Ο τρόπος που ντύθηκαν οι βυζαντινοί αυτοκράτορες και η αριστοκρατία ήταν επηρεασμένος από την Ανατολή και μάλιστα από την Περσία. Ο λαός ακολούθησε, δημιουργώντας ένα επαρχιακό βυζαντινό στυλ, που έμελλε αργότερα να γοητεύσει τους Οθωμανούς κατακτητές, οι οποίοι κυρίευσαν μεν την Κωνσταντινούπολη (1453 μ.Χ.), αλλά νικήθηκαν ταυτόχρονα από τον εκθαμβωτικό βυζαντινό πολιτισμό.
Για τα βυζαντινά ενδύματα υπάρχουν πάμπολλες αναφορές σε μεσαιωνικά κείμενα και χιλιάδες τοιχογραφίες σε εκκλησίες, όπου απεικονίζονται άγιοι, αλλά και λαϊκοί, να φορούν τις ενδυμασίες που ονομάζουμε βυζαντινές. Οι οπτικές πληροφορίες συμπληρώνονται από μικρογραφίες σε κώδικες και άλλα εικονογραφημένα χειρόγραφα, καθώς και από φορητές εικόνες, όπου συχνά, πλην των αγίων, εικονίζονται και διάφοροι δωρητές. Το υλικό αυτό καλύπτει χρονικά μια μεγάλη περίοδο της βυζαντινής ιστορίας και γεωγραφικά έναν τεράστιο χώρο σε Δύση και Ανατολή.
Η ρωμαϊκή ενδυμασία αποτέλεσε βάση της βυζαντινής, που είχε εξαπλωθεί όχι μόνο στο γεωγραφικό χώρο επιρροής του ελληνικού πολιτισμού, που είχε διευρύνει προς την ανατολή ο Μέγας Αλέξανδρος, αλλά και πιο βόρεια, δυτικά και νότια. Τότε, ίσως να είχε αρχίσει να διαγράφεται μια πιο καθαρή εικόνα για το βυζαντινό ένδυμα.
Πρωτοχριστιανική περίοδος.
Ενδύματα των πρώτων χριστιανικών χρόνων στο σχήμα της τουνίκας έχουν βρεθεί σε τάφους στην Αίγυπτο, όπως στην Αντινούπολη, στο Φαγιούμ, στο Ασουάν κι αλλού, όπου το ξηρό κλίμα διατήρησε τα υφάσματα σε καλή κατάσταση. Παρόλο που δεν έχουν χρονολογηθεί με ακρίβεια, υπολογίζεται ότι καλύπτουν την περίοδο από την εμφάνιση του χριστιανισμού έως τουλάχιστον τις αρχές του 7ου αιώνα. Τα διακοσμητικά στοιχεία των ενδυμάτων ήταν αρχικά ελληνιστικής τεχνοτροπίας, με τον καιρό όμως συγχωνεύτηκαν με σχήματα ντόπια κι αργότερα με μοτίβα της Ανατολής. Έχουν ονομαστεί «κοπτικά» από τους πρώτους χριστιανούς της Αιγύπτου, τους Κόπτες, οι οποίοι είχαν μακρά παράδοση στην υφαντική τέχνη και διατηρούσαν με φανατισμό τις εθνικές τους παραδόσεις.
Αξιοσημείωτος είναι ο τρόπος που είναι υφασμένες ορισμένες τουνίκες που έχουν βρεθεί σε κοπτικούς τάφους. Υφαίνονται στον αργαλειό σε σχήμα σταυρού στις οποίες το στημόνι έχει φάρδος όσο δύο φορές το μάκρος του ενδύματος από τους ώμους ως κάτω. Η υφάντρα αρχίζει, να υφαίνει από κάτω προς τα πάνω, πρώτα το ένα μανίκι, μετά το σώμα, αφήνοντας μια σχισμή για το λαιμό και τελειώνει υφαίνοντας το δεύτερο μανίκι. Οι πλαϊνές ραφές σχηματίζονται δένοντας τις ελεύθερες κλωστές του στημονιού. Τα διακοσμητικά θέματα στα ενδύματα αυτά, αν δεν είναι εντυφασμένα, έχουν υφανθεί σε τελάρο και εισάγονται ή επιρράπτονται στα σημεία που πρέπει.
