Η λέξη Μυστήριο στην αρχαία Ελλάδα σήμαινε το απόρρητο, το μυστικό, το άρρητο μέρος μιας τελετής ή λατρείας οι οποίες δεν γίνονταν φανερές σε άτομα που δεν είχαν μυηθεί.
Όπως φαίνεται και ετυμολογικά η λέξη παράγεται από το ρήμα “Μυείν” δηλαδή κλείνω και αναφέρεται κυρίως στα μάτια και στα χείλη.
Εκείνοι που μυούνται στα μυστήρια του υπερβατικού, απαγορεύεται να τα ανακοινώσουν σε άλλους μη μυημένους, πρέπει να κλείνουν το στόμα τους.
Τα αρχαία Μυστήρια ήταν ίσως η ανώτερη πνευματική κληρονομιά στην αρχαία Ελλάδα. Ήταν κυρίως κρυφές λατρείες, όπου έπρεπε πρώτα κανείς να μυηθεί, κοινώς να εισαχθεί.
Ο οπαδός αυτής της λατρείας ονομαζόταν Μύστης και το πρόσωπο που τον εισήγαγε σ’ αυτή Μυσταγωγός.
Κάθε μυστηριακή κοινότητα είχε τα κοινά γεύματα, τους κοινούς χορούς και τις ιεροτελεστίες, όπου άνθρωποι που έσμιγαν στον ίδιο χορό, που συμμετείχαν στα ίδια δρώμενα ένιωθαν για πάντα ενωμένοι.
Στην εσωτερική έννοιά τους παρουσίαζαν τις αιώνιες αλήθειες είτε ήταν φυσικές, είτε ήταν πνευματικές που διατηρήθηκαν στο πέρασμα χιλιάδων ετών.
Από τα λίγα που γνωρίζουμε για αυτά φαίνεται ότι παρουσίαζαν αλληγορικές αναπαραστάσεις που συμβολίζουν τα πεπρωμένα των ψυχών μετά θάνατον, το νόμο και την ενότητα που συνδέουν όλα τα όντα. Επίσης ήταν τελετουργίες για την ευκαρπία της γης, για την πολυπόθητη βροχή.
Και υπήρχαν πάντα τοπικά μυστήρια, αλλά και Μυστήρια που απόκτησαν πανελλήνια εμβέλεια όπως τα Ελευσίνια, τα Ορφικά, τα Κρητικά και τα Καβείρια.
Ελευσίνια Μυστήρια.
Τα Ελευσίνια Μυστήρια περιστρέφονταν γύρω από μια θεότητα, η οποία πολύ νωρίς, πρώτη ίσως από όλους τους άλλους θεούς, προσείλκυσε την προσοχή του ανθρώπου.
Μολονότι οι περισσότεροι από τους αρχαίους λαούς φαντάζονταν τους θεούς τους να κατοικούν στον ουρανό, η θεότητα της γης είναι πολύ παλαιότερη.
Αποκαλούμενη στην αρχαία Γαία, με το πέρασμα των αιώνων, απέκτησε το όνομα Δήμητρα, το οποίο πιθανότατα σημαίνει «Γη μήτηρ».
Η λατρεία της Δήμητρας, με καθαρά αγροτικό χαρακτήρα, συνδεδεμένη με τον κύκλο των εργασιών από τη σπορά ως τη συγκομιδή, είχε ευρύτατη διάδοση σε όλο τον ελληνισμό από τον μικρασιατικό έως τον ιταλιωτικό χώρο.
Έχοντας ως αφετηρία τις εύφορες πεδιάδες της νότιας Θεσσαλίας, εξαπλώθηκε σε όλη την Ελλάδα.
Τα Θεσμοφόρια, τα Σκίρα, τα Αλώα, είναι μερικές από τις μεγάλες γιορτές που διοργανώνονταν στον ελλαδικό χώρο προς τιμήν της θεάς της γονιμότητας.
Όμως η λαμπρότερη γιορτή προς τιμή της Δήμητρας γινόταν στην Ελευσίνα, στο περίφημο ιερό, όπου τελούνταν τα πιο σημαντικά μυστήρια της αρχαιότητας, στα οποία η Δήμητρα λατρευόταν ως πανίσχυρη, χθόνια και γονιμική θεά.
Οι μυστικές αυτές τελετές φαίνεται ότι ήταν μέρος της λατρείας των Προελλήνων κατοίκων της Αιγαιίδας, των Πελασγών, των οποίων η θρησκεία περιστρεφόταν γύρω από τη γη, τις χθόνιες θεότητές της, το μυστήριο της ζωής και του θανάτου και της μετά θάνατον ζωής.
Έπειτα από την Κάθοδο των ελληνικών φύλων, των Αχαιών και των Ιώνων, οι οποίοι λάτρευαν τους ουράνιους θεούς, οι Πελασγοί ζήτησαν να προστατέψουν τις θρησκευτικές παραδόσεις και τη λατρεία τους από τη βεβήλωση των αλλόθρησκων κατακτητών και γι’ αυτό χρησιμοποίησαν το σκότος της νύχτας.
Τη μη ελληνικότητα των μυστηρίων μαρτυρούν και λέξεις μη ελληνικές, όπως παιξ, κογξ, βαυβώ (η μητρική κοιλιά), ευοί σαβοί (προσφωνήσεις προς τον Διόνυσο).
Τα μυστήρια, λοιπόν, της Ελευσίνας είναι η θρησκεία των κατακτηθέντων, Πελασγών, οι τελετές της οποίας, εξαιτίας του φόβου των επιδρομέων γίνονταν σε μυστικές συναθροίσεις.
Αν και αρχικά η θρησκεία των προελληνικών φύλων υπέστη τους διωγμούς των κατακτητών, με το πέρασμα του χρόνου οι θρησκευτικές τελετές και δοξασίες κατακτητών και κατακτημένων αφομοιώθηκαν.
Πριν από την Κάθοδο των ελληνικών φύλων, τα Ελευσίνια Μυστήρια υπάγονταν στη δικαιοδοσία των προελληνικών βασιλικών οίκων της περιοχής.
Γύρω στον 7ο αιώνα π.Χ. εξερράγησαν μακροχρόνιοι πόλεμοι μεταξύ Αθηναίων και Ελευσίνιων, κατά τη διάρκεια των οποίων έπεσαν ο στρατηγός των Ελευσινίων, Ιμάραδος και ο βασιλιάς των Αθηναίων, Ερεχθεύς.
Τελικά οι Ελευσίνιοι ηττήθηκαν, η βασιλεία τους καταλύθηκε και η Ελευσίνα έγινε ένας από τους Δήμους της Αττικής.
Οι Αθηναίοι ανέλαβαν τη διοίκηση και την εποπτεία των Μυστηρίων, όμως η Ελευσίνα παρέμεινε η κύρια κοιτίδα τους, ενώ τα ιερατικά αξιώματα και η ευθύνη για τη διοργάνωση των τελετών έμεινε στα χέρια των βασιλικών γενών των Ελευσινίων, των Ευμολπιδών, στους οποίους ανήκε πάντα ο ανώτατος λειτουργός, ο ιεροφάντης και των Κηρύκων, από τους οποίους προερχόταν ο δαδούχος.
Ο Μύθος.
Αντιπροσωπεύοντας τις δυνατότητες της αγροτικής θρησκείας στην επίτευξη της γενικότερης ανθρώπινης ευτυχίας, τα Ελευσίνια μυστήρια είχαν σαφή εσχατολογική διδασκαλία. Σύμφωνα με τον λεγόμενο ομηρικό ύμνο στη Δήμητρα, ο οποίος είναι ερμηνευτικός της γενικότερης λατρείας της θεάς, στην Ελευσίνα, γνωρίζουμε ότι εκτός από τη Δήμητρα πρωταγωνιστική μορφή των μυστηρίων, ήταν η Κόρη, η Περσεφόνη, αντιπροσωπεύοντας το κατεξοχήν πνεύμα της βλάστησης που εξαφανίζεται από την επιφάνεια της γης και επανέρχεται σ’ αυτήν ύστερα από καθορισμένη χρονικά παραμονή της στον Κάτω Κόσμο.
Όπως εξιστορεί ο ομηρικός ύμνος, η Περσεφόνη, η κόρη της Δήμητρας, έπαιζε, μαζεύοντας λουλούδια στους κάμπους της Ελευσίνας, με τις Ωκεανίδες νύμφες, τις κόρες του Ωκεανού.
Εκεί την απήγαγε ο Άδης-Πλούτων, ο θεός-βασιλιάς του Κάτω Κόσμου, και τη μετέφερε στο βασίλειο των νεκρών, όπου την έκανε βασίλισσά του.
Τρελή από τη λύπη για την εξαφάνιση της κόρης της, η Δήμητρα περιπλανιόταν για εννιά μέρες και τη δέκατη έμαθε -από τη θεά Εκάτη και τον θεό Ήλιο- ότι η κόρη της είχε απαχθεί από τον Άδη-Πλούτωνα με τη συγκατάθεση του Δία.
Πικραμένη και εξοργισμένη, μεταμορφώθηκε σε φτωχή, γριά ζητιάνα και αποσύρθηκε στην Ελευσίνα, όπου βρήκε φιλοξενία στο αρχοντικό του βασιλικού ζεύγους, του Κελεού και της Μετάνειρας.
Κατά την παραμονή της, στην Ελευσίνα, η Δήμητρα, του μικρού γιου του Κελεού, τον οποίο αποπειράθηκε να καταστήσει αθάνατο, τρέφοντάς τον με αμβροσία και βάζοντάς τον κρυφά τη νύχτα σε φωτιά, προκειμένου να καταστρέψει τις θνητές σάρκες του.
Το έργο, όμως, της αθανασίας του Δημοφώντα ματαιώθηκε, όταν η μητέρα του ανακάλυψε έντρομη τις ενέργειες της γηραιάς παραμάνας, οπότε η Δήμητρα φανερώθηκε στην αληθινή της υπόσταση.
Παρέμεινε ωστόσο θλιμμένη για την εξαφάνιση της κόρης της και μαζί της η γη άκαρπη, μέχρις ότου ο Δίας, σε μια προσπάθεια συμβιβασμού της κατάστασης, καθόρισε η Περσεφόνη να μένει στον Κάτω Κόσμο το 1/3 του χρόνου και τα υπόλοιπα 2/3 να τα περνάει με τη μητέρα της.
