Όπως είναι γνωστό, οι οικονομικές, επιστημονικές, και καλλιτεχνικές εργασίες κρίνονται από το αποτέλεσμα, δηλαδή απ’ το έργο το οποίο προέρχεται απ’ τη δημιουργία του χεριού και του πνεύματος. Οι εργασίες, όμως, του σχολείου εργασίας δεν κρίνονται απ’ τα έργα αλλά απ’ τις μορφωτικές επιδράσεις τους, περισσότερο. Για να αξίζει μια εργασία από παιδαγωγικής απόψεως, πρέπει να συγκεντρώνει τις παρακάτω ιδιότητες:
Α) Αυτοτέλεια.
Ο μαθητής έχει αυτοτέλεια στην εργασία του όταν ο ίδιος θέτει το σκοπό της και εκλέγει τα μέσα με τα οποία θα φτάσει στην πραγματοποίησή του. Είναι όμως δυνατόν η εργασία του μαθητή να είναι αυτοτελής; Όχι, απαντούν οι περισσότεροι παιδαγωγοί (G. Piaget), αφού δεν είναι δυνατόν να είναι τελείως απαλλαγμένη απ’ τις υποκινήσεις, τις μεθοδεύσεις και καθοδηγήσεις του δασκάλου. Παρουσιάζεται, μάλλον, σαν κράμα ελεύθερων και δεσμευμένων ενεργειών, σαν εναλλαγή αυτενέργειας και κατευθυνόμενης ενέργειας. Η αυτοτέλεια στην εργασία θεωρείται τέρμα κι όχι αρχή και από τον διαφορετικό βαθμό της αυτοτέλειας που παρουσιάζει κάθε εργασία παίρνει και την αξία της. Η απλή ενέργεια του μαθητή, κατ’ απομίμηση ενός ξένου προτύπου εργασίας, είναι ο πρώτος σημαντικός σταθμός που οδηγεί σε αυτοτέλεια και θεωρείται ασυγκρίτως ανώτερη από το συνηθισμένο τρόπο διδασκαλίας του παλιού σχολείου, ο οποίος ευνοούσε την παθητική αποδοχή. Αυτός ο πρώτος σταθμός περιέχει πολλούς επιμέρους σταθμούς, που συνδέουν τις φάσεις μεταξύ της απλής ενέργειας και της πραγματικής δραστηριότητας, κατά τις οποίες ο εργαζόμενος μαθητής, λίγο-λίγο, αναδεικνύεται δημιουργικός.
Β) Συμφωνία με την ιδιαίτερη, προσωπική φύση του μαθητή (ή Αρχή της ατομικότητας).
Η εργασία στο σχολείο δεν είναι λογικό να είναι η ίδια για όλους τους μαθητές, εφ’ όσον η φύση τους είναι διαφορετική, αλλά να είναι σύμφωνη με την ιδιαίτερη προσωπικότητα του καθενός, δηλαδή να είναι προσωπική. Οι ψυχικές διαφορές χαρακτηρίζουν και συνιστούν την ατομικότητα του κάθε ανθρώπου. Βασισμένο σ’ αυτή την αρχή, το νέο σχολείο ζητά απ’ το κάθε παιδί να δώσει εκείνο που μπορεί και εκείνο για το οποίο έχει κάποια φυσική κλίση. Οι λόγοι που επιβάλλουν το σεβασμό της αρχής της ατομικότητας είναι ποικίλοι.
1) Ψυχολογικοί: όταν σεβόμαστε την ατομικότητα, ζητάμε απ’ το κάθε παιδί εκείνο που μπορεί να δώσει και, δίνοντας το κάθε παιδί ό,τι μπορεί, αποκτά αυτοπεποίθηση. Άρα το προφυλάσσουμε απ’ τα συμπλέγματα κατωτερότητας που γεννιούνται σ’ αυτό, όταν ζητούμε να μας δώσει ό,τι δεν μπορεί να δώσει και ταπεινώνεται ή χάνει το θάρρος του.