Ενδύματα παρόμοια με αυτά που απεικονίζονται σε τοιχογραφίες και σε υφάσματα που βρέθηκαν σε κοπτικούς τάφους, αποδίδονται με πολλή ζωντάνια και στα ψηφιδωτά του 3ου και 4ου μ.Χ. αιώνα. Τα ψηφιδωτά αυτά μας δίνουν πάμπολλες πληροφορίες για τα ενδύματα αυτής της περιόδου, όπως περιζώματα, τουνίκες, χιτώνες, μανδύες, στηθόδεσμοι γυναικών και βρακιά. Εικονίζονται επίσης πολλά κοσμήματα, καθώς και διάφοροι τύποι υποδημάτων. Διακρίνεται ακόμη και ο τρόπος που προστάτευαν τις γάμπες με λωρίδες τοποθετημένες χιαστί. Αξίζει να προσέξει κανείς ιδιαίτερα το μωσαϊκό με τη μητέρα που οδηγεί τα παιδιά της στο λουτρό, όπου ο καθένας φοράει και μια διαφορετική ως προς το σχήμα τουνίκα, ή διαφορετικό χιτώνα.
Βυζαντινή περίοδος.
Το πιο αντιπροσωπευτικό βυζαντινό ένδυμα, παρουσιάζεται στο πασίγνωστο ψηφιδωτό από τον Άγιο Βιτάλιο της Ραβέννας. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός με τη συνοδεία του και αντίστοιχα η Θεοδώρα με τη δική της συνοδεία. Έχουμε ως κύριο ένδυμα την τουνίκα με τα σημεία (διακοσμητικά μοτίβα) και τα κλαβία (διακοσμητικές ταινίες). Οι κοσμικοί, δεξιά από τον Ιουστινιανό, αλλά και ο αυτοκράτορας, καθώς και οι δύο άνδρες στα δεξιά της Θεοδώρας φορούν ως επίβλημα το sagum, είδος χλαμύδας, με τα ταβλία (tabulae), τα οποία, πορφυρά ή χρυσοκέντητα, ή και από πολύτιμη στόφα, χαρακτηρίζουν τη χλαμύδα των αρχόντων. Τη θέση τους πιθανόν να την προσδιορίζουν οι ραφές που δημιουργούν τα εσωτερικά κρατήματα-θήκες που συναντώνται σε παρόμοιες λαϊκές κάπες και που πιθανόν να υπάρχουν και εδώ. Τον μανδύα στερεώνουν στο δεξιό ώμο με μια πόρπη (fibula). Οι κληρικοί φορούν λευκές φαρδομάνικες τουνίκες ή δαλματικές, οι οποίες πιθανόν να είναι λινές. Το κεντρικό τους τμήμα τονίζεται από τη σκουρόχρωμη ούγια δεξιά κι αριστερά. Τα γυναικεία φορέματα που εικονίζονται στα ψηφιδωτό και τρεις μανδύες είναι από στόφα. Το λευκό φόρεμα της Θεοδώρας έχει χρυσοποίκιλτο ποδόγυρο με στύλους, ενώ στο ένδυμα του Ιουστινιανού φαίνεται στον ποδόγυρο μόνον ένας στύλος. Όλοι φορούν επιμανίκια.
