Το ταξίδι αυτό το ονειρευόταν συχνά. Τελευταία είχε γαντζωθεί πάνω του σαν να 'ταν τ' όνειρο της ζωής της. Λες κι αν αυτό το ταξίδι στη Σκόπελο δεν πραγματοποιόταν, θα σκοτείνιαζε οριστικά, το πολλά υποσχόμενο μέλλον της. Ήταν ένα ταξίδι που μέσα της ταυτίστηκε μ' όλες τις ελπίδες να ξαναβρεί τον χαμένο της εαυτό.
Κι όμως η Αμαλία δεν είχε στερηθεί τα ταξίδια, που για άλλους παρέμεναν άπιαστα όνειρα. Ωστόσο, γι' αυτό το ταξίδι θα 'παιρνε μαζί της κομμάτια απ' τη ζωή της, που αποζητούσε διψασμένα να ξαναψάζει.
Τελευταία, κάποιες μυστικές φωνές τάραζαν το υποσυνείδητο της. Τόσες φωνές παλιών γνωρίμων να την καλούνε, κι αυτή ν' απαντά απελπισμένα μ' ένα πικρό και βαθύ αναστεναγμό... Στο τέλος, αποφάσισε να μαζέψει τις αόρατες αποσκευές της και να ξορκίσει το φάντασμα του έρωτα που την κυνηγούσε ανελέητα.
Τώρα, στα εικοσιεννιά της, ήταν έτοιμη. Είχε φτάσει το πλήρωμα του χρόνου να παλέψει μόνη της, ν' αντιμετωπίσει τα πανάρχαια τέρατα της μοναξιάς και του φόβου. Ήξερε βαθιά μέσα της πως οι αόρατες αποσκευές της, γεμάτες από αντοχή, καρτερία, δυναμισμό και ζωντανή μνήμη, θα αποδεικνύονταν αρκετές μπροστά στις επερχόμενες καταιγίδες... Νεφελώματα, που και που, σκότιζαν την καθαρότητα της σκέψης της, προειδοποιητικά σημάδια πως ο αγώνας της θα 'ταν δύσκολος. Όμως, ήθελε τόσο πολύ να ξαναβρεί τη χαμένη της ταυτότητα, που ένιωθε ικανή ν' αψηφήσει ακόμη και τις πιο ανυπέρβλητες δυσκολίες.
Η Αμαλία απέπνεε έναν αέρα ανεξαρτησίας που δύσκολα αγνοούσες, έναν αέρα όμοιο με την αύρα του πελάγους, που αέναα επιβεβαιώνει τους νόμους της κίνησης και της εξέλιξης... που ψιθυρίζει στους ταξιδιώτες πως ο πολιτισμός γεννήθηκε απ' τη θάλασσα και τους κυματισμούς της.
Επιτέλους. Καθόταν στο κατάστρωμα κι αγνάντευε τους γλάρους. Πόσο χαμηλά πετούσαν! Μπορούσαν, σχεδόν, να την αγγίξουν. Προσπαθούσε ν' αποδιώξει απ' το μυαλό της εικόνες παλιές που τη βασάνιζαν, ρουφώντας, μαζί με τον καφέ της, χαρούμενες, καλοκαιρινές παραστάσεις. Κι η προσπάθεια της καρποφορούσε, κι αυτό την αναπτέρωνε.
Η φιγούρα της, έτσι όπως ήταν στημένη απέναντι στον ήλιο, θα μπορούσε να διαπεραστεί απ' το άσπρο φως και σχεδόν γυάλινη, διάφανη, να πετάξει πάνω απ' το πέλαγος... να ξεφύγει... ν' αφήσει πίσω της ό,τι την είχε απογοητεύσει, όσους την είχαν πληγώσει... Μια αναζητήτρια του γνήσιου, ανικανοποίητη κι αηδιασμένη απ' τις συμβάσεις της κοινωνικής ζωής κι απ' την υποκρισία όσων, δήθεν, την αγάπησαν.
0 Βόλος, πλέον, ήταν μακριά. Και μαζί του, κι οι έρωτες της που την σημάδεψαν για πάντα. Αυτοί, που, ανεξήγητα κι αναίτια, την ξέχασαν... Οι κανόνες της κοινής λογικής και η απλή, καθαρή γλώσσα της αγάπης που γνωρίζει, προσπάθησαν, μα δεν κατάλαβαν το γιατί... Όμως τώρα, μετά τον οξύ πόνο, είχε απομείνει στα χείλη και στην καρδιά της μόνο μια γλυκόπικρη αίσθηση... Αναλογίζεται πόσο μάταια είναι όλα και βυθίζεται, προς στιγμήν, σε μελαγχολία. Αλλά αμέσως συνέρχεται, σκεφτόμενη πως, τουλάχιστον η Σκόπελος, με το γραφικό και ειδυλλιακό της περιβάλλον, προσφέρεται για τις μεγάλες της "αγάπες": τη ζωγραφική, το μόνιμο πάθος της, που ποτέ ως σήμερα, δεν την είχε εγκαταλείψει. Σ' αυτή κατέφευγε, σαν σε ζεστή φωλιά, για να κατευνάσει τις τρικυμίες της ψυχής της. Κι όταν οι άνθρωποι αποδεικνύονταν ανάξιοι της αγάπης της, η ζωγραφική, η ποίηση και η φωτογραφία ήταν οι μόνες που δεν την πρόδωσαν. Η τέχνη στάθηκε πάντα πλάι της, ανεκτίμητη βοηθός και συμπαραστάτρια στις ψυχικές της ωδίνες.