Εξευμενισμένη, τότε η Δήμητρα και προτού επιστρέψει στον Όλυμπο, βαθιά ευγνώμων στους Ελευσίνιους για τη φιλοξενία τους, δίδαξε στους τέσσερις βασιλείς τους, τον Τριπτόλεμο, τον Διοκλή, τον Εύμολπο και τον Κελεό, τα μυστήρια της λατρείας της, για τα οποία αξίωσε απόλυτη μυστικότητα, υποσχόμενη αιώνια ευημερία στην πόλη.
Τα Μυστήρια στους Αθηναίους.
Η μεγάλη αίγλη των Ελευσινίων Μυστηρίων συμπίπτει με την ανάληψη της επιμέλειάς τους από τους Αθηναίους.
Οι μυστηριακές θρησκευτικές τελετουργίες προς τιμήν της Δήμητρας και της Κόρης της, έλαβαν λαμπρή μορφή την περίοδο της τυραννίας των Πεισιστρατιδών, οι οποίοι φιλοδοξούσαν έτσι να εξωραΐσουν και να νομιμοποιήσουν την εξουσία τους, αλλά στο απόγειο της ακμής τους έφθασαν κατά τη χρυσή εποχή της αθηναϊκής δημοκρατίας, τον 5ο αιώνα π.Χ.
Οι Αθηναίοι περιέβαλαν τότε τα μυστήρια με εξαιρετική λαμπρότητα, αφενός για πολιτικούς λόγους και συγκεκριμένα για την ηθική τόνωση της ηγεμονίας τους και αφετέρου για οικονομικούς σκοπούς, σχετικούς με την εισροή χρήματος στην πόλη από τις πολυπληθείς αφίξεις των ξένων που έφθαναν για να παρακολουθήσουν τις τελετές.
Ψήφισμα των Αθηναίων της περιόδου του Περικλή καθορίζει υπέρ του ιερού της Ελευσίνας ποσοστά από τους Αθηναίους γαιοκτήμονες, τους συμμάχους και τους κληρούχους και καλεί όλους τους Έλληνες σε καταβολή δωρεών, με αντάλλαγμα την ελεύθερη πρόσοδο στα μυστήρια.
Από τότε, σε αντίθεση με άλλες μυστηριακές θρησκευτικές τελετές, οι οποίες περιορίζονταν στα μέλη μιας οικογένειας, ενός γένους ή μιας φατρίας, τα Ελευσίνια μυστήρια ήταν ανοιχτά σε όλους τους Έλληνες, ακόμη και σε δούλους, εάν μιλούσαν την ελληνική γλώσσα και στη συνέχεια στους Ρωμαίους, ενώ από την εποχή των Περσικών πολέμων, όταν οι Πέρσες εσύλησαν και κατέκαψαν όλα τα ιερά των Αθηνών, αποκλείονταν οι βάρβαροι.
Αποκλείονταν επίσης οι διαπράξαντες εγκλήματα και διάφορες ιερόσυλες πράξεις, όσο υψηλό αξίωμα και αν είχαν, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον αυτοκράτορα Νέρωνα, στον οποίο δεν επετράπη η συμμετοχή.
Από την εποχή της προσάρτησης της Ελευσίνας στην Αθήνα, τα Ελευσίνια Μυστήρια ήταν διττά.
Υπήρχαν τα Μικρά Μυστήρια, τα οποία τελούνταν στην Αθήνα, στο προάστιο Άγρα, κατά τον μήνα Ανθεστηριώνα (Φεβρουάριο), και τα Μεγάλα, τα κυρίως Ελευσίνια Μυστήρια, που τελούνταν στην Ελευσίνα, από τη δεκάτη πέμπτη ως την εικοστή τρίτη μέρα του μήνα Βοηδρομιώνα (από το τέλος Σεπτεμβρίου ως τις αρχές Οκτωβρίου), την εποχή δηλαδή της σποράς και κάθε τέταρτο έτος περιελάμβαναν μια εξαιρετικά λαμπρή εορτή που λεγόταν πεντετηρίς.
Τα Μεγάλα Μυστήρια.
Οι προπαρασκευές για τα Μεγάλα Μυστήρια διαρκούσαν εννέα ημέρες, οι οποίες συμβολίζουν τις πρώτες εννέα ημέρες των περιπλανήσεων της Δήμητρας.
Αρκετό καιρό πριν από την τελετή των Μυστηρίων, οι Αθηναίοι έστελναν σε όλη την Ελλάδα κήρυκες που ανήκαν στα δύο ιερατικά γένη, των Ευμολπιδών και των Κηρύκων, οι οποίοι εκόμιζαν, σπουδές, δίμηνη δηλαδή εκεχειρία, εάν η Αθήνα βρισκόταν σε πόλεμο με άλλες ελληνικές πόλεις. Οι ξένοι που συνέρρεαν ήταν πολυπληθείς και έτσι τα Ελευσίνια Μυστήρια αποτέλεσαν πανελλήνια εορτή.
Τη 14η Βοηδρομιώνος, οι ιερείς και οι ιέρειες της θεάς στην Ελευσίνα έβγαζαν από το ιερό της τα μυστικά ιερά, τα οποία φυλάσσονταν σε μια κίστη, ένα καλάθι πλεκτό από κλαδιά ιτιάς ή λυγαριάς, εντελώς καλυμμένα και αθέατα και, γι’ αυτό τον λόγο, αγνοούμε μέχρι σήμερα τι αντικείμενα περιείχε η κίστη.
Μετά τις προκαταρκτικές θυσίες, τα ιερά φέρονταν, διαμέσου της Ιεράς Οδού, σε πομπή προς την Αθήνα, όπου για την προϋπάντησή τους κατέβαινε όλη η πόλη, οι αρχές, οι ιερείς, ο λαός, συνοδεύοντάς τα μέχρι το εν άστει ιερό των Ελευσινίων θεοτήτων, στη νοτιοδυτική πλευρά της Ακρόπολης.
Τη 15η Βοηδρομιώνος, ο άρχων βασιλεύς, ο οποίος είχε την ανώτατη επιμέλεια και εποπτεία, των μυστηρίων, καλούσε τον λαό σε πανηγυρική συγκέντρωση στην Αγορά, στην Ποικίλη Στοά, όπου γινόταν η πρόρρησις, η επίσημη προκήρυξη, με την οποία καλούνταν να μετάσχουν στις ιερές εκδηλώσεις, όλοι, εκτός εκείνων που είχαν διαπράξει κάποιο σοβαρό έγκλημα.
Τη 16η Βοηδρομιώνος, οι μύστες κατέβαιναν να λουστούν στη θάλασσα του Φαλήρου ή του Πειραιά.
Ήταν το μέγα καθαρτήριο βάπτισμα πριν από τη συμμετοχή τους στις ιερές τελετές, ενώ τη 17η Βοηδρομιώνος τελούνταν στο Ιερό της θεάς, στην Αθήνα, μεγάλη θυσία και την επόμενη μέρα γίνονταν τα Επιδαύρια ή Ασκληπιεία, προς τιμήν του θεού Ασκληπιού, ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, είχε μυηθεί στα Μυστήρια.
Τη 19η Βοηδρομιώνος, οι αρμόδιοι ιερείς παρελάμβαναν από το εν άστει ιερό, τα ιερά αντικείμενα και στη συνέχεια, σε πομπή, ακολουθούμενοι από πολυάριθμο πλήθος, μετέβαιναν στο Ιακχείο, στο Δίπυλο, όπου παρελάμβαναν το ξόανο του Ίακχου, προστάτη θεού της πόλης, και αυστηρώς αθηναϊκής θεότητας και στη συνέχεια, όλη η πομπή, αφού εξερχόταν από την Ιερά Πύλη, κατευθυνόταν προς την Ελευσίνα διαμέσου της Ιεράς Οδού.
Πολύ αργά, το βράδυ, η πομπή έφθανε στην Ελευσίνα, όπου στην αρχή του Θριασίου Πεδίου οι Κροκωνίδες, απόγονοι του πανάρχαιου βασιλιά Κρόκωνος, ασκώντας προνόμιό τους που χάνεται στα βάθη των αιώνων, έδεναν με νήμα το δεξί χέρι με το αριστερό πόδι κάθε μύστη, πράξη αποτρεπτική για οποιοδήποτε κακό.
Λίγο πιο κάτω, στη γέφυρα του ελευσίνιου ποταμού Κηφισού, οι πιστοί αντάλλασσαν μεταξύ τους αισχρολογίες και άσεμνα αστεία, σε απομίμηση των πρόστυχων πειραγμάτων της Ιάμβης, υπηρέτριας στο αρχοντικό του Κελεού, η οποία κατόρθωσε να προκαλέσει το γέλιο στη θλιμμένη Δήμητρα, ένα έθιμο οργιαστικού χαρακτήρα που ανάγεται στο αρχαιότερο στρώμα της λατρείας της θεάς.
Άλυτο το μυστήριο των τελετών.
Μετά την πανηγυρική άφιξη της πομπής στην πόλη, οι μύστες αναπαύονταν όλη την υπόλοιπη νύχτα και την ημέρα που ακολουθούσε, για να λάβουν μέρος στις μυστικές τελετές, την αρχή της νύκτας της 21ης Βοηδρομιώνος.
Οδηγούμενοι από τον ιεροφάντη και τον δαδούχο, οι μύστες εισέρχονταν στο Τελεστήριο, όπου ξεκινούσαν οι τελετές.
Το περιεχόμενο των τελετών παραμένει πάντως ως τις μέρες μας άλυτο μυστήριο, καθώς από τους συμμετέχοντες τηρούνταν απόλυτη μυστικότητα και η πολιτεία επέβαλλε σ’ αυτούς που την παραβίαζαν την ποινή του θανάτου.
Συγκεκριμένα, ο Διαγόρας ο Μήλιος, ο οποίος διακωμώδησε τα μυστήρια, επικηρύχθηκε από τους Αθηναίους για δύο τάλαντα για τη σύλληψή του και για ένα τάλαντο για τον θάνατό του.
Ο Αλκιβιάδης, κατηγορούμενος για παρωδία των μυστηρίων, καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο, ο τραγικός ποιητής Αισχύλος, κατηγορούμενος ότι σε τραγωδίες αποκάλυψε κάποια από τα απόρρητα, κινδύνευσε μεν αλλά απαλλάχθηκε, ο ρήτορας Ανδοκίδης μόλις διέφυγε την ποινή του θανάτου και ο Πλάτωνας μιλούσε για τα μυστήρια με μεγάλη επιφύλαξη.
