Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα μικρό αγόρι που τον έλεγαν Νικόλα, ζούσε σε ένα όμορφο μεγάλο σπίτι και είχε μανία με τις μηχανές. Εγώ είμαι μηχανοδηγός έλεγε, φτιάχνω όλες τις μηχανές στα τραίνα, στα πλοία, μπορώ να πω και στα αεροπλάνα, έχω όλα τα κατσαβίδια, τις βίδες, τις λάμες, τα σφυριά, και τα λαδωτήρια, δεν υπάρχει τίποτε που να μην μπορώ να φτιάξω σε μια μηχανή.
Στις παρέες πρώτος, καταφερτζής και γλυκομίλητος, χαμογελαστός και πανέξυπνος, διάβαζε όλα τα μαθήματά του και μετά ήταν μηχανοδηγός, όχι εις βάρος της γνώσης του. Στα κορίτσια, πω πω κατακτήσεις, όλες μάλωναν για μια θέση δίπλα του στο κυλικείο ή στο προαύλιο. Δεν ήξερε ποια να πρωτοδιαλέξει, δεν άφηνε καμία παραπονεμένη, με όλες έκανε παρέα, και η παρέα δεν του έλειπε ποτέ.
Εκεί στη άκρη του δρόμου του Νικόλα, έμενε η Αθηνούλα, σε ένα όμορφο παλιό αρχοντικό, ξεχασμένο και από τον χρόνο, τίποτε δεν θύμιζε τα παλιά του μεγαλεία. Μόνη με τον ηλικιωμένο πατέρα της και την άρρωστη κουκλίτσα της, τόσο μικροσκοπική και τόσο συμπαθητική σχεδόν αόρατη. Μέσα από τον φράχτη του σπιτιού της δεν πέρναγε κανείς, συνήθως ήταν τόσο μόνη, τα ρούχα της παλιά αλλά καθαρά, έλαμπε το σπίτι που με τόση τέχνη στόλιζε η Αθηνούλα.
Έφτιαχνε στο πατέρα της ότι μπορούσε για να τον ευχαριστήσει και να τον κάνει να φάει, και για την κουκλίτσα της είχε πάντα μια καλή θέση στην σκιά. Πήγαινε σχολείο, γύριζε, μάζευε το σπίτι, μαγείρευε, και μετά καθόταν στο κήπο, μέχρι να βραδιάσει και να πέσει σε μια γωνίτσα του κρεβατιού, μόνη με τις αναμνήσεις, από την αγκαλιά της μαμάς της ή τα δώρα κάποιων γιορτών στο σπίτι, ή χαζεύοντας όμορφες κοριτσίστικες βιτρίνες που όλες δοκιμάζονταν πάνω της και εκείνη διάλεγε ότι πιο όμορφο για την ντουλαπίτσα της.
Μην φανταστείτε ήξερε να ξεχωρίζει τα όνειρα από την αλήθεια, μόνο που τώρα πια την μοναξιά και την αλήθεια δεν τα άντεχε πια και έτσι ταξίδευε με τον χαρταετό τον ονείρων της.
Κάποτε, κάποτε έφτιαχνε καραμελωμένα μήλα ή κουλουράκια βανίλια και τα μοίραζε στα παιδιά της γειτονιάς της. Πολλές φορές, έβγαινε βιαστικά με ένα βλέμμα υπεροχής και χαράς για την προσφορά της, τα μοίραζε και έφευγε, για να μην φανεί το φθαρμένο φόρεμά της ή οι τρύπιες καλτσούλες της, γιατί εκείνη αισθανόταν και ήταν πάντα όμορφη.
Μια μέρα καθώς έβγαζε βόλτα την αρρωστούλα κουκλίτσα της έπεσε πάνω στον Νικόλα, εκείνος περιστοιχισμένος από τους φίλους και τις φίλες του, πάνω στα όμορφα ποδήλατά τους, πέρασαν δίπλα της και σαν να ήταν σχεδόν αόρατη την προσπέρασαν αδιάφορα, αλλά ο Νίκος είδε στο καλάθι τα καραμελωμένα μήλα της, είχαν μείνει κανένα δυο, μα ποτέ δεν θα του πρόσφερε αφού ήξερε ότι ούτε καν θα τα πρόσεχε εκείνος και δεν ήθελε να καταλήξουν σε κάποιο κάδο.
Ο Νικόλας σκέφτηκε, τι όμορφα που είναι, δεν έχω ξαναδεί, πήγε δίπλα της και τότε ένοιωσε την ζέστη της, μια ζέστη να του ζεσταίνει την καρδιά, και της ζήτησε ένα, εκείνη με χαρά του πρόσφερε αν και της έκανε μεγάλη εντύπωση.
- χαίρομαι του είπε, Αθηνά,
- και εγώ είμαι ο Νίκος,
έφαγε μια μπουκιά, μια μπουκιά όλο γλύκα, όλο νοστιμιά, τίποτε το ιδιαίτερο, τίποτε το μεγάλο, ένα μηλαράκι με ζάχαρη, φτιαγμένο όμως με αγάπη, με ζήλο για την φιλία και την παρέα που τόσο της έλειπε.
- Θέλω να γίνουμε φίλοι της είπε ο Νίκος,
- Εντάξει, του είπε εκείνη,
Δεν είχαν τίποτε κοινό, μα δεν τους ένοιαζε, στην φιλία ποντάρισαν και οι δύο και κέρδισαν παρέα, ζεστασιά, παιχνίδι, εκείνος της έδινε ότι της έλειπε, δηλαδή παρέα, και εκείνη την ζεστασιά της, πράγμα που δεν αγοράζετε με όλα τα χρήματα του κόσμου, και δεν το βρίσκεις εύκολα πια στους φίλους σου.
Ήταν πραγματικοί φίλοι, γιατί η φιλία δεν έχει χρώμα, δεν έχει τάξη, δεν έχει τίποτε, και έτσι έχει τα πάντα στην αγκαλιά της γιατί απλά νοιώθει, αισθάνεται και μοιράζεται και κάνει όλα τα παιδιά του κόσμου ευτυχισμένα...
Αφιερωμένο στον φίλο μου Νικόλα-Μηχανοδηγό