Αρχές φθινοπώρου του 1940. Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από την γιορτή της Μεγαλόχαρης, τον Δεκαπενταύγουστο, όπου στο νησί της -την Τήνο- το καταδρομικό του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού «Έλλη», τορπιλίστηκε από ένα «αγνώστου» ταυτότητας υποβρύχιο. Μια άνανδρη πράξη των Ιταλών που σηματοδότησε τις εξελίξεις των αμέσως επόμενων μηνών.
Θεσσαλονίκη. Οκτώβρης του ιδίου έτους. Η πόλη είναι ένα καζάνι που σιγοβράζει λόγω των γεγονότων που λαμβάνουν χώρα στην Ευρώπη. Μέσα σε αυτό το πολυάνθρωπο μελίσσι βρίσκεται και η οικογένεια της Παναγιώτας. Εκείνη, ο άντρας της και τα τέσσερα κορίτσια τους: η Χριστίνα (14 ετών), η Ιφιγένεια (12 ετών), η Αθηνά (10 ετών) και το μωρό τους η Φωτεινούλα. Μια συνηθισμένη ελληνική οικογένεια της εποχής όπου οι δύο γονείς εργάζονται σκληρά και η μεγαλύτερη κόρη έχει αναλάβει την φροντίδα των αδερφάδων της, αλλά και του σπιτιού.
Η Χριστίνα, αυτό το τόσο ώριμο για την ηλικία της κορίτσι, θα γίνει και η οδηγός μας -η αφηγήτρια- στην ιστορία της Στέλλας Βογιατζόγλου που κυκλοφόρησε το Μάη του 1982 από τις εκδόσεις ΑΣΕ – Χαρταετός υπό τον τίτλο «Καβάλα σε δύο φεγγάρια». Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι από το 1994 το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος, έχετε το υπόψιν σας για όταν πάτε να το αναζητήσετε στο βιβλιοπωλείο. Την εικονογράφηση δε της πρώτης έκδοσης υπογράφει ο Φοίβος Οικονομίδης.
Ας γυρίσουμε όμως στην ιστορία μας... Ώριμη και μυαλωμένη για την ηλικία της η Χριστίνα αλλά είναι μερικές φορές που θα ήθελε κι εκείνη, αντί να κάνει δουλειές και να έχει τόσες ευθύνες, να παίζει όπως κάνει η ανέμελη Ιφιγένεια και η τσαπατσούλα Αθηνά. Αυτή είναι και η αιτία που πολλές φορές τις κατσαδιάζει για τις αταξίες τους και ξεκινούν οι ομηρικοί καυγάδες τους. Καυγάδες που σε λίγο καιρό θα φαντάζουν μικροπράγματα... γιατί; Να! Ήρθε αυτός ο παλιοπόλεμος και έφερε τα πάνω κάτω. Όλοι γύρω τους μιλούν μόνο γι' αυτόν. Εμβατήρια ακούγονται από το ραδιόφωνο. Οι καμπάνες απ' τις εκκλησιές χτυπούν συνεχώς, σειρήνες ουρλιάζουν και ο τρόμος αρχίζει σιγά σιγά να τρυπώνει στις καρδιές των ανθρώπων... μικρών και μεγάλων...
«Την άλλη νύχτα τα ίδια. Φοβόμασταν, δεν κοιμόμασταν. Φοβόμασταν το 'να, τ' άλλο. Λέγαμε τα μικρά, τ' αστεία σχεδόν, που μας φόβιζαν μπροστά σ' αυτό που τρέμαμε. Τον πόλεμο. Τι να 'ναι άραγε ο πόλεμος, αναρωτιόμασταν σιωπηλά όλες μας.
- Ένα θηρίο, φώναξα ξαφνικά στη σιωπηλή ερώτηση που μας απασχολούσε. Ένα λυσσασμένο θηρίο που δε χορταίνει ποτέ να ρουφά αίμα. Αίμα ανθρώπινο, μικρών, μεγάλων. Και δεν χορταίνει ποτέ. Ποτέ. Έτσι τον παρομοίαζε ο μπαμπάς ότι είναι, όταν μας διηγόταν για τον πόλεμο στη Μικρά Ασία.
- Τον φοβάμαι αυτόν τον πόλεμο, τρεμούλιασε η φωνή της Αθηνάς.»
