Ατέλειωτα κοντινά πλάνα σε μυρμηγκοφωλιές και λιοντάρια που κυνηγούν το θήραμά τους, αργά τράβελινγκ σε ψηφιδωτά εκκλησιών, φαραγγιών και ποταμών υπό την καθοδήγηση μιας υποβλητικής φωνής και μουσικής: αυτή είναι η εικόνα που έχουμε ή είχαμε μέχρι πρόσφατα για το παρεξηγημένο αυτό είδος ταινιών, τουλάχιστον μέχρι να φτάσουν ως εμάς τα συναρπαστικά και συχνά δραματοποιημένα ντοκιμαντέρ ξένων τηλεοπτικών σταθμών μέσω των εφημερίδων και, λίγο αργότερα, μέσω ορισμένων ελληνικών τηλεοπτικών σταθμών. Ως τώρα, η παρακολούθηση ενός ντοκιμαντέρ θύμιζε στους περισσότερους από εμάς σχολική εκδρομή στο μουσείο, όπου οι πιο πολλοί δε βλέπουν την ώρα να τελειώσει η ξενάγηση για ν’ αρχίσει το παιγνίδι, ενώ αρκετοί το σκάνε απ’ την αρχή για ν’ αποφύγουν τη βαρετή διδασκαλία. Όμως η άποψή μας για το ντοκιμαντέρ, όπως άλλωστε και για το μουσείο, έχει αρχίσει ν’ αλλάζει, και το ενδιαφέρον μας ν’ ανανεώνεται γι’ αυτούς τους «τόπους» εναλλακτικής μάθησης• ειδικά για το ντοκιμαντέρ, η λειτουργία αυτή πραγματώνεται μέσω της κινούμενης εικόνας με την οποία όλοι είμαστε εξοικειωμένοι. Όλες οι ταινίες, άλλωστε, ανεξάρτητα απ’ την πρόθεση του δημιουργού τους, λειτουργούν κατά κάποιο τρόπο εκπαιδευτικά: είναι το «σύγχρονο virtual μουσείο».
Και πράγματι, δύο ταινίες ήταν ο οδηγός της μικρής μας παρέας τον περασμένο Δεκαπενταύγουστο, όταν, βγαίνοντας μετά από μιάμιση μέρα εξουθενωμένοι, αλλά καταγοητευμένοι, από τον εθνικό δρυμό Βάλια Κάλντα στην Πίνδο, περιπλανιόμασταν προκειμένου να βρούμε ζεστό φαγητό και μαλακό κρεβάτι, αλλά όλα τα γύρω χωριά, μετά από τη γαλήνη του δάσους, μάς φαίνονταν το ίδιο απωθητικά και θορυβώδη: ετοιμασίες για το πανηγύρι, γυαλιστερά τζιπ και σεντάν παρκαρισμένα παντού, κυρίες με τακούνια και ακριβά ρούχα, αρνιά στη σούβλα, παιδιά να παίζουν Playstation κάτω από τον πλάτανο, καφετέριες που σερβίριζαν μόνο σουφλέ σοκολάτας και καπουτσίνο, πουθενά καφενείο - κι όλα αυτά, σε μιαν άγνωστη, για μας, τους άσχετους «Αθηναίους», μεριά της χώρας. Ψάχνοντας απεγνωσμένα στο χάρτη, εντόπισα το χωριό Αβδέλλα που, ακόμα κι αν θα ήταν παρόμοιο με όσα είχαμε δει ως εκείνη τη στιγμή, είχε, για μένα τουλάχιστον, ένα άλλο νόημα: ήταν το χωριό των πρώτων κινηματογραφιστών στα Βαλκάνια, των Αδελφών Μανάκη, όπου, 100 περίπου χρόνια πριν, στην τότε τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, γύρισαν το πρώτο ντοκιμαντέρ τις Υφάντρες. Γνώριζα για τους Μανάκη από την περιήγηση του ελληνοαμερικανού σκηνοθέτη Α. στην ταινία Tο βλέμμα του Οδυσσέα του Θόδωρου Αγγελόπουλου, καθώς και από το ντοκιμαντέρ του Φώτου Λαμπρινού Γλέντι γενεθλίων, μια βουβή Bαλκανική ιστορία.