Τα μεταξωτά χρυσοΰφαντα υφάσματα εισάγονταν από την Ανατολή σε μεγάλες ποσότητες στα χρόνια του Ιουστινιανού. Είναι η εποχή των μεγάλων αλλαγών. Τα ενδύματα στενεύουν, καθώς εισαγόμενα υφάσματα είναι στενά. Από τότε και μετά αναφέρονται ενδύματα με παράξενα ονόματα, που πιθανόν να τα παίρνουν από τα υφάσματα που είναι ραμμένα. Τέτοια ενδύματα είναι τα καβάδια, τα σκαραμάγγια, τζιτζάκια, τα δεβητησία. Μερικά από αυτά ήταν πολύ βαριά και σωληνωτά ή συρματένια. Μερικά πίστευαν ότι πρόκειται για ενδύματα ενισχυμένα εσωτερικά με σύρμα, για να στέκουν τεντωμένα. Άλλοι πιστεύουν ότι πρόκειται για κεντήματα «συρμακέσικα» με τιρτίρ. Η καταγωγή αυτών των ενδυμάτων δεν ήταν ελληνική και αντικατέστησε κατά κύριο λόγο τα εξωτερικά ενδύματα. Τα ταμπάρια, οι γρανάτζες και ο λαπατσάς, ενδύματα με πολύ μακριά μανίκια που μπορούσαν να φορεθούν ή να μένουν κρεμασμένα πίσω, ήταν κι αυτά πανωφόρια.
Τα πρώτα βυζαντινά ενδύματα ήταν επηρεασμένα από τις ρωμαϊκές ενδυματολογικές συνήθειες και μάλιστα των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Ως γνωστό το Βυζάντιο είναι η συνέχεια του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους. Έχουμε λοιπόν ως βασικό ένδυμα για άνδρες και γυναίκες την τουνίκα, που σταδιακά μετασχηματίζεται σε δαλματική και επιβιώνει ως κύριο ένδυμα, η ως βασικό τμήμα πιο σύνθετων συνόλων, στις σχετικές φορεσιές των λαών της Βαλκανικής και της Ανατολικής Μεσογείου.
Ένας Βυζαντινός μπορούσε να φοράει ή να μη φοράει εσώρουχο βρακί, φορούσε όμως ψηλές κάλτσες, πλεκτές ή ραμμένες από λοξό ύφασμα, που θα πρέπει να τις στερέωνε σε μια εσωτερική ζώνη στη μέση, καθώς και μια κοντή ή μακριά πουκαμίσα, ανάλογα με το επάγγελμα, την κοινωνική του θέση και την περίσταση. Οι αγρότες και οι στρατιωτικοί φορούσαν κοντές πουκαμίσες, με ζώνη στη μέση ή ελεύθερες, και συχνά τις τραβούσαν ανάμεσα στα σκέλη, σχηματίζοντας ένα είδος βρακιού. Η φορεσιά των στρατιωτικών ήταν αρχικά πανομοιότυπη με αυτή των Ρωμαίων. Έτσι εικονίζονται οι στρατιωτικοί Άγιοι Γεώργιος και Δημήτριος, καθώς και οι Άγιοι Θεόδωροι και πολύ συχνά οι αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ.
Μακριές πουκαμίσες φορούσαν όλοι οι άλλοι πολίτες. Η κοντή πουκαμίσα επέζησε ως ανδρικό αγροτικό ένδυμα σε όλες τις τοπικές φορεσιές της Ευρώπης. Στη Χερσόνησο του Αίμου και στην Ελλάδα, ειδικότερα στην Πελοπόννησο, στα Μέγαρα της Αττικής και στη Μακεδονία, φοριόταν ως καθημερινό αλλά και γιορτινό ένδυμα μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Στις υπόλοιπες περιοχές της χώρας μας διατηρήθηκε ως εσώρουχο ένδυμα και οι άνδρες την έβαζαν μέσα στο παντελόνι ή φοριόταν κάποιο κοντό πανωφόρι πάνω απ’ αυτή.
