Στις 14 Σεπτεμβρίου 1814 ιδρύθηκε στο ρωσικό λιμάνι της Μαύρης Θάλασσας, στην Οδησσό, η Φιλική Εταιρεία. Οι ιδρυτές της ήταν ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, ο Νικόλαος Σκουφάς και ο Εμμανουήλ Ξάνθος, άτομα που ασχολούνταν με το εμπόριο και τη βιοτεχνία στη Ρωσία.
Σύμφωνα με τους οραματισμούς των ιδρυτών της η Φιλική Εταιρεία επρόκειτο να αποτελέσει μια μυστική ολιγομελή οργάνωση επίλεκτων Ελλήνων. Οι αλλοεθνείς αποκλείονταν από τις τάξεις της.
Τα πρώτα χρόνια η οργάνωση συνάντησε δυσκολίες στη στελέχωσή της και τα μέλη της δεν υπερέβαιναν τα τριάντα. Όμως το 1818 οι Φιλικοί άρχισαν να επισκέπτονται τις ελληνικές κοινότητες για να κατηχούν νέα μέλη με αποτέλεσμα να αρχίσουν να αυξάνονται ραγδαία οι μυημένοι. Το 1819 μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία οι περισσότεροι πρόκριτοι της Πελοποννήσου και των νησιών του Αιγαίου και αρκετοί οπλαρχηγοί. Τον επόμενο χρόνο τα μέλη της ξεπερνούσαν τις 3.000. Αυτή η επιτυχής πορεία της Φιλικής Εταιρείας οφείλεται σε μεγάλο ποσοστό στο γεγονός, ότι καλλιεργούσαν την ιδέα πως η κίνησή τους υποστηριζόταν από τη Ρωσία και ότι είχαν την ευλογία του Πατριάρχη.
Οι Φιλικοί δεν ήταν όλοι ίσοι. Υπήρχε ο ηγετικός πυρήνας, η Ανώτατη Αρχή όπως ονομαζόταν, τέσσερις πολιτικές και δύο στρατιωτικές βαθμίδες στις οποίες εντάσσονταν τα μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Στη χαμηλότερη βαθμίδα ήταν οι βλάμηδες, δηλαδή οι αγράμματοι και οι απλοί άνθρωποι. Στην επόμενη βαθμίδα, τους συστημένους, εντάσσονταν οι υπάλληλοι και οι μικροέμποροι, ενώ στις δυο επόμενες βαθμίδες, τους ιερείς και τους ποιμένες, εντάσσονταν οι ευκατάστατοι και οι μορφωμένοι. Οι στρατιωτικές βαθμίδες ήταν αυτή των αφιερωμένων και εκείνη των ποιμένων.
Η Ανώτατη Αρχή περιλάμβανε αρχικά τους ιδρυτές της οργάνωσης. Στο διάστημα 1815-1818 διευρύνθηκε με την είσοδο σε αυτή του Αντωνίου Κομιζόπουλου, του Νικολάου Γαλάτη, του Ανθίμου Γαζή, του Αθανασίου Σέκερη και του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου.
Όσο όμως απλωνόταν η Φιλική Εταιρεία τόσο περισσότερο ένιωθαν οι ιδρυτές της την ανάγκη να αναζητήσουν έναν αρχηγό με πανελλήνια ακτινοβολία και διεθνή αναγνώριση. Έτσι στις αρχές του 1820 οι Φιλικοί πλησίασαν τον Ιωάννη Καποδίστρια, υπουργό εξωτερικών της Ρωσίας και του πρόσφεραν την ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας. Όταν εκείνος αρνήθηκε, πρόσφεραν την αρχηγία στον Αλέξανδρο Υψηλάντη που είχε σταδιοδρομήσει με επιτυχία στο ρωσικό στρατό.
Οι τρεις ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας είχαν ως στόχο να προετοιμάσουν μια εξέγερση που θα ελευθέρωνε το Γένος και την Πατρίδα από τον τουρκικό ζυγό. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, όταν ανέλαβε τη θέση του «Γενικού Επιτρόπου της Αρχής», ξεκίνησε εσπευσμένα τις εργασίες για την προετοιμασία της επανάστασης. Οι μυημένοι ήταν πλέον χιλιάδες, το «μυστικό» κυκλοφορούσε σε όλο τον ελλαδικό και βαλκανικό χώρο και στις παροικίες με αποτέλεσμα να κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να προδοθεί στους Τούρκους.
Ο Υψηλάντης, ο οποίος θαύμαζε τον Ρήγα Βελεστινλή και τις ιδέες του, επιδίωξε τη συνεργασία με τους άλλους βαλκανικούς λαούς. Απευθύνθηκε στους Σέρβους και στους Βλάχους αλλά οι προσπάθειές του δεν ευοδώθηκαν. Όμως στις αρχές του 1821 υπήρχαν καλύτερες προϋποθέσεις για το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης στη βόρεια Βαλκανική και συγκεκριμένα στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες διότι διοικούνταν από Φαναριώτες Ηγεμόνες και ο τουρκικός στρατός απαγορευόταν να σταθμεύει στην περιοχή. Η επανάσταση ξέσπασε ουσιαστικά στις 22 Φεβρουαρίου του 1821 όταν ο Υψηλάντης διέβη τον Προύθο ποταμό και εισήλθε στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες.
Από το Ιανουάριο του 1821 είχε σταλεί στην Πελοπόννησο ο Γρηγόριος Δικαίος ή Παπαφλέσσας για να ξεσηκώσει τους προκρίτους και τους ιερείς. Τον Μάρτιο η Πελοπόννησος πήρε τα όπλα και τον Ιούνιο έφθασε στην Ελλάδα ο Δημήτριος Υψηλάντης ως πληρεξούσιος του αδελφού του προκειμένου να αναλάβει την αρχηγία του Αγώνα, όμως γρήγορα παραμερίστηκε από τους ντόπιους προκρίτους και οπλαρχηγούς. Ήταν πλέον φανερό ότι το Γένος μπορούσε να διεξάγει τον Αγώνα του και χωρίς την καθοδήγηση της Φιλικής Εταιρείας.
Η Φιλική Εταιρεία δεν κατόρθωσε να προωθήσει την ιδέα για μια παμβαλκανική εξέγερση, διότι οι βαλκανικοί λαοί είτε βρίσκονταν ακόμη στα πρώιμα στάδια του εθνικού τους Διαφωτισμού, είτε οι στόχοι τους δεν ταυτίζονταν με εκείνους των Ελλήνων. Κατόρθωσε όμως να οργανώσει τους Έλληνες, να τους εμφυσήσει την ιδέα της εξέγερσης και τελικά να προετοιμάσει και να εκδηλώσει την επανάσταση του Ελληνικού Γένους, η οποία κατέληξε στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.
Η Φιλική Εταιρεία, όπως ήταν αναμενόμενο, συνάντησε σημαντικές δυσκολίες στα πρώτα της βήματα. Είχε σχεδιαστεί σαν αυστηρά συνωμοτική οργάνωση και αρχικά δεν επιτρεπόταν η εισδοχή αλλοεθνών και γυναικών αλλά και αργότερα, κατόπιν σοβαρής εξαίρεσης, μυήθηκαν ορισμένοι ξένοι και λίγες γυναίκες. Το τελετουργικό της μύησης, η διδασκαλία, προέβλεπε την ορκωμοσία του γονυπετή υποψηφίου στο ιερό Ευαγγέλιο μπροστά σε μια εικόνα, με υψωμένο το δεξί χέρι. Τρία χρόνια μετά την ίδρυση της Εταιρείας τα μέλη της δεν ξεπερνούσαν τους τριάντα, γεγονός που δείχνει τη μέγιστη σημασία που έδιναν οι μυημένοι στη μυστικότητα. Τον επόμενο χρόνο, 1818, σημειώθηκε σημαντική αύξηση των μελών και κυρίως στην Ελλάδα. Το ίδιο έτος όμως ο ένας από τους ιδρυτές, ο Νικόλαος Σκουφάς, άφησε την τελευταία του πνοή στην Κωνσταντινούπολη. Το 1819 και 1820 η εξάπλωση της Εταιρείας υπήρξε ραγδαία, μυήθηκε η πλειονότητα των αρχιερέων και προκρίτων της Πελοποννήσου και αρκετοί από τα νησιά του Αιγαίου και Ιονίου πελάγους. Προς το τέλος του 1820 και αρχές του 1821 χάθηκε ο έλεγχος των μυήσεων, λόγω του υπέρμετρου ενθουσιασμού που στην κυριολεξία είχε συνεπάρει τους νέους μυημένους και τα μέλη της Εταιρείας αριθμούσαν σε αρκετές χιλιάδες.
Οι δυνάμεις του ελληνικού Έθνους την εποχή εκείνη ήταν σχετικά υπολογίσιμες, αλλά η γνώμη ότι οι Έλληνες θα μπορούσαν να πετύχουν την απελευθέρωση με μόνες αυτές ήταν υπερβολικά αισιόδοξη. Αυτές οι δυνάμεις ήταν:
- Οι μεγαλοκτηματίες και οι πρόκριτοι, με μεγάλη επιβολή στην περιοχή τους, οι πλούσιοι έμποροι και οι πλοιοκτήτες με δυναμισμό και σπουδαίες πρωτοβουλίες.
- Οι λόγιοι, φορείς της παραδόσεως του Έθνους αλλά και των νέων Ευρωπαϊκών ιδεών, σημαντικότεροι των οποίων ήταν ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων, ο Αρχιεπίσκοπος Νικαίας Βησσαρίων, ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, ο Κωνσταντίνος Λάσκαρις κ.λ.π., καθώς και άλλοι μορφωμένοι Έλληνες και κυρίως Φαναριώτικης καταγωγής.
- Οι Έλληνες που υπηρετούσαν ως διοικητικοί υπάλληλοι, ακόμη και ηγεμόνες, γιατροί, διερμηνείς και σε άλλες ανώτερες θέσεις του οθωμανικού κρατικού μηχανισμού.
- Οι αρματωλοί και κλέφτες, οι Έλληνες ναυτικοί, με τα εξοπλισμένα για την αντιμετώπιση των πειρατών, πλοία τους και οι Έλληνες που υπηρετούσαν ή είχαν υπηρετήσει σε ξένους στρατούς και κατείχαν έτσι την πολεμική τέχνη.
