Της μαύρης νύχτας όμηρος, των ποιητών προφήτης,
της Μούσας σύντροφος πιστός, στα έμμετρα τεχνίτης,
τραγούδησε τη φοβερή του Αχιλλέως μήνιν
και τ’ άλλα που γινήκανε στο Ίλιο για ’κείνην.
’Κείνην την όμορφη κυρά, απ’ τη Λακεδαιμόνα,
που μάζεψ’ όλον το ντουνιά στο μυθικό αγώνα.
Γιατί την έδωσ’ η Θεά, αντάλλαγμα σ’ εκείνον,
σαν πήρ’ απ’ τον Αλέξανδρο της Έριδος το μήλο.
Αχ, γιατί μας τό ’κανες, Θεά θαλασσογεννημένη,
γιατί να ρίξεις στη φωτιά όλην την οικουμένη;
Σοφια είχε η Αθηνά και σύνεσιν η Ήρα,
μα από ’σένα έρωτα πίκρες μονάχα πήρα.
Αυτά γινήκανε παλιά, στα χρόνια των ηρώων.
Τώρα ερείπια μοναχά στα χώματα των Τρώων.
Χάθηκε πια ο ποιητής, πάνε κι οι βασιλιάδες,
τροπαιοφόροι Δαναοί, εγίνανε ραγιάδες.
Τώρα του τραγουδιού κυρά, γίνε δικό μου ταίρι.
Δος μου κουράγιο στην καρδιά και κράτα μου το χέρι.
Να τραγουδήσω και να πω, να γράψω ιστορία,
γι’ αυτά που γίνανε μετά το χαλασμό στην Τροία.
Σα χόρτασ’ ο Σιμόεντας κι ο Σκάμαντρος το αίμα,
κίνησαν τα ορθόπλωρα καράβια ένα-ένα,
πίσω να πάν’ τους Αχαιούς, στην ποθητή πατρίδα,
στη Σπάρτη, στ’ Άργος το παλιό, στη μαύρη Σαλαμίνα.
Μα δεν τα λογαριάσανε καλά οι εθνοσωτήρες.
Τα βάσανα δεν πάψανε για τους παλιούς μνηστήρες.
Φουρτουνιασμένες θάλασσες, έχτρες, παλιές βεντέτες,
άλλοι στην περιπλάνηση και άλλοι φονευθέντες.
Ένας μονάχα γλίτωσε τα βάσανα, το αίμα,
αυτός που δεν ατίμασε τα χείλη του με ψέμα.
Ο αργοναύτης ο παλιός, βοηθός του Ηρακλέους,
των Λαππιθών ο ήρωας, ο Νέστωρ του Νηλέως.
Για τρεις γενιές βασίλεψε στην πάνσοφο την Πύλο,
αυτός που αποκαλούσανε Θεοί κι άνθρωποι φίλο.
Όμως, κανείς δεν έζησε στον κόσμο αυτόν αιώνια.
Έτσι κι ο γέρος έσβησε κι ήρθανε άλλα χρόνια.
Τώρα, της Πύλου το καστρί κοιτάει τη Σφακτηρία,
θυμάται την παλιά ζωή και κλαίει μ’ απελπισία.
Τώρα στα καταγάλανα νερά του Ναβαρίνου,
φωνές βαρβάρων αντηχούν και του ρωμέικου θρήνου.
Τι έγινε; πώς φτάσαμε να καταντήσουμ’ έτσι;
Της λευτεριάς το λάβαρο πώς τ’ άφησες να πέσει;
Θυμάσαι που τραγούδαγες, με το σπαθί στο χέρι:
"Ακόμα τούτη η άνοιξη, τούτο το καλοκαίρι";
Και ήρθανε οι άνοιξες, ήρθαν τα καλοκαίρια,
ήρθαν και φύγαν άπραγα τα τούρκικα τ’ ασκέρια.
Πήρανε τα κλεφτόπουλα τη λευτεριά στα χέρια.
Γέμισε πάλι ο ουρανός ο σκοτεινός μ’ αστέρια.
