Συ και το συ. Ο άλλος δεν είναι τρίτον τι, δεν είναι αντικείμενο επικοινωνίας με λόγους και μηνύματα. Η αγάπη δίνει βάθος στις σχέσεις των ανθρώπων. Με την αγάπη αρνείσαι τον εαυτό σου ως εγώ, το οποίο επιδιώκει το έχειν. Η «πόζα», ο εγωισμός, η αλλοτρίωση είναι νοσηρά φαινόμενα, τα οποία υπογραμμίζουν την απουσία της αγάπης.
Ο Gabriel Marcel είναι μεγάλος, διότι είχε το θάρρος να αντιμετωπίσει την προβληματική των πνευματικών αξιών σε μία εποχή, που σημειώνει τον θάνατο του Θεού. Ο Marcel με θάρρος και πρωτοτυπία αρχίζει την πορεία του πνεύματος από την υλική παρουσία του σώματος.
Φιλόσοφος της αμεσότητας, αλλά και της βαθύτερης εμπειρίας του ανθρώπου δεν χάνει την επαφή του με το παρελθόν. Χωρίς να είναι δούλος της παράδοσης, δεν περιφρονεί την παράδοση. Χωρίς να αγνοεί την ιστορία, δεν παραδίδεται στον ιστορικισμό. Κατ’ αυτόν, μία είναι η θεμελιώδης ανάγκη του ανθρώπου. Ο προσανατολισμός του προς το Είναι. Η condition humaine σκιαγραφεί την ανεπάρκεια του έχειν. Αντίθετα, η διαλεκτική του Είναι καθορίζει την προβληματική της ελευθερίας, η οποία αναζητεί τους όρους της αληθινής πορείας. Ο άνθρωπος επιδιώκοντας να ανεύρει τις κατηγορίες της μέθεξης διαμορφώνει το αυθεντικό πρόσωπο της ελευθερίας του, η οποία εκφράζεται με υπεύθυνες πράξεις. «Αν οι πράξεις μας δεν εκφράζουν εμάς τους ίδιους, είναι οι χειρότεροί μας εχθροί». Εν τοιαύτη εννοία ο άνθρωπος εγκαταλείπει την αγελαία συνείδηση και προχωρεί στον προβληματισμό του συ, που στελεχώνεται στην αγάπη ως θυσία και εκφράζεται ως μετάβαση από το εγώ στο εμείς. Εντεύθεν η κοινότητα δεν είναι συνάθροιση, αλλ’ απαρχή της γνήσιας διαλεκτικής με το Είναι.
Ο πλατωνισμός του Gabriel Marcel.
Η φιλοσοφία του Πλάτωνος έχει υφή μεταφυσική με πρόθεση να συλλάβει την πραγματικότητα, που κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα και βρίσκεται πέρα από τα υλικά αντικείμενα. Μεταφυσική ψυχή έχει και ο Marcel. Από τις πρώτες γραμμές, που χαράσσει στο «Μεταφυσικό Ημερολόγιο», δείχνει την αγωνία του γι’ αυτό που υπέρκειται, για τις σταθερές δυνατότητες προσπέλασης του Είναι. Για τον Γάλλο διανοούμενο, η φιλοσοφία είναι στην δομή της μεταφυσική. Αν δεν φιλοσοφήσουμε για την «απαίτηση του Είναι», δεν λέμε τίποτε. Ο άνθρωπος γίνεται άνθρωπος, όταν αναμετρά την ψυχή του, όταν ανακαλύπτει τις δομές, που την καταξιώνουν. Τούτο ο Πλάτων θα ονόμαζε «ομοίωσιν θεώ» (Θεαίτ. 176b). O Marcel θα το έλεγε διαθεσιμότητα, εμπιστοσύνη και ελπίδα. Και οι δύο συμφωνούν στην αναγκαιότητα του Είναι. Διαφωνούν, όταν ο Marcel θέτει ως προϋπόθεση της πίστης το μυστήριο, ενώ ο Πλάτων θέλει να άρει από το Είναι το μυστήριο. Ο ένας ξεκινάει από την πίστη, ο άλλος αφορμάται από την λογική. Ο Marcel θέλει την πίστη σαν ένα πήδημα προς το Είναι. Ο Πλάτων θεωρεί το πήδημα αυτό ως ενόραση του Είναι, ως κορύφωση και επέκταση της γνώσης.