Όλοι αυτοί, αντιπροσώπευαν, με την επιρροή τους, την πείρα, τις γνώσεις, τις ικανότητες και την περιουσία τους μια σοβαρή δύναμη, η οποία θα γινόταν αποτελεσματική εφόσον θα κατόρθωναν να ενεργήσουν συντονισμένα.
Βέβαια υπήρχαν και οι ακτήμονες, οι περισσότεροι οικονομικά και κοινωνικά καταπιεζόμενοι στην υπόδουλη Ελλάδα, που προορίζονταν να επανδρώσουν το στρατό της επανάστασης.
Η Ορθοδοξία επίσης, που προστάτευε όλα τα χρόνια της σκλαβιάς τον υπόδουλο Ελληνισμό και είχε επινοήσει «το κρυφό σχολειό» για να μαθαίνει κρυφά στα υπόδουλα Ελληνόπουλα, εκτός από ανάγνωση και γραφή, τι είχαν, τι τους έπρεπε, διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στην προετοιμασία του σκλαβωμένου γένους για την πολυπόθητη ανεξαρτησία. Ενέπνεε το θάρρος και την ελπίδα, τους εμψύχωνε και διατήρησε τα εθνικοχριστιανικά ιδανικά της ελληνικής και χριστιανικής παρακαταθήκης.
Η αισιόδοξη εκτίμηση των ιδρυτών της Φιλικής Εταιρείας για την επάρκεια των δυνάμεων του Έθνους, ήταν βέβαια υπερβολική, είχε όμως ισχυρό έρεισμα στην κατάσταση του τότε Ελληνισμού.
Η επιτυχία της Φιλικής Εταιρείας, να οδηγήσει εξήμισυ χρόνια μετά την ίδρυσή της, το Έθνος σε επανάσταση, οφειλόταν κυρίως:
- Στο βαθύ θρησκευτικό και εθνικό φρόνημα των Ελλήνων της εποχής εκείνης, που ήταν έτσι, ηθικά και ψυχολογικά, προετοιμασμένοι να δεχτούν το πατριωτικό μήνυμα της Εταιρείας.
- Στο ζήλο και στις ικανότητες των ιδρυτών της, αλλά και των άλλων στελεχών της, που προστέθηκαν κατά τα χρόνια της δράσης της.
- Στην κατάλληλη και πρωτότυπη οργανωτική μορφή της, που της εξασφάλιζε ασυγκράτητη φορά προς την επανάσταση.
- Στην αυστηρή τήρηση μυστικότητας για την ηγεσία της Εταιρείας και στην ιδεολογική ευρύτητά της.
Βέβαια οι υπόδουλοι Έλληνες είχαν επιχειρήσει πολλές φορές ν’ αποτινάξουν το βαρύ τουρκικό ζυγό κατά τη διάρκεια της μακροχρόνου δουλείας, αλλά δεν κατάφεραν να φέρουν το ποθούμενο στο σκλαβωμένο γένος, ενώ πλήρωσαν με αίμα τις αποτυχημένες προσπάθειές τους.
Οι τρεις ιδρυτές.
Νικόλαος Σκουφάς (Κομπάτι Άρτας 1779 - Μέγα Ρεύμα 1819).
Πρωτεργάτης της Φιλικής Εταιρείας. Προερχόταν από οικογένεια μεσαίας τάξης και διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στο Κομπάτι από ένα μοναχό και στη συνέχεια στην Άρτα με δάσκαλο τον Κ. Δενδραμή. Στην Άρτα ασχολήθηκε με την κατασκευή σκούφων και έγινε γνωστός με το παρωνύμιο Σκουφάς, που αντικατέστησε, κατά τους πρώτους βιογράφους του, το οικογενειακό του επώνυμο Κουμπάρος.
Το 1813 μετανάστευσε στην Ρωσία, όπου επιδόθηκε στο εμπόριο και συνδέθηκε με άλλους εμπόρους. Στενότερη φιλία ανέπτυξε στην Οδησσό με τον Αθανάσιο Τσακάλωφ και τον Εμμανουήλ Ξάνθο, με τους οποίους συναποφάσισε την ίδρυση εταιρείας, που θα είχε σκοπό αμετάτρεπτο την ελευθέρωση της πατρίδας. Η εταιρεία που σχεδίασαν, η γνωστή Φιλική Εταιρεία, ιδρύθηκε στην Οδησσό, στις 14 Σεπτεμβρίου 1814 (την ημερομηνία αυτή δέχονται οι περισσότεροι ιστορικοί και αμέσως οι τρεις ιδρυτές επιδόθηκαν στο έργο της προετοιμασίας του Αγώνα).
Ο Ξάνθος έφυγε για την Κωνσταντινούπολη με σκοπό να προετοιμάσει το έδαφος για την μύηση των ομογενών στην Εταιρεία, ενώ ο Σκουφάς και ο Τσακάλωφ πήγαν στη Μόσχα, όπου τελειοποίησαν τον κανονισμό της Εταιρείας και δοκίμασαν να αρχίσουν μυήσεις κατηχώντας μερικούς των εκεί φιλογενεστέρων ομογενών. Στην αρχή αντιμετώπισαν τη δυσπιστία και την άρνηση πολλών, οι οποίοι θεωρούσαν το εγχείρημα ανεδαφικό και ανέφικτο. Όταν όμως στις 13 Δεκεμβρίου 1814 ο Σκουφάς μύησε τον Γεώργιο Σέκερη, που ανήκε σε ευκατάστατη οικογένεια, σεβαστή από τους Έλληνες της Ρωσίας, οι ιδρυτές της Φιλικής θεώρησαν ότι η μύηση θα ανέτρεπε το δυσμενές κλίμα που υπήρχε στην πρώτη περίοδο των προσπαθειών τους. Ο Σκουφάς άνθρωπος με πολλή ευαισθησία και πατριωτισμό, κατά τον χαρακτηρισμό του Ιωάννη Φιλήμονα, συνέχισε με ενθουσιασμό το έργο του. όταν ο Τσακάλωφ, ιδιαίτερα απογοητευμένος από τη βραδύτητα της εξάπλωσης της Εταιρείας, πρότεινε στον Σκουφά να εγκαταλείψουν τα σχέδιά τους, ο Σκουφάς θεώρησε σκοπιμότερο να μεταφερθεί η έδρα της Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο μεγάλος αριθμός των Ελλήνων, αλλά και η εξέχουσα θέση πολλών ομογενών, αποτελούσαν, κατά την άποψή του, ευνοϊκό παράγοντα για την προετοιμασία του Αγώνα.
Από τον Απρίλιο του 1818, όταν και οι τρεις ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη, ως τις 13 Ιουλίου του 1819, οπότε, ύστερα από βραχύχρονη ασθένεια ο Σκουφάς πέθανε, η δράση του υπήρξε καθοριστική για την πορεία της Εταιρείας. Ο Τσακάλωφ είχε φύγει για τη Σμύρνη, όπου επίσης το ελληνικό στοιχείο ήταν ακμαίο, και στην ηγετική ομάδα της Φιλικής προστέθηκε ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, από την Ανδρίτσαινα, με απόφαση του Σκουφά και του Ξάνθου. Η τοποθέτηση του Αναγνωστόπουλου στην ηγετική αυτή θέση και η συνεργασία με άλλους Πελοποννήσιους που είχαν ως τότε μυηθεί δημιουργούσε νέες προοπτικές. Ο Σκουφάς υποστήριξε την άποψη ότι η Πελοπόννησος ήταν η καταλληλότερη περιοχή και για την ανάπτυξη της Εταιρείας, αλλά και για την έναρξη του Αγώνα και παρά τις επιφυλάξεις των δύο άλλων συνιδρυτών, του Τσακάλωφ και του Ξάνθου, προγραμμάτισε ταξίδι στη Μάνη για το συντονισμό και την προετοιμασία της Επανάστασης.
Ο θάνατός του υπήρξε βαρύ πλήγμα για της Εταιρεία, για την επιτυχία της οποίας ο Ηπειρώτης Φιλικός είχε αφιερώσει όλες του τις δυνάμεις. Το έργο του είχε εκτιμηθεί και από τους συγχρόνους του και από τους μεταγενέστερους ιστορικούς του Αγώνα. Κατά τον Ιωάννη Φιλήμονα, τον Ιούλιο του 1819 η Φιλική Εταιρεία υπέστη το δυστύχημα της αποβίωσης του Σκουφά και στο επίγραμμα που συνέταξε αμέσως μετά τον θάνατό του ο λόγιος κληρικός Ζαχαρίας Αινιάν τον συγκρίνει με τον αρχαίο Καλλικράτη.
Εμμανουήλ Ξάνθος (Πάτμος 1772 - Αθήνα 1852).
Ηγετική μορφή της Φιλικής Εταιρείας, από τα κυριότερα ιδρυτικά μέλη της και μία από τις περισσότερο δραστήριες προσωπικότητές της.
Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην Πατμιάδα Ακαδημία της γενέτειράς του, ο Ξάνθος, 20 χρονών περίπου, μετανάστευσε στην Τεργέστη, όπου επιδόθηκε στο εμπόριο. Το 1810 εγκαταστάθηκε στην Οδησσό, κοντά στον μεγαλέμπορο Βασίλειο Ξένο.
Στην Οδησσό, το 1814, ίδρυσε μαζί με τους Νικόλαο Σκουφά και Αθανάσιο Τσακάλωφ την Φιλική Εταιρεία της οποίας σκοπός ήταν η απελευθέρωση και η κοινωνική αποκατάσταση της υπόδουλης Ελλάδας. Για την καλύτερη εκπλήρωση του έργου του, το Δεκέμβριο του ίδιου έτους ο Ξάνθος εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, στο Μέγα Ρεύμα, όπου το κατάστημά του έγινε ουσιαστικά η μυστική έδρα της Εταιρείας. Μετά τη διεύρυνση του ηγετικού κύκλου της Εταιρείας με την εισδοχή των Π. Αναγνωστοπούλου (1816), Αθ. Σέκερη (1818) κ.δ., ο Ξάνθος κατείχε στην ιεραρχία την όγδοη θέση.
Κατά τη σύσκεψη των Φιλικών στην Κωνσταντινούπολη, το 1818, ανατέθηκε στον Ξάνθο η προεργασία για την αναζήτηση μιας προσωπικότητας άξιας να αναλάβει την αρχηγία.
