Ο Οδυσσέας φτιάχνει μια σχεδία, για να φύγει απ' το νησί της Καλυψώς
«Ο Οδυσσέας έκοβε τα ξύλα και γρήγορα τέλειωνε η δουλειά. Έκοψε είκοσι κορμούς, τους πελέκησε με το τσεκούρι, τους έξυσε με τέχνη και τους ίσιωσε. Ύστερα, με τα τρυπάνια που του έφερε η Καλυψώ, τους τρύπησε όλους και ένωσε τον έναν με τον άλλον. Έκανε το κατάρτι κι ύστερα το τιμόνι. Έφραξε τις τρύπες με τρυφερά κλωνάρια λυγαριάς να μην μπαίνει το κύμα και σκόρπισε μέσα πολλά κλαδιά. Στο μεταξύ η Καλυψώ του 'φερε υφάσματα, για να φτιάξει πανί. Κι έδεσε και παλαμάρια πάνω στη σχεδία. Τέλος, με μοχλούς την έριξε στη θάλασσα».
(Ομήρου, Οδύσσεια)
Β
Το παλάτι του Αλκίνοου
«Μια λάμψη σαν του ήλιου και του φεγγαριού ξεχυνόταν από το παλάτι του Αλκίνοου. Από τη μια και από την άλλη υψώνονταν χάλκινοι τοίχοι, από το κατώφλι ως απάνω. Θύρες χρυσές έκλειναν ασφαλισμένα το γεροχτισμένο οικοδόμημα. Στο ασημένιο κατώφλι στερεώνονταν χάλκινοι παραστάτες. Το ανώφλι ήταν ασημένιο και ο κρίκος πάνω στην πόρτα χρυσός. Κι από κι από κει στέκονταν ασημένια σκυλιά, που τα 'χε φτιάξει ο Ήφαιστος με το μαστορικό του μυαλό να φυλάνε το παλάτι του μεγαλόκαρδου Αλκίνοου και να 'ναι αθάνατα κι αγέραστα όλες τις ημέρες».
(Ομήρου, Οδύσσεια)
Β
Έξοδα για τους εργάτες των πυραμίδων
«Πάνω σε μια πυραμίδα είναι σημειωμένα με αιγυπτιακά γράμματα πόσα χρήματα ξοδεύτηκαν για τα κρεμμύδια και τα σκόρδα που έτρωγαν οι εργάτες, οι οποίοι δούλεψαν εκεί. Κι αν τόσα πολλά χρειάστηκαν για να τραφούν οι εργάτες μόνο με σκόρδα και κρεμμύδια, σκέφτεται κανείς πόσα θα ξοδεύτηκαν για τα σιδερένια εργαλεία, για την τροφή και τα ρούχα των εργατών… Και πόσα χρόνια να κράτησε όλη αυτή η κατασκευή, από το κόψιμο της πέτρας και τη μεταφορά της, ώσπου να τελειώσουν το έργο».
(Ηροδότου, Ιστορίαι)
Β
Πως οι Καρχηδόνιοι έκαναν εμπόριο με τους κατοίκους της Λιβύης
«Όταν έρθουν στη Λιβύη οι Καρχηδόνιοι και βγάλουν έξω τα εμπορεύματά τους, τα αραδιάζουν στην παραλία. Ανεβαίνουν πάλι στα πλοία τους και υψώνουν καπνό. Οι ιθανενείς (ντόπιοι), όταν δουν τον καπνό, κατεβαίνουν στην παραλία, αφήνουν χρυσάφι για την αξία των εμπορευμάτων και απομακρύνονται.
Οι Καρχηδόνιοι ξαναβγαίνουν από τα πλοία και εξετάζουν το χρυσό. Κι αν δουν πως το χρυσάφι ισοφαρίζει την αξία των εμπορευμάτων τους, το παίρνουν και φεύγουν. Αν τους φανεί όμως πως δεν ισοφαρίζει, μπαίνουν πάλι στα πλοία τους και περιμένουν. Τότε, οι ντόπιοι πλησιάζουν και προσθέτουν κι άλλο χρυσάφι, ωσότου τους ικανοποιήσουν. Κανείς, κι από τα δύο μέρη, δεν αδικεί τον άλλον. Γιατί ούτε οι Καρχηδόνιοι αγγίζουν το χρυσό, αν δεν είναι αρκετός, ούτε οι ιθαγενείς αγγίζουν τα εμπορεύματα προτού οι Καρχηδόνιοι πάρουν το χρυσό».
(Ηροδότου, Ιστορίαι)
Β
Το εμπόριο των Πυγμαίων
Οι Πυγμαίοι, μια φυλή που ζει σε πρωτόγονη κατάσταση στην Αφρική, κάνουν ακόμη και σήμερα το εμπόριο όπως το περιγράφει ο Ηρόδοτος για παλαιότερους κατοίκους εκείνης της Ηπείρου.
Οι Πυγμαίοι αφήνουν τα προϊόντα τους –δέρματα, ελεφαντόδοντο, κρέας– στην άκρη του δάσους όπου ζουν. Ο πελάτης έρχεται κοντά, παίρνει το εμπόρευμα και αφήνει την πληρωμή – μια σιδερένια αιχμή δόρατος, αλάτι κ. α. Κανείς δεν κλέβει στη συναλλαγή. Σωστά, ο τρόπος αυτός της συναλλαγής ονομάζεται σιωπηρό εμπόριο.