Μια νέα λέξη προστέθηκε στο καθημερινό λεξιλόγιο των ανθρώπων: Επιστράτευση! Να όμως που εκείνες τις μαύρες ώρες, η παροιμιώδης Ελληνική λεβεντιά μετέτρεψε την λύπη σε πανηγύρι και έδωσε στην ελπίδα μια χαραμάδα να τρυπώσει και αυτή -εκτός από τον φόβο- στις καρδιές των Ελλήνων. Ο πατέρας της οικογένειας δεν επιστρατεύτηκε λόγω ηλικίας αλλά για καλό και για κακό, οι γονείς των κοριτσιών αποφάσισαν ότι τα παιδιά έπρεπε για λόγους ασφαλείας να πάνε στο χωριό -μιάμιση ώρα με τα πόδια έξω από τον Λαγκαδά. Εκεί έζησαν με την αδερφή της μητέρας τους -την Μπρεσιμένια- τους πρώτους μήνες του πολέμου και τις νίκες του Ελληνικού στρατού. Νίκες που επιτεύχθηκαν κάτω από αδιανόητες συνθήκες...
«Παρ' όλα αυτά όμως, είναι ο καθένας τους κι ένας ήρωας. Γιατί πολεμούν με πείσμα, με αυταπάρνηση για την Ελλάδα, παρ' όλη την έλλειψη που αντιμετωπίζουν από εφόδια, παρ' όλα τα κρυοπαγήματα που κάνουν θραύση. Δεν είναι εύκολο, λοιπόν, να 'σαι ήρωας. Ούτε γεννιέσαι. Γίνεσαι. Κι εκεί όλοι ανεξαιρέτως έγιναν ήρωες. Και λέγοντας όλα αυτά, βγήκε απ' το δωμάτιο.
Μύγα τον τσίμπησε, αναρωτήθηκα, κι έφυγε έτσι απότομα; Όμως αυτός πιο πολύ μας μίλησε για κρυοπαγήματα, παρά για δόξες, συλλογίστηκα γεμάτη απογοήτευση.
Σε λίγες μέρες έφυγε πάλι για το μέτωπο.»
Ήρθε όμως η άνοιξη του '41 που οι Γερμανοί κατέλαβαν την Θεσσαλονίκη και τα κορίτσια γύρισαν στην πόλη. Η οικογένεια έπρεπε να βρει τρόπο να επιβιώσει εν μέσω κατοχής, ενωμένη...
«Άρχισε ένα εμπόριο της συμφοράς. Αντί να δίνει τα πράγματα μας στους μαυραγορίτες, για ένα κομμάτι μπομπότα, τα ξεπουλούσε η ίδια. Η αρχή έγινε με το γραμμόφωνο. Πήγε στο σπίτι ενός χοντρό-τσέλιγκα. Έγινε γάλα για τη Φωτεινή. Πήξαμε το υπόλοιπο για γιαούρτι. Μετά πήραν σειρά οι κουβέρτες μας, τα παπλώματα, τα σεντόνια. Η κουνιστή πολυθρόνα, η «καλημέρα», το κεντημένο κάδρο που μας παρηγορούσε με το γνωμικό «Κι αυτό θα περάσει», οι καρέκλες. Όλα... Όλα βγήκαν στο σφυρί. Ακόμη και οι βέρες του αρραβώνα τους.
...
Που θα βγει αυτό; Αποφασίσαμε λοιπόν, να πουλήσουμε το σπίτι. Θα πάρουμε ένα τσουβάλι αλεύρι, ένα μπουκάλι λάδι και ορισμένα άλλα τρόφιμα. Η συμφωνία είναι ότι θα μείνουμε μέσα τουλάχιστον για δυο χρόνια. Ύστερα βλέπουμε.
Στις τελευταίες λέξεις έσπασε. Λυγμοί συντάραξαν το αδύνατο κορμί της.»
Ένα αδιάκοπος και βασανιστικός αγώνας επιβίωσης μέχρι ένα άλλο Οκτώβρη... εκείνον του 1944.
Το «Καβάλα σε δύο φεγγάρια», της Στέλλας Βογιατζόγλου, είναι ένα μοναδικό ανάγνωσμα για μικρούς αλλά και για μεγάλους. Παρουσιάζει τα γεγονότα της κατοχής του '40 μέσα από τα μάτια ενός έφηβου κοριτσιού, με τρόπο γλαφυρό, άμεσο και πολλές φορές συνταρακτικό. Σίγουρα ένα από τα καλύτερα βιβλία που καταπιάνονται με το αυτό το θέμα.
Πιστεύω ότι το «Καβάλα σε δύο φεγγάρια» πρέπει να το διαβάσουν όλοι. Είναι ένα ταξίδι σε εκείνες τις συγκλονιστικές σελίδες της ιστορίας του έθνους μας, που θα δώσει εκτός από γνώσεις - «άρωμα της εποχής», και το έναυσμα για προβληματισμό και συζητήσεις σχετικά με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την Γερμανική Κατοχή του 1940.