1906-1950: Οι πρώτες απόπειρες
Οι πρωτοπόροι(*)
Η ιστορία του ντοκιμαντέρ για την Ελλάδα (και τα Βαλκάνια) ξεκινά, λοιπόν, από την Πίνδο, με τους αδελφούς Μίλτο και Γιαννάκη Μανάκη, για την καταγωγή και το έργο των οποίων ερίζουν σήμερα τέσσερις διαφορετικοί βαλκανικοί λαοί. Οι Υφάντρες (1906 ή 1907), η κατά πάσα πιθανότητα πρώτη ταινία των «Λιμιέρ των Βαλκανίων», όπου καταγράφονται οι καθημερινές ασχολίες της οικογένειάς τους στη γενέτειρά τους (ειδικότερα, η επεξεργασία μάλλινου νήματος), είναι ένα ντοκουμέντο όχι μόνο μοναδικής ιστορικής αξίας, αλλά και κινηματογραφικής• είναι το πρώτο ντοκιμαντέρ: η δράση εκτυλίσσεται φυσικά, χωρίς παρέμβαση του κινηματογραφιστή, ενώ οι γυναίκες που δουλεύουν στην αυλή, όχι μόνο δεν ποζάρουν, αλλά και δρουν σα να μην υπάρχει ο φακός, και συχνά του γυρίζουν την πλάτη. Οι Αδελφοί Μανάκη συνεχίζουν να γυρίζουν ταινίες με ντοκιμαντερίστικη γραφή, για δική τους ευχαρίστηση και όχι για λογαριασμό άλλων, όταν πολλοί έχουν στραφεί στις ταινίες μυθοπλασίας και στα Επίκαιρα(**) που θα επισκιάσουν την ανάπτυξη του ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα για πολλά χρόνια, μέχρι το τέλος του εμφυλίου πολέμου.
Το πρώτο ντοκιμαντέρ του υποκόσμου
Λίγα χρόνια μετά τις Υφάντρες, στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, ο φωτογράφος Γαβρίλης Λόγγος, γιος της επιτυχημένης ελληνογαλλίδας Μαρί Λόγγου και βοηθός του Ζόζεφ Χεπ (βλ. παράγραφος «Επίκαιρα»), ακολουθεί τον «δάσκαλό» του στις επικίνδυνες εκστρατείες του και γυρίζει πολεμικά ντοκουμέντα. Με την ιδέα του να κρύψει τη μηχανή λήψης σε υπαίθρια σημεία της Αθήνας όπου κυκλοφορούσαν «ύποπτα» πρόσωπα, γίνεται ο πρώτος ντοκιμαντερίστας που κινηματογραφεί τον υπόκοσμο της πρωτεύουσας. Έτσι, από το 1906 μέχρι και το 1950, μια περίοδο πολέμων, πολιτικών αναταραχών και ανακατατάξεων, επικρατεί η τάση να αναδειχθούν τα ένδοξα σημεία της Ιστορίας. Στην κινηματογραφική παραγωγή κυριαρχούν, με ελάχιστες εξαιρέσεις, τα Επίκαιρα, στα οποία συγκαταλέγονται και «επιμορφωτικές» ταινίες που γυρίζονται με εντολή των κρατικών φορέων, καθώς και αρκετές αναπαραστάσεις αρχαίων τελετουργιών, όπως η αναβίωση των Δελφικών Εορτών των Άγγελου και Εύας Σικελιανού. Προκαλεί ενδιαφέρον, για παράδειγμα, η μέριμνα του Υφυπουργείου Τύπου και του Υπουργείου Παιδείας κατά το Μεσοπόλεμο, για την προβολή 500 «ταινιών μορφωτικού περιεχομένου» με θέμα τις δραστηριότητες της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας (ΕΟΝ) του Ιωάννη Μεταξά, στα σχολεία όλης της χώρας, ακόμα και στα πιο απομακρυσμένα.
