Β |
Το φίλημα
Μια βοσκοπούλα αγάπησα, μια ζηλεμένη κόρη,
και την αγάπησα πολύ,
ήμουν αλάλητο πουλί,
δέκα χρονών αγόρι.
Μια μέρα που καθόμαστε στα χόρτα τ' ανθισμένα,
-Μάρω, ένα λόγο θα σου πω,
Μάρω, της είπα, σ' αγαπώ,
τρελαίνομαι για σένα.
Από τη μέση με άρπαξε, με φίλησε στο στόμα
και μου 'πε: -Για αναστεναγμούς,
για της αγάπης τους καημούς
είσαι μικρός ακόμα.
Μεγάλωσα και την ζητώ... μ' άλλον ζητά η καρδιά της
και με ξεχνάει τ' ορφανό...
Εγώ όμως δεν το λησμονώ
ποτέ το φίλημά της. |
|
Ρόδον και χορτάρι
Ένα λουλούδι, όπου κυρτό τον ήλιο ακολουθούσε
- Ήλιος ελέγονταν κι αυτό -
εις ένα κήπο φουντωτό
τριανταφυλλιά αγαπούσε.
-Έλα να γίνωμε τα δυο ζευγάρι ταιριασμένο,
έλα, τριανταφυλλιά χρυσή,
γιατ' είσαι μυρωδάτη εσύ,
κ' εγώ καμαρωμένο.
-Σώπα, λουλούδι αμύριστο, λουλούδι χωρίς χάρι,
εν' αηδονάκι του λαλεί,
το ρόδο που μοσχοβολεί
δεν μοιάζει το χορτάρι. |
|
Η αναχώρησίς της
Ξυπνώ και μου 'παν, έφυγεν η κόρη που αγαπούσα
και κατεβαίνω στο γιαλό,
τη θάλασσα παρακαλώ,
την πικροκυματούσα.
-Εγώ τα πρωτοδέχθηκα τ' αφράτα της τα κάλλη,
μου 'πε ένα κύμα, και γι' αυτό
με πόθο και με γογγυτό
φιλώ το περιγιάλι.
-Τα μάτια της, ερώτησα, μην ήταν δακρυσμένα;
Εν' άλλο κύμα μου μιλεί:
-Σαν το χαρούμενο πουλί
επήγαινε στα ξένα.
Το τρίτο κύμα ερώτησα: Εμέ γιατί ν' αφήση
να κλαίγω και να λαχταρώ;
Περνάει το κύμα το σκληρό
χωρίς να μου μιλήση. |
|
Β |
|