Για το πρώτο τμήμα της περιόδου της εικονομαχίας και ιδιαίτερα για την εικονοκλαστική πολιτική των αυτοκρατόρων που στράφηκε με την πάροδο του χρόνου εναντίον του μοναχισμού, βασικές πηγές είναι τα χρονικά του πατριάρχη Νικηφόρου και του Θεοφάνη του Ομολογητή. Και οι δύο χρονογράφοι εξιστορούν την εικονομαχία απ’ τη σκοπιά των εικονοφίλων. Ιδιαίτερα έντονη είναι η τάση αυτή στο έργο του Θεοφάνη.
Όπως οι παραπάνω βυζαντινοί χρονογράφοι, έτσι και τα αγιολογικά έργα της εποχής αυτής εκπροσωπούν τη γραμμή των εικονοφίλων, και μάλιστα συχνά με μεγαλύτερη έμφαση. Τα κείμενα αυτά είναι αφιερωμένα στους μάρτυρες της εικονομαχίας, γι’ αυτό και έχουν φυσικά χαρακτήρα πανηγυρικό. Ωστόσο αρκετά απ’ αυτά έχουν μεγάλη αξία σαν πηγές που συμπληρώνουν τις λιγοστές ειδήσεις των καθαρά ιστορικών έργων. Ιδιαίτερη ιστορική αξία έχει ο βίος του Στεφάνου του Νέου (+767), που στηρίζεται σε παλαιότερες διηγήσεις του Στεφάνου, διακόνου της Αγίας Σοφίας, γράφτηκε το 808 και αποτελεί τη σπουδαιότερη και αρχαιότερη εξιστόρηση των εικονοκλαστικών διωγμών του Κωνσταντίνου Ε΄ (Migne, P.G. 100, 1069-1186). Τα μειονεκτήματα που χαρακτηρίζουν συνήθως το φιλολογικό αυτό είδος αντισταθμίζονται στην περίπτωση αυτή απ’ την αφθονία των ιστορικών λεπτομερειών.
Επίσης μεγάλη σημασία για την Αντιμοναχική στροφή της εικονομαχίας έχουν τα Πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας. (Mansi 12, 959 εξ και 13, 1 εξ). Δεν διασώθηκε στην αρχική του μορφή κανένα απολύτως έργο των εικονομάχων, γιατί η έβδομη οικουμενική Σύνοδος του 787 αποφάσισε την καταστροφή των εικονοκλαστικών συγγραμμάτων, ενώ παρόμοια απόφαση ίσως έλαβε και η σύνοδος του 843. Διασώθηκαν όμως πολυάριθμα αποσπάσματα στα έργα των εικονοφίλων, που τα καταχώρισαν για να τα αναιρέσουν. Τους Όρους της πρώτης συνόδου των εικονομάχων του 754 μπορούμε να ανασυντάξουμε από τα Πρακτικά της συνόδου της Νίκαιας, ενώ τους Όρους της δεύτερης συνόδου των εικονομάχων του 815 καθώς και τους δύο λόγους του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ε΄, που έχουν μεγάλη θεολογική και ιστορική αξία, από τα αποσπάσματα που χρησιμοποίησε ο πατριάρχης Νικηφόρος.
Η Ιστορία Σύντομος του Πατριάρχη Νικηφόρου (πατριάρχευσε το 806-815, πέθανε το 829) είναι σημαντική, γιατί, μεταφέροντας τις ίδιες (άγνωστες σε μας) πηγές, αποτελεί μία απ’ τις δύο συνεχείς ιστορίες του έβδομου και όγδοου αιώνα (αν και ο Νικηφόρος καλύπτει μόνο την περίοδο 602-769).
Το Breviarium του Νικηφόρου βασίζεται πιθανόν κατά τη γνώμη του K.Krumbacher σε σωζόμενα ερανίσματα εγχειριδίων εκκλησιαστικής χροιάς ή και πολιτικότερου ενδιαφέροντος. Στις «εκλογές» του Μεγάλου Χρονογράφου φαίνεται ότι σώθηκαν μερικά πενιχρά λείψανα απ’ την πηγή που χρησιμοποίησε ο Νικηφόρος.