1950: Νέα πνοή
Μόνο στη δεκαετία του 1950, μαζί με την ανάκαμψη του ελληνικού κινηματογράφου και την επιστροφή του κοινού στις αίθουσες, το ντοκιμαντέρ θα προσελκύσει ξανά τους κινηματογραφιστές. Το 1952, ο Άγγελος Προκοπίου, γιος του Γιώργου Προκοπίου, γυρίζει την πρώτη ελληνική «ταινία τέχνης», τη μικρού μήκους Δαφνί για τη βυζαντινή εκκλησία στην ομώνυμη περιοχή. Εκείνη την εποχή, εμφανίζεται μια ομάδα δημιουργών (μια παρέα, στην πραγματικότητα), με κοινές πνευματικές και κινηματογραφικές αναζητήσεις,: οι Ροβήρος Μανθούλης, Ρούσσος Κούνδουρος, Ηρακλής Παπαδάκης, Φώτης Μεσθεναίος, Γιάννης Μπακογιαννόπουλος και Λέων Λοΐσιος. Όλοι πρόκειται να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην ιστορία του ελληνικού ντοκιμαντέρ. Το 1953, ο Ρούσσος Κούνδουρος ιδρύει το Ινστιτούτο Μορφωτικού και Επιστημονικού Κινηματογράφου, με στόχο την παραγωγή επιστημονικών κυρίως ντοκιμαντέρ. Το 1957, ο Λέων Λοΐσιος γυρίζει με τη συνεργασία των Μεσθεναίου (οπερατέρ), Μανθούλη (μοντάζ) και Μπακογιαννόπουλου (συγγραφή της αφήγησης) το Ψαράδες και ψαρέματα. Πρόκειται για μια λιτή περιγραφή της ζωής και της δουλειάς των ψαράδων της Λέσβου που, με τον άψογο ρυθμό του και την αποκαλυπτική του εικόνα, ανταποκρίνεται πλήρως στον ορισμό για το ντοκιμαντέρ του Γκρίρσον, ενός απ’ τους θεμελιωτές του είδους: «δημιουργική εκμετάλλευση της πραγματικότητας». Σχεδόν ταυτόχρονα, το Υπουργείο Τύπου και Πληροφοριών αναθέτει στον Ροβήρο Μανθούλη να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ για τη Λευκάδα, με σκοπό την τουριστική προβολή του νησιού στο εξωτερικό. Ο νέος τότε Μανθούλης, που θα αναδειχθεί ένας από τους σημαντικότερους ντοκιμαντερίστες στην Ελλάδα και διεθνώς, γυρίζει το «λυρικό» και «ιμπρεσιονιστικό» ντοκιμαντέρ Λευκάδα, νησί των ποιητών, που αναδεικνύει όχι τόσο τη φυσική ομορφιά του τόπου, όσο τον πλούτο της πνευματικής κληρονομιάς τής πατρίδας του Βαλαωρίτη και του Σικελιανού. Λίγο αργότερα (1960) και με πρωτοβουλία του Μανθούλη, ιδρύεται «Η Ομάδα των 5», με στόχο τη διάδοση του ντοκιμαντέρ. Η Ομάδα, που απαρτιζόταν από τους Μανθούλη, Μεσθεναίο, Παπαδάκη, Μπακογιαννόπουλο και Ρούσσο Κούνδουρο, επιδίδεται στην ενημέρωση του κοινού και των κρατικών φορέων μέσα από διαλέξεις, προβολές, φεστιβάλ και κινηματογραφικές λέσχες, με αποτέλεσμα την άνθιση των ντοκιμαντέρ κατά παραγγελίαν, που ανατίθενται από κρατικούς και ιδιωτικούς φορείς και οργανισμούς στην Ομάδα, καθώς και σε άλλους σκηνοθέτες. Οι περισσότερες από αυτές τις ταινίες αποσπούν κάθε φορά το βραβείο