Της Αραπίτσας τα νερά, του Ζάλογγου τα βράχια,
της Σαμαρίνας τα παιδιά, του Byron τα δάκρυα,
γίναν φωτιά μες στις ψυχές, γίνανε καριοφύλια,
χαμογελάσανε ξανά τα πικραμένα χείλια.
Στη Ρούμελη και στο Μωριά βγήκαν καπεταναίοι,
σαν ουρανοί αθάνατοι, σαν Έλληνες ωραίοι.
Γίναν τραγούδι, προσευχή, γίνανε παραμύθι,
γίνανε ξόρκι στη ντροπή, αντίδοτο στη λήθη.
Μα ακόμα δεν προκάνανε δυο βήματα, μια ανάσα,
αμέσως αναλάβανε τα φράκα και τα ράσα.
Ποιος είν’ ο πλέον άξιος, ποιος ημπορεί ν’ αντέξει;
Καινούργιο αφέντη ο ραγιάς καλείται να διαλέξει.
Κι αρχίσανε να πολεμούν (Έλληνες, όπως πάντα)
πάνω στο κουρασμένο σου κορμί, μικρή μου Ελλάδα.
Τι τάχα να μοιράσουνε και ποιον να κυβερνήσουν;
Κείνα που μας ενώσανε, τώρα θα μας χωρίσουν.
Λυσσούν οι κοτσαμπάσηδες και τρίζουνε τα δόντια.
Οι κλέφτες στήνουνε χορό στα μαρμαρένια αλώνια.
Κι από κοντά οι βασιλείς και των εθνών οι εμπόροι,
να σ’ αγοράζουν την ψυχή, να σου πουλούν το βόλι.
Μ’ αυτά, μ’ εκείνα, το λοιπόν, χρόνοι εφτά περάσαν,
ώσπου, στ’ αυτιά των βουλευτών, μαύρα μαντάτα φτάσαν:
Στη Ρούμελη ο Κιουταχής, ο Ιμπραήμ στην Κρήτη
και του Μεσολογγιού μαζί γράφουν τη μαύρη τύχη.
Ζητάνε ν’ αφανίσουνε το γένος των Ελλήνων.
Βάρβαροι πια θα ζήσουνε στα χώματα εκείνων.
Ο ήλιος που εφώτισε την οικουμένη όλη
να σβήσει πρέπει, να χαθεί το φως που ξεσηκώνει.
Τι έγινε; Πώς φτάσαμε να καταντήσουμε όλοι
των ουρανών οι άγγελοι, στη μαύρη γης διαβόλοι.
Σαν τα σκυλιά τρωγόμαστε και γύρω μας κοράκια,
γέμισ’ ο τόπος αίματα και άψυχα κορμάκια.
Στο μεταξύ, της Αθηνάς η εκκλησιά, ρημάδι.
Προσκυνημένος ο Μωριάς. Μαύρο παντου σκοτάδι.
Τρέχουν ραγιάδες στα βουνά. Κι άλλοι, για να γλυτώσουν,
την τρομαγμένη τους ψυχή στον Ιμπραήμ θα δώσουν.
Κι αυτός σκορπάει το θάνατο, καμμένη γη αφήνει,
φτάνει μονάχα ο Μωριάς, τσιφλίκι του να γίνει.
Ράι μπουγιουρντί μοιράζει ο γιος του Μισιρί σουλτάνου.
Ο ντεφτετάρης του Αλή, τώρα παιδί του Χάρου.
Κι απ’ τα παλάτια τ’ ουρανού ακούς τα μοιρολόγια.
Θυμάται ο Byron, κλαίγοντας, του ποιητή τα λόγια:
"Τόση ζωή στην άβυσσο, μόνο για μια νεφέλη,
γιά ’ν’ αδειανό πουκάμισο, μια ψεύτικη Ελένη;"
Θυμάται και πικραίνεται, ο φίλος των Ελλήνων,
τα ίδια τα καμώματα των Αχαιών εκείνων.
Του Αχιλλέα τα πείσματα, του Αίαντα τις τρέλες,
των Σπαρτιατών τα τέρμινα, του Οιδήπου τις ημέρες.
Κι άλλα, πολλά θυμήθηκε ρωμέικα τερτίπια.
Χίλια τα θαύματά σου, Ελλάς. Τα σφάλματά σου, μύρια!
