Το καινοτόμο ερευνητικό έργο διήρκεσε δύο χρόνια, πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της διακρατικής συνεργασίας Ελλάδας – Ισπανίας με φορείς υλοποίησης το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και το Πανεπιστήμιο της Βαλένθια και ολοκληρώθηκε το 2001. Η επιτόπια μελέτη αφορούσε στην περίπτωση του ελλαδικού χώρου την ορεινή Ροδόπη και συγκεκριμένα το πομακοχώρι της Σαρακηνής και στην Ισπανία την περιοχή του χωριού Castell de Castells στην περιοχή Alicante, στα νότια της Βαλένθια.
Το ενδιαφέρον στοιχείο της έρευνας ήταν ότι η ελληνική ομάδα δούλεψε στην Ισπανία και η ισπανική στην Ελλάδα με αποτέλεσμα να υπάρχει ουσιαστική ανταλλαγή όχι μόνο ερευνητικών εμπειριών πάνω σε ζητήματα μεθοδολογίας, αλλά και ερμηνευτικών προσεγγίσεων και επιλογών, με βάση τις διαφορετικές πολιτισμικές εμπειρίες των μελετητών.
Η ελληνο-ισπανική έρευνα ανέδειξε την ανάγκη για κοινά μεσογειακά προγράμματα ανθρωπιστικού προσανατολισμού στο χώρο της αρχαιολογίας, κοινωνικής ανθρωπολογίας, ανθρωπογεωγραφίας και ιστορίας.
«Η Μεσόγειος αφηγείται την ιστορία της»
Η επιτόπια εθνογραφική και αρχαιολογική έρευνα, που πραγματοποιήθηκε ταυτόχρονα σε δύο ορεινούς χώρους της Μεσογείου, έδειξε τα κοινά χαρακτηριστικά ενός τρόπου ζωής και μιας σειράς οικονομικών πρακτικών, κοινωνικών επιλογών αλλά και ιδεολογικών χαρακτηριστικών.
Πρόκειται για πλευρές του ίδιου γεωγραφικού χώρου, που αν και μέσα από διαφορετικές ιστορικές και πολιτισμικές εμπειρίες, αναδεικνύει στις δύο αντίθετες άκρες της μεσογειακής λεκάνης με ευκολία τις κοινές καταβολές μιας παράλληλης, δύσκολης αλλά και ταυτόχρονα ελκυστικής πορείας. Όπως λέει και ο ιστορικός F. Braudel «Η Μεσόγειος αφηγείται αδιάκοπα την ίδια της την ιστορία, αναγεννιέται συνέχεια από τον ίδιο τον εαυτό της».
Η σημασία των ορεινών περιοχών της Μεσογείου για τη μελέτη και κατανόηση της πολιτισμικής εξέλιξης του χώρου έχει σχολιαστεί από πολλούς κοινωνικούς επιστήμονες και αποτελεί κοινή εκτίμηση το γεγονός ότι η οργανωμένη ανθρώπινη παρουσία στις ορεινές περιοχές της Μεσογείου αν και ταυτίστηκε στο παρελθόν με φαινόμενα πολιτισμικού περιθωρίου ή με εμμονές σε μονοδιάστατες οικονομικές συμπεριφορές και συντηρητικές νοοτροπίες, ποτέ δεν έμεινε αμέτοχη των σημαντικών ιστορικών και πολιτικών ανακατατάξεων που σημάδεψαν τον ευρύτερο μεσογειακό χώρο. Αλλά υπάρχει ένας ιδιαίτερα σημαντικός λόγος που οι ορεινές περιοχές της Μεσογείου οριοθετούν σήμερα έναν ενδιαφέροντα και ίσως μοναδικό χώρο έρευνας.
Η ιστορία «μακράς διάρκειας»
Σε τέτοιους χώρους απομόνωσης και καταφυγής διατηρούνται και προσφέρονται για μελέτη τρόποι ζωής και συμπεριφοράς μιας περασμένης εποχής που κατόρθωσαν να επιβιώσουν μέσα από συγκεκριμένες στρατηγικές προσαρμογής στο περιβάλλον και οι οποίες βοηθούν σε μεγάλο βαθμό στην κατανόηση βασικών πολιτισμικών χαρακτηριστικών της Μεσογείου.