Οι διαφορές αυτές δεν απομακρύνουν τον Marcel από τον Πλάτωνα, αλλ’ υποβάλλουν την ιδέα, ότι ο πλατωνισμός του γάλλου φιλοσόφου είναι αυτόνομος. Δεν είναι μόνο άμεση ή έμμεση μίμηση, αλλά και επανάληψη των ιδίων πνευματικών φαινομένων. Ο Marcel δεν είναι στοχαστής που εύκολα μιμείται. Ξέρει να πορεύεται και μόνος του. δε στέκει μόνο σ’ ένα φιλόσοφο, αλλά προβληματίζεται σε πολλούς. Ο Αυγουστίνος, ο Pascal, ο Bradley,ο Royce ή ο Bergson ήσαν τα αγαπήματά του. Πιο πάνω ίσως στέκει ο Bach, γιατί η μεγάλη μουσική βάθυνε πολύ την εμπειρία του. Τούτο θυμίζει το «μουσικήν ποίει» του Πλάτωνος και την αλληγορία του κύκνου, που, όταν πεθαίνει, λέει το μελωδικότερο τραγούδι του.
Η μουσική, για τον Γάλλο φιλόσοφο, αποτελεί ουσιώδη δυνατότητα μέθεξης με το υπερβατικό. Η μελωδία της πιο μεγάλης, της «πιο υψηλής μουσικής» προσφέρει το βαθύ βίωμα, που μεταπλάθει τον πόνο σε στοχασμό, την αγωνία ή το δισταγμό σε σκηνική παρουσία, τον κίνδυνο ή τον θάνατο σε απόδραση από την καθημερινότητα και αναζήτηση του βαθύτερου Είναι. Η μουσική δένεται με την φιλοσοφία και η φιλοσοφία υπομνηματίζει την διαλεκτική του υπερβατικού.
Έτσι η μουσική, και για τους δύο φιλόσοφους, δεν είναι απλή τέρψη ή κοινή ευχαρίστηση, αλλά δυνατότητα ενατένισης του Είναι. Και οι δύο στοχαστές παρά τις διαφορές στην φιλοσοφία τους συνδέονται με «εκλεκτική συγγένεια». Ο Marcel φέρει στο έργο του την σφραγίδα του πλατωνισμού όχι τόσο με παραπομπές σε διαλόγους και χωρία, όσο με την βίωσή του μέσα στην πλατωνική ατμόσφαιρα, αφού η μέθεξη του Είναι αποτελεί την κύρια φιλοσοφική του ενασχόληση. «Με αυτή την έννοια ο πλατωνισμός είναι η ουσία της φιλοσοφίας».
Η θεωρία του Bergson.
Ο Henri Bergson (1859-1941) βιώνει τα φιλοσοφικά προβλήματα με πολλή πρωτοτυπία. Φυσικά, βρίσκεται μέσα στην παράδοση του πνευματικού ρεύματος στην Γαλλία, που περνάει από τον Maine de Biran, τον Ravaisson, τον Lachelier, τον Fouille, τον Boutroux. Ο Guyau (Jean-Marie 1854-1888) αφήνει επάνω του τα ίχνη της φιλοσοφίας της ζωής και ο Herbert Spencer του ξεδιπλώνει τους καινούργιους ορίζοντες με την αισιόδοξη εξελικτική θεωρία του για τον άνθρωπο, την κοινωνία και τον πολιτισμό, που αποτελούσε προέκταση των παρατηρήσεων και ερευνών του Δαρβίνου.
Η ζωτική ορμή (elan vital) εκδηλώνεται ως κίνηση, αλλά δεν ταυτίζεται μαζί της ως απλή μεταβλητότητα. Μετατίθεται σε επάλληλα επίπεδα. Διαφοροποιείται σε φυσικά φαινόμενα, σε φυσιολογικά, σε ψυχολογικά, σε κοινωνικά. Η συνείδηση αποτελεί την κορύφωση της ζωής και από αυτήν αντλεί το περιεχόμενο, τον δυναμισμό και την προβληματική της.
Ο Bergson δεν είναι περιφρονητής της επιστήμης, όπως υπέθεταν αρκετοί επικριτές του, αλλ’ υπογραμμίζει την ανεπάρκεια της επιστήμης, όταν πάμε να γενικεύσουμε τον μεθοδολογικό χαρακτήρα της σ’ όλες τις περιοχές του επιστητού. Η επιστήμη αναζητεί την ακρίβεια στον ποσοτικό καθορισμό και δέχεται την σταθερότητα του νόμου κατά την επαναληπτικότητα των ομοίων φαινομένων. Αλλά τούτο δεν επιτρέπει την υπερβολή του επιστημονισμού. Η επιστήμη δεν μπορεί να λύσει όλα τα προβλήματα του ανθρώπου.
Κατά τον Γάλλο φιλόσοφο, η πλάνη βρίσκεται στην χωροποίηση του χρόνου. Ο άνθρωπος μοιάζει να επαναλαμβάνει τα σοφίσματα του Ζήνωνα του Ελεάτη με τα πολύ γνωστά επιχειρήματα του Αχιλλέα και της χελώνας ή του βέλους, που, ενώ έχει εκτοξευθεί, φαίνεται ότι κινείται. Ο άνθρωπος μερίζει τον χρόνο, όπως κάνει με τον χώρο.