του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης που, από το 1960, αποτελεί το πρώτο επίσημο βήμα των ντοκιμαντέρ. Η ταινία Η Ακρόπολη των Αθηνών (1961), σε σκηνοθεσία του Μανθούλη, πουλιέται σε 3.000 πανεπιστήμια της Αμερικής, και το Άνθρωποι και θεοί (1961), του ιδίου, μεταδίδεται επί 5 συνεχή χρόνια από το αμερικανικό δίκτυο NBC. Από τις ταινίες για λογαριασμό του ΕΟΤ [Μυκήνες και Κυκλάδες, σε συνεργασία με τον Ρούσσο Κούνδουρο (1963)] ξεκίνησε και ο Σταύρος Τορνές, ένας ξεχωριστός σκηνοθέτης που διακρίθηκε για τα «φαντασιακά», όπως τα χαρακτήριζε, ντοκιμαντέρ του, η αξία των οποίων αναγνωρίστηκε αρκετά χρόνια αργότερα [Κοάτι (1977), Εξωπραγματικό (1981), Πλατεία Ιπποδαμείας (1983)]. Το 1967, ο Τορνές σκηνοθετεί μαζί με τον Κώστα Σφήκα τον Θηραϊκό όρθρο, που βραβεύεται στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ο Σφήκας, που θα προκαλέσει αίσθηση με την πειραματική ταινία-σταθμό Μοντέλο (1974), θα παραμείνει πιστός και στη συνέχεια στον πειραματικό κινηματογράφο [Μητροπόλεις (1975), Αλληγορία (1986), Πάουλ Κλέε, Το προφητικό πουλί των θλίψεων (1995)].
1960-1970: Διαφορετικές ματιές στην πραγματικότητα
Μετά την «Ομάδα των 5», το ντοκιμαντέρ προσελκύει πλειάδα νέων και ταλαντούχων κινηματογραφιστών που αντλούν τα θέματα των ταινιών τους από διάφορους χώρους, όπως η λαϊκή παράδοση, η Ιστορία ή η πολιτική. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι ο διαχωρισμός των ντοκιμαντέρ ανάλογα με τη θεματολογία δεν είναι απόλυτος, αλλά μας παρέχει απλώς ένα πλαίσιο αναφοράς σ’ αυτή τη σύντομη αναδρομή. Δεν υπάρχει, λ.χ., πολιτική ή λαογραφική ταινία χωρίς ιστορικά στοιχεία ή το αντίθετο.
Ιστορικά ντοκιμαντέρ
Το 1961, με την Τραγωδία του Αιγαίου του Βασίλη Μάρου(***) έχουμε το πρώτο ιστορικό ντοκιμαντέρ που προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Πρόκειται για μια σύνθεση της ιστορίας του ελληνισμού σε μια κρίσιμη περίοδο: από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι το τέλος της εμφύλιας διαμάχης. Βάση του ντοκιμαντέρ αποτέλεσε το υλικό που είχε τραβήξει ο Γιώργος Προκοπίου κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία, το Ελληνικόν θαύμα του Δημήτρη Γαζιάδη καθώς και Επίκαιρα των Φιλοποίμενα Φίνου, Ζόζεφ Χεπ, Γαβριήλ Λόγγου, Δ. Κουρμπέτη, Γεράσιμου και Γιάννη Δριμαρόπουλου, Μανώλη Μεγαλοοικονόμου, Κορνήλιου Διακάκη και άλλων. Η ταινία, που λογοκρίθηκε στην Ελλάδα και προβλήθηκε με δυσκολίες και για σύντομο διάστημα, απέσπασε διακρίσεις σε διεθνή φεστιβάλ και προβλήθηκε από αρκετά διεθνή τηλεοπτικά δίκτυα, μεταξύ των οποίων το BBC και το NBC.