Το Breviarium του Νικηφόρου, όπως και όλες οι χρονογραφίες (εκλαϊκευμένες ιστορίες ή επίτομα εγχειρίδια «παγκόσμιας» ιστορίας), χαρακτηρίζεται από μια συνειδητή προσπάθεια να δικαιώσει το χριστιανισμό. Κύριος στόχος των χρονογράφων ήταν να πείσουν τους αναγνώστες τους για το θεόπνευστο της ορθόδοξης πίστης που αποκαλύφθηκε στη ζωή αυτή με τη δημιουργία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (γεγονός που αποδεικνύεται αναντίρρητα απ’ την πορεία της παγκόσμιας ιστορίας). Έτσι άσκησαν σημαντική πολιτική επίδραση τόσο στους Βυζαντινούς όσο και στους λαούς που ήρθαν σ’ επαφή με την ορθόδοξη εκκλησία.
Στο Μεσαιωνικό κόσμο, όπου αποκλειστικά μονολιθικά θρησκευτικά συστήματα κυριαρχούσαν στην κοινωνία, η πολιτική καταστροφή κατά κανόνα διέγειρε τη θρησκευτική ερμηνεία και λογικοποίηση, όπως ήδη έχει καταστεί προφανής. Στους παγανιστικούς χρόνους η πολιτική ήττα δεν συνεπάγονταν απαραιτήτως μια έκλειψη των θρησκευτικών αξιών και συστημάτων του καταβεβλημένου, και έτσι για παράδειγμα ο ελληνικός παγανισμός δεν καταστράφηκε απ’ τη Ρωμαϊκή κατάκτηση. Αλλά η Χριστιανοσύνη συναισθανόταν την αποκλειστική της «αλήθειας» και τη μοναδική φύση της. Η πολιτική ήττα της Χριστιανοσύνης απαιτούσε απαραιτήτως μια θρησκευτική εξήγηση, έτσι η πολιτική νίκη του Βυζαντινού κράτους φαινόταν να σημαίνει την «αλήθεια» του Χριστιανισμού.
Η συγγραφική δράση του Νικηφόρου πέφτει στην αρχή του 8ου αιώνα. Αν και δεν είναι σύγχρονος προς όλα τα γεγονότα που εξιστορεί και ιδιαίτερα προς τους εικονοκλαστικούς διωγμούς του Κωνσταντίνου του Ε΄, εντούτοις οι πληροφορίες του διασταυρούμενες και με τις πληροφορίες του Θεοφάνη (9ος αιώνας), αποδεικνύονται εν μέρει αξιόπιστες γιατί αν και στάθηκε εχθρός της εικονομαχίας δεν είναι τόσο επιθετικός και δε χρησιμοποιεί αδέξια επιχειρήματα σαν εκείνα που αφθονούν στο χρονικό του Θεοφάνη.
Απ’ την άλλη μεριά ο Θεοφάνης εξιστορεί τα της βασιλείας του Κωνσταντίνου Ε΄ με ιδιαίτερη εμπάθεια, επηρεασμένος από θεολογικές αντιλήψεις και συναισθηματικές παρορμήσεις περισσότερο απ’ ότι ο Νικηφόρος που τα εξιστορεί με μετριοπάθεια. Σύμφωνα με το Θεοφάνη η αντιμοναχική στροφή του Κωνσταντίνου Ε΄ υπήρξε ανήλεη. Τα μοναστήρια μετατραπήκανε σε οπλαποθήκες και σε τόπους συγκέντρωσης των στρατιωτών. Ο Κωνσταντίνος ο Ε΄ έστειλε στα ασιατικά θέματα τους πιστούς του στρατηγούς: το Μιχαήλ Μελισσηνό στο θέμα των Ανατολικών, το Μιχαήλ Λαχανοδράκοντα στο θέμα της Θράκης και τέλος το Μανή στο θέμα των Βουκελλαρίων, με την εντολή να πάρουν τα πιο ριζικά μέτρα εναντίον στην «καταραμένη ράτσα» των καλογέρων. Και με γραφικό τρόπο ιστορεί τα μέτρα που πήρε ο Λαχανοδράκων. Ο στρατηγός αυτός μάζεψε όλους τους καλόγερους και τις καλόγριες που βρίσκονταν στο θέμα του στην πρωτεύουσα, την Έφεσσο, και αφού τους συγκέντρωσε όλους μαζί στην πεδιάδα τους δήλωσε: «ο μέν βουλόμενος τω βασιλεί πειθαρχείν και ημίν ενδυσάσθω στολήν λευκήν και λάβέτω γυναίκα τη ώρα ταύτη (=τώρα), οι δε τούτο μη ποιούντες τυφλούμενοι εις Κύπρον εξορισθήσονται».