Το εγώ εκφράζεται στο παρόν. Το «παρόν είναι αυτή η υλικότητα της ύπαρξής μας». Η συγκεκριμένη και παρούσα στιγμή μιας ψυχική διαδικασίας δεν είναι αποκεκομμένη από το παρελθόν ούτε από το μέλλον. Η συνειρμική ψυχολογία θεωρεί τις παραστάσεις, που συγκροτούνται στην συνείδηση, ότι έχουν αυτοτέλεια και ότι συνδέονται μεταξύ των καθ’ ορισμένους νόμους, όπως είναι αυτός της ομοιότητας.
Η αντίληψη δεν είναι απλή μηχανική λειτουργία ή μάλλον ως μηχανική λειτουργία εκφράζει την αντίστοιχη διεργασία της μνήμης, που υπηρετεί την συνήθεια. Αντίθετα η γνησιότητα της αντίληψης προϋποθέτει το σκεπτόμενο εγώ, την λειτουργικότητα της συνείδησης, την στροφή της προσοχής στο συγκεκριμένο αντικείμενο. Εντεύθεν η ουσιαστική μνήμη αποτελεί δυναμική λειτουργία της συνείδησης, που οδηγεί σε δυνατότητες εκλογής. Η συνείδηση τείνει στην πράξη. Η πράξη σχετίζεται με την ζωή.
Δεν δέχεται τον ανθρωπομορφισμό, αρνείται ένα Θεό που δρα και σκέπτεται «καθ’ ομοίωσιν» του ανθρώπου. Η ίδια η ζωτική ορμή αποκαλύπτει τις δυνατότητες της θεότητας. Η ζωή ξεδιπλώνεται με άπειρους τρόπους, διαθέτει μεγίστη ποικιλία προσαρμογής και μετασταθμεύσεων. Εκφράζεται σε διάφορα επίπεδα, που διακρίνονται για την ποιοτική τους διαφοροποίηση. Έτσι το φυσιολογικό συναντάται με το ψυχικό φαινόμενο, αλλά δεν αποτελεί ούτε τον απλό παραλληλισμό του ούτε την σταθερή αιτία του. Η διάνοια πάλι υπερβαίνει τους μηχανισμούς των εξηρτημένων αντανακλαστικών και η ελευθερία είναι έκφραση όλου του προσώπου και όχι μόνο της νόησης.
Ο Bergson κινείται συνεχώς σε μία διπολικότητα σώματος και ψυχής, ενστίκτου και ενόρασης, πραγματικού και νοητού, μηχανικής και αληθινής μνήμης, ύλης και ζωής, ανοικτής και κλειστής ηθικής, στατικής και δυναμικής θρησκείας, παράδοσης και ουσιαστικής ανέλιξης του πολιτισμού.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
1) Εγκυκλοπαίδεια Υδρόγειος.
2) Εγκυκλοπαίδεια Τομή.
3) Αβρ. Ελευθεροπούλου, Φιλοσοφία ή κοσμοθεωρία. Αθήναι, «Παπαζήσης», 1950.
4) Κ. Δ. Γεωργούλη, Αι Σύγχρονοι φιλοσοφικαί κατευθύνσεις, Αθήναι 1954.
5) Γεωργίου Α. Μποζώνη, Σύγχρονες φιλοσοφικές θεωρίες. Αθήνα 1993.
6) Soren Kierkegaard, Johannes Climacus or, De omnibus dubitandum est and a Sermon. Translated, with an assessment, by T. H. Croxall, London, Adam and Charles Black, 1958.
7) Ludwing Wittgenstein, Philosophical Investigations, transl. by G. E. M. Anscombe, Oxford, Blackwell, 1968 (reprinted).
8) Γρηγ. Φιλ. Κωσταρά, Soren Kierkegaard, ο φιλόσοφος της εσωτερικότητος, Αθήναι 1990, 264 σελ.
9) Γρηγ. Φιλ. Κωσταρά, Η διαλεκτική του Κίρκεγκωρ ως επανάληψις της σωκρατικής μαιευτικής, Αθήναι 1971, 228 σελ.
10) Νησιώτης, Υπαρξισμός και Χριστιανική πίστις, Αθήναι 1969.
11) Γρηγ. Φιλ. Κωσταρά, Η πολιτιστική πορεία, τόμ. Ι, Αθήναι 1965, σελ. 128.
12) Kostaras, Gr. Ph.: Der Begriff des Lebens bei Plotin, Hamburg 1969, 147 Seiten.