Θα ’ναι κάποια νύχτα σκοτεινή.
Κάποια νύχτα φθινοπωρινή.
Έξω, η βροχή θα πέφτει.
Ο Βοριάς θα παρασέρνει
σαν ξερόφυλλο το άδειο κορμί.
Μέσα εσύ. Μονάχη σαν καημός.
Σα μοναστηριού εσπερινός.
Θα χτυπώ μα δε θ’ ανοίγεις,
έτσι θα με βασανίζεις.
θα παρακαλάω σαν τρελός.
Οι λιγοστοί διαβάτες θα κοιτούν
έντρομοι και θα με προσπερνούν.
Θα απορούν. Θ’ αναρωτιούνται.
Κάποιοι θα σταυροκοπιούνται.
Ανύποπτοι γι αυτά που θα συμβούν...
Την αυγή θα φύγω σιωπηλός.
Θα ’μαι ένας ζωντανός - νεκρός.
Θα με δέρνει η απελπισία.
Η φριχτή σου τιμωρία
θα ’ναι πια ο μόνος μου σκοπός.
Σα σκιά, θα σέρνω εδώ κι εκεί
την άθλια και μαύρη μου ψυχή.
Στις κολώνες και τους τοίχους,
την κατάντια μου σε στίχους
θα διαβάζουν οι περαστικοί.
Κι όταν θα ’χω μείνει πια μισός,
οικτρός κι απελπισμένος ναυαγός,
θα πιαστώ απ’ τα μαλλιά μου
και θ’ ανοίξω την καρδιά μου
σαν κοινός περιθωριακός.
Σ’ ένα studio - οίκο ανοχής,
θα με λούζουνε οι προβολείς.
Για decor τα όνειρά μου.
Σενάριο η μοναξιά μου.
Serial της νέας εποχής.
Δάκρυα στα μάτια θα κυλούν
και τα χείλη θα παραληρούν
(στης οθόνης το ημίφως)
μήπως και μ’ ακούσεις. Μήπως...
Κι όλοι οι άνθρωποι θα απορούν.
Θα ’μαι ολόκληρος πληγή ανοιχτή.
Θα τρίβουνε τα χέρια οι χορηγοί.
Η πικρή μου ιστορία:
Μια αρχαία τραγωδία,
που αιώνες μένει αδίδαχτη!
Κι όταν απ’ τα ρούχα σου θα βγεις
και θ’ αρχίσεις να τηλεφωνείς,
θα σου ρίξω τη χολή μου.
Θα ’ναι η εκδίκησή μου.
Μάταια θα ψάχνεις να κρυφτείς.
Τα μικρόφωνα θα σε ρωτούν.
Σα δαιμονισμένα θα χτυπούν
το τηλέφωνο κι η πόρτα.
Κι όχι ένας σαν και πρώτα,
Χίλιοι πια θα σε πολιορκούν.
Γύρω σου ένα τείχος θα υψωθεί.
Έξω από τον κόσμο, μόνη εσύ,
Θα απορείς, θ’ αναρωτιέσαι,
Θα πονάς, θα τυραννιέσαι.
Θα μου ανήκει όλη σου η Ζωή!
Και εγώ - ο νέος Οδυσσεύς
(θα με θυμηθείς, πικρά θα κλαις)
δέσμιος στο ψηλό κατάρτι,
με τη μοίρα κωπηλάτη,
σε Σειρήνων θα αφεθώ φωνές.
Αγέρωχος και αλλόφρων θα γυρνώ.
Θα με προσκυνάνε σα Θεό.
Καναλάρχες και εκδότες
θα μου ανοίγουνε τις πόρτες.
Στο κρασί της δόξας θα μεθώ.
Κι όταν ξάφνου ο ήχος ακουστεί
της καμπάνας, να με προσκαλεί,
έτοιμος και θαρραλέος
θα ’ρθω, ως άλλος Ναζωραίος
που του πρέπει να θυσιαστεί,
Στην Ακρόπολη (ή και αλλού)
θα σταθώ στο χείλος του γκρεμού.
Όλοι τότε πια θα σπεύσουν
την ψυχή μου να ερμηνεύσουν.
Πρώτη είδηση θα ’μαι παντού.
Δόκιμοι reporters θα διψούν.
Με το αίμα μου θα κοινωνούν.
παρουσιαστές – αστέρες
θ’ ανεμίζουνε παντιέρες,
θα υπερθεματίζουν, θα λυσσούν.
Τα "παράθυρα", όλα ανοιχτά.
Στρογγυλά τραπέζια ατέρμονα:
Ιερείς και ποιητάδες,
ψυχολόγοι και μαινάδες,
θα με συζητούν ατέλειωτα.
Ξεπεσμένοι ηγέτες κι αρχηγοί,
θα διαγκωνίζονται κι αυτοί
για να με εκπροσωπήσουν.
Το profile θα δομήσουν
διακεκριμένοι ειδικοί.
Θαύματα οι πιστοί θα ομολογούν.
Οι αιρετικοί θ’ αυτοκτονούν.
Δημοσκόποι θα αναλύουν.
Οι θεσμοί θα παραλύουν.
Οι γελοιογράφοι θα κεντούν.
Νόμους, των Ελλήνων η βουλή,
θα ’χει πάψει να νομοθετεί.
Οι εργάτες θα απεργούνε.
Θα μου συμπαρασταθούνε
όλοι, μ’ ένα στόμα, μια φωνή.
Δρόμους θα κρατούν οι φοιτητές.
Τα περήφανα τρακτέρ, τις εθνικές.
Τα σχολειά, κατειλημμένα.
Και θα τραγουδούν για ’μενα
στα προπύλαια, οι πρώτες μας φωνές.
Δείκτες χρηματιστηριακοί
θα βυθίζονται. Η ευρωβουλή
ψηφίσματα δε θα εκδίδει.
Θά ’χουν σταματήσει, ήδη,
όλοι οι πόλεμοι πάνω στη γη.
Οι άνεργοι στρατιώτες θα πετούν
τα όπλα τους και θα αυτομολούν.
Θα σαστίζουν οι τελώνες.
Κυβερνήσεις δίχως χώρες
θα ’χουν πάψει πια να κυβερνούν.
Της Ασίας τότε οι αγορές,
αιτίες δε θα δίνουν κι αφορμές.
Θα απελπίζονται οι εμπόροι.
Άχρηστοι κι οι δορυφόροι.
Οι τεχνολογίες περιττές.
Στις τράπεζες θα πάψουν τελικά
να χρωστούν τ’ αγέννητα παιδιά.
Η πείνα πια δε θα σκοτώνει.
Θα μαραίνονται οι κλώνοι.
Θα εκλείψουν δούλοι - αφεντικά.
Οι άνθρωποι θ’ αρχίσουνε να ζουν,
να ερωτεύονται και να πονούν,
να γεννιούνται, να πεθαίνουν,
τη ζωή να ομορφαίνουν
δίχως πλέον να τη σπαταλούν.
Λύσεις στα αδιέξοδα θα βρούνε.
Οι ζημιές θ’ αποκαταστηθούνε.
Θα ’ναι η γαλανή μας σφαίρα,
όμορφη, νύχτα και μέρα.
Ακόμα κι οι Θεοί θα απορούνε.
Εγώ, στο βράχο θα ’χω ξεχαστεί.
Θα με θυμάσαι μόνο εσύ.
Θα ’ρθεις να με ανταμώσεις.
Πριν το τέλος να με σώσεις.
Και θ’ αρχίσουμε και πάλι απ’ την αρχή !
The End. |