Το 1966, η σκηνοθέτιδα Λίλα Κουρκουλάκου γυρίζει το δεύτερο ελληνικό ιστορικό ντοκιμαντέρ, Ελευθέριος Βενιζέλος ένα δύσκολο εγχείρημα, σε μια ακόμα πιο δύσκολη περίοδο (λίγο πριν απ’ τη δικτατορία των συνταγματαρχών) για την προσωπικότητα του μεγάλου πολιτικού. Η ταινία απαγορεύτηκε κατά τη δικτατορία και προβλήθηκε ξανά στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Αυτή, όμως, δεν είναι η πρώτη δουλειά της Κουρκουλάκου: η ταινία της Το νησί της σιωπής (1957), μια σπουδή της ζωής των λεπρών στη Σπιναλόγκα, αναφέρεται ως το πρώτο ελληνικό δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ.
Λαογραφικά - Εθνογραφικά ντοκιμαντέρ
Τα λαογραφικά και εθνογραφικά ντοκιμαντέρ θα παραμείνουν για αρκετά χρόνια ένα είδος παρεξηγημένο, προφανώς λόγω του ότι παραπέμπουν τους πιο «καχύποπτους» σε εθνικιστικές ιδέες. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, σε παλιά αλλά και πιο πρόσφατα κινηματογραφικά περιοδικά, δεν εντοπίζουμε καμία αναφορά στον Βασίλη Μάρο που γύρισε 40 ντοκιμαντέρ μέσα από τα οποία αποδίδεται με απλότητα η ουσία του διαχρονικού ελληνικού πολιτισμού [Η Κατίνα Παξινού και η τραγωδία (1960), Κάλυμνος, το νησί των σφουγγαράδων (1963), Αναστενάρια (1967), Μπουζούκι (1973) κ.ά.].
Ο Νέστορας Μάτσας, «το κόκκινο πανί για την αριστερίζουσα κριτική», συμβάλλει στην ανάπτυξη του λαογραφικού ντοκιμαντέρ καταγράφοντας πολλά σημαντικά λαογραφικά ντοκουμέντα, έθιμα και παραδόσεις που σήμερα έχουν πλέον εκλείψει λ.χ., Η ζωή των Σαρακατσαναίων. Για την ταινία του Παράθυρο της Κυριακής (1964) έχει ειπωθεί ότι εκπροσωπεί τον «κινηματογράφο-αλήθεια».
Εθνογραφικό ντοκιμαντέρ ήταν η πρώτη δουλειά κι ενός άλλου σημαντικού Έλληνα σκηνοθέτη, του Τάκη Κανελλόπουλου [Ουρανός (1962), Εκδρομή (1966), Παρένθεση (1968) κ.ά.]: ο Μακεδονικός γάμος (1961) που γύρισε στο Βελβεντό της Κοζάνης, όπου τα έθιμα διατηρούνται ανέπαφα από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αναδεικνύει ακριβώς αυτή τη συνέχεια από την αρχαιότητα μέχρι και τον 20ο αιώνα, «αποκαλύπτοντας την ψυχή και τις ρίζες του λαού». Την ίδια περίπου εποχή, άλλοι δύο Μακεδόνες σκηνοθέτες, που υπήρξαν και συνεργάτες του Κανελλόπουλου, κινηματογραφούν την ελληνική επαρχία και βραβεύονται με τις πρώτες τους δουλειές στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: ο Τάκης Χατζόπουλος, με τις Πρέσπες (1966), ένα ντοκιμαντέρ για την περιοχή των λιμνών της βορειοδυτικής Μακεδονίας, και ο Απόστολος Κρυωνάς με τη μικρού μήκους ταινία Άνεμοι (1967), όπου αναπαριστάται ένα έθιμο ξενιτεμού των ναυτών στα νησιά του Βορείου Αιγαίου. Και οι δύο θα κινηματογραφήσουν την ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας στα επόμενα ντοκιμαντέρ τους: ο Κρυωνάς, με τις ταινίες Ήταν μέρα γιορτής (1973), Οι εντός των τειχών (1977), Θεσσαλονίκη 2.300 χρόνια (1984) και άλλα• ο Χατζόπουλος, συνεργάτης του Λάκη Παπαστάθη στην εταιρεία τηλεοπτικής παραγωγής Cinetic, με τη Γυναικοκρατία (1969), μια καταγραφή του εθίμου της Μονοκκλησιάς, ενός χωριού του Νομού Σερρών, όπου, μία φορά το χρόνο, οι γυναίκες παίρνουν την εξουσία στα χέρια τους.