Για το σκοπό αυτό διαπεραιώθηκε στη Θεσσαλία με την εντολή να παραλάβει συστατικές επιστολές από τον Άνθιμο Γαζή, μέλος ήδη της Φιλικής Εταιρείας. Ταξίδεψε στη Μόσχα, όπου συναντήθηκε με τους Φιλικούς Αντώνιο Κομιζόπουλο και Ν. Πατσιμάδη, με τους οποίους οργάνωσε σύσκεψη για την προπαρασκευή της Επανάστασης και την κάθοδο του Ιωάννη Βαρβάκη στο Αιγαίο. Τον Ιανουάριο του 1820 επισκέφθηκε στην Πετρούπολη τον Έλληνα υφυπουργό Εξωτερικών της τσαρικής Ρωσίας Ιωάννη Καποδίστρια. Μετά την άρνηση του Καποδίστρια να αναλάβει την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας, ο Ξάνθος ανέθεσε τελικά την ανώτατη αρχή των Φιλικών στον στρατηγό Αλέξανδρο Υψηλάντη, υπασπιστή του τσάρου Αλεξάνδρου Α΄. Μαζί με τον Υψηλάντη ίδρυσε την «Εθνική Κάσσα» (Ταμείο), για την οικονομική ενίσχυση του προετοιμαζόμενου Αγώνα.
Μετά την αποτυχία του υπό τον Υψηλάντη κινήματος στη Μολδοβλαχία (Φεβρουάριος 1821), ο Ξάνθος ταξίδεψε στα κέντρα των ελληνικών παροικιών, αναλαμβάνοντας την προσπάθεια για εξασφάλιση οικονομικής ενίσχυσης του Αγώνα, που είχε ήδη αρχίσει στην Ελλάδα. Τον Ιούνιο του 1823 διαπεραιώθηκε μαζί με τον Τσακάλωφ από την Τεργέστη στην επαναστατημένη Πελοπόννησο. Διέμεινε για ένα μικρό διάστημα στην Τρίπολη, κοντά στο Δημήτριο Υψηλάντη, ο οποίος τον έπεισε να αναχωρήσει στο Μόχατς της Ουγγαρίας, για να διοργανώσει την απόδραση του κρατούμενου στις εκεί φυλακές Αλεξάνδρου Υψηλάντη. Ο τελευταίος όμως αρνήθηκε να ενδώσει στο σχέδιο της απόδρασης και ο Ξάνθος επέστρεψε στην Πελοπόννησο και πήρε μέρος στην Επανάσταση.
Γύρω στα 1827, λίγο πριν από την αναμενόμενη άφιξη του Καποδίστρια, ο Ξάνθος αναχώρησε στο Βουκουρέστι, όπου αποσύρθηκε και ιδιώτευσε.
Έμεινε σε τέτοιο βαθμό λησμονημένος, ώστε να πιστεύεται ότι είχε πεθάνει. Αυτό πίστευε και ο Αναγνωστόπουλος, όταν, το 1834, δημοσίευσε στον Αιώνα του Ιωάννη Φιλήμονα λίβελο εναντίον του Ξάνθου, κατηγορώντας τον ότι είχε διασκορπίσει αλόγιστα τα χρήματα της «Εθνικής Κάσσας». Για να διαψεύσει την κατηγορία, ο Ξάνθος εγκαταστάθηκε το 1837 στην Αθήνα. Εκεί του απονεμήθηκε ο Χρυσός Σταυρός του Σωτήρος και ένα επίδομα, το οποίο όμως, τελικά, ποτέ δεν έλαβε. Όταν το 1845 το τυπογραφείο Α. Γκαρμπολά εξέδωσε τα Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρείας του Ξάνθου, ο Φιλήμωνας αναγκάστηκε να ανασκευάσει τις εναντίον του κατηγορίες. Και στην Αθήνα, όμως, ο πρωτεργάτης της Φιλικής Εταιρείας Εμμανουήλ Ξάνθος έζησε παραγκωνισμένος και πάμπτωχος διαμένοντας σε μία άθλια καλύβα στην οδό Νικοδήμου αριθ. 27. Βυθισμένος σε έσχατη δυστυχία, πέθανε στις 28 Νοεμβρίου 1852, ύστερα από πτώση του από την πίσω σκάλα της Βουλής, όπου είχε παρακολουθήσει συνεδρίαση. Στην κηδεία του, του αποδόθηκαν τιμές στρατηγού.
Αθανάσιος Τσακάλωφ (Ιωάννινα, περίπου 1788 - Μόσχα 1851).
Ο νεότερος από τους τρεις ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας και ένα από τα πιο δραστήρια ηγετικά της στελέχη. Ο πατέρας του Νικηφόρος Τεκελής καταγόταν από τον Τύρναβο της Θεσσαλίας και εγκαταστάθηκε νέος στα Ιωάννινα ως έμπορος δερμάτων και γουναρικών, όπου νυμφεύθηκε τη Βασιλική, κόρη αρχοντικής οικογένειας της πόλης.
Ο Τσακάλωφ, σπούδασε στη Μαρουτσαία Σχολή των Ιωαννίνων και μεταξύ των δασκάλων του θεωρείται πιθανό ότι ήταν ο Αθανάσιος Ψαλίδας και ο Μπαλανός, γνωστοί λόγιοι του τέλους του 18ου αιώνα. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του υπό μυθιστορηματικές συνθήκες, για τις οποίες μας παρέχει πληροφορίες ο Αν. Γούδας (Βίοι Παράλληλοι, τ. Ε΄, σ. 23-24), διέφυγε στην Μόσχα, όπου είχε μεταφέρει το εμπορικό του κατάστημα ο πατέρας του, ο οποίος στη συνέχεια τον έστειλε στο Παρίσι για να σπουδάσει ιατρική. Την περίοδο αυτή άλλαξε το οικογενειακό του επώνυμο σε Τσακάλωφ, με το οποίο έγινε ευρύτερα γνωστός. Οι πληροφορίες για τις σπουδές του στη γαλλική πρωτεύουσα είναι πενιχρές, είναι όμως βέβαιο ότι εκεί συνδέθηκε με φιλελεύθερους φιλελληνικούς κύκλους και με Έλληνες σπουδαστές, που το 1809 ίδρυσαν το Ελληνόγλωσσο Ξενοδοχείο, μυστική οργάνωση, που θεωρείται πρόδρομος της Φιλικής Εταιρείας.
Το 1813 επέστρεψε στη Ρωσία και το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου συναντήθηκε στην Οδησσό με τον Νικόλαο Σκουφά και τον Εμμανουήλ Ξάνθο, με τους οποίους έθεσε τα θεμέλια της Φιλικής Εταιρείας, η οποία ιδρύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1814. Οι τρεις ιδρυτές, άσημοι ως τότε, παρά τις σοβαρές δυσχέρειες της πρώτης περιόδου και παρά την καχυποψία, με την οποία αντιμετωπίστηκε από πολλούς η ενέργειά τους, κατόρθωσαν να διευρύνουν τον κύκλο των Φιλικών τα επόμενα χρόνια και να συσπειρώσουν τις οικονομικές, τις πολεμικές και τις πνευματικές δυνάμεις του Έθνους για την προετοιμασία της Επανάστασης.
Ως το 1816 μόνο είκοσι είχαν μυηθεί στην Εταιρεία γεγονός που αποδίδεται στην έλλειψη συντονισμού της δράσης των ιδρυτών. Το Δεκέμβριο του 1814 ο Τσακάλωφ και ο Σκουφάς έφυγαν για τη Μόσχα και ο Ξάνθος για την Κωνσταντινούπολη. Στη Μόσχα ο Τσακάλωφ και ο Σκουφάς, παρά τα προσωπικά, αλλά και τα γενικότερα προβλήματα που αντιμετώπιζαν την περίοδο αυτή, δοκίμασαν να αρχίσουν τις κατηχήσεις στην Εταιρεία. Οι πρώτες βολιδοσκοπήσεις υπήρξαν απογοητευτικές, όπως επίσης και του Ξάνθου στην Κωνσταντινούπολη.
Παρά την αποκάρδιωση των ιδρυτών, η οποία προκύπτει από την αλληλογραφία τους, δεν εγκατέλειψαν το σχέδιό τους, ούτε όταν το 1819 πέθανε στην Κωνσταντινούπολη ο Σκουφάς, με τον οποίο ο Τσακάλωφ συνεργαζόταν στενότατα. Ο Τσακάλωφ, που βρισκόταν τότε στη Σμύρνη, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και επωμίστηκε την ευθύνη για την πρόοδο της Εταιρείας, μολονότι σε έγγραφό του, αυτής της εποχής, διατύπωνε τους φόβους του για την επιτυχία του έργου που οι τρεις Φιλικοί είχαν με ενθουσιασμό σχεδιάσει το 1814. Ανησυχούσε ιδιαιτέρως για τις βεβιασμένες και επικίνδυνες ενέργειες του μυημένου το 1817 Νικολάου Γαλάτη και, όταν αποφασίστηκε να σταλεί ο Ιθακήσιος Φιλικός στη Μάνη για μύηση νέων μελών, ο Τσακάλωφ τον συνόδευσε. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ο Γαλάτης δολοφονήθηκε (Νοέμβριος 1819) στην Ερμιονίδα από τον επίσης συνοδό του Παναγιώτη Δημητρακόπουλο (ή Δημητρόπουλο), επειδή η στάση του θεωρήθηκε ύποπτη, όπως παρατηρεί ο πρώτος ιστορικός της Φιλικής Εταιρείας Ιωάννης Φιλήμωνας (Δοκίμιο Ιστορικό περί της Φιλικής Εταιρείας, σ. 228-231).