Αχ δόλιε, πώς εβάσταξες σ’ ετούτον τον αγώνα;
Το όνομά σου, αθάνατο θα μείνει στον αιώνα!
Κι εσύ, μεγάλε αρχηγέ, άναξ των βασιλέων,
κοίταξε πώς κατάντησε το Άργος το αρχαίο.
Χορταριασμένο κι έρημο τ’ ολόλαμπρο παλάτι,
στάχτη ο κάμπος ο χρυσός κι η περηφάνια, ανάγκη.
Ένας μονάχα στάθηκε (αυτήν τη μαύρη ώρα)
όρθιος και στους ώμους του κρατάει όλην τη χώρα.
Τρέχει, φωνάζει ο γέροντας ο χιλιοτιμημένος,
ο ένδοξος λευτερωτής κι εσχάτως δικασμένος:
"Κοίτα τους, καπετάνισσα, τους ψευτοκυβερνήτες.
Βάλαν μπροστά το γέρο σου, στα δύσκολα οι αλήτες.
Αχ, να μ’ έπαιρνε κι εμένανε το βόλι κάποιου Κούτση,
που απόμειν’ η Ελλάδα μας, δυο ξέρες κι ένα Μπούρτζι.
Πού πάτε ορέ Έλληνες, ψευτοπαλικαράδες;
Στην πρώτη δύσκολη στιγμή, πάλι, ξανά ραγιάδες;
Έχω τσεκούρι και φωτιά, για τους προσκυνημένους,
της δόξης στέφανον λαμπρό, για τους αντρειωμένους!
Και το Νενέκο τον κιοτή και τον Τουρκογκολφίνο,
κρεμάστε τους, μ’ ένα χαρτί να γράφει πως τους κρίνω:
Σκουλήκια, άχρηστα κορμιά, τ’ Αβράμη οι στρατιώτες,
του Εφιάλτη τα παιδιά, του έθνους οι προδότες!"
Έτσι λοιπόν, ο φοβερός ο πρωτοκαπετάνιος,
απ’ άκρου σ’ άκρο το Μωριά αλώνιζε μονάχος.
Με λόγια της παρηγοριάς και πότε με φοβέρες,
έμειν’ η Ελπίδα ζωντανή ’κείνες τις μαύρες μέρες.
Είδαν κι απόειδαν οι πικροί, του τίποτα οι αφέντες,
πιάνουν και κάνουνε γραφή, εκτάκτως συνταχθέντες.
Τη στέλνουνε στο Μόσκοβα, στη Λόντρα, στο Παρίσι.
Νά ’ναι στο μαύρο μνήμα τους, μαύρο το κυπαρίσσι!
Κι έτσι, του κόσμου οι κραταίοι βρέθηκαν στο Λονδίνο.
Κουβέντιασαν για τη γραφή, για τούτο και για ’κείνο.
Μπρος στου μεγάλου ασθενούς σταθήκανε την κλίνη,
όπως το συνηθίζανε την εποχή εκείνη.
Και βάλαν κάτω τα χαρτιά και τα βαριά βιβλία,
του Οσμάν τους δούλους, τα παιδιά και την περιουσία.
Μοίρασαν την κληρονομιά, μα και τους κληρονόμους.
Χαράξανε τα σύνορα, θεσπίσανε τους νόμους.
Και βγήκε η απόφαση, πάψανε οι κουβέντες.
Ανατολή, αυτοί είναι πια της μοίρας σου οι αφέντες.
Την άλλη μέρα διαταγή στέλνουνε και φιρμάνι,
στην Πόλη και στο Ναύπλιο κι ορίζουν οι μεγάλοι:
"Να πάψετε τον πόλεμο, να πάψει η αμάχη.
Καθείς, όπως ορίζουμε και όχι όπως λάχει.
Ν’ αφήσει η πύλη το Μωριά, τη Ρούμελη, τες νήσους.
Αυτά είναι μέρη ελληνικά, λύστε δεσμά κι αλύσσους.
Όσο για τ’ άλλα, βλέπουμε σα θα περνούν τα χρόνια.
Εμείς θα σας ελέγχουμε. Ας πάψουνε τα λόγια."