Οι πενιχρές μαρτυρίες για το περιεχόμενο των τελετών προέρχονται κυρίως από χριστιανούς συγγραφείς, οπότε δεν θα πρέπει να θεωρηθούν απόλυτα έγκυρες και αξιόπιστες, δεδομένης της προκατάληψης και της εχθρότητας, με την οποία αντιμετώπιζαν οι Χριστιανοί τις ειδωλολατρικές τελετές των εθνικών.
Από τις ελάχιστες πάντως μαρτυρίες που μπορούν να θεωρηθούν αξιόπιστες και από παραστάσεις έργων τέχνης, το σύνολο των νεώτερων ερευνητών έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα τεκταινόμενα στα Ελευσίνια Μυστήρια ήταν δρώμενα, τα οποία αναπαριστούσαν με δραματικό τρόπο τον μύθο της Δήμητρας και της Κόρης.
Μια πιθανή αναπαράσταση της τελετής μπορεί να περιγραφεί ως εξής:
Ο ιεροφάντης, υποδυόμενος τον Πλούτωνα, άρπαζε την ιέρεια της Δήμητρας, που υποδυόταν την Κόρη και παρά τη θέλησή της, την οδηγούσε στον Άδη, όπου τελούνταν ο ιερός γάμος τους.
Ακολουθούσαν οι περιπλανήσεις της τραγικής μητέρας, η δεξίωση του Κελεού, η άνοδος της Κόρης από τον Άδη, με τη συνοδεία του Ερμή, τον οποίο υποδυόταν ο ιερός κήρυξ των Μυστηρίων, η συνάντηση μητέρας και κόρης μέσα σε άπλετο φως από τις δάδες που θα κράδαιναν οι μύστες και τέλος η αποδημία του Τριπτόλεμου, στον οποίο η Δήμητρα ανέθεσε την ιερή αποστολή να διδάξει στους ανθρώπους τον τρόπο καλλιέργειας της γης.
Εναλλαγή φωτός και σκότους.
Το ερώτημα που έχει απασχολήσει τους περισσότερους μελετητές των Μυστηρίων είναι που ακριβώς τελούνταν αυτές οι δραματικές παραστάσεις.
Ο Φουκάρ, στηριζόμενος σε διάφορες μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων, κυρίως τον Αριστοφάνη, πιστεύει ότι κατά τη διάρκεια της τελετής υπήρχε έντονη εναλλαγή σκότους και φωτός. Φαντάζεται το δάπεδο διαιρεμένο σε πολλά τμήματα, καθοριζόμενα από τους κίονες, με το καθένα από αυτά να αναπαριστά ένα τμήμα του Άδη. Έτσι, στον κάτω όροφο, οι μύστες έβλεπαν τον σκοτεινό και ζοφερό Άδη, με τα βάσανα και τις δοκιμασίες των ανθρώπων που δεν είχαν μυηθεί στα Μυστήρια, ενώ ξαφνικά φωτιζόταν και εμφανιζόταν στα μάτια τους ο επάνω όροφος με τα κατάφωτα Ηλύσια Πεδία και τους χορούς των μυημένων στα Μυστήρια της θεάς.
Για τη δημιουργία ισχυρότατων εντυπώσεων και δραματικών συναισθημάτων στους μύστες, ο Φουκάρ δέχεται και τη χρήση μηχανημάτων, για την ύπαρξη όμως των οποίων δεν συνηγορεί καμιά αρχαία μαρτυρία.
Σε αντίθεση με τον Φουκάρ, ο Νόακ δεν δέχεται την ύπαρξη δύο ορόφων και πιστεύει ότι το Τελεστήριο ήταν ενιαίο. Αποκλείει, επίσης, την ενεργό συμμετοχή των μυστών στα δρώμενα, αλλά δέχεται την κατάσταση των παθών, τις διεγέρσεις του τρόμου και της φρίκης, εντυπώσεις συγκλονιστικές και βασανιστικές για τους συμμετέχοντες στις τελετές.
Κατά τον Νόακ, τα δρώμενα δεν ήταν δράμα, με την κανονική έννοια του όρου, αλλά μόνο στοιχεία δράματος, στερούμενα ουσιαστικά διαλόγων και τελούμενα ως παντομίμες.
Συγκεκριμένα, τα παιχνίδια της Κόρης με τις φίλες της, πριν από την αρπαγή, είχαν τη μορφή κύκλιου χορού, εκτελούμενου από τις ιέρειες της θεάς, στην Ελευσίνα.
Η αρπαγή συνοδευόταν από την απότομη συσκότιση της αίθουσας, συμβολική του κόσμου των νεκρών, ενώ στη συνέχεια, με την επάνοδο του φωτός, η θλιμμένη μητέρα, την οποία υποδυόταν η ιέρεια της θεάς θα διερχόταν, θρηνώντας γοερά, και τις τέσσερις πλευρές της αίθουσας και σταθμεύοντας καθεμία από αυτές, ώστε να γίνεται από όλους ορατή.
Το στάχυ του άδυτου.
Τη μύηση και την τελετή ακολουθούσε η εποπτεία, η οποία αποτελούσε την τρίτη και την υψηλότερη βαθμίδα των Μυστηρίων και τελούνταν τη νύχτα της 22ας Βοηδρομιώνος.
Κατά τον Ιππόλυτο, χριστιανό συγγραφέα του 2ου αιώνα μ.Χ., κεντρικό σύμβολο της εποπτείας ήταν ένα στάχυ, το οποίο φυλασσόταν στο άδυτο του Τελεστηρίου και αφού θεριζόταν τελετουργικά από ένα σιωπηλό θεριστή, τον ιεροφάντη, επιδεικνυόταν με μεγάλη επισημότητα στους πιστούς, σύμβολο της ανεξάντλητης δημιουργικής δύναμης της μητέρας γης.
Σύμφωνα με άλλους ερευνητές, στο Τελεστήριο φυλάσσονταν ομοιώματα γεννητικών οργάνων, μολονότι πράξεις οργιαστικού χαρακτήρα δεν συνάδουν με την εγκράτεια, τη νηστεία και την αυστηρή καθαρότητα που έπρεπε να τηρούν οι μύστες κατά την περίοδο των Μυστηρίων.
Την επόμενη μέρα της εποπτείας και τελευταία ημέρα των Μυστηρίων, γίνονταν μέσα στο ιερό τέμενος χοές προς τιμήν των νεκρών, κατά τις οποίες κάθε μύστης ελάμβανε δύο αγγεία γεμάτα από ένα άγνωστο υγρό και το έχυνε, ψιθυρίζοντας κάποια συμβολικά λόγια, μια τελετή που σχετίζεται με παλαιότερες γεωργικές λατρείες.
Από τη χρήση των αγγείων αυτών, η τελευταία ημέρα των Μυστηρίων ονομαζόταν πλημοχόη.
Ακολουθούσαν εκδηλώσεις με τραγούδια και χορούς και στη συνέχεια το ξόανο του Ίακχου επέστρεφε στην Αθήνα, πάλι με τη συνοδεία πομπής.
Όπως οι περισσότεροι από τους γενάρχες πιστευόταν ότι ήταν υιοί θεών, έτσι λεγόταν ότι ο Εύμολπος, αρχηγός του γένους των Ευμολπιδών, ήταν γιος του Ποσειδώνα.
Κατά την παράδοση, ο Εύμολπος είναι ιδρυτής των Ελευσινίων Μυστηρίων και κατείχε το αξίωμα του ανώτατου αρχιερέα, το οποίο κληροδοτούνταν από γενιά σε γενιά του οίκου.
Το γένος των Ευμολπιδών ήταν από τα επιφανέστερα στην Ελευσίνα και συγκαταλεγόταν στις πιο ευγενείς οικογένειες των Αθηνών, ασκώντας μεγάλη επιρροή στα κοινά.
Οι Ευμολπίδες είχαν κληρονομικά δικαιώματα, κατοχυρωμένα από την πολιτεία για τη διοίκηση και την επιμέλεια των Μυστηρίων, ενώ κατείχαν και δικαστική εξουσία, αποτελώντας δικαστικό σώμα, το οποίο έκρινε δίκες θρησκευτικής φύσης, κυρίως ασέβειας προς τα Μυστήρια.
Το τέλος των Μυστηρίων.
Από τον οίκο των Ευμολπιδών προερχόταν ο ιεροφάντης, η υπέρτατη αρχή των Μυστηρίων, στον οποίο η αθηναϊκή πολιτεία παρείχε τιμές, ανάλογες με εκείνες των πολιτικών αρχόντων.
Το αξίωμά του ήταν ισόβιο και κληρονομικό στο γένος των Ευμολπιδών.
Το κυριότερο καθήκον του ιεροφάντη ήταν η τεράστιας συμβολικής σημασίας επίδειξη των ιερών αντικειμένων αλλά είχε και άλλες αρμοδιότητες, όπως την ερμηνεία, για λογαριασμό της πολιτείας, των αγράφων θείων νόμων και την αυστηρή εποπτεία των τελετών, ώστε να διασφαλιστεί η άψογη διεξαγωγή των Μυστηρίων.
Αντίστοιχος με τον βαθμό του ιεροφάντη ήταν αυτός της ιεροφάντιδος.
Οι ιεροφάντιδες ήταν δύο, η μία της Δήμητρας και η άλλη της Κόρης και προέρχονταν και αυτές από το γένος των Ευμολπιδών.
Η δεύτερη μεγάλη οικογένεια που σχετίζεται με τα Ελευσίνια Μυστήρια ήταν οι Κήρυκες, το γένος των οποίων αναγόταν στον Ερμή, και την Άγραυλο, κόρη του βασιλιά των Αθηνών, Κέκροπος.
Από την οικογένεια των Κηρύκων προέρχονταν τα τρία σημαντικότερα, μετά τον ιεροφάντη, ιερατικά αξιώματα: του δαδούχου, του ιεροκήρυκα και του επί βωμού ιερέα.
Ο δαδούχος ονομάστηκε έτσι από τις δάδες που κρατούσε για να ρυθμίζει τον φωτισμό και τη συσκότιση του Τελεστηρίου, κατά τη διάρκεια των τελετών, ο ιεροκήρυξ κήρυττε την επίσημη προκήρυξη των Μυστηρίων και κατά την έναρξη της τελετής επέβαλλε ιερά σιγή, ενώ ο επί βωμού ιερεύς είχε επιφορτιστεί με το καθήκον της θυσίας των ζώων στον περίβολο του ιερού.