Κατά τον Φιλήμονα ο Τσακάλωφ μετά την δολοφονία πήγε στη Μάνη και από εκεί στην Ιταλία, όπου διέμεινε μέχρι σχεδόν της ρήξεως του πολέμου. Στην Πίζα όπου έφθασε μύησε τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, το Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο και τον Κωστάκη Καρατζά, γιό του ηγεμόνα της Βλαχίας Ιωάννη Καρατζά, με τους οποίους συνεργάστηκε ως την έναρξη του Αγώνα. Έφυγε με τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο για την Μολδοβλαχία, διέκοψε όμως το ταξίδι του στη Βιέννη, λόγω ασθενείας, και έφθασε στο στρατόπεδο του Αλ. Υψηλάντη, όταν οι επιχειρήσεις είχαν αρχίσει, και κατά τον Φιλήμονα διορίστηκε υπασπιστής του Ιερού Λόχου. Μετά τη μάχη του Δραγατσανίου, στην οποία κατά μια πληροφορία τραυματίστηκε, ήλθε στην Ελλάδα, δεν υπάρχουν όμως πληροφορίες για τη δράση του κατά την πρώτη περίοδο του Αγώνα, εκτός από ότι τον Σεπτέμβριο του 1823 διορίστηκε μέλος του τριμελούς Επαρχιακού Κριτηρίου Σαλαμίνος. Κατά την περίοδο του Καποδίστρια υπηρέτησε το 1829 ως υπάλληλος του Γενικού Φροντιστηρίου (επί των Κατάστιχων του Γενικού Φροντιστηρίου) και υπήρξε πληρεξούσιος της Ηπείρου στην Δ΄ Εθνική Συνέλευση του Άργους (11 Ιουλ.-6 Αυγ. 1829) και στην επόμενη Εθνική Συνέλευση (5 Δεκ. 1831-16 Μαρτ. 1832). Το καλοκαίρι του 1832 έφυγε για τη Μόσχα, όπου έμεινε ως το θάνατό του (1851), βιώσας εν ειρήνη και ησυχία όπως σημειώνει ο Αν. Γούδας στη βιογραφία του Τσακάλωφ.
Οι πρώτοι Φιλικοί.
Είναι γνωστό ότι η διάδοση των αρχών της Φιλικής Εταιρείας άρχισε στην Πελοπόννησο το 1818. Στην αρχή κατηχήθηκαν οι αρχιερείς και οι προύχοντες και το 1820 οι λαϊκές τάξεις.
Από τους κληρικούς της επαρχίας εκείνοι που πρώτοι μυήθηκαν και έγιναν μέλη αυτής ήταν ο Μητροπολίτης Μονεμβασίας Χρύσανθος (Παγώνης) και ο επίσκοπος Έλους Άνθιμος (Σκαλιστήρης).
Άλλοι: Καλογεράς Παναγιωτάκης (ΑΤΑ 186), Δεσποτόπουλος Γεώργιος (ΑΤΑ 35), Δεσποτόπουλος Ιωάννης (ΑΤΑ 34), Μανιατάκος Τζανέτος (ΑΤΑ 94), Παναγιωτόπουλος Γεώργιος (ΑΤΑ 33), Παπαδάκης Αντώνιος μυήθηκε το 1818, Σπανιολάκης (Σπανιόλος) Θωμάς (ΑΤΑ 36) από τη Μονεμβασιά.
Αλλά πριν από αυτούς είχαν μυηθεί από το 1817 και είχαν γίνει ενεργά μέλη της εταιρίας οι διαμένοντες στη Ρωσία:
1) Βατικιώτης Δημήτριος (ΑΤΑ 24) και
2) Βοτινιώτης Ιωάννης συγγενής του Δημητρίου (ΑΤΑ 25) από το Φαρακλό.
Εξίσου σημαντική υπήρξε και η δράση των δύο προαναφερθέντων κληρικών. Ο Κανέλλος Δεληγιάννης (απομνημονεύματα, τόμος 15, σελίδα 16) αξιολογώντας τη συμβολή τους γράφει «οι εις την Πελοπόννησον της πρώτης τάξεως υποκινήσαντες και ενεργήσαντες αυτόν τον αγώνα και οίτινες έρριψαν τον ακρογωνιαίον λίθον του Κολοσσιαίου αυτού οικοδομήματος ήταν οι εξής: οι εν των αρχιερέων της πρώτης τάξεως συντελέσαντες: ο Μονεμβασίας, ο Ναυπλίου, ο Π. Πατρών, ο Μεθώνης, ο Έλους και ο Αρεσθένης».
Δεν πρέπει να αποσιωπηθεί η ενεργητική για τον Εθνικό Αγώνα δράση του Παναγιώτη Καλογερά. Πριν την κήρυξη της επανάστασης και την πολιορκία της Μονεμβασίας κατόρθωσε να πείσει τους Τούρκους να μοιράσουν στους χωρικούς της επαρχίας όσο σιτάρι ήταν αποθηκευμένο στο κάστρο. Έτσι, οι Τούρκοι βρέθηκαν από τις πρώτες μέρες σε μεγάλη δυσκολία και κατά την διάρκεια της πολιορκίας εξαιτίας της πείνας αναγκάστηκαν να παραδοθούν.
Οι αδελφοί Σέκερη - Οι εξέχοντες Αρκάδες Φιλικοί.
Μεταξύ των 40 Τριπολιτών φιλικών (και των 200 συνολικά Αρκάδων μελών) εξέχουσα θέση κατέχουν οι τρεις αδελφοί Σέκερη. Οι αδελφοί Σέκερη, προσέφεραν σημαντικό έργο στη Φιλική Εταιρεία, διέθεσαν όλη την τεράστια περιουσία τους στον αγώνα, πήραν ενεργό μέρος στον αγώνα και πέθαναν πάμπτωχοι.
Ο μεγαλύτερος από τους αδελφούς ήταν ο Παναγιώτης ο οποίος ήταν ευκατάστατος έμπορος στην Κωνσταντινούπολη. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Π. Αναγνωστόπουλο. Ήταν ο μεγαλύτερος χρηματοδότης της Φιλικής Εταιρίας και προσέφερε αρχικά 10.000 γρόσια. Μετά μάλιστα το θάνατο του Σκουφά (Ιούλιος 1818) έγινε ηγετικό στέλεχος της Εταιρίας.
Όπως αναφέρεται στο αρχείο του, το οποίο φυλάσσεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, προσέφερε συνολικά στον Αγώνα 425.835 γρόσια και 12.100 δίστηλα. Άτομο με εξαιρετική μεθοδικότητα, αυτοσυγκράτηση και επιμονή, εργάστηκε αποτελεσματικά για την Εταιρεία. Μέχρι το 1830 ήταν στη Ρωσία. Στη συνέχεια επέστρεψε στην απελευθερωμένη Ελλάδα χωρίς να έχει κανένα πόρο ζωής και έχοντας ήδη διαθέσει όλη του την περιουσία. Λησμονημένος στην ίδια του την πατρίδα, με χίλιους κόπους και μετά από συνεχείς αιτήσεις του διορίστηκε τελώνης στην Ύδρα και μετά στο Ναύπλιο. Πέθανε πάμπτωχος στο Ναύπλιο το 1846 σε ηλικία 63 χρονών. Το αρχείο του αποτελεί πολύτιμη πηγή για την ιστορία της Εταιρείας.
Ο δεύτερος αδελφός, ο Αθανάσιος, ήταν μεγαλέμπορος στην Οδησσό. Μυήθηκε από τον Νικόλαο Σκουφά στη Μόσχα στις 13 Δεκεμβρίου του 1814. Ανέπτυξε μεγάλη δράση και κατείχε υψηλή θέση στην Εταιρεία. Μάλιστα υπήρξε ο τέταρτος στη σειρά μετά από τρεις ιδρυτές. Με την έκρηξη της Επανάστασης κατέβηκε στην Ελλάδα για να πάρει μέρος στον αγώνα. Έλαβε μέρος σε πολλές μάχες και μετά την άλωση της Τριπολιτσάς εγκαταστάθηκε εκεί. Το 1824 διορίστηκε έπαρχος Πατρών. Μετά την άφιξη του Καποδίστρια εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο, όπου ανέλαβε διάφορες υπηρεσίες. Το 1843 διορίστηκε ειρηνοδίκης Μάπητος, αλλά το 1944 απολύθηκε χωρίς να του ανακοινωθεί ο λόγος.
Ο μικρότερος από τους αδελφούς ήταν ο Γιώργος, ο οποίος ήταν και ο πλέον μορφωμένος, με σπουδές στο Παρίσι. Ήταν μάλιστα το πρώτο μέλος της Εταιρίας. Μυήθηκε στη Μόσχα από τον Νικόλαο Σκουφά στις 21 Οκτωβρίου 1814. Στις 18 Ιουλίου 1821 κατέβηκε στην Ελλάδα και έλαβε ενεργό μέρος στον αγώνα. Υπηρέτησε υπό τον Δημήτριο Υψηλάντη ως αξιωματικός, συμμετείχε στις μάχες κατά την πολιορκία της Τριπολιτσάς, όπου και διακρίθηκε ιδιαίτερα. Στη συνέχεια πολέμησε μαζί με τον αδελφό του Αθανάσιο κάτω από τις διαταγές του Κολοκοτρώνη και τέθηκε επικεφαλής του Σώματος των Τριπολιτιωτών. Στις μάχες που έδωσε το Σώμα τραυματίστηκε σοβαρά. Το δεύτερο χρόνο της επανάστασης δεν άντεξε τις συνέπειες των τραυμάτων του και πέθανε στην Τριπολιτσά.
Το τελικό σχέδιο της Φιλικής Εταιρίας του 1821.
Τον Ιούλιο του 1820 ο Αλέξανδρος Α΄ και ο Καποδίστριας δίνουν εντολή στον Αλέξανδρο Υψηλάντη να προχωρήσει στο τελευταίο στάδιο προετοιμασίας της «ελληνικής επανάστασης».
Ο Υψηλάντης λαμβάνει επισήμως από τον τσάρο δίχρονη άδεια για «λουτροθεραπεία στο εξωτερικό». Στην πραγματικότητα ξεκινά για τη Βεσσαραβία όπου θα εργαστεί για τη στρατιωτική προπαρασκευή της εξέγερσης.
Μια σημαντική ιστορική μαρτυρία του ότι ο Υψηλάντης αναχώρησε όχι για «λουτροθεραπεία στην Ευρώπη» αλλά σε διατεταγμένη αποστολή, με ενδιάμεσο σταθμό τη Βεσσαραβία, μας παρέχει μία επιστολή της τσαρίνας Ελισάβετ γραμμένη τις μέρες εκείνες σε μία δεσποινίδα της αυλής της:
«Σας είμαι υπόχρεος, δεσποινίς, που με ειδοποιήσατε για την προσεχή αναχώρηση του Υψηλάντη. Αν και πια δεν έχω κανένα δέμα να του δώσω, θα ήμουνα ενθουσιασμένη να τον αποχαιρετήσω και σας παρακαλώ να του πείτε να έρθει αύριο το μεσημέρι να με δει ή σ’ όποια άλλη ώρα που θα του ταίριαζε. Όπως έβλεπα πως η αποστολή του ανεβάλλετο από μέρα σε μέρα, έδωσα το γράμμα μου για τον κόμιτα Βιτγκεστάιν στη σύζυγό του, πριν από οχτώ περίπου μέρες».