Σα να σου κακοφάνηκε, Ρεϊς εφέντη η νότα.
Έτσι πώς σε διατάζουνε, όσοι σε τρέμαν πρώτα;
Και στέλνουν ειρηνοποιό και μέγα επιστάτη
τον Εδουάρδο Κόδριγκτον, να κόβει και να ράβει.
Ούτε που συγκινήθηκε, καθόλου δεν τον νοιάζει,
ο Ιμπραήμ δεν έπαψε να καίει και να σφάζει.
Εκεί, στην άκρη του Μωριά και της Πελοπονήσου,
αιώνες τ’ άγια χώματα της Σφακτηρίας νήσου
δίνουν το χέρι στο παλιό, μικρό νησί της Πύλου
και στο καινούργιο κάστρο της, κι έτσι τον κόλπο κλείνουν.
Και λεν’ το κάστρο το παλιό, κάστρο του Ναβαρίνου.
Έτσι καλούν και τα στενά, με τ’ όνομα εκείνου.
Μέσα εκεί ο πονηρός, του Μουχαμέτη ο νόθος
ο γιος, τον στόλο οδηγάει, τον καίει ακόμα ο πόθος.
Γιατί του έταξ’ ο Αλής, για το κατόρθωμά του,
να γράψει η πύλη το Μωριά όλον στο όνομά του.
Έτσι λοιπόν, συνέχιζε ο λυσσασμένος σκύλος
να καίει, να σφάζει, να σκορπά το θάνατο με μίσος.
Όμως η φλόγα άντεχε, έκαιγε το καντήλι.
Δεν ήρθ’ ακόμα το πικρό της λευτεριάς το δείλι.
Αρχαίο φάντασμα θαρρείς, καβάλα στ’ άλογό του,
του σηκωμού ο οδηγητής το έβαλε σκοπό του.
Αγέρωχος σαν το Θεό, το φωτοδότη Φοίβο
και σαν το Νέστορα σοφός.- Γέρο, μπροστά σου σκύβω.
Στον Κεχαγιάμπεη απαντά και τον αποστομώνει.
Μ’ αυτά τα λόγια του μιλά της λευτεριάς τ’ αηδόνι:
"Μας φοβερίζεις Κεχαγιά, τα δέντρα και το στάρι
να κάψεις. Και τα σπίτια μας να γκρεμιστούν-Χαλάλι.
Βγάλτο απ’ το νου σου, άθλιε, πέτρα πάνω στην πέτρα
που να μη μείνει στο ντουνιά, όχι κλαριά και δέντρα,
Ένας να μείνει Έλληνας στον κόσμο, μοναχός του
θα πολεμάει κι ο Μωριάς δε θα γενεί δικός σου."
Αυτός ειν’ ο αθάνατος ο θρύλος του αγώνα.
Ο των μεγάλων, μέγιστος και πιο τρανός ακόμα.
Στο μεταξύ, ο Ιμπραήμ αφήνει το λιμάνι.
Στην Πάτρα πάει βοήθεια. Όμως δε θα προκάνει.
Παραμονεύει ο ναύαρχος και τον πισωγυρίζει.
Τον κλείνει πάλι στα στενά κι ο Αγαρηνός αφρίζει.
Τα ίδια κι ο Οθωμανός, που πήγαινε στην Ύδρα.
Στο Ναβαρίνο, άπραγος με τη δική του μοίρα.
Αχ πολυχρονεμένε μου, το "θαύμα του Προφήτη",
ειν’ το στερνό χαμόγελο στ’ αμαρτωλά σου χείλη.
Σαν είδε τα καμώματα του πονηρού Μπραΐμη,
ο ναύαρχος εζήτησε συνάντηση να γίνει.
Έτσι ανταμώσαν όλοι τους, ο Αβράμης κι ο Ταχήρης,
ο Κόδριγκτον κι ο Δεριγνής, ο νέος μουσαφίρης.
Αφού τους κέρασε κρασί, πήρε τον αργιλέ του
πού ’χε μαζί απ’ το Μισιρί, πήρε και τον καφέ του,
κάθισε στα μιντέρια του και σταύρωσε τα πόδια
ο Ιμπραήμ και μίλησε μ’ αυτά εδώ τα λόγια:
"Καλώς ορίσατε άρχοντες, των καραβιών αφέντες.