Έτσι, δεν είναι τυχαίο ότι μορφές κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης ή κυρίαρχες κάποτε παραγωγικές δραστηριότητες όπως η νομαδική κτηνοτροφία ή ακόμη συγκεκριμένοι κανόνες οικονομικής συμπεριφοράς και κώδικες κοινωνικών σχέσεων επιτρέπουν, σύμφωνα με την άποψη πολλών, την ανίχνευση της ιστορίας «μακράς διάρκειας» (long duree). Αυτή η υπολανθάνουσα αδιατάρακτη έννοια της συνέχειας του ορεινού τοπίου, συνδέεται ιδεολογικά με τον παραδοσιακό χαρακτήρα της εθνογραφικής παρατήρησης και εκφράζεται μέσω των «επιβιωμάτων», συγκεκριμένων δηλαδή κοινωνικών και οικονομικών πρακτικών.
Με βάση ένα τέτοιο σκεπτικό θα μπορούσε να περιγραφεί και η προβληματική της συγκριτικής επιτόπιας έρευνας που αναπτύχθηκε σε δύο εντελώς διαφορετικές, από μια πρώτη ματιά, γεωγραφικές περιοχές του ορεινού μεσογειακού χώρου από Έλληνες και Ισπανούς αρχαιολόγους.
Επείγουσα ανάγκη για διάσωση ευρημάτων
Στο ερευνητικό έργο επελέγησαν ο χώρος της ορεινής Ροδόπης στη Θράκη και το βουνό Serrella στην περιοχή Alcoi της Καταλονίας στη νότια Ισπανία, στις οποίες εργάστηκαν Ισπανοί και Έλληνες ερευνητές αντίστοιχα.
Δόθηκε έτσι η δυνατότητα όχι μόνο για μια καθαρά επιστημονική ανταλλαγή εμπειριών από δύο ερευνητικές ομάδες με διαφορετικές αρχαιολογικές παραδόσεις αλλά και για την εκτίμηση με αναστοχαστική διάθεση εκδοχών κάποιων κοινών, στη βάση τους, πολιτισμικών συμπεριφορών. Και στις δύο χώρες διαπιστώθηκε μια
μεγάλη ανάγκη για επείγουσα και συστηματική, σωστικού σχεδόν χαρακτήρα, επιτόπια έρευνα.
Στις ίδιες ορεινές περιοχές καταγράφεται η ανάγκη για εξειδικευμένες εθνογραφικές και αρχαιολογικές παρατηρήσεις που θα αφορούν τη μελέτη διαχρονικά των ειδικών παραγόντων που ορίζουν αυτό που θα λέγαμε «ποσοτική και ποιοτική διαφοροποίηση της πολιτισμικής δραστηριότητας». Έννοιες όπως το πλαίσιο, οι σχέσεις, η κλίμακα και η εκδήλωση κοινωνικών και οικονομικών συλλογικών εκδηλώσεων και συμπεριφορών σε τέτοιες ορεινές περιοχές ξαφνικά αποκτούν ενδιαφέρον που αγγίζει την καρδιά του μεσογειακού κόσμου.
Ως ένα κυρίαρχο αντικείμενο έρευνας εδώ επελέγη η κτηνοτροφική πρακτική που σε πολλές ορεινές μεσογειακές περιοχές και παρ’ όλη την ποικιλία που καταγράφεται ανάλογα με την ιστορική της πορεία, έχει οδηγήσει σε παρόμοιους τρόπους οργάνωσης του χώρου, σε κοινές παραγωγικές δραστηριότητες αλλά και ταυτόσημες κοινωνικές συμπεριφορές πολλές από τις οποίες επιβιώνουν με κάποιο τρόπο λειτουργικά μέχρι σήμερα μέσα από επιμέρους αναγνωρίσιμα στοιχεία.
Η κτηνοτροφία στο επίκεντρο
Η επιτόπια έρευνα περιελάμβανε τη σχεδιαστική αποτύπωση παραδοσιακών κτισμάτων κτηνοτροφικών δραστηριοτήτων στην Ισπανία (corrals, esbardals) και την Ελλάδα (στάνες, μάντρες), συνεντεύξεις με ντόπιους κατοίκους αλλά και φωτογραφικές και οπτικοακουστικές καταγραφές σε συνδυασμό με συστηματικές αρχειακές αναζητήσεις.