Όπως προκύπτει λοιπόν από τα ανωτέρω, η τσαρίνα γνώριζε την «αποστολή» του Υψηλάντη και τη μετάβασή του στη Βεσσαραβία (στη ρώσικη επαρχία που συνόρευε με τη Μολδαβία) όπου θα συναντούσε τον κόμη Βιτγκεστάιν, τον εκεί δηλαδή αρχιστράτηγο των ρωσικών στρατευμάτων. Δήλωσε μάλιστα «ενθουσιασμένη» με την αποστολή του.
Ο Υψηλάντης περνάει πρώτα από την Οδησσό, πόλη με σημαντική ρωμαίικη εμπορική παροικία και πολυπληθή τοπική Εφορία της Φιλικής. Εκεί λαμβάνει μια επιστολή του Αναγνωσταρά που τον πληροφορεί πως ο Μοριάς σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του μπορεί να αντιπαραθέσει 30.400 άντρες απέναντι σε μία δύναμη 12.800 μουσουλμάνων.
Στην Οδησσό τον επισκέπτεται στις 22 Αυγούστου, ερχόμενος από την Πετρούπολη όπου έχει συναντηθεί με τον Καποδίστρια, ο γραμματέας του ρωσικού προξενείου της Πάτρας και στέλεχος της Φιλικής Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος. Στη μεταξύ τους συζήτηση ο Υψηλάντης διατυπώνει τη σκέψη να κατέβει στο Μοριά και να κηρύξει από εκεί την «επανάσταση». Ο Παπαρρηγόπουλος είναι κάθετα αντίθετος. Υποστηρίζει πως το κίνημα πρέπει να ξεκινήσει από τη Μολδοβλαχία. Αυτό κατά τη γνώμη του παρουσίαζε τρία πλεονεκτήματα. Πρώτον, οι Οθωμανοί έχοντας σε απόσταση αναπνοής από τις εξεγερμένες παραδουνάβιες ηγεμονίες τη ρωσική στρατιά της Βεσσαραβίας, δεν θα μετακινούσαν τις δυνάμεις τους προς ένα εξεγερμένο νότο. Δεύτερον, ο Αλή πασάς των Ιωαννίνων υποψιαζόμενος, λόγω της γεωγραφικής γειτνίασης Μολδοβλαχίας και Βεσσαραβίας, τη ρωσική υποστήριξη προς το κίνημα, θα συνέχιζε με μεγαλύτερο πείσμα τον κατά της Πύλης αγώνα του. Και τρίτον, για τον ίδιο λόγο οι Μοραΐτες και οι Ρουμελιώτες θα εύρισκαν τη δύναμη να ξεσηκωθούν.
Στις αρχές Οκτωβρίου ο Υψηλάντης βρίσκεται στο Ισμαήλ της Βεσσαραβίας και συνεδριάζει με στελέχη της Φιλικής για τον τόπο και το χρόνο της εξέγερσης. Στη σύσκεψη αυτή παρευρίσκονται εκτός άλλων και οι Ξάνθος, Παπαφλέσσας, Περραιβός, Ίπατρος καθώς και ο διοικητής του ρώσικου στόλου στο Δούναβη Παπαδόπουλος Κορφινός.
Η σύσκεψη σχεδόν ομόφωνα αποφασίζει -σε πλήρη αντίθεση με όσα εξαιρετικά σημαντικά είχε υποστηρίξει ο Παπαρρηγόπουλος στον Υψηλάντη- να ξεκινήσει από το Μοριά και συγκεκριμένα από τη Μάνη (όπως συνέβη και στα Ορλοφικά). Η εξέγερση έπρεπε να αρχίσει γύρω στις 10 Δεκεμβρίου. Γι’ αυτό το λόγο ο Παπαφλέσσας αναλαμβάνει να μεταφέρει διαταγή προς το Φιλικό Γιώργο Πάνου στις Σπέτσες, σύμφωνα με την οποία έπρεπε να βρίσκεται μέσα σε έξι βδομάδες από τη σύνταξη της επιστολής ένα καλά αρματωμένο καράβι στην Τεργέστη για να παραλάβει τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και να τον μεταφέρει στη Μάνη.
Ταυτόχρονα οι αρματωλοί και μέλη της Φιλικής Γιωργάκης Ολύμπιος και Σάββας Καμινάρης, έπρεπε ηγούμενοι ενός μισθοφορικού στρατού να προχωρήσουν στα τέλη Νοεμβρίου σε κίνημα αντιπερισπασμού στη Μολδοβλαχία. Έπρεπε επίσης να επιδιωχθεί εξέγερση των Σέρβων.
Ο Παπαδόπουλος Κορφινός αναλάμβανε τη δημιουργία μικρού στόλου που θα δρούσε στο Δούναβη και τον Προύθο. Αρκετοί από τους παρευρισκόμενους πήραν εντολή να μεταβούν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας για να προετοιμάσουν την εξέγερση. Ιδιαίτερο βάρος έπεσε στον Παπαφλέσσα που ως πληρεξούσιος του Υψηλάντη έπρεπε να πάει μετά τις Σπέτσες στο Μοριά και να προετοιμάσει το έδαφος.
Από το Ισμαήλ ο Υψηλάντης μεταβαίνει στην πρωτεύουσα της Βεσσαραβίας Κισίνοβο (ή Κισινιόφ) και εγκαθίσταται στο σπίτι της παντρεμένης με τον Κατακάζη αδελφής του, όπου το μετατρέπει σε αρχηγείο του. Ξαφνικά στις 24 Οκτωβρίου και ενώ ο μηχανισμός της Φιλικής έχει κινηθεί για την υλοποίηση των αποφάσεων της σύσκεψης του Ισμαήλ, ο Υψηλάντης ανακοινώνει ότι το σχέδιο ματαιώνεται. Το νέο σχέδιο προβλέπει να ηγηθεί ο ίδιος εξέγερσης στη Μολδοβλαχία και διασχίζοντας τα Βαλκάνια να κατέλθει στην Ελλάδα επικεφαλής των στρατευμάτων που θα συγκέντρωνε. Νέα ημερομηνία ορίζει τη 15η Νοεμβρίου αλλά σύντομα ανακοινώνει νέα αναβολή για την ερχόμενη άνοιξη.
Τι μεσολάβησε όμως και άλλαξε το σχέδιο; Γιατί επιλέχθηκε η Μολδοβλαχία και όχι ο Μοριάς; Η απόφαση αυτή ήταν απόφαση του Υψηλάντη ή των ανωτέρων του; Λεπτομέρειες του τελικού στρατιωτικού σχεδίου για την εξέγερση στη Μολδοβλαχία μας δίνει ο Νικόλαος Υψηλάντης (που θα λάβει μέρος στα επερχόμενα γεγονότα ως στρατιωτικός διοικητής) στα απομνημονεύματά του:
«Φυλάμε ακόμη», γράφει, «τις γραπτές υποσχέσεις του προδότη Σάββα, που είχε αναλάβει να πάρει το Giurgew και το Rustzuc, να περάσει στη Βουλγαρία και να ξεσηκώσει εκεί τους χριστιανούς, να βοηθήσει να καταληφθεί το Ada Cale από τον καπετάν Γιωργάκη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ήταν αποφασισμένο, ο καπετάν Γιωργάκης, μόλις θα καταλάμβανε το Ada Cale, θα ξεσήκωνε το στρατιωτικό σώμα του Tzerni George στη Σερβία. Ο Σάββας έπρεπε να ξεσηκώσει τους Βουλγάρους. Οι Μαυροβούνιοι ήδη ενημερωμένοι όφειλαν, αμέσως μόλις μάθαιναν το νέο της εξεγέρσεως αυτών των δύο επαρχιών, να προσπαθήσουν να ενωθούν μ’ αυτές. Ο καπετάν Φαρμάκης θα έμενε στη Βλαχία για να υποστηρίξει τον Θεόδωρο Βλαδιμιρέσκου ώσπου να πλησιάσουν οι Υψηλάνται και να μπουν στη Βλαχία, αφού θα είχαν ενισχυθεί από τον Καραβιά στη Φωξάνη. Τότε θα πήγαινε να ενωθεί μαζί τους και θα τον οδηγούσαν στη Ζιμνίτσα στο κτήμα τους, όπου, με τα πλοία που ήταν προετοιμασμένα θα διέσχιζαν το Δούναβη για να περάσουν στην άλλη πλευρά, αφήνοντας τον Θεόδωρο Βλαδιμηρέσκου, τον Χατζή-Πρόντανο (τους δύο Μακεδόνσκι κ.τ.λ.) στη Βλαχία για να καλύψουν τα νώτα τους και να χρησιμεύσουν συγχρόνως και για εφεδρεία. Χρήματα είχαν διατεθεί για όλα αυτά, τα πάντα ήταν έτοιμα, όλα είχαν πετύχει πλήρως, έγραψαν στους Υψηλάντες να περάσουν».
Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο Νικόλαος Υψηλάντης, υποστηρίζει ότι είχε προετοιμαστεί όχι απλά μία ελληνική αλλά μια παμβαλκανική εξέγερση κατά της Πύλης. Από ποιόν; Από τον αδελφό του Αλέξανδρο; Ρουμάνοι, Βούλγαροι, Σέρβοι, Μαυροβούνιοι, Ρωμιοί και Αρβανίτες θα ακολουθούσαν τον Υψηλάντη, εάν δεν πίστευαν ότι πίσω του βρίσκονται τα ρωσικά όπλα; Ποιοι είχαν «διαθέσει» τόσα χρήματα για μια γενικευμένη αναταραχή στα Βαλκάνια, και ποιοι ήταν αυτοί που όταν θεώρησαν πως όλα ήταν έτοιμα «έγραψαν στους Υψηλάντες να περάσουν;».
Μήπως το γράμμα αυτό έφτασε στο Κισίνοβο, στα χέρια του Υψηλάντη, το απόγευμα της 17ης Φεβρουαρίου 1821, ημέρα Πέμπτη και το μετέφερε ταχυδρόμος από το Τροπάου, όπου βρισκόταν ο τσάρος και ο Καποδίστριας;
Κατά «φοβερή σύμπτωση», ο Καποδίστριας που υποτίθεται είχε να μάθει νέα του Αλέξανδρου Υψηλάντη από τότε που αυτός είχε πάρει άδεια για «λουτροθεραπεία στο εξωτερικό», εκτός από υπουργός Εξωτερικών είχε αναλάβει προσωρινά και το υπουργείο Βεσσαραβίας!