Πιείτε, γλεντήστε, κι έχουμε καιρό και για κουβέντες.
Και ο μεγαλοδύναμος Θεός να σας φυλάει,
πάντα να σας κρατάει γερούς." Είπε, και τους κοιτάει.
Κι έκρυψε ένα χαμόγελο μες στα πυκνά του γένια,
αστράψανε τα μάτια του και σήκωσε τα χέρια
στον ουρανό, σαν προσευχή-δεν έχει το Θεό του,
να ονομάζει φίλο του, τον πιο τρανό εχθρό του.
Τότε, το λόγο έλαβε και είπε ο Εδουάρδος,
αφού τον ευχαρίστησε. Κι ο λόγος του σταράτος:
"Στείλαμε, πρίγκηψ, μια γραφή στην πύλη και ορίζει,
ο στόλος σου να πάψει πια εδώ να τριγυρίζει.
Τον πόλεμο με τους Ρωμιούς δε θα τον επιτρέψει
ο μέγας βασιλέας μου. Και πρέπει να επιστρέψει
στο Μισιρί τ’ ασκέρι σου κι όλα σου τα καράβια.
Κι εκεί να των Οθωμανών, στην Ισταμπούλ την άγια."
Αυτά είπε. Και σήκωσε τα μάτια να μετρήσει
τον Ιμπραήμ, και καρτεράει πώς θα του απαντήσει.
Άστραφταν τα παράσημα και τα χρυσά γαλόνια.
Είχε μιαν όψη ήρεμη και στα μαλλιά του χιόνια.
Γύρισε τότε ο πασάς και κοίταξε τον άλλο,
το ναύαρχο το Δεριγνύ, τον έταιρο μεγάλο:
"Εσείς τι λέτε ναύαρχε και τι επιθυμήτε;
με το λαμπρό συνάνακτα, άραγε συμφωνείτε;"
Είπε, και είδε τη γλυκιά όψη του Εδουάρδου
να συννεφιάζει ξαφνικά, τα μάτια του ν’ αστράφτουν.
Μα ο Ερρίκος πρόφτασε (ο ευγενής ιππότης)
τον πρίγκηπα διόρθωσε.-Οποία ακεραιότης!
"Πρώτα, ευχαριστώ πολύ την υψηλότητά σας,
για τα καλά τα λόγια σας και την αβρότητά σας.
Και τώρα, επιτρέψατε, δίχως να σας προσβάλω,
μία στιγμή, τα πράγματα στη θέση τους να βάλω.
Ότι εδώ δε βρίσκομαι- καίτοι, η αρχαιότης-
ως του στρατού συνάνακτας, μα ως απλός στρατιώτης."
Είπε, κι ευθύς ηρέμησε, μέρεψ’ ο Κοδριγκτώνας.
Και τότε εξακολούθησε ο ιππότης, εξηγώντας:
"Όσο για την ερώτησιν, που μ’ έχετε απευθύνει,
η γνώμη μου είναι σύμφωνος με την προτέρα εκείνη.
Εκπεφρασμένη η θέλησις του βασιλέως μου, ήδη,
όστις συνεμολόγησε εις Λόντραν την ειρήνη."
Έτσι λοιπόν απάντησε ο ιππότης στον Αβράμη.
Τον έβαλε στη θέση του. Μα εκείνος δεν τα χάνει,
γιατί καλά τη γνώριζε και τη διπλωματία,
πολλές φορές χρειάστηκε σ’ αυτήν την εκστρατεία.
"Με συμπαθάτε άρχοντες" λέει και χαμηλώνει
τα μάτια, σα μικρό παιδί κι αμέσως συμπληρώνει:
"Είμαι λιγάκι άγαρμπος στα λόγια, μα ως ο ιππότης,
είμαι κι εγώ προσωρινώς άλλου αρχηγού στρατιώτης.
Καλά τα λέγετε εσείς και συνομολογείτε,
μα να γυρίσω άδικα στο Μισιρί ποθείτε,
προτού να λάβω εντολή από την άγια Πόλη.
Τότε, να είστε σίγουροι, μπουχός θα γίνουμ’ όλοι.