Με την εξάπλωση και την επικράτηση του Χριστιανισμού, τα Ελευσίνια Μυστήρια, τα οποία επί αιώνες κατείχαν σημαντικότατη θέση στον αρχαίο κόσμο, άρχισαν να χάνουν το κύρος και την αίγλη τους.
Το θανάσιμο πλήγμα εναντίον τους κατέφερε ο ηγεμόνας των Γότθων, Αλάριχος, ο οποίος συνοδευόμενος, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του στην Ελλάδα, από ιερείς και μοναχούς, που είχαν ασπαστεί το δόγμα του Αρειανισμού, πυρπόλησε το Ιερό Τελεστήριο.
Η πυρπόληση και καταστροφή των ιερών συνοδεύτηκε από τον φόνο όλου του ιερατείου, συμπεριλαμβανομένου και του τελευταίου ιεροφάντη, ο οποίος όμως δεν ήταν Αθηναίος, καταγόμενος από το γένος των Ευμολπιδών, αλλά κάποιος ιερέας από τις Θεσπιές που είχε ασπαστεί τη λατρεία του Μίθρα.
Έτσι επαληθεύτηκε και η προφητεία του γηραιού Νεστόριου, του τελευταίου γνήσιου και νόμιμου ιεροφάντη, ο οποίος είχε προβλέψει την καταστροφή των ειδωλολατρικών ιερών, αφού οι Εθνικοί είχαν εκτραπεί από την πίστη και την ευσέβεια προς τους αρχαίους θεούς και έσβησε η ιερή δάδα στο Τελεστήριο της θεάς, συμβολίζοντας με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο το τέλος του αρχαίου κόσμου.
Η ίδρυση των Μυστηρίων.
Η λατρεία της Δήμητρας και της Κόρης έφτασε στο απόγειο με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα που πήρε στην Αττική και προπαντός στην Ελευσίνα, όπου πρωτάρχισαν να τελούνται τα περιλάλητα Μυστήρια, που γι’ αυτά όμως κατέχουμε ελάχιστα στοιχεία, ολότελα ανεπαρκή για να σχηματίσουμε μια ικανοποιητική ιδέα και εικόνα.
Ο Paul Foucart, ένας από τους αξιολογότερους Γάλλους επιστήμονες, γράφει στις πρώτες σελίδες του βιβλίου του, «Τα Ελευσίνια Μυστήρια έγιναν αντικείμενο πάρα πολλών μονογραφιών. Βέβαια, δεν ισχυρίζομαι ότι αυτές έκαναν σκοτεινότερο το ζήτημα, αλλά όμως και δεν το φώτισαν. Ο αναγνώστης, ύστερα από το διάβασμα όλων τούτων των έργων, ζαλισμένος από την ποικιλία και την αοριστία των προτεινόμενων εξηγήσεων, θα αναρωτιέται, χωρίς φυσικά να βρίσκει απάντηση, τι ήταν ακριβώς η μύηση και ποιο σκοπό, επιδίωκε, τι δίδασκαν στους μύστες και κατά ποιο τρόπο».
Ο ίδιος συγγραφέας, ο Foucart, ισχυρίζεται ότι δεν είναι αδύνατη η λύση του προβλήματος, με τον όρο να ακολουθηθεί διαφορετική κατεύθυνση στις έρευνες.
«Πρέπει προπάντων, να εξακριβωθεί η προέλευση των Μυστηρίων. Αν μάθουμε από ποιον τόπο κατάγονταν, η γνώση της θρησκείας που τα γέννησε θα μας οδηγούσε να καταλάβουμε και το σκοπό και το γενικό τους πνεύμα».
Στην Ελευσίνια θρησκεία αποδείχτηκε η ύπαρξη δυο ολότελα διαφορετικών στοιχείων που δε συνυπήρχαν στην αρχή.
Από το ένα μέρος ήταν το αγροτικό στοιχείο που έδινε στη Δήμητρα το χαρακτήρα θεότητας της γης, που παράγει όλα τα αγαθά του κόσμου από τα οποία πηγάζουν οι ευεργεσίες του πολιτισμού.
Το δεύτερο στοιχείο, που παρουσιάστηκε αργότερα ήταν αυτό που σχετίζεται με τον προορισμό του ανθρώπου, με τους τελικούς σκοπούς του, με τη μέλλουσα ζωή του.
Πρόκειται για αντιλήψεις ανώτερης περιωπής, για πνευματικές αναζητήσεις ανώτερου επιπέδου, που από μια εποχή κι ύστερα κατέχουν σημαντική θέση στη σκέψη των Ελλήνων.
Το νόημα των Ελευσίνιων Μυστηρίων.
Στον «Ομηρικό Ύμνο», η Δήμητρα φεύγοντας από το φιλόξενο σπίτι του Κελεού είπε, «μονάχη μου θα σας μυήσω στα Μυστήριά μου, να εκτελείται τις ιερουργίες τους και να εξευμενίζεται το πνεύμα μου».
Στο τέλος του ποιήματος αναγράφονται τα εξής, «η Δήμητρα μύησε όλους στα σεπτά Μυστήριά της που δεν επιτρέπεται να τα παραμελεί κανείς, μα μήτε να τα διερευνά μηδέ να τα κοινωνιολογεί, επειδή του κλείνει το στόμα ο βαθύς σεβασμός».
Η σύσταση αυτή τηρήθηκε από τους αρχαίους συγγραφείς. Δεν έγραψαν τίποτα για τις τελετές, που ωστόσο γνώριζαν χιλιάδες άνθρωποι. Κι ενώ έχουμε αρκετά σαφή στοιχεία για την εξωτερική μορφή των γιορτών της Ελευσίνας, δηλαδή για όσα γίνονταν έξω από την μύηση, είμαστε υποχρεωμένοι να περιοριζόμαστε σε υποθέσεις σχετικά με τα πιο ενδιαφέροντα σημεία τους, για την ίδια την ουσία της λατρείας.
Υποδιαίρεση των Μυστηρίων.
Τα Μικρά Μυστήρια της Άγρας.
Η μύηση στα Μυστήρια ήταν ο βασικός σκοπός των γιορτών στην Ελευσίνα.
Υπήρχαν δυο βαθμοί μύησης, ο πρώτος ήταν ένα είδος «προετοιμασίας μακρινής των υποψηφίων» που γίνονταν κατά τη διάρκεια των «Μικρών Μυστηρίων» ή «Μυστηρίων της Άγρας», που έτσι ονομάστηκαν επειδή η προκαταρκτική αυτή μύηση γινόταν στις αρχές της Ανοίξεως, στο προάστιο της Αθήνας, την Άγρα.
Είχαν ιδρυθεί για να μπορέσει να μυηθεί ο Ηρακλής, που εκδήλωνε την επιθυμία να παραστεί στις τελετουργίες της Ελευσίνας. Κι αυτό το γεγονός έκανε να συμπεράνουν μερικοί, ότι τα Μικρά Μυστήρια είναι πιο πρόσφατα από τα Μεγάλα και πως ιδρύθηκαν στην Αθήνα πριν ενωθεί η Ελευσίνα με την Αττική.
Λίγα πράγματα είναι γνωστά σχετικά με τις τελετουργίες των Μικρών Μυστηρίων. Μας λέει και πάλι ο Foucart, «Τα Μικρά Μυστήρια θεωρούνταν γενικά ως μια προπαρασκευή για τα Μεγάλα Μυστήρια, με την επάλειψη του ρύπου και τον τελετουργικό εξαγνισμό».
Φαίνεται πως κατά τη διάρκεια των Μικρών Μυστηρίων δίνονταν παράσταση λειτουργικού δράματος, που αναφερόνταν στην ιστορία του Διονυσίου, δηλαδή τη γέννηση ή το θάνατο ή τη δεύτερη γέννησή του ή ακόμα την ένωσή του με την Κόρη.
Τους υποψήφιους μύστες τους δίδασκε στην αρχή ο ιεροφάντης, ο αρχιερέας της Ελευσίνας κι αργότερα οι «μυσταγωγοί» που τους διάλεγαν απ’ τις ελευσινιακές οικογένειες των Ευμολπιδών και των Κηρύκων.
Είναι γνωστό πως τελούνταν καθαρτήριες τελετές, που περιλάμβαναν κι ένα λουτρό στον Ιλισσό για να πλύνουν οι μύστες κάθε ρύπο τους.
Τα Μεγάλα Μυστήρια της Ελευσίνας.
Κατά τα τέλη Αυγούστου άρχιζαν και διαρκούσαν δέκα μέρες. Γίνονταν ιερή εκεχειρία, πριν και μετά τη γιορτή, που την ανάγγελλαν ειδικοί απεσταλμένοι που ονομάζονταν σπονδοφόροι.
Υπήρχε ένας νόμος που απαγόρευε στους πιστωτές, ακόμα κι αν είχαν στο χέρι απόφαση δικαστηρίου, να προβούν σε κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων ή σε προσωποκράτηση του οφειλέτη, όσο διαρκούσαν τα Μυστήρια.
Από τις διάφορες τελετουργίες που τελούνταν κατά τη διάρκεια των γιορτών, άλλες ήταν δημόσιες κι άλλες μυστικές και τόσο καλά προφυλαγμένες από την περιέργεια των αμύητων, ώστε γι’ αυτές μονάχα υποθέσεις μπορούν να γίνουν.
Ο Foucart καθορίζει στο βιβλίο του ως εξής τη σειρά των δημοσίων τελετών.
1) Αναχώρηση των εφήβων της Αθήνας για την Ελευσίνα. Τα «ιερά» (ιερά αντικείμενα) αναχωρούν από την Ελευσίνα και φτάνουν στο «Ελευσίνιο» της Αθήνας.
2) «Αγυρμός» (μάζωξη) και «πρόρρησις» (προκήρυξη που απαριθμούσε όσους τους είχε απαγορευτεί η συμμετοχή τους στα Μυστήρια.
3) «Άλαδαι Μύσται» (οι μύστες στη θάλασσα).
4) «Επιδαύρια».
5) «Πομπή Ίακχου» και άφιξη στην Ελευσίνα.
Οι έφηβοι που εκπλήρωναν μια περίοδο εκπαίδευσης μετέβαιναν από την Αθήνα στην Ελευσίνα για να αποτελέσουν την τιμητική συνοδεία των ιερών, που τα έφερναν, μ’ επίσημη πομπή στην Αθήνα για να τα ξαναπάνε έπειτα πίσω στην Ελευσίνα. Μα τι ήταν αυτά τα ιερά;
Δυστυχώς μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε, μιας και τα είχαν προσεκτικά σκεπασμένα σε όλη τη διάρκεια της μεταφοράς τους και τις άλλες μέρες τα έκλειναν σ’ ένα μέρος του ναού, όπου μονάχα ο ιερέας της Ελευσίνας είχε το δικαίωμα να μπει, ο ιεροφάντης, που μια ορισμένη στιγμή τα έδειχνε στους μυημένους.