Μετανάστευση
Πέντε χρόνια αργότερα, με το ντοκιμαντέρ για τη γενέτειρά του, Γάζωρος Σερρών, ο Χατζόπουλος θίγει το θέμα της μετανάστευσης που αυτήν την περίοδο στοιχειώνει την ελληνική επαρχία. Το Γάζωρος Σερρών, ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά ντοκιμαντέρ κοινωνικού περιεχομένου της εποχής, πραγματεύεται τις δυσκολίες των κατοίκων μιας αγροτικής περιοχής που ερήμωνε λόγω της μαζικής μετανάστευσης στο εξωτερικό. Αρκετοί ακόμα σημαντικοί σκηνοθέτες διερευνούν το κοινωνικό φαινόμενο της μετανάστευσης: ο Λάμπρος Λιαρόπουλος, με το Γράμμα από το Σαρλερουά (1965)• ο Αλέξης Γρίβας, με το 750.000 (1966)• ο Λάκης Παπαστάθης, με το Γράμματα από την Αμερική (1972)• ο Γιώργος Καρυπίδης, με το Τελευταίος σταθμός: Κρόυτσμπεργκ (1975)• ο Γιώργος Αντωνόπουλος, με το Μετανάστες (1976). Τελευταίο, αλλά όχι έσχατο, αναφέρουμε τον Λευτέρη Ξανθόπουλο, έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες ντοκιμαντερίστες, που έχει στο ενεργητικό του και σημαντικές ταινίες μυθοπλασίας [Καλή πατρίδα, σύντροφε (1986), Δραπέτης (1991)]. Στην πρώτη του ταινία, Ελληνική κοινότητα Χαϊδελβέργης (1976), ο Ξανθόπουλος παρακολουθεί τη σκληρή καθημερινότητα των Ελλήνων εργατών στη γερμανική πόλη• στην επόμενη, Ο Γιώργος από τα Σωτηριάνικα (1978), επιστρέφει στη Χαϊδελβέργη και δίνει το λόγο στους «επιτυχημένους» Έλληνες μικροεπιχειρηματίες που διατηρούν κέντρα διασκέδασης, ενώ στην ταινία Στα Τουρκοβούνια (1982) ασχολείται με το θέμα της εσωτερικής μετανάστευσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ξανθόπουλος αναπαριστά και ερμηνεύει την εκάστοτε πτυχή της πραγματικότητας όχι ως αποστασιοποιημένος παντογνώστης, αλλά μέσα από μια διαλεκτική διαδικασία με τους παρατηρουμένους, κατά την οποία ο παρατηρητής «υπερασπίζεται το δικαίωμά του να εκπλήσσεται από ερεθίσματα που δέχεται».
Πολιτικά ντοκιμαντέρ
Η μετανάστευση δεν είναι το μόνο θέμα που απασχολεί τους ντοκιμαντερίστες κατά τη δεκαετία του 1970, όπου, ιδίως με τη μεταπολίτευση, γυρίζονται πολιτικά ντοκιμαντέρ. Την αρχή, βέβαια, είχαν κάνει το 1963 οι Δήμος Θέος και Φώτος Λαμπρινός με το ντοκιμαντέρ 100 ώρες του Μάη, το χρονικό της δολοφονίας του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη. Η ταινία δεν επιτράπηκε να προβληθεί παρά 11 χρόνια αργότερα, αφού προηγουμένως είχε διακριθεί στο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Τουρ.