2) Παιδαγωγικοί: όταν σεβόμαστε την ατομικότητα του κάθε παιδιού, πετυχαίνουμε ανάλογη απόδοση και ανάλογη μόρφωση και, κατά συνέπεια, παιδαγωγούμε και δεν καταστρέφουμε.
3) Βιολογικοί: σεβόμενοι την ατομικότητα δε βλάπτουμε, με τη γνωστή καταπίεση, και δεν κωλύουμε την εξέλιξη του παιδιού. Απεναντίας, βαδίζουμε σύμφωνα με τη φύση του.
Γ) Οικονομία των δυνάμεων του μαθητή.
Αποτελεί συνηθισμένο σφάλμα της παιδικής εργασίας να εκτελείται με σπατάλη ενέργειας και με μεγάλη δαπάνη δυνάμεων. Γι’ αυτό, απαίτηση της οικονομίας της εργασίας είναι να ρυθμίζεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις της υγιεινής, ώστε η προσπάθεια και η αναψυχή να τίθενται σε ορθή σχέση. Έργο λοιπόν του Σχολείου εργασίας είναι να εισαγάγει τους μαθητές στην τέχνη του «εργάζεσθαι» για να ρυθμίζουν μόνοι τους την εργασία τους, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της ψυχικής υγιεινής.
Δ) Συμφωνία με τη φύση της ύλης.
Η εργασία, η οποία αποβλέπει στη μορφοποίηση του χαρακτήρα του μαθητή, οφείλει τη μορφωτική της δύναμη όχι μόνο στον τρόπο με τον οποίο μεταχειριζόμαστε-διατάσσουμε την ύλη, αλλά επίσης στο ποιόν της ύλης, γιατί το διδασκόμενο αντικείμενο έχει παιδαγωγική αξία ανεξάρτητα από τη μεθοδική σχηματοποίησή του. Γι’ αυτό η εργασία στο σχολείο δεν πρέπει να αδιαφορεί απέναντι στην ύλη. Αντίθετα, οφείλει να γνωρίζει και να κατανοεί το περιεχόμενό της για ν’ ανταποκρίνεται πλήρως σ’ αυτό.
Ε) Εγγύτητα προς τη ζωή.
Χωρίς την ιδιότητα αυτή ο σκοπός του σχολείου, δηλαδή η περαιτέρω αυτενεργός εξέλιξη του μαθητή και η ενεργός συμμετοχή του στη ζωή της κοινωνίας της οποίας αποτελεί μέλος, δε θα ήταν δυνατό να επιτευχθεί. Γι’ αυτό πρέπει να φροντίζει η εργασία να οδηγεί το μαθητή στην πραγματικότητα της ζωής και να μην αποβαίνει σκιά εργασίας, όπως συνέβαινε με το παλιό σχολείο της διδαχής. Οι εφημερίδες, τα περιοδικά, οι οδοιπορίες, οι εκδρομές, τα ταξίδια, τα ποικίλα εκπαιδευτικά προγράμματα κ.λ.π., στοιχεία της ζωής σε μια σύγχρονη κοινωνία, πρέπει να χρησιμοποιούνται από το σχολείο στο πλαίσιο της εργασίας. Επίσης, ο κινηματογράφος, το θέατρο, ο διάλογος και η συζήτηση, πράγματα τόσο κοντά στη ζωή, είναι πρόσφορα για χρησιμοποίηση στην εργασία.
ΣΤ) Αρχή της χρήσεως των πηγών γνώσεως.
Είναι η αρχή κατά την οποία τίποτα δεν πρέπει να μαθαίνει το παιδί χωρίς να καταφεύγει το ίδιο στις πηγές γνώσεως και χωρίς το ίδιο να γνωρίζει να κάνει ορθή χρήση των πηγών αυτών. Η αρχή αυτή εντάσσεται στη γενικότερη αρχή της αυτενέργειας και ανταποκρίνεται στην πασίγνωστη ρήση του Δημόκριτου: «Πολυνοίην, ου πολυμαθίην ασκέειν. Πολλοί πολυμαθέες νουν ουκ έχουσι».