Σύμφωνα με μια άποψη αυτά τα ιερά ήταν πολύ παλιά χοντροκομμένα αγάλματα των θεοτήτων ή των συμβόλων τους.
«Θα ήταν διαφορετικά στις αναπαραστάσεις τους από εκείνες που γνώριζε το πλήθος, αλλιώς θα ήταν περιττό να τα κρύβουν με τόση επιμέλεια και να επιτρέπουν τη θέα τους μονάχα στους μύστες, σαν μια από τις μεγαλύτερες αποκαλύψεις των Μυστηρίων».
Κατά τη διαδρομή από την Αθήνα στην Ελευσίνα τα ιερά ήταν κλεισμένα σε κιβώτια από ξύλο οξιάς ή μέσα σε μεγάλα καλάθια από βέργες ιτιάς, που το σκέπασμά τους ήταν δεμένο με μάλλινες πορφυρές κορδέλες.
Η φροντίδα της μεταφοράς τους επιβάρυνε τις ιέρειες της Δήμητρας και της Κόρης και γίνονταν με άρμα, που έσερναν βόδια.
Μας λέει πάλι ο Foucart, «δεν έχω καμιά πληροφορία για το δρόμο που ακολουθούσαν ως τη στιγμή που η πομπή πλησίαζε την Αθήνα. Κι όταν έφτανε στο προάστιο της ιερής Συκιάς, δυο χιλιόμετρα από το Δίπυλο (τις Θριάσιες πύλες της Αθήνας) σταματούσε.
Και κατά τα αρχαία έθιμα ο “φαιδρυντής” (ένα είδος υπηρέτη των δυο θεαινών) έμπαινε στην πόλη κι επισκέπτονταν της ιέρεια της Αθηνάς, της προστάτριας θεάς της Αθήνας, και της ανάγγελνε επίσημα την άφιξη των ιερών και τη μελλοντική είσοδό τους στην πόλη.
Και για να τιμήσουν τα ιερά οι αξιωματούχοι και οι πολίτες, μαζί με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους, πήγαιναν προς συνάντησή τους και τα μετέφεραν με μεγάλη πομπή στον τόπο όπου θα παρέμεναν, στο Ελευσίνιο της Αθήνας».
Το «Ελευσίνιο» βρισκόταν στους πρόποδες της Ακρόπολης, αλλά δεν έχουμε στοιχεία γι’ αυτό και οι ανασκαφές δε μας χάρισαν κανένα σίγουρο επιπλέον στοιχείο.
Τον «αγυρμό» ή συγκέντρωση των μυστών στην Ποικίλη τον ακολουθούσε η «πρόρρηση» ή επίσημη ανακοίνωση της απαρίθμησης εκείνων που αποκλείονταν από τη μύηση.
Ο αποκλεισμός αυτός αφορούσε όλους που είχαν κηλιδωμένα τα χέρια, δηλαδή τους εγκληματίες, τους ιερόσυλους και τους φονιάδες.
Οι Αθηναίοι μάλιστα θεώρησαν ότι υπάγονταν στην κατηγορία αυτή και οι Βάρβαροι, σε ανάμνηση των Μηδικών πολέμων, τους απόκλειαν όχι επειδή ήταν ηθικά ένοχοι, μα επειδή βρίσκονταν σε κατάσταση μιαρότητας που προκαλούσε την αποστροφή της θεάς και απαιτούσε καθαρμό.
Επίσης η απαγόρευση περιλάβαινε κι εκείνους που η φωνή τους δεν ήταν «νοητή», δηλαδή «τους ανθρώπους που δεν μπορούσαν να προφέρουν καθαρά και με τον απαιτούμενο “τόκο” τις καθιερωμένες φράσεις».
Η τελετή «άλαδε μύσται» (στη θάλασσα οι μύστες) ήταν πραγματικά πολύ περίεργη και δεν ήταν παρά δρόμος, τρέξιμο προς τη θάλασσα, όπου ο κάθε μύστης έσερνε μαζί του ένα γουρουνάκι, «ένα είδος αποδιοπομπαίου τράγου φορτωμένου με τις ανθρώπινες ανομίες» και που μαζί του βουτούσε στη θάλασσα.
Ο Foucart μας λέει, «το θαλασσινό νερό καλύτερα κι από το νερό των πηγών και των ποταμών ξέπλενε από κάθε ανομία και κάθε ρύπο. Σ’ αυτή την προχωρημένη κατάσταση κάθαρσης, οι μύστες θυσίαζαν τα γουρουνάκια, που είχαν ήδη «αποκαθαρθεί» με την εμβάπτισή τους στη θάλασσα. Το δε αίμα τους φημιζόταν ως δραστικότατο μέσο κάθαρσης. Πιστευόταν δηλαδή πως τραβούσε με ακατανίκητη δύναμη τα κακά πνεύματα που κατοικούσαν μέσα στον άνθρωπο και πως δεν μπορούσαν πια να εγκαταλείψουν το σώμα του χοίρου, με αποτέλεσμα να μην επιστρέφουν ποτέ πια στην πρώτη τους λεία».
Έχουν γίνει πολλές συζητήσεις όσον αφορά τα «Επιδαύρια» τη γιορτή που τελούνταν την επομένη και τη μεθεπόμενη του δρόμου των μυστών προς τη θάλασσα. Κατά μερικούς προοριζόταν για τους υποψήφιους στη μύηση, που είχαν φτάσει καθυστερημένοι και βασίζονταν στο μύθο, σύμφωνα με τον οποίο ο Ασκληπιός, ο θεός της ιατρικής, έφτασε στην Αθήνα μετά την έναρξη των Μυστηρίων.
Για να μπορέσει κι αυτός να μυηθεί, θεσπίστηκε δεύτερη θυσία ανάλογη με εκείνη της προηγούμενης μέρας.
Εκείνο που δε γνωρίζουμε σχετικά με αυτό το ζήτημα είναι ότι μετά την επιδημία της πανούκλας, το λοιμό του 431π.Χ., οι Αθηναίοι προσκάλεσαν το θεό της Επιδαύρου.
Φιλοξενήθηκε δε αυτός στην Αθήνα από το μεγάλο Σοφοκλή ή σύμφωνα με επιγραφή που βρέθηκε στο Ασκληπιείο, από κάποιον Τηλέμαχο.
Είναι εξακριβωμένο πως οι μύστες δεν συμμετείχαν στα Επιδαύρια και πως γίνονταν κατ’ αυτά θυσία και πομπή, που κατ’ αυτή μεταφέρονταν τ’ αγάλματα της Δήμητρας και της Κόρης στο Ασκληπιείο.
Η σπουδαιότερη απ’ τις φανερές τελετές των Μυστηρίων ήταν η επιστροφή των ιερών από την Αθήνα στην Ελευσίνα. Κι είχε αυτή η πομπή το όνομα Ίακχος.
Ο Ίακχος ήταν ένα πνεύμα που προηγούνταν της ακολουθίας των μυστών και οδηγούσε το πλήθος των πιστών, και με τον πυρσό στο χέρι, έδινε το σύνθημα των χορών και των τραγουδιών.
Το άγαλμα του Ίακχου τοποθετημένο σε άρμα συνοδευόμενο από έναν ιερέα πήγαινε μπροστά από την πομπή.
Αμέσως μετά ακολουθούσε το άρμα, που μ’ αυτό μεταφέρονταν, συνοδευμένα από ιέρειες της Δήμητρας, τα ιερά.
Ακολουθούσαν όσοι είχαν μεγάλους ρόλους στην τέλεση των Μυστηρίων, που άλλωστε ισχυρίζονταν ότι κατάγονταν από οικογένειες, που κατά τον «Ομηρικό Ύμνο» τις είχε μυήσει η θεά Δήμητρα αυτοπροσώπως, δηλαδή ο ιεροφάντης, ο δαδούχος, οι ιερείς και οι ιέρειες του ναού, οι Ευμολπίδες και οι Κήρυκες, καθώς και οι άλλες οικογένειες, οι συνδεόμενες στενά με τη λατρεία της Δήμητρας και της Κόρης.
Κοντά τους προχωρούσαν οι μύστες που τους ακολουθούσε ένα τεράστιο πλήθος, χιλιάδες πολλές ευλαβικού λαού, που πήγαινε στην Ελευσίνα να αποδώσει στις δύο θεές τιμές που τους έπρεπαν.
Έτσι όλος ο πληθυσμός της Αθήνας πέρναγε από την Ιερά Οδό.
«Στις πρώτες γραμμές της πομπής θα φαίνονταν οι αξιωματούχοι, εκείνοι στους οποίους είχαν ανατεθεί τα πολιτικά και θρησκευτικά λειτουργήματα. Ακολουθούσε ο Άρειος Πάγος, η Βουλή των Πεντακοσίων και τέλος η μάζα των πολιτών με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους, κατά φυλές και δήμους, με επικεφαλής τους δημάρχους.
Και θα είχε προβλεφθεί ειδική θέση στους αντιπροσώπους (πρεσβείες) των άλλων πόλεων, που έστελναν στη γιορτή ιερές αντιπροσωπείες, σε εκδήλωση ευλάβειας απέναντι στις θεές, μα και φιλίας προς τον αθηναϊκό λαό.
Οι μέτοικοι, που ήταν πολυάριθμοι, δεν είχαν δικαίωμα να ανακατευτούν με τους πολίτες», μας λέει ο Foucart.
Δεν ήταν φυσικά υποχρεωτικό για όλους να διασχίσουν πεζοί τα εικοσιδύο χιλιόμετρα της διαδρομής. Ορισμένοι ιδιώτες χρησιμοποιούσαν πολυτελέστατα μεταφορικά μέσα, πράγμα που βέβαια θα προκαλούσε το δημοκρατικό πνεύμα των Αθηναίων.
Γι’ αυτό ο ρήτορας Λυκούργος πέτυχε τον 4ο αιώνα να ψηφιστεί νόμος που απαγόρευε στις γυναίκες να μεταβαίνουν στην Ελευσίνα με άμαξες, με ποινή προστίμου.