Εξάλλου για να προλάβει κάθε μελλοντική απόπειρα που θα είχε σκοπό να δημιουργηθούν στο θέμα του καινούργιες καλογερικές αδελφότητες δεν αρκέστηκε μόνο να δημεύσει τις μοναστηριακές περιουσίες, αλλά «έπρασε πάντα τα μοναστήρια ανδρείά τε και γυναικεία και πάντα τα ιερά σκεύη και βιβλία και κτήνη και όσα ήν εις υπόστασιν αυτών, και τας τούτων τιμάς εισεκόμισε τω βασιλεί όσα δε εύρε μοναχικά και πατερικά βιβλία πυρί κατέκαυσεν» = «πούλησε όλα τα μοναστήρια (τα έβγαλε στο σφυρί) ανδρικά και γυναικεία, και όλα τα ιερά σκεύη και τα βιβλία και τα κτήνη και όλα τα υποστατικά τους, και την τιμή τους (όσα εισέπραξε) τα πήγε στο βασιλιά. Όσα επίσης βιβλία μοναχικά και πατερικά βρήκε τα έκαψε στη φωτιά.
Κι αν κάπου ανακάλυπτε να έχει κάποιος στη φύλαξή του λείψανα αγίου κι αυτό το έριχνε στη φωτιά και τον κάτοχό του τον τιμωρούσε ως ασεβή. Τελικά δεν άφησε σ’ όλο το θέμα του ούτε έναν άνθρωπο με το σχήμα του μοναχού.
Το παραπάνω απόσπασμα δείχνει ανάγλυφα πόσο δύσκολη είναι η ιστορική έρευνα η σχετική με την περίοδο της εικονομαχίας, που το πάθος κρύβει την αλήθεια. Ο Lombard και άλλοι ιστορικοί βρίσκουν υπερβολικά στο σύνολό τους τα παράπονα των εικονολατρών. Ίσως μια ακόμη ένδειξη γι’ αυτό είναι και το ότι τα παρατσούκλια Κοπρώνυμος και Καβαλλίνος που δόθηκαν στον Κωνσταντίνο Ε΄ του τα κόλλησαν οι καλόγεροι.
Η καταφυγή στη βία, κατά τη βασιλεία του Κωνσταντίνου του Ε΄, για ν’ αναγκάσουν τους μοναχούς της Θράκης να παντρευτούν, δεν ήταν παρά μια επανάληψη των όσων έγιναν στην Κωνσταντινούπολη. Ο Θεοφάνης παραδίδει: όταν οι διώξεις των μοναχών βρίσκονταν στο κορύφωμά τους, το 765, ο αυτοκράτορας οργάνωσε ένα σπάνιο θέαμα στον Ιππόδρομο: έβαλε να παρελάσουν μοναχοί και μοναχές δύο - δύο. Οι μοναχοί υποχρεώθηκαν να διασχίσουν την πίστα κρατώντας ο καθένας τους ένα γύναιο απ’ το χέρι. Οι θεατές τους χλεύαζαν και τους έβριζαν. Και όταν ο αυτοκράτορας κατάγγειλε φωναχτά πως η καταραμένη γενιά των μοναχών δεν τον άφηνε να βρει καμιά ησυχία, το κοινό απάντησε: «μα δεν υπάρχει πια στην πόλη ίχνος απ’ αυτή τη βρωμογενιά».