Τις μακριές πουκαμίσες τις έφτιαχναν αρχικά με απλά υφαντά υφάσματα που τα στόλιζαν με τον ίδιο τρόπο που στόλιζαν και οι Κόπτες τις πουκαμίσες τους, δηλαδή με διακοσμητικές ταινίες, τα κλαβία (clavi), με αυτό το όνομα διακοσμητικά μοτίβα, τα σημεία (segnenta) και με τετράγωνα διακοσμητικά πολύτιμα επίρραφα τμήματα, κεντητά, υφαντά ή βαμμένα με πορφυρό χρώμα, τα ταβλία (tabulae). Συμπλήρωναν τη φορεσιά με ένα μανδύα, που αρχικά ήταν η toga και η χλαμύδα (sagum), γνωστή τότε με διάφορες ονομασίες. Η toga φοριόταν από τους Ρωμαίους με ένα ειδικό τρόπο, σε άλλα σημεία διπλωμένη και σε άλλα ανοιχτή, προκειμένου τελικά να αναδειχτούν οι χρυσοκέντητες παρυφές της. Τέτοια ήταν η περίφημη toga picta et palmata. Στα βυζαντινά χρόνια επέζησε μόνο το χρυσόπαστο (χρυσοκέντητο ή χρυσοΰφαντο) κλαβίο των παρυφών, γνωστό ως λώρος, μια χρυσοκέντητη δηλαδή λωρίδα που την τύλιγαν γύρω από τον κορμό σαν toga.
Ανάλογη ήταν η, πάντα ποδήρης, γυναικεία φορεσιά. Αρχικά ίσχυε ο συνδυασμός tunica-stola. Αργότερα φορέθηκε μόνη της η τουνίκα που μετεξελίχθηκε, όπως προαναφέρθηκε, σε δαλματική. Οι γυναίκες φορούσαν ζώνες στη μέση, που άλλοτε σχημάτιζαν ένα ρηχό κι άλλοτε ένα βαθύ κόλπο. Πολλές φορές όμως φορούσαν την πουκαμίσα τελείως ριχτή. Την ιδιαιτερότητα του «κοντού πάνω από το μακρύ», αν δεν την πετύχαιναν με τον κόλπο, συνδύαζαν δύο πουκαμίσες, μια μακριά και από πάνω μια κοντή. Η δεύτερη πουκαμίσα μπορούσε να είναι αμάνικη. Αυτή η σύνθεση με δύο πουκαμίσες επέζησε στις τοπικές φορεσιές της Ανατολικής Βαλκανικής και της Ρωσίας, ένα στην Ελλάδα έχουμε μια παραλλαγή, την τουνίκα που στο μπροστινό της μέρος ήταν ανοιχτή.
Είναι πολύ δύσκολο να συλλάβει κανείς την υψηλή ποιότητα της βυζαντινής υφαντικής τέχνης, αν δεν δει ένα τουλάχιστον δείγμα της παραγωγής των αυτοκρατορικών υφαντηρίων. Αίσθηση προκαλεί το βυζαντινό μεταξωτό ύφασμα που φυλάσσεται στον καθεδρικό ναό της Βαμβέργης στη Γερμανία. Είναι μια στόφα 2Χ2 μ. περίπου. Στο στικτό κάμπο ένας έφιππος αυτοκράτορας σε θριαμβική πορεία, πιθανόν ο Βασίλειος Βουλγαροκτόνος, δέχεται από δύο κοπέλες μια περικεφαλαία με λοφίο κι ένα στέμμα. Το ύφασμα θεωρείται βασιλικό δώρο του Κωνσταντίνου Ι΄ (1059-1067 μ.Χ.) στο Γερμανό αυτοκράτορα Ερρίκο Δ΄ (1056-1106 μ.Χ.), χρησιμοποιήθηκε όμως ως σάβανο του επισκόπου Gunther της Βαμβέργης το 1065.