Β
Βόδια ή χρυσάφι;
Στα παλαιότατα εκείνα χρόνια δεν υπήρχαν νομίσματα. Η συναλλαγή γινόταν με διάφορα εμπορεύματα, όπως βόδια, ζώα, ψάρια, δέρματα.
Στον Όμηρο συναντάμε τη λέξη «πολυβούτης». Πολυβούτης είναι ο πλούσιος, αυτός που έχει πολλά βόδια. «Αβούτης» είναι ο φτωχός, αυτός που δεν έχει βόδια. Τα όπλα του Διομήδη, λένε, άξιζαν εννέα βόδια.
Επειδή όμως η συναλλαγή των ανθρώπων με εμπορεύματα και βόδια ήταν δύσκολη, οι άνθρωποι άρχισαν να συναλλάσσονται με σίδερο, χαλκό, ασήμι, χρυσό. Όποιος ήθελε να αγοράσει κάτι έδινε σιδερένιες βέργες ή αντικείμενα φτιαγμένα από μέταλλο, όπως τσεκούρια, λέβητες, τρίποδες κ.ά.
Όταν άρχισαν να μεταχειρίζονται τα μέταλλα οι άνθρωποι, η λέξη πολυβούτης αντικαταστάθηκε με τις λέξεις πολύχρυσος και πολύχαλκος.
Β
Οι κάτοικοι της Ελλάδας ταξιδεύουν και εμπορεύονται
«Η Αθηνά με τη μορφή του Μέντη επισκέπτεται το παλάτι του Οδυσσέα και απαντά στις ερωτήσεις του Τηλέμαχου: για όλα αυτά που με ρωτάς θα σου απαντήσω, λέγοντάς σου την αλήθεια: καυχιέμαι πως είμαι ο Μέντης, ο γιος του Αγχίαλου και είμαι βασιλιάς των Ταφίων, που αγαπούνε το κουπί. Και τώρα μόλις έφθασα εδώ με το καράβι μου και με τους συντρόφους, ταξιδεύοντας στη θάλασσα. Πάω για την Τεμένη, σε ανθρώπους που μιλούν άλλη γλώσσα. Θα πάρω χαλκό και θα δώσω αστραφτερό σίδερο».
(Ομήρου, Οδύσσεια)
Β
Στο νησί της Κρήτης
«Στη μέση του πελάγου είναι ένα νησί, η Κρήτη, όμορφο, εύφορο, περιζωσμένο με θάλασσα. Έχει αμέτρητους κατοίκους και ενενήντα πόλεις. Κάθε λαός εκεί μιλάει τη δική του γλώσσα. Η μεγαλύτερη πόλη του νησιού είναι η Κνωσός, όπου βασίλευε ο Μίνωας, που κάθε εννιά χρόνια συνομιλούσε με το Δία».
(Ομήρου, Οδύσσεια)
Β
Πως έπαιρναν τα ονόματά τους στην Κρήτη
«Έχουν και μια παράξενη συνήθεια στην Κρήτη, που δεν την βρίσκουμε πουθενά αλλού. Το όνομά τους το παίρνουν από τη μητέρα τους και όχι από τον πατέρα. Κι όταν ρωτήσετε κάποιον ποιος είναι, εκείνος θ' αραδιάσει τη γενιά του ανεβαίνοντας από μητέρα σε γιαγιά. Και αν μια γυναίκα από ελεύθερη γενιά κάμει νοικοκυριό με δούλο, τα παιδιά τους θεωρούνται ότι είναι από καλό σόι. Αν όμως ένας πολίτης, έστω κι αν είναι από τους πρώτους, έχει γυναίκα ξένη, τα παιδιά τους δεν τα λογαριάζουν καθόλου».
(Ηροδότου, Ιστορίαι)
Β
Η δύναμη του Μίνωα και της Κρήτης
«Έλεγαν ότι ο Μίνωας απέκτησε μεγάλη ναυτική δύναμη και τα ψηλοκάταρτα καράβια του αρμένιζαν στις θάλασσες από την Κρήτη μέχρι τις Κυκλάδες και πιο πέρα ακόμα. Καθάρισε τη θάλασσα από τους πειρατές που λήστευαν τα πλοία κι άρπαζαν τις πραμάτειες. Τα νησιά των Κυκλάδων τα απέκτησε, αφού έδιωξε από κει τους παλιούς κατοίκους τους. Έπειτα μοίρασε στους γιους του τα νησιά και τους έκανε τρανούς ηγεμόνες».
(Θουκυδίδη, Ιστορία)
Το σχολείο στο παλάτι της Κνωσού: το παλάτι είχε και το σχολειό του! Μια κάμαρα βορειοανατολικά του παλατιού με πέτρινους πάγκους τριγύρω. Στο βάθος υψωνόταν η έδρα του δασκάλου και μπροστά της, χαμηλότερα μια άλλη έδρα. Στη χαμηλότερη τούτη έδρα ανέβαινε ο μαθητής, κρατούσε μαλακό πηλό κι απάνω του μάθαινε να χαράζει τα παράξενα σημάδια της κρητικής γραφής. Αν έκανε λάθος, τα 'σβηνε μαλάζοντας τον πηλό και χάραζε άλλα.