Εντοπίστηκαν και μελετήθηκαν έτσι στην πράξη δύο διαφορετικές εκδοχές μιας κοινής μεσογειακής κτηνοτροφικής δραστηριότητας όπως αυτή εκδηλώνεται στις δύο συγκεκριμένες ορεινές περιοχές και μέσα από τα ιδιαίτερα κάθε φορά ιστορικά και πολιτισμικά της πλαίσια. Και ακόμα κατά πόσο επιβιώνουν φανερά ή υπολανθάνουν οι παράγοντες που επηρέασαν στο παρελθόν πλευρές της ορεινής κτηνοτροφίας με αφορμή άλλοτε τη μετατροπή τους σε αγροτικές μειονότητες στα
πλαίσια ενός φεουδαλικού συστήματος -οι Mudejares, Μουσουλμανικοί αγροτικοί πληθυσμοί που παρέμειναν σε ορεινές περιοχές της Ισπανίας μετά την επαναφορά της χριστιανικής εξουσίας στις αρχές του 13ου αιώνα μ.Χ.- άλλοτε τις οργανωμένες μετακινήσεις πληθυσμών -τελική εκδίωξη Αράβων από την Ισπανία το 1609 μ.Χ., ορισμός εθνικών συνόρων στα Βαλκάνια στις αρχές του 20ου αιώνα- και σίγουρα τις ιδεολογικές ανακατατάξεις που επακολούθησαν με την παρουσία θρησκευτικών ή άλλων μειονοτήτων στις δύο χώρες (αραβικό Ισλάμ στη Καταλονία, Μπεκτασήδες μουσουλμάνοι στη Ροδόπη).
Το Ισλάμ στα δύο άκρα της Μεσογείου
Η έρευνα αναγκαστικά επεκτάθηκε και σε άλλα παρεμφερή ζητήματα όπως είναι οι αγροτικές εγκαταστάσεις των δύο περιοχών, η προέλευση και η εξέλιξή τους. Έτσι οι ερευνητές ήρθαν αντιμέτωποι, άμεσα ή έμμεσα, με την παρουσία του Ισλάμ και στις δύο ορεινές μεσογειακές περιοχές, ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον, όπως είναι φανερό, θέμα.
Πρόκειται για ένα Ισλάμ που εμφανίζεται σε δύο διαφορετικές γεωγραφικές εκδοχές του, το μωαμεθανικό και το αραβικό. Το πρώτο μέσα από το ζωντανό πληθυσμιακό υπόστρωμα των μουσουλμάνων της Θράκης ενώ το δεύτερο σαν ιστορική εμπειρία των χριστιανικών πληθυσμών που αντικατέστησαν του εκδιωχθέντες Άραβες («Moriscos»). Ένα ισλαμικό στοιχείο που εμφανίζεται άλλοτε με την κυρίαρχη πολιτισμική του διάσταση και τον οικονομικό του χαρακτήρα όπως στη Θράκη και άλλοτε έμμεσα σαν ιστορική μνήμη στην Καταλονία.
Αποδείχτηκε ιδιαίτερα ενδιαφέρον το ζήτημα για το πώς το Ισλάμ επηρέασε στο παρελθόν αλλά και ακόμη επηρεάζει την ορεινή περιοχή της Θράκης σε θέματα οργάνωσης και εκμετάλλευσης του χώρου αλλά και ποιες συνήθειες και πρακτικές άφησε σαν κληρονομιά στην ορεινή Ισπανία της Καταλονίας μετά την βίαιη εκδίωξη των Βερβέρων Αράβων τον 17ο αιώνα (οργάνωση οικισμών και κεντρικών αγροκτημάτων («Alquerias»).
Ορεινή αρχαιολογία: κοινά χαρακτηριστικά
Η ελληνο-ισπανική εθνοαρχαιολογική έρευνα στα δύο άκρα της μεσογειακής λεκάνης, την Καταλονία και τη Ροδόπη, έδειξε ότι ο ορεινός χώρος παρ’ όλες τις διαφορετικές ιστορικές αφετηρίες και πορείες, είναι κοινός και μοιράζεται μέσα από αδιόρατες συνεκτικές γραμμές τις ίδιες πολιτισμικές εμπειρίες αναδεικνύοντας τα κοινά χαρακτηριστικά ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής και μιας σειράς οικονομικών, κοινωνικών επιλογών αλλά και ιδεολογικών χαρακτηριστικών.
