… Την απαγορευμένη εκπομπή την άκουγε ο πατέρας μας από ένα μικρό δανεικό ραδιοφωνάκι καλά κρυμμένο σ’ ένα ντουλάπι του τοίχου. Το κανονικό μας ραδιόφωνο το είχαν σφραγίσει οι Ναζί, όπως όλα τα ραδιόφωνα στη χώρα, για να μην μπορεί κανείς ν’ ακούσει τις εκπομπές των συμμάχων. (…)
Τρύπωνα κι εγώ καμιά φορά στο δωμάτιο με το απαγορευμένο ραδιόφωνο, όχι για ν’ ακούσω τι θα έλεγε ο εκφωνητής από το Λονδίνο – τόσο γρήγορα και «μεγαλίστικα» που μιλούσε δεν τον πολυκαταλάβαινα. ΄Αλλος ήταν ο λόγος που σκαρφάλωνα στα γόνατα του πατέρα μου. Λίγο πριν ή λίγο μετά τις ειδήσεις, ακουγόταν ένα μουσικό κομμάτι που με μάγευε, με ηρεμούσε και δεν το χόρταινα ποτέ - σχεδόν όπως τη σοκολάτα.
«Ξέρεις από πού είναι η μουσική που σ’ αρέσει;» με ρώτησε ο πατέρας μου ένα βράδυ.
Σήκωσα τους ώμους. Πού να ήξερα;
«Είναι παρμένη από ένα μεσαιωνικό βρετανικό τραγούδι, με παράξενο τίτλο» μου εξήγησε. «Green Sleeves το λένε, που θα πει Τα πράσινα μανίκια».
΄Ηρθε τότε μεμιάς μπρος στα μάτια μου μια εικόνα που είχε μείνει στη μνήμη μου ζωηρή, κι ας είχαν περάσει κιόλας τρία ολόκληρα χρόνια, ας μην είχα κλείσει ακόμα τα τέσσερα τότε, ενώ τώρα κόντευα τα εφτά. Ξαναείδα με το νου την κυρία Σοφία, που με πήγε η ΄Ολγα να τη γνωρίσω λίγες μέρες πριν μπουν οι Γερμανοί στην Αθήνα – μια επίσκεψη που η ΄Ολγα ενθουσιασμένη μου τη θύμιζε πάλι και πάλι τα χρόνια που ακολούθησαν, ίσως γι’ αυτό να είχε χαραχτεί τόσο έντονα στο μυαλό μου.
«Η κυρία Σοφία Βέμπο είναι η μεγάλη μας τραγουδίστρια, την ακούμε από το ραδιόφωνο - ξέρεις ποια λέω», μου εξήγησε στο δρόμο, τη μέρα που πήγαμε να τη δούμε. «Εκείνη που τραγουδάει Με το χαμόγελο στα χείλη, Παιδιά της Ελλάδος παιδιά, Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του»...
Ναι, ήξερα, όλος ο κόσμος τα τραγουδούσε κείνα τα τραγούδια, πρώτη και καλύτερη η ΄Ολγα, που την έλεγαν στα Εξάρχεια «το αηδόνι της γειτονιάς». Τόσο, που η φήμη της έφτασε ως τ’ αυτιά της κυρίας Σοφίας Βέμπο και ζήτησε να γνωρίσει το κορίτσι με την ωραία φωνή.
Τρελάθηκε από τη χαρά της η ΄Ολγα, μα ντρεπόταν να πάει μονάχη στην κυρία Σοφία. Μ’ άρπαξε λοιπόν απ’ το χέρι και πήγαμε μαζί στην περίφημη μπλε πολυκατοικία των Εξαρχείων – εκεί έμενε η “τραγουδίστρια της νίκης”, όπως άκουγα να τη λέν’ οι μεγάλοι την κυρία Βέμπο. Μας υποδέχτηκε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο κι εμένα μου φάνηκε σαν νεράιδα – περίεργη νεράιδα ωστόσο, μελαχρινή και πολύ ανθρώπινη, όχι σαν τις ξανθές και αέρινες που έβλεπα σε βιβλία με ζωγραφιές.΄Εμεινα να την κοιτάζω εκστατική. Φορούσε – το θυμόμουν ολοζώντανα – μια πράσινη μπλούζα με φαρδιά, μακριά μανίκια. Με πήρε αγκαλιά, μου έδωσε ένα ολόζεστο φιλί...