Κι εγώ και ο Ταχήρ πασάς κι οι ναύτες κι οι στρατιώτες.
Και οι Ρωμιοί, υπόσχομαι, λεύτεροι νά ’ναι τότες.
Να, περιμένω τη γραφή, σουλτάνικο φιρμάνι,
των ανωτέρω διαταγή. Και τότε, ποιός με πιάνει.
Τάχα δεν επιθύμησα κι εγώ το Μισιρί μου,
το Νείλο, το παλάτι μου και την παλιά βολή μου;
Κι ως τότε, σας υπόσχομαι και σας διαβεβαιώνω,
θα μένει ο στόλος κι ο στρατός στο κάστρο και στον όρμο."
Έλαμψες, σα μεσημεριού τον ήλιο, Εδουάρδε.
Πώς τρόμαξε έτσι ο πασάς, μεγάλε καπετάνιε;
Αμ ο άλλος, ο Φραντζέζος πια, έτσι πώς καμαρώνει;-
-Ο Αγαρηνός είναι σουπιά, που τα νερά θολώνει.
Σηκώθηκαν να φύγουνε και τους ξεπροβοδάει,
μες στην καλή χαρά κι οι δυο, κι εκείνος τους μιλάει:
"Έτσι λοιπόν αρχόντοι μου, στο λόγο της τιμής μου,
έτσι. Και μάρτυς ο Αλλάχ νά ’ν’ της υπόσχεσής μου."
Αυτά λοιπόν. Και φύγανε. Και πέρναγαν οι μέρες.
Και βολοδέρναν άσκοπα των ναυτικών οι αστέρες.
Ποστάλια πάνε κι έρχονται και ταχυδρόμοι χίλιοι.
Μα μήτε γράμμα, ουδέ γραφή δε φτάνει από την Πύλη.
Κι αρχίσαν κι από τη στεριά νά ’ρχονται τα μαντάτα
για τους Ρωμιούς τους έρημους, τους ορφανούς, τα μαύρα.
Σφάζει ο Νενέκος αδερφούς και ο Γκολφίνος κόρες,
ράι-μπουγιουρντί ο Κεχαγιάς μοιράζει, καίει τις χώρες.
Τις χώρες τις ελληνικές που δεν τον προσκυνάνε.
Στης Μάνης γύρω τα χωριά αρπάζουν και χαλάνε.
Καίνε και σφάζουν οι οχτροί - μανάδες μαυροφόρες -
κι από κοντά οι άτιμοι, του έθνους οι προδότες.
Ακόμα λίγο Θοδωρή, ακόμα λίγες μέρες,
κράτα το, το ρωμέικο με γλύκες, με φοβέρες.
Στου Ναβαρίνου τα στενά, στου Νέστορα το κάστρο,
γλυκοχαράζει, γέρο μου, της λευτεριάς το άστρο!
Είδε κι απόειδ’ ο Κόδριγκτον, παίρνει χαρτί και γράφει,
γράφει του Μόσκοβα να ’ρθεί, μαζεύει το ισνάφι.
Έτσι λοιπόν οι ναύαρχοι, αφήνουν τα λιμάνια,
στης Σφακτηρίας τ’ ανοιχτά αράζουν τα καράβια.
Ήτανε έξι του μηνός, δεκαοχτώ κατ’ άλλους,
που ο Εδουάρδος μάζεψε τους κοσμοκαπετάνιους.
Εκεί, στα χρυσοστόλιστα σαλόνια της "Ασίας"
σφραγίστηκε η αλλαγή του ρου της ιστορίας.
Ήταν ο αντιναύαρχος Codrington Εδουάρδος,
του Τράφαλγαρ ο ήρωας, ο σύγχρονος Ριχάρδος.
Και ο Λονγίνος Heyden, φυγάς εξ εσπερίας,
εσχάτως, ναύαρχος τρανός του τσάρου της Ρωσίας.
Τρίτος ο Ερρίκος De Rigny, ο γνώριμος ιππότης,
ο Γάλος υποναύαρχος, προσωρινώς στρατιώτης.
Βάλανε κάτω τα χαρτιά, σχέδια καταστρώνουν,
στους βασιλείς τους γράφουνε και τους ενημερώνουν.