Με τέτοιες κι άλλες σκέψεις το καράβι πλησίαζε στο νησί. Το αντίκρισε σαν τον παράδεισο της ξεχασμένης της αθωότητας, σαν το χαμένο νησί της παιδικής της ηλικίας, τώρα που την πνίξαν οι φόβοι κι η μοναξιά... Η Σκόπελος έσφυζε από ζωή. Τα γέρικα πλατάνια της παραλίας, της έγνεφαν καταφατικά, θροΐζοντας τα φύλλα τους, που είχαν πάρει να κιτρινίζουν. Τα μπαράκια και τα κέντρα που κρύβονταν επιδέξια πίσω τους την καλούσαν. Σκέφτεται πως όλα προσπαθούν να συμβαδίζουν με το πνεύμα της εποχής και τις επιταγές της θεάς μόδας.
Καθώς το πλοίο πλησίαζε στην προκυμαία, το πλήθος του κόσμου από κάτω μυρμήγκιαζε και συνωστιζόταν. Βιαζόταν κι αυτό να ταξιδέψει. Η εικόνα του της ήταν γνώριμη κι αγαπημένη. Κατέβηκε προσεκτικά μαζί με άλλους, άγνωστους, απ' το πλοίο, κι όταν πάτησε στη στεριά ανάσανε μ' ανακούφιση. Ένιωσε το έδαφος σταθερό κάτω απ' τα πόδια της. Καλό σημάδι.
Περνούσε μέσα από φιδωτά καλντερίμια, κάτω από ξύλινες καμάρες στεφανωμένες με κισσούς. Οι πέτρινες πλάκες, που ήταν στρωμένες κάτω, αντηχούσαν απ' το νευρώδες βάδισμα της. Κατευθύνθηκε προς το σπίτι, όπου είχε κλείσει δωμάτιο για έναν ολόκληρο μήνα. Της χρειαζόταν χρόνος για την πιο σημαντική εύρεση: την εκ νέου ανακάλυψη του εαυτού της. Ένιωθε πως απ' τη στιγμή που πάτησε στο νησί, μια αλλαγή άρχισε να συντελείται στη ζωή της. Αρπάχτηκε μ' ενθουσιασμό απ' τις ομορφιές του. Τουλάχιστον, άλλαξε περιβάλλον, και αυτό τώρα ήταν το σημαντικότερο.
Κάτω απ' την ξύλινη πόρτα του παραδοσιακού σπιτιού που είχε νοικιάσει, βρέθηκε αργότερα να παραμερίζει τα εναέρια φυτά, για να μπορέσει να περάσει. Κανόνισε τα της διαμονής της χωρίς περιττές κουβέντες. Είχε ανάγκη από χαλάρωση και ξεκούραση.
Εκείνο το μεσημέρι κοιμήθηκε βαθιά κι είδε ένα παράξενο όνειρο. Η μνήμη της και το υποσυνείδητο της συνεργάστηκαν για να φέρουν στην επιφάνεια εικόνες παλιές κι αγαπημένες: το πατρικό της σπίτι στα Τρίκαλα, με τα πολύτιμα εκείνα αντικείμενα, τα κινέζικα βάζα, τις πορσελάνες, τις ασημένιες κορνίζες και τα ρομαντικά μυθιστορήματα που συνήθιζε να διαβάζει στην εποχή της εφηβείας της, τοποθετημένα με τάξη στη μεγάλη βιβλιοθήκη... Τ' όνειρο την αναστάτωσε ήρεμα.
Όμως το απόγευμα ήταν γλυκό κι αποφάσισε να περιδιαβάσει χωρίς συγκεκριμένο σκοπό στα καλντερίμια του νησιού, χαζεύοντας τις βιτρίνες των φανταχτερών του μαγαζιών με είδη λαϊκής τέχνης κι ένα σωρό άλλα χαριτωμένα μικροπράγματα, σκέτα στολίδια.