Ιδιαίτερα στολισμένα, τόσο στις ανδρικές όσο και στις γυναικείες φορεσιές, ήταν τα επιμανίκια, που πολλές φορές τη θέση τους έπαιρναν φαρδιά βραχιόλια με πολύτιμους λίθους ή με σμάλτο. Στις τοπικές μας φορεσιές διατηρήθηκαν ως προμάνικα ή μπρουμάνικα, ή και ως χειρόχτια, όταν αυτά είναι πλεκτά.
Χαρακτηριστικές είναι επίσης οι στολισμένες τραχηλιές, που κι αυτές αντικαθίστανται πολλές φορές από παρόμοια στο σχήμα περιδέραια.
Τα σκουλαρίκια των πρώτων χριστιανικών χρόνων δίνουν τη θέση τους στα περπενδούλια, που στους αυτοκράτορες κρέμονται από τα διαδήματα που φορούν και στους αυλικούς από τα φακεωλίδια (ή φακιολίδια), τετράγωνα πολυποίκιλτα τεμάχια στόφας που καλύπτουν το κεφάλι.
Προς το τέλος της βυζαντινής περιόδου παρατηρούμε ότι η άρχουσα τάξη της Κωνσταντινούπολης ντύνεται όλο και πιο πολύ κατά τον ανατολικό τρόπο. Οι αγροτικές φορεσιές με τον καιρό προσαρμόζονται στους νέους συρμούς με διάφορους τρόπους χωρίς, όπως φαίνεται, να αποβάλλουν τα βασικά τους τμήματα. Αυτό επιτυγχάνεται άλλοτε με την προσθήκη νέων στοιχείων και άλλοτε με παρεκβάσεις, κυρίως με απομίμηση της διακόσμησης των πανάκριβων εισηγμένων υφασμάτων, ασιατικής κυρίως προέλευσης, απρόσιτων στο λαό.
Η δαλματική, που με τον καιρό πήρε τη θέση της τουνίκας, ήταν αρχικά ένδυμα μακρύ, που αποτελούνταν από πολλά κομμάτια, ραμμένα μεταξύ τους. Έχει σχήμα τραπεζιόσχημου ενδύματος, με ή χωρίς μανίκια, που εφαρμόζει στο κορμί και διευκολύνει, έτσι, την προσθήκη πάνω απ’ αυτή ενδυμάτων με ανάλογο κόψιμο. Στην αρχή είχε μεγάλο μήκος και την αναδίπλωναν στη μέση με ζώνη, σχηματίζοντας κόλπο.
Αναμφισβήτητα η σημασία που είχε για την εξέλιξη της ενδυμασίας η ίδρυση ενός χριστιανικού κράτους σε μια περιοχή όπου οι ενδυματολογικές συνήθειες και τα υφάσματα της Περσίας των Σασσανιδών και της Ανατολής κέρδιζαν συνεχώς έδαφος, ήταν πολύ μεγάλη.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
1) «Το Οικουμενικό Πατριαρχείο», εκδόσεις: Ορθόδοξο Κέντρο Οικουμενικού Πατριαρχείου. ISBN 960-429-009-6.
2) «Η Ελληνική Ενδυμασία», Ιωάννα Παπαντωνίου. Εκδόσεις: Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος. ISBN 960-7059-10-7.
3) Παγκόσμιος Ιστορία, (4) Παλαιοχριστιανικός και Βυζαντινός Κόσμος, υπό Jean Lassus. Μετάφραση: Δέσπως Π. Σολωμού. Γλωσσική θεώρηση: Γιώργου Γεραλή. Επιμέλεια Ελληνικής Εκδόσεως: Γεωργίου Χατζόπουλου. Συνεργασία των οίκων: Εκδοτικός οργανισμός «Χρυσός Τύπος», Ε.Π.Ε. και εκδόσεις Φυτράκη.
4) Τα Μεγάλα Μουσεία του Κόσμου, εκδόσεις Arnoldo Mandadori - Φυτράκης.
5) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Βυζαντινός Ελληνισμός, Γενική Εποπτεία Βυζαντινών Τόμων: Διονύσιος Ζακηθυνός.