Πως δηλαδή ο άπιστος πασάς τους ξεγελάει,
τάχα φιρμάνι καρτερεί κι εκείνος πολεμάει.
Κι είναι απ’ όλους πιο πολύ, δικαίως, θυμωμένος
των καραβιών ο αρχηγός. Και νοιώθει προδομένος.
"Ο άθλιος Οθωμανός," γράφει ο Εδουάρδος,
"με γέλασε, ο πονηρός, μα τον προσμένει ο Χάρος!
Δεν κράτησε, ο άπιστος, το λόγο της τιμής του.
Μα τώρα, θα τιμωρηθεί - Ο υιός του Αντιχρίστου!"
Ξημέρωσε και βράδυασε, άλλη μια μέρα πάει
κι η ροδοδάκτυλη αυγή σιγά-σιγά ξυπνάει.
Και ο πασάς στο "κάστρο του", με τ’ όμορφο χαρέμι,
κοιμάται κι ονειρεύεται, μα θά ’πρεπε να τρέμει.
Γιατί απ’ έξω απ’ τα στενά, τα σχέδια καταστρώσαν,
τα πλοία ξεκινήσανε, τη Σφακτηρία ζώσαν.
Καμαρωτός ο ναύαρχος ορίζει και διατάζει,
ο Εδουάρδος Κόδριγκτον το στόλο του ετοιμάζει.
Ήτανε πλοία της γραμμής, "Ασία" κι "Αλβιόνα"
και με τη "Γένοβα" μαζί, διακόσια και... κανόνια.
"Ρόδον" και "Τάλμποτ", οι όμορφες κορβέτες. Και δυο μπρίκια.
Κι ακόμα, ένα κότερο. Κανόνια ενενήντα.
Και πάνω στου "Σκιπίωνα" τη γέφυρα ο ιππότης,
τριακόσια ορίζει μοναχός κανόνια, ο στρατιώτης.
"Τριντέντ", "Μπρεσλάου", "Σιρέν", "Αρμίδ", "Δάφνη" και "Αλκυόνη",
τ’ άλλα τα γαλλικά σκαριά. Αλλά δεν είναι μόνοι.
Ο Ρώσος αντιναύαρχος δίπλα τους παίρνει θέση
και το τιμόνι αυτός κρατάει του "Αλεξάνδρου Νιέφσκι".
"Ελένη", "Κάστωρ", "Πρόβορνι" και "Νιέφσκι Κωνσταντίνος",
"Αζόφ" και "Ιεζεκιήλ". Αυτά ορίζει εκείνος.
Ο τρίτος κι ο καλύτερος, των χριστιανών ο φίλος,
τριακόσιαεξηντα κουβαλάει κανόνια ο Λογγίνος.
Κι όλοι μαζί προσμένουνε το μαύρο μεσονύχτι,
που θ’ αγκαλιάσει το Μωριά με τ’ απαλό του δίχτυ.
Και μέσα, των Οθωμανών τ’ αμέτρητα καράβια
αμέριμνα ησυχάζουνε στη θάλασσα την άγια.
Δυο πέταλα ζωγράφισες, πασά, που φέρνουν τύχη.
Μα η δική σου, άτιμε, απόψε θά ’ναι λίγη.
Τρέξε να σφάξεις, Χάροντα, ξαρμάτωτους και γέρους.
Για ’σένα αυτό το δειλινό είν’ η αρχή του τέλους.
Τραβάει για κόσμους μακρινούς ο ήλιος, γι’ άλλα μέρη.
Έτοιμος είν’ ο ναύαρχος, με το δαδί στο χέρι.
Και όταν πια σκοτείνιασε, άρχισαν στο λιμένα
να μπαίνουν τα καμαρωτά καράβια ένα-ένα.
Μπήκαν και ρίξαν άγκυρα, πρώτα της Βρετανίας
τα πλοία και ακολουθούν εκείνα της Γαλλίας.
Όλοι, με τέλειους ελιγμούς, το πέρασμα διαβήκαν
κι όπως τους όρισε από πριν ο ναύαρχος, σταθήκαν.