Έτσι εντοπίστηκαν και μελετήθηκαν στην πράξη οι διαφορετικές εκδοχές μιας κοινής μεσογειακής κτηνοτροφικής δραστηριότητας όπως αυτή εκδηλώνεται μέσα από τα ιδιαίτερα κάθε φορά ιστορικά και πολιτισμικά πλαίσια.
Εθνοαρχαιολογικές έρευνες όπως αυτή συνιστούν τμήμα του ευρύτερου αρχαιολογικού και ανθρωπολογικού προβληματισμού που περιγράφει και το περιεχόμενο της λεγόμενης «ορεινής αρχαιολογίας» (highland archaeology) η οποία προσπαθεί να προσεγγίσει διαχρονικά την οργανωμένη ανθρώπινη παρουσία σε αλπικές, ημιορεινές και ορεινές περιοχές με τα τόσο ιδιόμορφα περιβαλλοντικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά.
Β
Εθνοαρχαιολογικές έρευνες σε δύο περιοχές της Μεσογείου. Σαρακηνή – Ελλάδα και Alicante – Ισπανία. Η ταυτότητα του έργου:
Επιστημονικώς υπεύθυνος
Ν. Ευστρατίου, αναπληρωτής καθηγητής προϊστορικής αρχαιολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Συνεργάτες
Μ. Ντίνου, αρχαιολόγος, διδάκτωρ Πανεπιστημίου Βαλένθια, Ισπανίας
Ε. Αλφα, αρχαιολόγος
Φορείς χρηματοδότησης
Γ.Γ.Ε.Τ.
Διάρκεια έργου
14/12/1999 έως 13/12/2001
Β
Τις ίδιες πολιτισμικές εμπειρίες και τα κοινά χαρακτηριστικά ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής, μοιράζονται οι πληθυσμοί των ορεινών χώρων στα δύο άκρα της μεσογειακής λεκάνης, τη Ροδόπη και την Καταλονία, όπως έδειξε η ελληνο-ισπανική εθνοαρχαιολογική έρευνα, που ολοκληρώθηκε το 2001, με φορείς υλοποίησης το Α.Π.Θ. και το Πανεπιστήμιο της Βαλένθια.
Παρά τις διαφορετικές ιστορικές αφετηρίες και πορείες, οι ορεινοί χώροι στις δύο περιοχές μοιράζονται παρόμοιες οικονομικές, κοινωνικές και ιδεολογικές επιλογές και επιρροές, σε μια Μεσόγειο που «αφηγείται αδιάκοπα την ίδια της την ιστορία και αναγεννιέται συνέχεια από τον ίδιο τον εαυτό της».
Η διετής έρευνα, στη διάρκεια της οποίας η ελληνική ομάδα δούλεψε στην Ισπανία και η ισπανική στην Ελλάδα, κατέδειξε την ανάγκη για κοινά μεσογειακά προγράμματα ανθρωπιστικού προσανατολισμού στον χώρο της αρχαιολογίας, της κοινωνικής ανθρωπολογίας, της ανθρωπογεωγραφίας και της ιστορίας. Επικεντρώθηκε δε, στις διαφορετικές εκδοχές μιας κοινής μεσογειακής κτηνοτροφικής δραστηριότητας. Εξάλλου, εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι και οι ερευνητικές ομάδες ήρθαν, άμεσα ή έμμεσα, αντιμέτωπες με την
παρουσία του Ισλάμ και στις δύο ορεινές μεσογειακές περιοχές. Πρόκειται για ένα Ισλάμ που εμφανίζεται σε δύο διαφορετικές γεωγραφικές εκδοχές του, τη μωαμεθανική και την αραβική: η πρώτη μέσα από το ζωντανό πληθυσμιακό υπόστρωμα των μουσουλμάνων της Θράκης και η δεύτερη ως ιστορική εμπειρία των χριστιανικών πληθυσμών, που αντικατέστησαν τους εκδιωχθέντες Βερβέρους Άραβες (“Μοriscos”) τον 17ο αιώνα.