Εκτός απ’ τις πληροφορίες που μας παρέχει ο Θεοφάνης σχετικά με τις διώξεις των μοναχών απ’ τον Κωνσταντίνο Ε΄, υπάρχει μια είδηση που περιέχεται στο βίο του Στεφάνου του Νεωτέρου και είναι περίεργη για το ότι, σύμφωνα μ’ αυτή, ο Κων/νος γιόρταζε και απαγορευμένα απ’ την Πενθέκτη, Βρουμάλια, γιορτή του Διονύσου. Επίσης απ’ τον παρά Θεοφάνει διάλογο προς τον πατριάρχη, φαίνεται ότι για τη Θεοτόκο σκέπτονταν ελεύθερα ο Κωνσταντίνος, κατά τον τόπο του Νεστορίου. Βέβαια αυτή η στάση του Κωνσταντίνου είναι πολύ τολμηρή για την εποχή του και παρ’ όλες τις διαβεβαιώσεις των χρονογράφων, μας αφήνει σοβαρούς ενδοιασμούς για την αλήθεια της. Και κατά τη γνώμη του Κ. Άμαντου «είναι ζήτημα αν πρέπει να πιστέψουμε όλα όσα λέγονται περί μαρτυρίων απ’ το Θεοφάνη, το Νικηφόρο και άλλους συγγραφείς (Ζωναράς). Ένα μαρτύριο είναι βέβαιο, του Στεφάνου του νέου».
Ο Νικηφόρος επίσης εκτός απ’ το Breviarium, μιλά και στην «τρίτην αντίρρησιν» κατά της πολιτικής του Κωνσταντίνου με εμπάθεια κάπως μεγαλύτερη απ’ τη συνηθισμένη: «οικητήρια τα μοναστήρια πεποίηκεν, ιπποστάσια δε και κοπρώντας τας εκκλησίας του Θεού κατεστήσατο, ών τα περιττώματα και εφ’ ημών αυτών διήρκεσαν επιχρονίσαντα (!), έστι δε ά και χρυσίου απέδοτο σε μνεία και βοώσι μέγα τα επώνυμα Φλώρου και Καλλιστράτου μοναστήρια».
Επίσης ο Ζωναράς που είναι αρκετά μεταγενέστερος γράφει: «Χιλιάδας ορθοδόξων πολλάς ανελών και μάλιστα μοναχών και τα τούτων ασκητήρια τα μέν πυρός θέμενος παρανάλωμα, τα δε καθελών».
Γενικά αν το πορτραίτο του Κωνσταντίνου Ε΄ που ζωγραφίστηκε απ’ τους συγχρόνους του είναι αληθινό (πράγμα που επιδέχεται αρκετές αμφιβολίες), ήταν ένας εφάμιλλα «επιτυχημένος» ηγεμόνας σαν και τον Νέρωνα. Δεν ήταν μόνο «άθεος» και σαδιστής, αλλά επίσης διέτρεξε όλη την κλίμακα της σεξουαλικής παρεκτροπής. Τουλάχιστον, όλες αυτές οι ελλείψεις, αποδόθηκαν σ’ αυτόν απ’ τους παροργισμένους ή πικραμένους μοναχούς - χρονογράφους (και στην ανατολή και δύση φαίνονται να κατέχουν μια αξιοπρόσεχτη γνώση των σεξουαλικών αδυναμιών του ανθρώπου), ο οποίος εξαιτίας των εικονοκλαστικών «συμπαθειών» του προς αυτούς φάνταζε ο ίδιος ο διάβολος.
Τελικά, μπορούμε εύκολα να καταλήξουμε στο συμπέρασμα, ότι οι εικονολάτρες συγγραφείς, και ιδιαίτερα ο Θεοφάνης και ο Νικηφόρος είναι βαθιά εμποτισμένοι από δογματικές εμπάθειες και συναισθηματικούς δεσμούς, που εμποδίζουν την αμερόληπτη και αφανάτιστη παρουσίαση της δράσεως σπουδαίου ηγεμόνα, παρά τη διαβεβαίωση του κυριότερου χρονογράφου ότι θα εκθέσει τα γεγονότα «φιλαλήθως... ως εφορώντος του παντεπόπτου Θεού». Ωστόσο ασήμαντες εκ πρώτης όψεως λεπτομέρειες αποκαλύπτουν την ανταπόκριση που βρήκε μέσα στη λαϊκή ψυχή η πολεμική δράση του ηγεμόνα, ο οποίος αγωνίστηκε να περιφρουρήσει το κράτος και μάλιστα στον Βαλκανικό χώρο.