Τα τρία πλοία της γραμμής, του Γάλλου στρατιώτου,
παρέταξε στα δυτικά, γιατί ’χε το σκοπό του.
Γνώριζε πως αντίκρυ τους θά ’χουνε μισθοφόρους
Γάλλους στρατιώτες του πασά. Κι έτσι, μ’ αυτούς τους όρους,
θά ’χαν το πλεονέκτημα, γιατί οι ομοεθνείς τους
δε θα τους πολεμούσανε μ’ όλη τη δύναμή τους.
Και στην αντικρυνή πλευρά, του ιππότη τ’ άλλα πλοία
στάθηκαν και περίμεναν εκείνα απ’ τη Ρωσία.
Σε μια γραμμή οι όμορφες φρεγάτες. Κι ένα τμήμα
του στόλου, στα πυρπολικά θα έστηνε παγίδα.
Κι ο ίδιος ο αρχιναύαρχος, με τη λαμπρήν "Ασία",
στο κέντρο της παράταξης, θέση με σημμασία
πήρε. Και τον Ταχήρ πασά έχει απέναντί του.
Μα και το Μωχαράμπεη - Ατρόμητη η ψυχή του!
Κι ήταν της μοίρας το γραφτό ν’ αρχίσει η ναυμαχία
για μιαν ασήμαντη αφορμή, για μιαν αψιμαχία.
Αμέσως φούντωσε η φωτιά κι ο πόλεμος ανάβει.
Βροντούν κανόνια, αστράφτουνε, σκίζουνε το σκοτάδι.
Ένα μπουρλότο τούρκικο, μια βάρκα των συμμάχων
καίει και τότε απαντούν τα πλοία των ναυάρχων.
Τρέχει ο καθείς το σύντροφο δίπλα του να βοηθήσει
και δε χρειάστηκε πολύ, το μακελειό ν’ αρχίσει.
Κι όσο να μπούν τα ρώσικα πλοία στο Ναβαρίνο,
λες και μονάχοι βρέθηκαν, άρχισαν δύο-δύο,
ζευγαρωτά να πολεμούν, σα νά ’ταν ατζαμήδες,
δίχως παράταξη καμιά, δίχως πολλές φροντίδες.
Αχ, νά ’σαι από μια μεριά, να δεις τη ναυμαχία.
των ναυτικών οι μάστοροι σε πλήρη αταξία.
Ώσπου, ο αρχιναύαρχος τον έλεγχο επήρε
στα χέρια του και πρόσταξε: "Εμπρός, επιτεθείτε!"
Όλην τη νύχτα κράτησε το μαύρο χαροκόπι.
Κι όταν η αυγούλα χάραξε και μέρεψαν οι ανθρώποι,
πού να κοιτάξω; Τι να δω; Θρήνος κι απελπισία.
Του Ναβαρίνου η θάλασσα, λίμνη Αχερουσία.
Τα όμορφα καράβια σου κοίτα πασά. Τι κρίμα...
Του κόλπου η αλμυρή αγκαλιά, παντοτινό τους μνήμα.
Σου πήρε εξήντα αρματωσιές κι έξι χιλιάδες ναύτες
του Νέλσονα ο μαθητής κι οι δυο του συνεργάτες.
Αλλάχ μεγαλοδύναμε, άνοιξ’ την αγκαλιά σου
και δέξου στον παράδεισο τα άξια παιδιά σου.
Πέσαν για τη σημαία σου, τη δόξα τη δική σου.
Δως τους λοιπόν γι’ αντάλλαγμα τα πιό ’μορφα Ουρί σου.
Και στον επίορκο πασά, τον ψεύτη, το μπαμπέση,
η φοβερή κατάρα σου, σαν κεραυνός να πέσει.
Όση ζωή τ’ απόμεινε, με πίκρες να τη ζήσει
και την αμαρτωλή ψυχή να την ελιώσει η φθίση.
Και ’σείς, αδέρφια χριστιανοί, δοξάστε τον Πατέρα.
Ξημέρωσε της λευτεριάς η ευλογημένη μέρα.
Τιμή στον αρχιναύαρχο! Στους ήρωες στεφάνι!
Στις έχθρητές μας λησμονιά. Δώστε τα χέρια πάλι! |