Ο Υψηλάντης είχε κατά τη δική του έκφραση στήσει στην πρωτεύουσα της Βεσσαραβίας τη «σκηνή του πολέμου». Συνομιλητής του ήταν η ανώτατη ρωσική στρατιωτική διοίκηση. Και όχι απλώς συνομιλητής του αλλά και συμπαραστάτης του. Ας σταθούμε σε ορισμένες μαρτυρίες που πιστοποιούν αυτό.
Ο κυβερνήτης της Βεσσαραβίας στρατηγός Ιβάν Ιζνόφ, ήταν ευνοϊκά διατεθειμένος απέναντι στον Υψηλάντη και το επιτελείο του, σύμφωνα με το Ρώσο ιστορικό Αρς.
Ο διοικητής της 16ης μεραρχίας στρατηγός Μιχαήλ Ορλόφ ήταν προσωπικός φίλος του Υψηλάντη. Σε επιστολή προς τον πεθερό του στρατηγό Ραγιέφσκι έχει απροκάλυπτα τη γνώμη και επιθυμία του: «Αν άφηναν τη 16η μεραρχία να απελευθερώσει την Ελλάδα αυτό δεν θα ήταν άσχημο. Έχω 16 χιλιάδες άνδρες υπό τα όπλα, 36 πυροβόλα και 6 συντάγματα Κοζάκων. Δεν μπορεί να αστειευτεί κανείς μαζί τους. Συντάγματα ένδοξα, πυρόλιθοι της Σιβηρίας. Το τούρκικο ατσάλι θα έσπαζε πάνω τους». Η επιστολή αυτή έχει γραφτεί στις 9 Ιουλίου 1820. την εποχή δηλαδή που ο Υψηλάντης έπαιρνε επισήμως άδεια για «λουτροθεραπεία», η ανωτάτη στρατιωτική ηγεσία συζητούσε ήδη το ενδεχόμενο ρωσοτουρκικού πολέμου προς υποστήριξη της σχεδιαζόμενης εξέγερσης.
Ο Ξάνθος προμηθεύεται όπλα και κανόνια στο Ισμαήλ από το στρατηγό Τουσκόφ.
Λίγες μέρες μετά την είσοδο του Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία και συγκεκριμένα στις 4 Μαρτίου, ο διοικητής της Οδησσού Α. Λανζερόν πληροφορεί τον επιτελάρχη της δεύτερης ρωσικής στρατιάς του Νότου Π. Κισελιόφ ότι χορήγησε πάνω από 300 διαβατήρια σε εκείνους που πήγαιναν να καταταχτούν στα σώματα του Υψηλάντη.
Ο ίδιος δε ο Π. Κισελιόφ έγραφε στις 14 Μαρτίου στον Α. Ζακρέφσκη: «Τι εποχή είναι αυτή που ζούμε, αγαπητέ Ζακρέφσκη! Τι θαύματα γίνονται κι έχουν να γίνουν ακόμη! Ο Υψηλάντης πέρασε τα σύνορα και το όνομά του έμεινε πια στους απογόνους. Οι Έλληνες διαβάζουν την προκήρυξή του και κλαίνε με λυγμούς και τρέχουν μ’ ενθουσιασμό να ταχθούν κάτω από τις σημαίες του. Ο Θεός να τον βοηθήσει στην ιερή υπόθεση, θα ήθελα να προσθέσω: και η Ρωσία».
Από τις ιστορικές αυτές πληροφορίες προκύπτει λοιπόν ότι η στρατιωτική διοίκηση στη Βεσσαραβία περίμενε τη διαταγή του Τσάρου για να υποστηρίξει ένοπλα το κίνημα του Υψηλάντη.
Αυτή ακριβώς περίμενε και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης όταν στην πρώτη του προκήρυξη προς τους εξεγερμένους έγραφε: «κινηθείτε ω φίλοι και θέλετε ιδεί μίαν κραταιάν δύναμιν να υπερασπισθή τα δίκαια μας».
Είναι επίσης χαρακτηριστικό το ότι ο Υψηλάντης στέλνει στις 23 Φεβρουαρίου, μέσω των Ρώσων προξένων του Ιασίου και του Βουκουρεστίου, μήνυμα στο Ρώσο πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Στρογκάνοφ που τον καλεί να «είναι άγρυπνος» και να διαμαρτυρηθεί σε περίπτωση που τα οθωμανικά στρατεύματα θα επιχειρήσουν να παραβιάσουν τις ρωσο-τουρκικές συνθήκες και να εισβάλουν στις ηγεμονίες. Του στέλνει επίσης και έξι επιστολές να παραδώσει σε στελέχη της Φιλικής στην Κωνσταντινούπολη, με τις οποίες ζητά να κινηθεί ο μηχανισμός της Εταιρείας και να προβεί σε πράξεις δολιοφθοράς στην Οθωμανική Πρωτεύουσα (να βάλουν φωτιά στην Πόλη, να βυθίσουν το στόλο και άλλα).
Το ότι πίσω από τον ίδιο και τη Φιλική Εταιρεία βρισκόταν η ρωσική κυβέρνηση, το αναφέρει απροκάλυπτα ο Αλέξανδρος Υψηλάντης σε επιστολή του στο Σέρβο ηγεμόνα Μίλος Οβρένοβιτς. Η επιστολή αυτή, που κομιστής της ήταν ο Φιλικός Αριστείδης Παπάς, δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό της, αλλά στα χέρια του σουλτάνου, ενοχοποιώντας έτσι ανοιχτά τον Τσάρο και αποκαλύπτοντας τα σχέδιά του.
Για τον Αλέξανδρο Υψηλάντη προσωπικά όλα βαίνουν καλώς μέχρι τη στιγμή που ο Αλέξανδρος Α΄, που βρίσκεται στο συνέδριο στο Λέυμπαχ, παίρνει επιστολή του από το Ιάσιο γραμμένη στις 24 Φεβρουαρίου, με την οποία τον ενημερώνει επισήμως πως ηγείται κινήματος, για την απελευθέρωση των Ελλήνων, του υποβάλει την παραίτησή του από το ρωσικό στρατό και του ζητά τη βοήθεια της Ρωσίας για να απαλλαχθεί η Ευρώπη από τα οθωμανικά «τέρατα».
Σύμφωνα με τη διήγηση του Καποδίστρια στη Λουλού Τυρχάιμ, μόλις ο Τσάρος διάβασε την επιστολή «πήδηξε από τη χαρά του και χειροκροτώντας είπε: μπράβο νεαρέ μου! Αυτό το ονομάζω εγώ: ό,τι πρέπει! Έπειτα από μια ώρα πήγε ο Τσάρος στο Μέττερνιχ και δύο ώρες αργότερα διέταξε τον Καποδίστρια να γράψει στον Υψηλάντη (στις 14 Μαρτίου) ένα κεραυνοβόλο γράμμα, όπου απεδοκίμαζε κατηγορηματικά τον Υψηλάντη και τον απειλούσε βαριά».
«Φαίνεται» πως οι απειλές που εκτόξευσε ο Μέττερνιχ για την αντίδραση της Αυστρίας και των άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, σε περίπτωση που η Ρωσία βοηθούσε τους εξεγερμένους, «υποχρέωσαν» τον Τσάρο όχι μόνο να κρατήσει ουδέτερη στάση αλλά και να προβεί σε επίσημη «αποκήρυξη» του Υψηλάντη και του κινήματός του.
Ο Υψηλάντης όταν παρέλαβε τη συνταγμένη από τον Καποδίστρια επιστολή «αποκήρυξής» του, αντίγραφο της οποίας είχε παραδώσει ο Στρογκάνοφ στο Σουλτάνο, έμεινε εμβρόντητος. Δεν πίστευε στα μάτια του όταν διάβαζε πως «Ο Αυτοκράτωρ ουδεμίαν, ούτε εμμέσως παρέξει υμίν συνδρομήν, διότι, επαναλαμβάνομεν λέγοντες, ήθελεν είσθαι ανάξιον αυτού το υποσκάπτειν τα θεμέλια της τουρκικής αυτοκρατορίας δια επονειδίστου και εγκληματικής ενεργείας μυστικής εταιρείας».
Από υποψήφιος ηγεμόνας της Ελλάδας ο Υψηλάντης αισθάνεται να μετατρέπεται με μιας σε αποδιοπομπαίο τράγο. Μια βαθιά πίκρα προδοσίας τον πλημμυρίζει.
Αυτή ακριβώς τη βαθιά πίκρα θα εκφράσει αργότερα σε επιστολή του προς την κυρία Ραζουμόφσκι, όταν μετά τη συντριβή των ονείρων του, της γράφει από την Αυστρία: «Εάν θέλετε να σας γράφω και να μου γράφετε, μη μεταχειρίζεστε πια το όνομα του φίλου (Καποδίστρια). Είναι μια λέξη που μου κάνει κακό. Το ξέρετε πολύ καλά, ότι είχα ένα φίλο. Ε! λοιπόν, θα φρίξετε... μ’ επρόδωσε!».
Όταν ο Μέττερνιχ έγραφε στις 21/12/1821 στον πρεσβευτή του στην Πετρούπολη, πως είχε «πάνω από είκοσι αποδείξεις ότι ο Καποδίστριας και ο Υψηλάντης ασχολούνται ήδη από το 1819 με τη μελλοντική εξέγερση» και πως «τώρα βέβαια ο ένας θα κατηγορεί τον άλλο, ότι δεν έμεινε πιστός στη συμφωνία», είχε εν μέρει δίκιο. Εν μέρει, γιατί ο Υψηλάντης τήρησε όσα είχε συμφωνήσει να κάνει.
Το σημαντικό ερώτημα που τίθεται σχετικά με την «αποκήρυξη» είναι αν ο Αλέξανδρος Α΄ και ο Καποδίστριας πίστευαν ότι η Αυστρία και οι άλλες δυτικές δυνάμεις θα επέτρεπαν στη Ρωσία να υποστηρίξει μία εξέγερση που είχε σχεδιάσει εκείνη για να προχωρήσει σε διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτή τη σκέψη θα μπορούσαν να κάνουν αδαείς και αφελείς άνθρωποι. Ούτε όμως ο Τσάρος, μήτε πολύ περισσότερο ο Καποδίστριας είχαν δείξει πως ήταν άνδρες με τέτοια χαρακτηριστικά. Η εμπειρία και η ευφυΐα τους ήταν δεδομένη. Δεδομένη άρα, περισσότερο ή λιγότερο, θα πρέπει να είχαν και την αντίδραση του Μέττερνιχ.
