Τι αγαπώ
Την μαύρη νύκτα αγαπώ και το χρυσούν της στέμμα
εξ αστέρων'
το μέγα όμμα τ' ουρανού, το της σελήνης βλέμμα,
το μαρμαίρον.
Τ' άγριο δάσος αγαπώ, των μαύρων του αβύσσων
την σκοτίαν,
το φύλλωμα του το σιγά υπό την αύραν φρίσσον
την νυκτίαν.
Τον γρύλλον άδοντ' αγαπώ υπό ανθούντος θύμου
νέον κλώνα'
την απαντώσαν εις αυτόν διά φωνής ευθύμου
αηδόνα.
Τι άλλο έτι αγαπώ; Ουδέν... Ω! όχι, μάλλον
ή εκείνα
των οφθαλμών της αγαπώ των μαύρων και μεγάλων
την ακτίνα.
Τους μελανούς πλοκάμους της, τους στέφοντας τ' ωραίον
μέτωπόν της,
και την πορφύραν της αιδούς υπό τον χνουν των νέων
παρειών της.
Το φώνημά της αγαπώ, το τρέμον ως κιθάρα
κρουόμενη,
και μίαν μόνην λέξιν της... Εις τίνα είναι άρα
πεπρωμένη; |