Ωστόσο η σύζυγος του Λυκούργου πρώτη αυτή παρέβηκε το νόμο και βρέθηκε στην ανάγκη να πληρώσει το πρόστιμο.
Η πομπή, κατά τη διαδρομή της από την Αθήνα στην Ελευσίνα, σταματούσε κάθε τόσο για να προσφέρει θυσίες και σπουδές, να ψάλλει ύμνους, να χορέψει μπροστά στους ναούς ή τα ναΐδρια των θεών και των ηρώων, που είχαν κάποια σχέση με τη Δήμητρα.
Κι όταν περνούσαν τη γέφυρα του Κηφισσού, οι πιστοί και οι παριστάμενοι αντάλλαζαν αστεϊσμούς, χοντρόλογα και σκώμματα, που λέγονταν «γεφυρισμοί».
Σύμφωνα με ένα λεξικογράφο, υπήρχε μονάχα ένας άνδρας «που καθόταν στα κάγκελα της γέφυρας, στο διάζωμά της, με το πρόσωπο σκεπασμένο με προσωπείο και περιέλουζε με βρισιές και πειράγματα «διακεκριμένους πολίτες».
Για τις βωμολοχίες που λέγονταν άλλοι υποστηρίζουν ότι ήταν μια διέξοδος στα δημοκρατικά ένστικτα του λαού κι άλλοι, απεναντίας, τους αποδίδουν θρησκευτική σημασία.
Η πομπή έφτανε αρκετά αργά το βράδυ στην Ελευσίνα. Γινόταν μια τελευταία τελετουργία κοντά στο πηγάδι Καλλίχορο, όπου τραγουδούσαν ύμνους κουνώντας αναμμένους δαυλούς. Έπειτα τοποθετούσαν τα ιερά αντικείμενα ξανά στο μυστηριώδες ναΐδριο, που τους χρησίμευε για κρύπτη τους.
Το άγαλμα του Ίακχου το μετέφεραν με πομπή και μεγάλη επισημότητα είτε σ’ ένα ναό, είτε στο σπίτι ενός ευσεβούς πιστού ιδιώτη.
Το μυστικό μέρος των Μυστηρίων.
Η γιορτή των καθαυτό Μυστηρίων άρχιζε με την άφιξη στην Ελευσίνα. Γι’ αυτό το σημείο μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε. Ανάμεσα στις πολλές απόψεις που έχουν διατυπωθεί θα διαλέξουμε τις σημαντικότερες.
Ο Foucart χωρίζει τις τελετουργίες σε δύο είδη. Από τη μία είναι εκείνες προς τιμήν της Δήμητρας, κι από την άλλη εκείνες που αναφέρονται στη μεταθανάτια ζωή.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η σειρά που γίνονταν οι τελετές των Μυστηρίων, είναι η εξής: ύστερα από μια νύχτα ανάπαυσης, θυσία επίσημη στον περίβολο του ναού -πιθανόν- και μετάβαση στους τόπους που καθαγιάστηκαν από τις περιπλανήσεις της Δήμητρας, τελετουργικές πράξεις και διηγήσεις των πιστών, κατά τη νύχτα που ακολουθεί, λειτουργικό δράμα Δήμητρας και Κόρης και μύηση πρώτου βαθμού στο Τελεστήριο.
Εικοσιτέσσερις ώρες αργότερα, και πάλι τη νύχτα, λειτουργικό δράμα Διός και Δήμητρας, μύηση δεύτερου βαθμού ή εποπτεία.
Την τελευταία μέρα -τελετή των Πλημοχόων- γέμιζαν με νερό δύο πήλινα δοχεία και σήκωναν το ένα προς την Ανατολή και το άλλο προς τη Δύση και έχυναν γύρω-γύρω προφέροντας απόκρυφες φράσεις.
Άλλες θεότητες της Ελευσίνας, σχετικές με τη Δήμητρα.
Κατά τις ανασκαφές που έκανε στην Ελευσίνα η Αρχαιολογική Εταιρία της Αθήνας, βρέθηκαν δύο ανάγλυφα αφιερωμένα στο θεό και στη θεά, χωρίς να αναφέρουν το όνομά τους.
Μια άλλη πανάρχαιη θεότητα της Ελευσίνας, η Δάειρα, ήταν σύμφωνα με το μύθο θυγατέρα του Ωκεανού και απόκτησε με τον Ερμή τον επώνυμο ήρωα της Ελευσίνας.
Κι ενώ στην αρχή ήταν αντίζηλη και έχθρα της Δήμητρας, ενσωματώθηκε αργότερα στη λατρεία και μάλιστα ταυτίστηκε με την κόρη της θεάς, την Περσεφόνη.
Η Περσεφόνη παίζει στην ελευσινιακή θρησκεία -όπου εξάλλου δεν παρουσιάζεται απ’ αρχής- ένα λιγότερο σημαντικό ρόλο από της Δήμητρας.
Είναι γνωστό πως η Περσεφόνη θεωρούνταν σύζυγος του Άδη και βασίλισσα των νεκρών. Αναρωτιέται κανένας «αν Περσεφόνη και Κόρη είναι δύο ονόματα της ίδιας θεότητας ή αν εκπροσωπούν δύο διαφορετικές θεότητες που συγχωνεύτηκαν.
Πιστεύω πως πρέπει να ταχτούμε με τη δεύτερη άποψη, επειδή η Περσεφόνη παρουσιάζεται μάλλον ως βασίλισσα του Άδη, ενώ η Κόρη ως θεά της νεαρής βλάστησης και προπαντός ως θυγατέρα και σωσίας της Δήμητρας, που μ’ αυτήν είχε περίπου ταυτιστεί και σε σπάνιες μονάχα περιπτώσεις είχε επιτρέψει αυτή στη λατρεία της να ζήσει μιαν ανεξάρτητη ζωή».
Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι στην Ελευσίνα η θυγατέρα της Δήμητρας ονομάζεται πάντα Κόρη και ποτέ Περσεφόνη.
Ο Foucart πιστεύει πως πρόκειται για μια νέα θεότητα «πολύ διαφορετική από τη σκληρή και σκοτεινή συντρόφισσα του Άδη, η νεόφερτη δείχνει πραότητα και την καλοσύνη που χαρακτηρίζουν τη μητέρα της, τη Δήμητρα».
Κατά τη γνώμη του, η Κόρη δεν ήταν παρά ένα αντίγραφο της Δήμητρας κι ένα αντικαθρέπτισμά της.
Για να εξηγήσει τούτο το γεγονός διατυπώνει την άποψη πως «η έννοια και το όνομα το ίδιο της Δήμητρας υποβάλλουν την ιδέα της γονιμότητας και της μητρότητας. Θα ήταν αντιφατικό να την φανταστούμε στείρα κι έτσι το θεώρησαν φυσικό να της αποδώσουν μια κόρη».
Στα αρχαιότερα έργα τέχνης συχνά είναι δύσκολο να πούμε κατηγορηματικά, αν η θεά που έχει παραστήσει ο καλλιτέχνης είναι η Δήμητρα ή η Κόρη, και όταν είναι και οι δυο μαζί, ποια είναι η Δήμητρα και ποια η Κόρη.
Οι δύο αυτές θεότητες ακόμα και στη λατρεία είναι στενά δεμένες, η θυγατέρα όμως εξαρτάται πάντα από τη μητέρα. Είναι πραγματικό γεγονός πως βρέθηκαν έξω από την Ελευσίνα ίχνη λατρείας που αφορούσε μονάχα την Κόρη και είχαν υποθέσει μερικοί πως τα Μικρά Μυστήρια της Άγρας ήταν αφιερωμένα σ’ αυτήν ειδικά.
Ωστόσο, άλλοι συγγραφείς δεν δέχονται αυτή την περίπτωση.
Ο άρπαγας και σύζυγος της Περσεφόνης - Κόρης, ο άρχοντας του Κάτω Κόσμου Άδης-Πλούτων ήταν κι αυτός αντικείμενο μιας λατρείας στην Ελευσίνα, όπου και βρέθηκε ναός του.
Ωστόσο η προσωπικότητά του έχει αισθητά ξεθωριάσει και κάτω απ’ τα χαρακτηριστικά του άσπλαχνου κυρίαρχου του Ερέβους, ξεχωρίζουμε ένα θεό του Κάτω Κόσμου καλόκαρδο και ευεργετικό, που βλέπει ευνοϊκά τη γεωργία και μοιράζει στους ανθρώπους τα πλούτη που κλείνουν μέσα τους τα έγκατα της γης.
Στην ελευσινιακή θρησκεία απαντούμε και μιαν άλλη χθόνια θεότητα, που από τα αρχαία χρόνια ακόμα την είχαν ταυτίσει με τον Πλούτωνα: είναι ο Ευβουλέας.
Και ξέρουμε πως υπήρχαν γι’ αυτόν πολλοί μύθοι. Ένας μύθος λέει πως ο Ευβουλέας ήταν ένας απλός χοιροβοσκός που ένα μέρος του κοπαδιού του το κατάπιε η γη, όταν άνοιξε για ν’ αφήσει να περάσει ο Άδης με το άρμα του, τότε που είχε αρπάξει την Περσεφόνη.
Στη γιορτή μάλιστα των θεσμοφορίων θυσίαζαν στον Ευβουλέα χοίρους σ’ ανάμνηση αυτού του γεγονότος.
Κατά μιαν άλλη παράδοση, ο Ευβουλέας ήταν γιός του Τροχίλου, ιερέα της Δήμητρας στο Άργος, που είχε καταφύγει στην Ελευσίνα και ήταν ταυτόχρονα και πατέρας του Τριπτόλεμου.
Τον ξαναβρίσκουμε τον Ευβουλέα και έξω από την Ελευσίνα, σε μύθους σχετικούς με τη Δήμητρα και την Κόρη, με το όνομα Ζευς Ευβουλέας, ενώ στην πόλη των Μυστηρίων πέρασε σχεδόν απαρατήρητος.
Η Κόρη στην Τέχνη.
Για τις αρχαιότερες απεικονίσεις της Δήμητρας και της Κόρης έχουμε πολύ λίγες πληροφορίες.
Ο Παυσανίας αναφέρει ότι οι δυο θεές είχαν ένα μνημείο στο ναό της Φλιούντας και στο ναό της Ήρας στην Ολυμπία.
Ο Παυσανίας ακόμα δίνει πληροφορίες για το άγαλμα της Δήμητρας, στο ιερό της Φιγαλείας, που είχε κεφάλι αλόγου και χαίτη.