Αν τα πράγματα έχουν έτσι, προκύπτει ένα σημαντικό ερώτημα. Το σχέδιο που νόμιζε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης για «ρωσικό σχέδιο» ήταν ολόκληρο το σχέδιο ή μόνο ένα τμήμα του; Και αν όχι ποιο ήταν το συνολικό σχέδιο των Αλεξάνδρου Α΄ - Καποδίστρια για το ’21;
Η ρώσικη στρατηγική αποσκοπούσε στη δημιουργία ενός ελληνορθόδοξου (γκραικο-αρβανίτικου) κράτους - προτεκτοράτου στο νότιο άκρο της βαλκανικής. Ενός μικρού, τεράστιας όμως γεωπολιτικής σημασίας, μισοανεξάρτητου κράτους υποταγμένου στη ρωσική πολιτική.
Τα γεωγραφικά όρια αυτού του κράτους τα περιγράφει επακριβώς ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στην απαντητική επιστολή του προς τον Τσάρο (στα τέλη Μαρτίου 1821), μετά την αποκήρυξή του. Ο Υψηλάντης θεωρώντας ότι, ως ελάχιστο για την έναρξη διαπραγματεύσεων με την Πύλη πρέπει «να ληφθεί η αυτονομία της Πελοποννήσου, όλης της Στερεάς και των Νήσων», όχι μόνο υπενθυμίζει στον Τσάρο ότι είναι μέτοχος της ρώσικης πολιτικής αλλά ταυτόχρονα του ζητά να τον αφήσει να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο.
Ο ρόλος όμως του Υψηλάντη στο ρωσικό σχεδιασμό ήταν διαφορετικός από αυτόν που τον είχαν κάνει να πιστέψει πως είχε.
Αυτό που απασχολούσε τον τσάρο και τον Καποδίστρια ήταν απ’ την αρχή να ξεσηκωθεί η Ελλάδα, να κατορθώσει δηλαδή η Φιλική να εξεγείρει το Μοριά, τη Ρούμελη και τα νησιά. Όλες ωστόσο οι ειδήσεις απ’ την Ελλάδα οδηγούσαν στο ίδιο συμπέρασμα. Η Ελλάδα θα ξεσηκωνόταν μόνο αν πίστευε ότι η Ρωσία άρχισε τον πόλεμο κατά του Σουλτάνου.
Ο Παπαφλέσσας που ήταν ο κύρια επιφορτισμένος από τα στελέχη της Φιλικής να εξεγείρει το Μοριά, αυτό ακριβώς το καθολικό αίτημα αντιμετώπισε: πρώτα η Ρωσία.
Στη σύσκεψη των στελεχών της Φιλικής του Μοριά στη Βοστίτσα (Αίγιο) στα τέλη Ιανουαρίου 1821, ο Παπαφλέσσας βεβαίωσε σαν πληρεξούσιος του Υψηλάντη, ότι πίσω από το κίνημα βρίσκεται ο ίδιος ο τσάρος. Όμως τα λόγια μόνο δεν έφταναν για να πείσουν τους αρχιερείς και τους προύχοντες. «Είσαι απατεώνας και εξωλέστατος που οδηγεί το έθνος στην καταστροφή για να πλουτίσεις από τις αρπαγές», του απάντησε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός. «Τα λόγια σου είναι άστατα, ιδιοτελή και σχεδόν μπερμπάντικα κι αν στηριχθούμε σ’ αυτά παίρνουμε το έθνος στο λαιμό μας», συμπλήρωσε ο Ανδρέας Ζαΐμης.
Κάθετα αντίθετους βρήκε ο Παπαφλέσσας και τους Δεληγιανναίους στα Λαγκάδια. «Τον είπομεν, γράφει ο Καννέλος Δεληγιάννης, ότι ημείς με τους ειδικούς σου λόγους και με του Υψηλάντη τα ονειροπολήματα και με τας ξηράς και ανυπάρκτους υποσχέσεις δεν είμεθα ανόητοι, μήτε απελπισμένοι να καταστρέψωμεν την πατρίδαν μας».
Αυτό ακριβώς το κλίμα, που συνάντησε ο Παπαφλέσσας στο Μοριά ήταν ήδη γνωστό στον Τσάρο και τον Καποδίστρια και το έλαβαν σοβαρά υπόψη στο σχεδιασμό τους. Η Ρωσία δεν είχε σκοπό να επαναλάβει τα Ορλοφικά σε μια εποχή που είχε απέναντι της μια Ευρώπη σύμμαχο της Πύλης.
Η Ελλάδα θα ξεσηκωνόταν μόνο όταν έβλεπε πως η Ρωσία σήκωνε τα όπλα κατά των Οθωμανών. Στο βαθμό που αυτό δεν ήταν δυνατόν να συμβεί, χωρίς να υπάρχουν οι κατάλληλες διεθνείς προϋποθέσεις, η Ελλάδα έπρεπε να ξεσηκωθεί νομίζοντας ότι η Ρωσία σήκωνε τα όπλα. Όταν θα συνειδητοποιούσαν οι εξεγερμένοι στην Ελλάδα την αυταπάτη τους, θα ήταν πλέον αργά και τα χέρια τους βουτηγμένα στο αίμα.
Το κίνημα του Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία, ήταν μια εντυπωσιακή ρώσικη κίνηση. Το γεγονός ότι η «ελληνική επανάσταση» κηρύχθηκε δίπλα στα ρωσικά σύνορα υπό τα όμματα σχεδόν του ρωσικού στρατού, ότι ηγείτο αυτής ο στρατηγός υπασπιστής του τσάρου, ότι οι Ρώσοι αξιωματικοί διευκόλυναν με κάθε τρόπο τη διέλευση πάσης εθνότητας μισθοφόρων από τη Βεσσαραβία στις ηγεμονίες, ότι βρέθηκαν τόσα όπλα για να εξοπλιστούν 13.000 άνδρες (μαζί με αυτούς του Βλαντιμηρέσκου) και τόσα χρήματα για τη μισθοδοσία τους, έκανε όλο τον κόσμο να πιστέψει ότι το επόμενο βήμα ήταν η κήρυξη από τον τσάρο του πολέμου κατά της Πύλης. Αυτό ακριβώς πίστεψε ο σουλτάνος και άρχισε να σκέφτεται την υπεράσπιση πια της πρωτεύουσας του, αυτό ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων που συνέχισε να αντιστέκεται με υψηλό ηθικό, αυτό και ο λαός στην Ελλάδα που ωθούμενος από τους Φιλικούς ξεσηκώθηκε.
Το κίνημα στις ηγεμονίες ήταν ένας θεαματικός αντιπερισπασμός της Ρωσίας. Τη στιγμή που όλα τα μάτια ήταν στραμμένα στη Μολδοβλαχία, η Φιλική είχε αθόρυβα βάλει φωτιά στην Ελλάδα.
Η ταχύτητα μετάδοσης των ειδήσεων, το πόσο δηλαδή γρήγορα μπορούσες να μάθεις τα νέα την εποχή εκείνη, είναι ένας σημαντικός παράγοντας για να καταλάβουμε τι ήξερε ο κόσμος κάθε στιγμή. Ο άλλος παράγοντας ήταν ο απόλυτος σχεδόν αναλφαβητισμός που επικρατούσε στα Βαλκάνια. Οι ειδήσεις μέσα στο λαό μεταδίδονταν προφορικά, αργά και διαστρεβλωμένα.
Από το Βουκουρέστι μέχρι την Πάτρα ένα έγγραφο χρειαζόταν περίπου 15-20 ημέρες για να φτάσει στον προορισμό του. Οι πολιτικά ενδιαφερόμενοι εγγράμματοι στο Μοριά, ανεξαρτήτως στρατοπέδου, έμαθαν επομένως μεταξύ 9 και 14 Μαρτίου, ότι ο Υψηλάντης πέρασε τον Προύθο.
Η αποκήρυξη του Υψηλάντη από τον Τσάρο γίνεται γνωστή στη Μολδαβία στις 28 Μαρτίου. Οι εγγράμματοι ενδιαφερόμενοι στο Μοριά θα μπορούσαν να την πληροφορηθούν από τα μέσα Απριλίου και έπειτα. Τότε όμως είναι πλέον αργά: Μοριάς, Ρούμελη και νησιά έχουν ξεσηκωθεί σχεδόν στο σύνολό τους.
Πέρα από αυτό, η Φιλική είχε στήσει στην Ελλάδα ένα φοβερό μηχανισμό παραπληροφόρησης. Ιδού ορισμένα παραδείγματα:
Σύμφωνα με τον Φραντζή στις 21 Μαρτίου ο Παπαφλέσσας ανακοινώνει ότι «εγέμισε η Μάνη και το Μαραθονήσι από καράβια» (ρώσικα), στις δε 25 Μαρτίου ότι «πυρπολείται ο σουλτανικός στόλος, ότι δίδεται πυρ εις όλην την Κωνσταντινούπολιν, ότι φονεύεται ο σουλτάνος».
Ένας διαδοσίας, σύμφωνα πάντα με το Φραντζή, «πληροφορεί» με ενθουσιασμό στους εξεγερμένους της Αρκαδίας (Κυπαρισσίας), στα τέλη Μαρτίου, ότι είδε με τα μάτια του στην Καλαμάτα να αράζουν 80 καράβια (ρώσικα) με 20.000 άνδρες οι οποίοι ξεφόρτωσαν και γέμισαν τέσσερα σπίτια άρματα και κανόνια.
Ο Βάμβας αναγγέλλει τον Ιούλιο στους Κουντουριωταίους: «πρέπει να μάθετε ότι η Ρωσία εκήρυξε τον πόλεμο κατά του τυράννου και ότι συμμαχεί με ημάς. Ο κύριος Μυλωνάς, ο ρώσος κόνσουλας της Χίου, μας έφερε την χαροποιάν ταύτην αγγελίαν».
Ο Φιλήμονας γράφει πως ο Γ. Βαρνακιώτης λέει στους Ρουμελιώτες πως «ο αρχηγός του Γένους μας πρίγκιψ Υψηλάντης κυρίευσε την Αδριανέ (Αδριανούπολη) με το πυρ και τη μάχαιραν, και εντός ολίγου εμβαίνει και εις αυτήν την Κωνσταντινούπολιν». Και ο Βαρνακιώτης τα λέει αυτά όταν ο Υψηλάντης είναι ήδη αιχμάλωτος των Αυστριακών στο φρούριο του Μούγκατς.