Η θλιβερή εκείνη εποχή που ο δάσκαλος κατόρθωνε να εφοδιαστεί με την «άπασα ύλη» και, αντί να δείξει στα παιδιά τον τρόπο της χρήσης των βιβλίων, κρατούσε ζηλότυπα για τον εαυτό του την τέχνη να διαβάζει και να χρησιμοποιεί τα συγκεντρωμένα εκείνα βιβλία που και ο ίδιος τα έβλεπε σαν κάτι το εξαιρετικό, έχει πια περάσει ή τουλάχιστον θέλουμε να πιστεύουμε πως είναι έτσι. Το άτοπο αυτό δεν το δέχεται το Νέο Σχολείο, το κατ’ εξοχήν σχολείο εργασίας: αυτό θέλει να μάθει στο παιδί ν’ αντλεί γνώσεις απ’ ευθείας απ’ την πηγή κι όχι από δεύτερο χέρι. Οι ειδικοί λόγοι που συνηγορούν στη χρήση των πηγών γνώσεως είναι ψυχολογικοί, παιδαγωγικοί και βιολογικοί.
Όλα όσα αναφέραμε παρατηρούμε ότι είναι διαποτισμένα από μια μεγάλη αυτενέργεια του μαθητή που επιτέλους μπορεί να εκφραστεί ελεύθερα. Η αυτενέργεια έγινε βασικό στοιχείο της αγωγής ύστερα από τα πορίσματα της ψυχαναλύσεως και της μελέτης των ενστίκτων με τα οποία ιδιαίτερα ασχολήθηκε μεταξύ των άλλων και ο W.McDougall. Τόση σημασία αποδόθηκε στην αυτενέργεια ώστε το νέο σχολείο ονομάστηκε και σχολείο αυτενέργειας. Ο Wichterich αναφέρει πως χωρίς την ικανότητα για δημιουργική σκέψη και πράξη δεν είναι δυνατόν να οικοδομηθεί η παιδαγωγική ατμόσφαιρα. Και βέβαια οι σκέψεις και οι πράξεις για να είναι δημιουργικές πρέπει να έχουν το στοιχείο της προσωπικής εκφράσεως, να είναι δηλαδή αποτέλεσμα αυτενέργειας. Η αυτενέργεια των μαθητών είναι προϊόν αλλά και οργανικό στοιχείο της παιδαγωγικής ατμόσφαιρας του σχολείου. Χωρίς αυτήν ατονεί όλο το μορφωτικό κλίμα του σχολείου. Τελικά η αυτενέργεια αποδεικνύεται η πεμπτουσία του σχολείου εργασίας, αφού σημαίνει τη δραστηριοποίηση του ατόμου από εσωτερική, προσωπική του ανάγκη, χωρίς εξωτερικούς περιορισμούς και αφού στρέφεται στην επιτυχία σκοπών που έχει επιλέξει το δραστηριοποιούμενο άτομο.
Eνδεικτική Βιβλιογραφία:
1. Wichterich H. Pedagogische Atmosphare und menschliche Kommunikation, Rheinstetten 1977, 55.
2. Ξωχέλλης Παν., Παιδαγωγική του Σχολείου, Θεσσαλονίκη 1979.
3. Πετρουλάκης Ν., Προγράμματα, εκπαιδευτικοί στόχοι, μεθοδολογία, Αθήναι 1981.
4. Τατάκης Β., Παιδαγωγική, Αθήνα 1978.
5. Τσίριμπας Α., Γενική Διδακτική, Αθήναι 1959.
6. Τσουρέκης Δημ., Σύγχρονη Παιδαγωγική, Αθήνα 1981.
7. Χαραλαμπίδης Θ., Γενική Παιδαγωγική, Αθήνα α.ε.