Όταν εξαφανίστηκε αυτό το αρχαίο ξύλινο άγαλμα, το αντικατέστησαν με ένα άγαλμα του γλύπτη Ονάτα, που καταπλακώθηκε κι αυτό σε μια καθίζηση του εδάφους στη Φιγάλεια.
Στην Αίτνα, στη Σικελία, υπήρχε ένα άγαλμα από ορείχαλκο, της Δήμητρας που κρατούσε πυρσούς. Πιστεύεται ότι ήταν παρόμοιο με μια τερακότα που βρέθηκε σ’ ένα τάφο της Αίγινας και βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο.
Άλλες τερακότες που βρέθηκαν στην Καμάρινα παρίσταναν τη Δήμητρα όχι καθιστή, αλλά όρθια, να κρατάει στο ένα της χέρι ένα γουρουνάκι.
Ορισμένα νομίσματα και μάλιστα του Μεταποντίου της Σικελίας, είχαν επίσης την παράσταση του κεφαλιού της Δήμητρας με τα χαρακτηριστικά σύμβολα.
Αναγνωρίζουμε επίσης τη Δήμητρα σε μελανόμορφα αγγεία, προπάντων σε μυθολογικές σκηνές, όπως η αναχώρηση του Τριπτόλεμου.
Η Περσεφόνη εικονίζεται ως χθόνια θεά και γυναίκα του Άδη σε αρκετά έργα και κυρίως στα αρχαία λακωνικά ανάγλυφα.
Η Κόρη της Δήμητρας εικονίζεται σε μελανόμορφα αγγεία. Σε ένα από αυτά τη βλέπουμε να κάθεται και να κρατάει στάχυα στο αριστερό της χέρι.
Τα αριστουργήματα της Κλασικής εποχής.
Πολλές φορές οι μεγάλοι Έλληνες γλύπτες της Κλασικής εποχής αφιέρωσαν το τάλαντό τους στην αναπαράσταση των δυο θεαινών της Ελευσίνας.
Στα έργα των αρχαίων συγγραφέων αναφέρονται διάφορα αγάλματα του Αθηναίου Ευκλείδη και του Μεσσήνιου Δημοφώντα.
Το άγαλμα του Ευκλείδη βρισκόταν στο ναό της Βούρας, στην Αχαΐα, το άγαλμα του Δημοφώντα στο ναό της Μεγαλούπολης.
Ο Φειδίας και οι μαθητές του δεν μπορούσαν να μην ασχοληθούν με την αναπαράσταση των δυο αυτών θεοτήτων στα αετώματα του Παρθενώνα.
Γενική είναι η άποψη πως η Δήμητρα και η Κόρη εικονίζονται σ’ ένα σύμπλεγμα στα ανατολικό αέτωμα του Παρθενώνα: οι δυο θεές, όμοια ντυμένες, κάθονται σε τετράγωνα σκαμνιά, χωρίς ερεισίνωτο.
Η Κόρη ακουμπάει το αριστερό της χέρι στον ώμο της μητέρας της.
Στην ίδια εποχή ανήκει πιθανότατα και το φημισμένο «Ανάγλυφο της Ελευσίνας».
Ο νεότερος του Φειδία, κατά ένα περίπου αιώνα, ο Πραξιτέλης, ο περίφημος αγαλματοποιός της Ελλάδας, έπλασε κατά πως λένε, πέντε διαφορετικά αγάλματα της Δήμητρας: αλλού η θεά είναι μοναχή, αλλού μέσα σε συμπλέγματα.
Μάλιστα ο τύπος που δημιούργησε άσκησε αποφασιστική επίδραση στις κατοπινές αναπαραστάσεις της μητέρας της Κόρης.
Τα χαρακτηριστικά του τύπου αυτού είναι η νεανική συχνά όψη της θεάς, που η έκφρασή της είναι περισσότερο ανθρώπινη από την έκφραση των άλλων μεγάλων θεοτήτων.
Στο Λούβρο υπάρχει ένα αναθηματικό ανάγλυφο, όπου η θεά Δήμητρα έχει ως κάλυμμα του κεφαλιού της τον «κάλαθο» και κρατάει στο δεξί χέρι της όχι στάχυα, αλλά μια κούπα.
Το κολοσσιαίο άγαλμα του Καπιτώλιου, όπου το βρήκαν πάνω στον Αβεντίνο λόφο το 1750 και πίστεψαν στην αρχή πως ήταν άγαλμα της Ήρας, αποδείχτηκε πως είναι άλλος τύπος της μητέρας Δήμητρας.
Οι ειδικοί αναγνώρισαν τον τύπο αυτόν σε πολυάριθμα αντίγραφα.
Το άγαλμα της Villa Albani της Ρώμης προκάλεσε τη διχογνωμία των μελετητών. Άλλοι υποστηρίζουν ότι πρόκειται για τη Δήμητρα κι άλλοι για την Κόρη.
Την ίδια αβεβαιότητα συναντούμε σχετικά με δύο αγάλματα του Μουσείου της Νεάπολης, που θυμίζουν στο σύνολό τους το άγαλμα της Villa Albani. Η Δήμητρα εικονίζεται τις περισσότερες φορές καθισμένη.
Το βλέπουμε τούτο π.χ. στο άγαλμα της γλυπτοθήκης Jacobsen της Κοπεγχάγης, που κατά πάσα πιθανότητα είναι αντίγραφο ενός αγάλματος του 5ου π.Χ. αιώνα.
Επίσης εικονίζεται καθισμένη και η «Δήμητρα της Κνίδου», που άλλωστε αναγνωρίζεται ως το τελειότερο άγαλμα της θεάς απ’ όσα γνωρίζουμε.
Στο Μουσείο της Νεάπολης υπάρχει ένα άγαλμα της Κόρης, που το όμορφο νεανικό της κεφάλι θυμίζει το κεφάλι της Αφροδίτης και της Άρτεμης.
Μάλιστα, ξαναβρίσκουμε το ίδιο κεφάλι χαραγμένο σε πολλά νομίσματα, ιδιαίτερα σε ένα τρίδραχμο των Συρακουσών.
Επίσης σώθηκαν αρκετές τερακότες, όπου εικονίζονται οι δυο θεές άλλοτε μονάχες, άλλοτε μέσα σε συμπλέγματα, που προέρχονται από την Πραινέστη και την Καμάρινα.
Η Δήμητρα και η Κόρη εικονίζονται και σε ερυθρόμορφα αγγεία, κυρίως στη σκηνή της αναχώρησης του Τριπτόλεμου, μάλιστα, δεν είναι πάντα βέβαιο ποια είναι η μια και ποια η άλλη.
Συνήθως, η Δήμητρα είναι εκείνη που δίνει τα στάχυα στον Τριπτόλεμο, ενώ η Κόρη κρατάει στα χέρια της πυρσούς.
Οι ειδικοί πιστεύουν πως αναγνώρισαν την Περσεφόνη με το σύζυγό της Άδη στο δυτικό αέτωμα του Παρθενώνα.
Είναι γνωστό πως η Περσεφόνη εικονιζόταν συχνά στα αγγεία της νότιας Ιταλίας ως βασίλισσα του Κάτω Κόσμου, όπως και στις ρωμαϊκές σαρκοφάγους.
Οι μυθολογικές σκηνές όπου η Περσεφόνη παίζει ένα ρόλο και τις βλέπουμε πιο συχνά, είναι εκείνες της αρπαγής της νεαρής θεάς και της επιστροφής της στο φως της μέρας.
Την πρώτη από τις σκηνές αυτές τη βρίσκουμε πάλι σε πολλά αγγεία και νομίσματα, σε τοιχογραφίες και ψηφιδωτά, όπως και σε ανάγλυφα σαρκοφάγων.
Η επιστροφή ή «άνοδος» της νεαρής θεάς, εικονίζεται σε πολλά αγγεία και νομίσματα της Λαμψάκου και της Ελαίας.
Τα Καβείρια Μυστήρια.
Τα Καβείρια Μυστήρια πιθανολογείται να ήταν πελασγικής, Φρυγικής ή Φοινικικής προέλευσης.
Αν και η λατρεία τους ήταν σχεδόν εξαπλωμένη σε όλη την Ελλάδα όπως και στην Μικρά Ασία έχουμε τα λιγότερα στοιχεία γι’ αυτά τα Μυστήρια.
Κατά τον Ηρόδοτο οι Πελασγοί ίδρυσαν τα Καβείρια. Ο ίδιος όπως και ο βασιλιάς της Σπάρτης Λύσανδρος είχαν μυηθεί στα Μυστήρια της Σαμοθράκης.
Ο Στησίμβροτος από τη Θάσο, τον οποίο αναφέρει και ο Στράβων υποστήριξε ότι οι Κάβειροι προέρχονταν από το βουνό Κάβειρο της Φρυγίας όπου επίσης υπάρχει και πόλη Καβειρία και Κάβειρα στον Πόντο.
Επίσης άλλοι υποστηρίζουν ότι οι δαίμονες αυτοί ήρθαν από την Φοινίκη (απ’ όπου είχε έρθει κατά μία εκδοχή ο Κάδμος).
Τέλος άλλοι λένε ότι οι Κάβειροι είναι θεότητες που έρχονται από την Αίγυπτο με τον Κάδμο που έζησε στη Μέμφιδα κι ύστερα στην Τύρο της Φοινίκης.
Το καβίρ στις σημιτικές γλώσσες σημαίνει μεγάλος, στην αραβική γράφεται kebir ενώ στα σανσκριτικά τα kawiras σημαίνει επίσης μεγάλος.
Από την άλλη πλευρά όμως κάποιοι υποστηρίζουν ότι αυτό το όνομα είναι ελληνικό και φαίνεται από το ρήμα καίω (καίειν-kαfeiροι) εφόσον και οι Κάβειροι έχουν σχέση με τη φωτιά εφόσον ήταν παιδιά του Ηφαίστου.
Κατά τον Ηρόδοτο που επισκέφτηκε την Αίγυπτο ο μεγάλος θεός της Μέμφιδας ήταν ο Φθα ή Πτα που αποδίδεται στα ελληνικά με το όνομα Ήφαιστος.
Στην ελληνική μυθολογία οι Κάβειροι αλλά και οι θηλυκές Καβειρίδες είναι παιδιά του Ηφαίστου και της Καβειρώς.
Σε μία άλλη παραλλαγή του μύθου ο Ήφαιστος και η Καβειρώ απέκτησαν τον Κάδμιλο και παιδιά του είναι οι Κάβειροι και οι Καβειρίδες.