Ο Κολοκοτρώνης στην Αλωνίσταινα «πληροφορεί» στους άντρες του πως «οι Ρούσσοι επήρανε την Ενδρενέ (Αδριανούπολη) και έως τώρα θα επήρανε και την Πόλιν και μας στέλνουν αρχηγόν εδώ με χρήματα, με μπαγιονέτες δέκα χιλιάδων και με πολεμοφόδια και όπλα».
Ο Αλ. Κριεζής διηγείται πώς έμαθαν την «πτώση» της Πόλης: «Αγροικούμεν έξω εις το Τρίκερι πυροβολισμούς και κανονιοβολισμούς. Στέλλω άνθρωπόν μου έξω με τη λέμβον να ιδή τι τρέχει και επέστρεψεν ευθύς και φωνάζει: «Τα συχαρίκια!». Ανέβη εις το κατάστρωμα και μοι λέγει ότι ήλθε γράμμα από το (Άγιον) Όρος γράφοντας ότι εις τας 2 Μαΐου επάρθη η Κωνσταντινούπολις! Ηρχίσαμεν και εκανοβολήσαμεν και ημείς περίπου 30 κανόνια, εκαθήσαμεν εις την τράπεζαν, εφάγαμεν ευθυμούντες και ήμεθα όλοι χαρές».
Η «αποκήρυξη» επομένως του Υψηλάντη, σε τίποτα δεν επηρέασε την πορεία της εξέγερσης στην Ελλάδα. Ο αντιπερισπασμός την Μολδοβλαχίας εξανάγκασε τα οθωμανικά στρατεύματα να μάχονται εκεί έως τα τέλη Αυγούστου, αντί να κατέλθουν στο νότο για να αντιμετωπίσουν τους ξεσηκωμένους στο νότο. Η «αποκήρυξη» του Υψηλάντη δεν ήταν τακτικός ελιγμός αλλά μια προσχεδιασμένη κίνηση ματ της ρωσικής διπλωματίας στη διεθνή σκακιέρα, η οποία απενοχοποίησε με θεαματικό τρόπο τη Ρωσία σχετικά με την κατηγορία της άμεσης εμπλοκής της στα γεγονότα. Ενώ η Ρωσία είχε πετύχει το στόχο της, την εξέγερση στην Ελλάδα, η δύση αγαλλίαζε για την «αποκήρυξη» του Υψηλάντη και συνέχιζε το μακάριο ύπνο της.
Τη στιγμή που ο τσάρος και ο Καποδίστριας είχανε ρίξει στάχτη στα μάτια όλης της Ευρώπης, ο Μέττερνιχ, ο πατριάρχης της δυτικής διπλωματίας, πιστεύοντας πως εξανάγκασε τον Αλέξανδρο Α΄ να αποκηρύξει τον Υψηλάντη, έγραφε τυφλωμένος στο ημερολόγιό του: «Ο Αλέξανδρος είναι πιότερο παιδί απ’ όλα τα παιδιά του κόσμου. Όσο για τον Καποδίστρια είναι πια νεκρός. Δε φοβάται τους νεκρούς ούτε τα φαντάσματα».
Απαιτώντας την «αποκήρυξη», ο Μέττερνιχ κατάπινε το ρωσικό δόλωμα. Το «μικρότερο παιδί του κόσμου» είχε θριαμβευτικά εξαπατήσει το «σοφό» γέροντα διπλωμάτη, ο δε «νεκρός» Καποδίστριας ήταν ήδη υποψήφιος κυβερνήτης του προσχεδιασμένου και ήδη εκκολαπτόμενου «ελληνικού κράτους».
Ο Υψηλάντης, οδηγούμενος εν αγνοία του, σε μία προαποφασισμένη και αναπόφευκτη για την ευόδωση της ρώσικης πολιτικής θυσία, είχε προσφέρει τη μέγιστη υπηρεσία στον τσάρο και τον Καποδίστρια.
Η ρωσική διπλωματία περνούσε τώρα στο δεύτερο σκέλος του σχεδίου της για το ’21. Ποιο ήταν αυτό; Το υπονοεί ο Καποδίστριας σε δύο επιστολές του.
Η πρώτη απευθύνεται προς την Ρωξάνδρα Έντλινγκ, στις 26 Μαρτίου 1820, δώδεκα μόλις μέρες μετά την επίσημη «αποκήρυξη»: «Εμείς δεν επιδοκιμάζουμε το γεγονός της επαναστάσεως, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα τηρήσουμε λιγότερο την αυστηρή ουδετερότητα, εκτός αν χρειαστεί η ψυχική παρέμβαση της Ρωσίας για να προστατεύσουμε τους Έλληνες από την εκδίκηση των Τούρκων».
Η δεύτερη επιστολή προς τον απόλυτα έμπιστό του μητροπολίτη Ιγνάτιο, στις 17 Ιουλίου, είναι περισσότερο αποκαλυπτική: «η επέμβαση της Ρωσίας θα γίνει όχι για να υποστηρίξει τους Έλληνες επαναστάτες, αλλά για ν’ αναγκάσει την Πύλη να σταματήσει τις ασυμβίβαστες με την ειρήνη αναταραχές που δημιουργεί με τις καταστροφές και τους φόνους σε βάρος των χριστιανών».
Η Ρωσία δεν είχε σκοπό να το παίξει «ουδέτερη» περισσότερο από ότι χρειαζόταν. Και αυτό που χρειαζόταν ήταν να αρχίσουν οι σφαγές των χριστιανών. Περιορισμένες σφαγές θα της επέτρεπαν μια περιορισμένη διπλωματική αντιοθωμανική αντεπίθεση. Γενικευμένες σφαγές θα της άνοιγαν το δρόμο για να περάσει στο επιθυμητό: από την κριτική των λόγων στην κριτική των όπλων.
Σύμφωνα με το ρώσικο σχέδιο έπρεπε η κοινή γνώμη της Δύσης να πιέσει τις ευρωπαϊκές Κυβερνήσεις να παρέμβουν υπέρ των εξεγερμένων χριστιανών. Και αυτή η κοινή γνώμη θα έπραττε τούτο μόνο στο βαθμό που βρισκόταν μπροστά σε γενικευμένες σφαγές του χριστιανικού πληθυσμού. Ο σουλτάνος Μαχμούντ Β΄ ήταν ωστόσο ευφυής πολιτικός και δύσκολα θα διολίσθαινε σε πολιτικές γενοκτονίας κατά των χριστιανών υπηκόων του. Έπρεπε λοιπόν να εξαναγκαστεί να ανεχθεί μια λογική αντιποίνων, μια εκδίκηση αίματος εις βάρος των χριστιανών. Και αυτό θα μπορούσε να συμβεί μόνο εάν το πρόγραμμα των εξεγερμένων ήταν η εξόντωση των μουσουλμάνων της Ελλάδας, κι αυτό ακριβώς ήταν το πρόγραμμά τους, όπως σύντομα φάνηκε.
Η γενοκτονία των μουσουλμάνων θα οδηγούσε στην ισλαμική απάντηση, στη γενοκτονία των χριστιανών, που θα επέτρεπε στο ρώσικο στρατό να προχωρήσει σε ιερό πόλεμο εναντίον της Πύλης με τις ευλογίες της χριστιανικής Δύσης.
Οι πρώτες σφαγές του μουσουλμανικού πληθυσμού στην Ελλάδα οδηγούν αναπόφευκτα στα πρώτα αντίποινα, σε σφαγιασμό Ρωμιών της Κωνσταντινούπολης, όχι μόνο επωνύμων και υπόπτων συμμετοχής στην εξέγερση, όπως του πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ και ορισμένων αρχόντων Φαναριωτών, αλλά και πολλών ανωνύμων αθώων. Και τότε η Ρωσία, πριν αλέκτωρ λαλήσει τρεις, δείχνει το πραγματικό πρόσωπό της.
Από την εισβολή του Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία, πέρασαν 67 μέρες μέχρι να επιτρέψει ο τσάρος στα οθωμανικά στρατεύματα να εισέλθουν σε αυτές. Χρειάστηκαν όμως μόνο 63 μέρες από την αποκήρυξη του Υψηλάντη και 47 μέρες από την είσοδο των Οθωμανών στις ηγεμονίες, για να συντάξει ο Καποδίστριας, εκμεταλλευόμενος τα πρώτα κατά των Ρωμιών αντίποινα, τελεσίγραφο προς το σουλτάνο, με το οποίο ουσιαστικά βάπτιζε τους στασιαστές «επαναστάτες» και δήλωνε πως η Ρωσία «συμφώνως με όλον τον χριστιανισμόν» δεν θα εγκατέλειπε στην εκδίκηση του τυφλού ισλαμικού φανατισμού «τους κατά θρησκείαν αδελφούς αυτής». Το τελεσίγραφο επιδίδει στην Πύλη ο Ρώσος πρεσβευτής Στρογκάνοφ, για την τότε συμπεριφορά του οποίου, ο Οθωμανός υπουργός των Εξωτερικών Ρείζ Εφέντης έλεγε χαρακτηριστικά πως «αν αποφασίζαμε να συρθούμε ως το Μπουγιουκντερέ (εκεί που βρισκόταν η ρώσικη πρεσβεία) για να ζητήσουμε συγγνώμη, ο Στρογκάνοφ θα απαιτήσει να πάμε με τα χέρια κάτω και τα πόδια πάνω».
Το τελεσίγραφο όριζε οκταήμερη προθεσμία στο σουλτάνο για να συμμορφωθεί με τις ρώσικες αξιώσεις. Η απάντηση του σουλτάνου δεν παρελήφθη από το Στρογκάνοφ γιατί καθυστέρησε μία μέρα να επιδοθεί. Στις 14 Ιουλίου ο Στρογκάνοφ μαζί με όλο το προσωπικό της ρώσικης πρεσβείας αναχωρεί με πλοίο από την Κωνσταντινούπολη. Οι ρωσοτουρκικές διπλωματικές σχέσεις διακόπτονται και ο τσάρος ενισχύει τη ρώσικη στρατιά της Βεσσαραβίας, ανεβάζοντας τον αριθμό των ενόπλων στους 180.000 άνδρες.
Το ρώσικο δέος πρόβαλε τώρα στις πραγματικές διαστάσεις του.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
1. https://greekhistory.freeservers.com/atorosikoshedhio.htm
2. Πάπυρους - Λαρούς - Μπριτάννικα.
Αμαλία Κ. Ηλιάδη