Ο Romilly Jenkins μετριάζοντας κάπως την αμερόληπτη εξιστόρηση της βασιλείας του Κωνσταντίνου Ε΄ απ’ τους χρονογράφους διατείνεται ότι «η έσχατη μανία της μοναχικής εναντίωσης, στην οποία οι μεταγενέστεροι είναι υποχρεωμένοι για τη μοναδική σχεδόν πληροφορία που είναι σχετική με την εσωτερική διοίκηση του Λέοντα Γ΄, δεν μπορεί να αποδώσει σ’ αυτόν την αγριότητα της καταδίωξης την οποία προκαλεί -φοβόμαστε, με υπερβολική δικαιολογία- ο περισσότερο λαμπρός αλλά λιγότερο σταθερός γιος του Κωνσταντίνος Ε΄».
Οπωσδήποτε η παρατήρηση αυτή του Jenkins υπογραμμίζει μια αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά, ταυτόχρονα, δεν αίρει απολύτως τις προκατειλημμένες θέσεις του Θεοφάνη και του Νικηφόρου για τον Κωνσταντίνο.
Πάντως, απ’ τις κατηγορίες για διωγμούς ίσως πρέπει να πιστέψουμε τα λεγόμενα κατά την έβδομη Σύνοδο περί φυλακίσεων, εξοριών, τυφλώσεων, ρινοτομήσεων.
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι η έρευνα, όσον αφορά την αξιοπιστία την πηγών αυτής της εποχής, αν και έχει προχωρήσει αρκετά στη διαλεύκανση των σκοτεινών σημείων και στην ερμηνεία που προέρχεται μετά απ’ το συσχετισμό των πηγών μεταξύ τους, εντούτοις έχει να επιδείξει ποικιλία διιστάμενων απόψεων. Αυτό, απ’ τη μία μεριά καταδείχνει την πολυπλοκότητα στο πλέγμα των σχέσεων, ανάμεσα στις δύο παρατάξεις (εικονομάχους - εικονολάτρες) και απ’ την άλλη επισημαίνει πόσο πιο ξεκαθαρισμένα θα ήταν για μας σήμερα τα πράγματα, αν διασώζονταν ως την εποχή μας αυτούσιες πηγές και απ’ την πλευρά των εικονομάχων. Τότε θα επέρχονταν μια πιο θεμελιωμένη εκτίμηση της αντιμοναχικής στροφής της εικονομαχίας και γενικά της εικονοκλαστικής πολιτικής των Ισαύρων.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
1) Hesseling, Essai sur la civilization Byzantin, Paris 1967 (ελλην. μεταφρ. υπό Σ. Κ. Σακελλαροπούλου, Αθήναι 1914).
2) Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια.
3) H. Gelzer, Επίτομος Βυζαντινή Ιστορία, ελλην. μετάφρ. Τ. Σωτηριάδου, εν Αθήναις 1900.
4) G. Ostrogorsky, Geschichte des byzantinischen Staates, Munchen 1963. (ελλην. μετάφρ. Ιωάννης Παναγόπουλος, Αθήνα 1978).
5) Cambridge Medieval History, τ.4: The Byzantine Empire, Part II: Government Church and Civilization, Cambridge 1966-1967 (ελλην. μετάφρ. Αθήνα 1979).
6) Κ. Krumbacher, Geschichte der byzantinischen Litteratur von Justinian bis zum Ende des ostromischen Reiches (537-1453). Munchen 1897, (ελλην. μετάφρ. Γ. Σωτηριάδου 1897 ανατ. Αθήνα 1947).
7) Vryonis, The Decline of Medieval Hellenism in Asia Minor, London 1971.
8) M. Levtchenko, Ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ελλην. μετάφρ. Γιάν. Βιστάκης, εκδόσεις «Πολικός» α.τ. κ΄ χρ.
9) Θεοφάνης,
10) Κ. Άμαντος, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους (395-1204), τ. 1-2, Αθήναι 1935-1957 (ανατ. 1977).
11) A. Lombard, Constantin V’ empereur des Romaines, Paris 1935.
12) Migne, P.G.,
13) J. Hearsey, City of Constantine, London 1963.
14) Ζωναράς, Χρονογραφία, ΧV, 8, σελ.17.
15) Ι.Ε.Ε.(Ιστορία του Ελληνικού Έθνους), τ.Η’ , Αθήνα 1979, σελ. 31 κ.ε.
16) R. Jenkins, Byzantium: The imperial Centuries (ad 610-1071), London 1966.
Αμαλία Κ. Ηλιάδη