Οι Κάβειροι είναι στην ουσία δαίμονες της γονιμικής μαγείας κάτι που προσδιορίζεται με τα όρθια αιδοία που αναπαριστάνονται. Τον ίδιο ρόλο άλλωστε έχουν οι Σάτυροι και οι Σιληνοί στα Διονυσιακά Μυστήρια.
Αναφορές του Ομήρου τόσο στην Ιλιάδα όσο και στην Οδύσσεια μας δείχνουν ότι ο Αγαμέμνονας και ο Οδυσσέας, ανήκαν στον κύκλο των μυημένων αυτών των μυστηρίων.
Ο Φίλιππος ο Β΄ γνώρισε την μελλοντική του γυναίκα την Ολυμπιάδα (μητέρα του Αλέξανδρου) ενώ ήταν ιέρεια στα Μυστήρια της Σαμοθράκης, όταν αυτός πήγε να μυηθεί.
Η διαφορά από τα άλλα μεγάλα τοπικά κέντρα Μυστηρίων της Ελλάδος ήταν η μεγάλη εμβέλεια που είχαν αλλά και το ότι σ’ αυτά μπορούσαν να συμμετέχουν άνθρωποι χωρίς διάκριση φυλής, κοινωνικής τάξης και φύλλου.
Και αυτά τα Μυστήρια αποτελούνταν από διάφορους βαθμούς μύησης και διαιρούνταν σε Μικρά και Μεγάλα Μυστήρια.
Έχουμε και εδώ τη λατρεία της Μεγάλης θεάς που συσχετιζόταν με ιερούς βράχους πάνω στους οποίους γίνονταν προσφορές ή θυσίες.
Το όνομα της μεγάλης θεάς ήταν Αξίερος, αργότερα οι Έλληνες την ταύτισαν με τη Δήμητρα. Την έλεγαν επίσης Ηλέκτρα ή Αλέκτρα, Οδηγήτρια (Αλέκ σημαίνει προστάτης και στη δωρική διάλεκτο έχει σχέση με το φως, όπως την ίδια ρίζα έχει και το όνομα του Αλέξανδρου).
Ο αντίστοιχος αρσενικός θεός ήταν ο Κάδμιλος που αργότερα κι αυτός ταυτίστηκε με τον Ερμή.
Ο Κάδμιλος σε μία στήλη κρατά το κηρύκειο όπου μέσα υπάρχουν δύο μεγάλα φίδια που συμβόλιζαν τα δύο κοσμικά πνεύματα τους Καβείρους, που τους αναπαριστούσαν σαν δύο δίδυμους αδελφούς, ιθυφαλλικούς και γυμνούς.
Οι Έλληνες τους ταύτισαν με τους Διόσκουρους, τους δίδυμους γιούς του Δία του Κάστορα και του Πολυδεύκη.
Οι δύο πρώτες θεότητες είχαν κυρίως χθόνιο και υπόγειο χαρακτήρα. Η μία είναι ο θεός του Κάτω Κόσμου και η άλλη η σύζυγός του που οι Έλληνες αργότερα ταύτισαν με τον Άδη και την Περσεφόνη. Στην προελληνική γλώσσα λέγονταν Αξιόκερσος και Αξιόκερσα.
Οι χαρακτήρες όμως των Καβείρων αλλά και ο αριθμός τους είναι διαφορετικοί από τόπο σε τόπο (π.χ. στη Λήμνο και στη Μακεδονία λατρευόταν μία τριάδα, ενώ στη Θήβα ένα ζευγάρι αρσενικών θεών, ο Κάβειρος κι ο Παις).
Τα ονόματά τους όμως οι πιστοί δεν τα πρόφεραν, αλλά απλώς τους ονόμαζαν «Άνακτες», όπως στην Ελευσίνα οι «θεοί». Το δε πρόθεμα «άξιος» σημαίνει «άγιος».
Η μεγαλύτερη εξάπλωση αυτών των Μυστηρίων άρχισε τον 3ο π.Χ. αιώνα, που ευνοήθηκαν από την Μακεδονική πολιτική.
Στην Όλυνθο της Χαλκιδικής βρέθηκε επιγραφή που συντελεί στο γεγονός ότι εκεί υπήρχε ναός των Καβείρων.
Επίσης νομίσματα της Θεσσαλονίκης έφεραν την επιγραφή ΚΑΒΕΙΡΟΣ, ενώ άλλα ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΩΝ ΚΑΒΕΙΡΟΙ. Επίσης, στη Θεσσαλονίκη γίνονταν γιορτές και αγώνες με τα ονόματα Καβείρια Πύθια και Καβείρια επινίκια.
Η συμμετοχή στα Μυστήρια δεν ήταν αναγκαστική για όσους πήγαιναν στο ιερό των Μεγάλων Θεών, όπως συνέβαινε στην Ελευσίνα.
Το ιερό ήταν ανοιχτό στον καθένα για τη λατρεία των θεών σε όλες τις δημόσιες εκδηλώσεις.
Ο Θέωνας ο Σμυρναίος συγγραφές του 2ου μ.Χ. αιώνα υποστηρίζει πως η μύηση στα Καβείρια αποτελούνταν από πέντε μέρη που είναι τα εξής:
1) Καθαρμός
2) Παράδοση της τελετής
3) Εποπτεία
4) Ανάδεση στεφάνων
5) Τελειοποίηση και ευδαιμονία.
Η λειτουργία των Καβειρίων άρχιζε με την δοκιμασία της προηγούμενης διαγωγής τους.
Η εξομολόγηση ήταν υποχρεωτική καθαρίζοντας ψυχικά τους υποψηφίους. Κατά τη μύηση έβαζαν τον υποψήφιο πάνω σε θρόνο γι’ αυτό και η μύηση ονομαζόταν θρονισμός.
Στο κεφάλι του μυούμενου έβαζαν στεφάνι ελιάς και γύρω από την κοιλιά μία κόκκινη λωρίδα που θα τον προφύλαγε από κάθε κίνδυνο.
Μετά ακολουθούσε ο ιερός χορός, όπου οι μυημένοι χόρευαν γύρω του.
Στο ιερατείο των Καβειρίων υπήρχαν οι εξής:
Ο Κόης ή Κοίης που ήταν ο εξομολογητής ιερέας, οι Ανακτοτελεστές που αποφάσιζαν ποιοι απ’ αυτούς που προσέρχονταν ήταν άξιοι να μυηθούν και η Λουτροφόρος που ήταν ιέρεια υπεύθυνη για τους καθαρμούς των υποψηφίων.
Οι μυήσεις γίνονταν σε ορισμένη εποχή του χρόνου και διαρκούσαν εννέα ημέρες.
Σ’ αυτή τη χρονική διάρκεια έσβηναν όλα τα φώτα στο νησί και πένθος απλωνόταν σε όλο το νησί. Νηστεία και θρήνος ήταν οι εκδηλώσεις του πένθους μέχρι να έρθει το καινούργιο φως από το ιερό νησί της Δήλου.
Το φως το έφερναν με πλοίο. Αν το πλοίο ερχόταν νωρίτερα περιφερόταν ανοιχτά του νησιού.
Όταν έφτανε η στιγμή το πλοίο έμπαινε στο λιμάνι, οι άνθρωποι έπαιρναν το φως πιστεύοντας ότι έτσι καθαρμένοι από κάθε κακό έμπαιναν σε καινούργια ζωή, αναγεννιόντουσαν κάνοντας μια νέα αρχή.
Στη συμβολική τέλεση των Μυστηρίων έχουμε τη θυσία και ανάσταση του Καδμίλου ο οποίος αργότερα νυμφεύεται τη χαμένη Κόρη.
Αναστημένος πια ο Καδμίλος τελεί τον ιερό γάμο που είναι και το μεγάλο Μυστήριο.
Σε ετρουσκικά αγγεία τη θυσία του Καδμίλου την κάνουν τα αδέλφια του οι Κάβειροι και στην ανάσταση που την κάνει ο Ερμής παρευρίσκονται μονάχα τα αδέλφια του.
Στα Καβείρια θάβεται το αρσενικό όπως σε όλα τα Μυστήρια της Μέσης Ανατολής, ενώ στην Ελευσίνα θάβεται η Περσεφόνη.
Στα Καβείρια ο θνήσκων θεός είναι αρσενικός που συμβολίζει τον σπόρο και ανασταίνεται για να δώσει νέα ζωή, κάτι που επικράτησε και στη δική μας θρησκεία.
Γενικώς τα Καβείρια Μυστήρια στη λειτουργία τους είχαν τον θεμελιώδη σκοπό στο να επιδιώκουν την ηθικοποίηση των ανθρώπων όπως το αναφέρει και ο Διόδωρος Σικελιώτης λέγοντας «οι μυούμενοι γίνονταν ευσεβέστεροι, δικαιότεροι και κατά πάντων καλλίτεροι».
Επίσης σε αυτά γίνονταν και διδασκαλίες για τη γέννηση του κόσμου και του ανθρώπου. Δηλαδή πέρα από τη λατρεία τους και τη θρησκευτική τους υπόσταση είχαν και τον χαρακτήρα της κοινωνικής αρετής όπως άλλωστε όλα τα Μυστήρια (είτε ήταν μικρά ή τοπικά, είτε ήταν μεγάλα) της αρχαίας Ελλάδας.
Τα Ελευσίνια και τα Καβείρια Μυστήρια πιστεύω ότι ήταν από τα πιο σημαντικά, όπως βέβαια τα Πυθαγόρεια και τα Κρητικά. Αντιπροσωπεύουν τον Αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, συνδέονται με τους θεούς, τους μύθους, τους ανθρώπους, τελετές και τέχνες του πολιτισμού εκείνου. Και σίγουρα κατανόησα, μελετώντας τα, τον τρόπο ζωής, τον τρόπο σκέψης και τις ιδιομορφίες των αρχαίων Ελλήνων.
Βιβλιογραφία.
1) Εγκυκλοπαίδεια Δομή.
2) Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάννικα.
3) Λεφάκη - Δόμινου, «Μελέτη επί των Ελευσινίων Μυστηρίων και των Μαντείων».
4) Βλ. Ρασιάς, «Εορτές και ιεροπραξίες των Ελλήνων».
5) Γ. Σιέττος, «Τα Ελευσίνια Μυστήρια».
6) Γ. Σιέττος, «Τα Καβείρια Μυστήρια».
7) Π. Ροδάκης, «Τα Καβείρια Μυστήρια».
Αμαλία Κ. Ηλιάδη |