Περπατώντας, σταμάτησε σ' ένα κατάστημα που πουλούσε πολύχρωμες μαριονέττες. Οι λεπτομέρειες της ένδυσης και της έκφρασης των προσώπων τους την τρόμαζαν. Κάποιες απ' αυτές, παρίσταναν αποτρόπαιες γριές μάγισσες, άλλες καταχθόνιους και μοχθηρούς νάνους ή ψυχανώμαλους γεράκους. Ξαφνικά, την κατέλαβε ένας ακατανίκητος φόβος: τριγυρνούσε, εδώ και ώρα, μόνη στο νησί, χωρίς να την συνοδεύει η σκέψη των αποτυχημένων της ερώτων. Ξαφνικά, η έμμονή της ιδέα την εγκατέλειπε. Είχε μείνει μόνη, χωρίς τη νοερή της συνοδεία και φοβόταν.
Περπατούσε γοργά, προσπαθώντας να ξαναγυρίσει στο παρελθόν, σ' εκείνες τις γλυκιές μέρες, τις γεμάτες έρωτα... Μα αυτά τα ξαφνικά βουτήγματα εκεί πίσω δεν διαρκούσαν για πολύ. Ήθελε να βρει έναν τρόπο να τα παρατείνει.
Γύρισε στο σπίτι και κλείστηκε στο δωμάτιο της. Θα ξαναζούσε τις μέρες της ζωής της που την σημάδεψαν για πάντα. Άνοιξε το παλιό της ημερολόγιο κι άρχισε να βυθίζεται στις σελίδες του...
Τώρα, άρχιζε να ευγνωμονεί όλους κι όλα, ακόμη κι όσους κάποτε μίσησε η ένιωσε την ανάγκη να εκδικηθεί για το κακό που της είχαν προκαλέσει. Το είναι της στάλαζε μέλι. Απέραντη ευγνωμοσύνη την πλημμύριζε για τον "Καιρό" για τη συμπυκνωμένη εμπειρία που απόκτησε τα τελευταία έξι χρόνια. Απ' το 1990 ως το 1996 που μετρούν οι μέρες της, οι γλυκιές από έρωτα, μεγάλωσε η ψυχή της και πλάτυνε πολύ η καρδιά της. Απ' τα εικοσιτρία της ως τα εικοσιεννιά της χρόνια, σμίλευε σκληρά κι ακούραστα το γλυπτό πού 'κρυβε μέσα της από παλιά, ακατέργαστο. Και τώρα το καμάρωνε λεπτοδουλεμένο, ένα πραγματικό κομψοτέχνημα.
Πριν έρθουν οι πολυπόθητες μέρες, αυτές οι μέρες οι γλυκιές από έρωτα, μ' ένα γερμανικό βαφτιστικό κι ένα κυπριακό επίθετο που τη δίχαζαν, η ουσία της ψυχής της βρισκόταν πέρα απ' τους τόπους. Οι καταγωγές και τα τοπικιστικά αισθήματα την έπνιγαν, από τότε που θυμάται τον εαυτό της. Διψούσε για ελευθερία και για ατομικότητα, που δεν συμβιβάζονταν με την επαρχιακή πόλη, όπου γεννήθηκε. Στα Τρίκαλα, η ομίχλη και η υγρασία το χειμώνα παραλύουν το μυαλό των ανθρώπων κι έτσι η κρίση τους ατονεί. Γι' αυτό κι ανέκαθεν μισούσε τους συντοπίτες της με το μπλοκαρισμένο και "χαλασμένο" τους μυαλό. Τους μισούσε για την έλλειψη κατανόησης και για το ότι η καρδιά τους έμοιαζε πάντα, γι' αυτήν, με στενή φυλακή χωρίς φως.
Σήμερα, που είναι πια εικοσιεννιά χρονών και δεν ζει μόνιμα εκεί, έρχονται στιγμές που τα νοσταλγεί, γιατί τα εξιδανικεύει. Όμως τότε, στα εφτά της χρόνια, άρχισε να νιώθει άβολα μέσα στην στενάχωρη καθημερινότητα τους. Η αλήθεια είναι πως τώρα είναι κουρασμένη και νυστάζει... όσο κι αν προσπαθήσει να θυμηθεί τα παιδικά της χρόνια, δεν θα τα καταφέρει. Ίσως γιατί, υποσυνείδητα, θα 'θελε να ζήσει μια ζωή πιο έντονη, βουτηγμένη, κυριολεκτικά, στο ναρκωτικό της επωνυμίας και της δημοσιότητας. Γιατί, όπως όλοι οι ταπεινοί και κοινότυποι θνητοί, αρπάχτηκε, κάποτε, κι αυτή απ' το μικροαστικό όνειρο του να γίνει γνωστή, "σημαντική"... Αργότερα, όταν ωρίμασε, κατάλαβε πως μάταια βαυκαλιζόμαστε με ανυπόστατες μεγαλομανίες, που μολύνουν και μικραίνουν την ψυχή μας. Η μόνη "ουσία" που εξύψωσε και πλάτυνε την ψυχή της στάθηκε ο έρωτας, ο γήινος, ο αληθινός. Τώρα πια, ένιωθε ευλογημένη που το ταξίδι της στα "νησιά" συνεχιζόταν... Κι είχε πολλά ακόμη να της προσφέρει... |