«Πώς σε λένε μωρό μου;» έκανε ύστερα τη συνηθισμένη ερώτηση.
«Λότη» ψιθύρισα.
«Τι όνομα είναι αυτό το Λότη, από πού βγαίνει;» απόρησε.
«Πηνελόπη τη βαφτίσαμε, αλλά το κόψαμε λίγο, για να μην τη μπερδεύουμε με τη γιαγιά της τη συνονόματη, που ζούσε ως πέρσι» έδωσε τις απαραίτητες εξηγήσεις η ΄Ολγα για λογαριασμό μου.
«Τι κρίμα!» έκανε η κυρία Βέμπο. «Το κατακρεουργήσατε το Πηνελόπη, δεν το κόψατε απλώς! ΄Ενα τόσο ωραίο όνομα, αρχαίο ελληνικό να το πληγώσετε έτσι...»
Απογοήτευση έδειχνε τώρα το πρόσωπό της. Κι ήταν η πρώτη από τις μύριες φορές στη ζωή μου που λυπήθηκα κι εγώ για το καημένο μου τ’ όνομα, που είχε τραυματιστεί πριν απ’ τον πόλεμο χωρίς να πάρει μέρος σε καμία μάχη!
΄Επειτα έπιασε κουβέντα με την ΄Ολγα για το τραγούδι, τον πόλεμο, τους Γερμανούς, τις νίκες στα βουνά της Αλβανίας...
΄Οσο μιλούσαν, εγώ έμενα στην αγκαλιά της μαγικής κυρίας Βέμπο τυλιγμένη με τα φαρδιά πράσινα μανίκια της κι ένιωθα μια ζεστασιά παράξενη, ένα περίεργο αίσθημα γαλήνης και ασφάλειας.
«Ό,τι και να γίνει, στο τέλος η νίκη θα είναι δική μας» έλεγε στην ΄Ολγα με σιγουριά η κυρία Σοφία. «Θα τους νικήσουμε τελικά και τους Γερμανούς, όπως νικήσαμε τους Ιταλούς. Εγώ θα φύγω σε λίγο καιρό, θα πάω στη Μέση Ανατολή, στην Αίγυπτο ίσως ή αλλού, δεν ξέρω, μα όταν τελειώσει ο πόλεμος θα γυρίσω. Και τότε όλα θα διορθωθούν. Θα φροντίσουμε και για τη φωνή σου, θα σε στείλω...»
Δεν πρόφτασε να τελειώσει τη φράση της. Η μεγάλη σειρήνα που βρισκόταν στην ταράτσα της μπλε πολυκατοικίας βάλθηκε να ουρλιάζει.
«Συναγερμός!» πετάχτηκε η ΄Ολγα τρομαγμένη. «Πρέπει να γυρίσουμε γρήγορα σπίτι, να κατεβούμε στο καταφύγιο!»
Εγώ είχα κλείσει τ’ αυτιά μου κι έτρεμα σύγκορμη. Πάντα με τάραζε κείνος ο στριγκός απαίσιος ήχος, μα τούτη τη φορά ήταν πολύ δυνατότερος, πολύ πιο τρομαχτικός, έτσι που είχαμε τη σειρήνα πάνω από το κεφάλι μας.
«Καθίστε εδώ και μη φοβάστε καθόλου!», έμεινε ψύχραιμη η κυρία Σοφία. «Την Αθήνα κανένα αεροπλάνο δεν πρόκειται να τη βομβαρδίσει. ΄Εχουν υποσχεθεί να σεβαστούν την Ακρόπολη. Ο Πειραιάς μόνο κινδυνεύει, που είναι λιμάνι. Αν φύγετε τώρα, ώσπου να φτάσετε σπίτι σας, ο συναγερμός μπορεί και να έχει λήξει».
Είχε δίκιο. Η αγωνία δεν κράτησε πολύ εκείνη τη φορά. Σε λίγο η σειρήνα σήμανε «λήξη» του συναγερμού.
«Βλέπετε;» μας χαμογέλασε η κυρία Βέμπο. «Κανένας λόγος για πανικό».
΄Επειτα σηκώθηκε, άνοιξε ένα ντουλάπι και γύρισε με κάτι στα χέρια.
«Εσύ, μωρό μου, να μη στενοχωριέσαι για τίποτα, μ’ ακούς;» έσκυψε σε μένα. «Καιρός να βάλουμε κάτι στο στόμα μας τώρα!» μου έδωσε κείνο που κρατούσε.
΄Ηταν μια πλάκα σοκολάτα υγείας.
«΄Ισως σου φανεί πικρούτσικη, μα είναι η μόνη που δε χαλάει με τον καιρό», μου χάιδεψε το κεφάλι.
Βάλθηκα να την ξετυλίγω με λαχτάρα.
«Με την ησυχία σου, μη βιάζεσαι!» γέλασε κείνη. «Η σειρήνα που σε τρόμαξε θ’ αργήσει να ξαναχτυπήσει. Είπαμε: Καιρός για σοκολάτα τώρα!»…
Σκέφτομαι καμιά φορά πως ίσως από τότε δέθηκε μέσα μου η γεύση της σοκολάτας με την ανακούφιση, τη σιγουριά, την ηρεμία... Μπορεί από τότε, όποτε χρειάζομαι τούτα τα συναισθήματα, να λέω μέσα μου «καιρός για σοκολάτα!»
Toύτη τη φράση ξανάκουσα να τη λέει ο πατέρας μου στις 12 Οκτωβρίου του 1944.
Από το πρωί ξεσηκωμένη όλη η Αθήνα. Σημαίες ελληνικές άρχισαν γρήγορα να κυματίζουν παντού, πλημμύρισαν τα μπαλκόνια και τα καταστήματα. Ο κόσμος ξεχυνόταν στους δρόμους, οι άνθρωποι αγκαλιάζονταν ακόμα και χωρίς να γνωρίζονται – τους έβλεπα από το μπαλκονάκι του σπιτιού μας, στην Εμμανουήλ Μπενάκη 67 ήταν, ακριβώς πίσω από την πλατεία των Εξαρχείων...Οι καμπάνες χτυπούσαν σαν παλαβές, πανζουρλισμός στην πλατεία και το ραδιόφωνο, φανερά πια συντονισμένο στο σταθμό του Λονδίνου, να παίζει δυνατά τ’ αγαπημένα μου «πράσινα μανίκια».
Στην αρχή δεν καταλάβαινα πως και γιατί όλ’ αυτά.
«Τι έγινε;» ρώτησα τον πατέρα μου σαστισμένη.
«Φεύγουν οι Γερμανοί!» έσπευσε η ΄Ολγα να μου λύσει την απορία. «Ντύσου να πάμε στην Ομόνοια! ΄Ερχονται οι σύμμαχοι! Μπορεί να είναι μαζί τους κι η Σοφία Βέμπο!»
«Λευτερωθήκαμε, κοριτσάκι μου! Λευτερωθήκαμε πια!» μίλησε και η μάνα μου δακρυσμένη.
«Δηλαδή;» ξαναρώτησα έκθαμβη, κάτι σα ζάλη ένιωθα με τούτο το νέο - πολλή μεγάλη τέτοια χαρά για να χωρέσει στο πολεμόπληκτο παιδικό μου μυαλό...
Ο πατέρας μου γέλασε. Με σήκωσε ψηλά - πούπουλο ήμουν ακόμα στα εφτά μου χρόνια από το λιγοστό φαΐ της Κατοχής - και μου ψιθύρισε στ’ αυτί:
«Δηλαδή καιρός για σοκολάτα!»