Αμέσως, όμως, μετά την πτώση της χούντας, πληθαίνουν οι πολιτικές ταινίες με έντονα κριτική ματιά, όπως Τα τραγούδια της φωτιάς (1975) του Νίκου Κούνδουρου, που καταγράφουν τις πρώτες μεταδικτατορικές συναυλίες πανηγυρισμών, αλλά και συμπαράστασης στην Κύπρο, και οι Μαρτυρίες (1975) του Νίκου Καβουκίδη για την κρίσιμη τριετία 1973-‘75. Οι αγώνες του λαού εναντίον του καθεστώτος κατά την ίδια περίοδο καταγράφονται στο ντοκιμαντέρ Αγώνας (1975) που βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και είχε την εξής ιδιοτυπία: ήταν προϊόν υλικού που το είχαν κινηματογραφήσει χωριστά έξι νέοι σκηνοθέτες (Δημήτρης Γιαννικόπουλος, Ηλίας Ζαφειρόπουλος, Γιώργος Θανάσουλας, Θόδωρος Μαραγκός, Κώστας Παπανικολάου, Φοίβος Οικονομίδης) και το «ένωσαν» σε μία ταινία. Από την καταγραφή, για αρχειακούς σκοπούς, των κινητοποιήσεων των αγροτών ενάντια στην απαλλοτρίωση αγροτικών εκτάσεων όπου το κράτος σκόπευε να εγκαταστήσει βιομηχανικές μονάδες, προέκυψε το μαχητικό ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους Μέγαρα (1974) των Γιώργου Τσεμπερόπουλου και Σάκη Μανιάτη. Ο Θόδωρος Αδαμόπουλος και η Μαρία Κομνηνού παρουσιάζουν το Καβάλα ‘74 (1975), που αποδίδει το προεκλογικό κλίμα στην ομώνυμη πόλη.
Κύπρος
Πολλοί κινηματογραφιστές καταπιάνονται με την τραγωδία της Μεγαλονήσου - πρώτοι απ’ όλους, οι ίδιοι οι Κύπριοι: ο Μιχάλης Κακογιάννης [Αττίλας ‘74 (1975)], μία απ’ τις «καλύτερες καταγραφές της Ιστορίας εν τη γενέσει της», ο Γιώργος Φιλής [Έτσι προδόθηκε η Κύπρος (1976) και Το μέγα ντοκουμέντο (1979)], ο Ντίνος Κατσουρίδης [Μαρτυρία (1976)], ο Λάμπρος Παπαδημητράκης και η Θέκλα Κίττου [Κύπρος, η άλλη πραγματικότητα (1976)], ο Ευάγγελος Ιωαννίδης [Μακάριος: η μεγάλη πορεία (1977)].
Ντοκιμαντέρ κοινωνικού περιεχομένου
Παράλληλα, γυρίζονται αξιόλογα κοινωνικά ντοκιμαντέρ που, εκτός από τους μετανάστες, όπως αναφέραμε παραπάνω, διερευνούν νέα θέματα. Ο Σταύρος Χασάπης, στην ταινία του Οι λαβύρινθοι (1969) απεικονίζει με λυρισμό την αποξένωση και τη μοναξιά των κατοίκων της μεγαλούπολης, και αποσπά το βραβείο καλύτερης ταινίας μικρού μήκους με υπόθεση στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Το ντοκιμαντέρ Νικόλας (1976) του Δημήτρη Βερνίκου, ένα κράμα λαογραφικής και κοινωνιολογικής έρευνας, αποτυπώνει με αμεσότητα τη στάση ενός θυμόσοφου βοσκού της ορεινής Κρήτης απέναντι στα κοινωνικά προβλήματα. Ο Δημήτρης Μαυρίκιος, με την πρώτη του ταινία, Πολεμόντα (1975), μια κοινωνική έρευνα για τη ζωή των κατοίκων στις ελληνόφωνες περιοχές της Κάτω Ιταλίας, αποδίδει με ευαισθησία τα προβλήματα των ανθρώπων που διατήρησαν σχεδόν ευλαβικά τη γλώσσα και τα έθιμα της Μεγάλης Ελλάδας.
Η γυναικεία ματιά
Την ίδια περίοδο, όλο και περισσότερες γυναίκες κινηματογραφούν ντοκιμαντέρ. Η Γκαίη Αγγελή βραβεύεται στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για το μικρού μήκους ντοκιμαντέρ Μοναστηράκι (1976) και, δύο χρόνια αργότερα, γυρίζει το Θεσσαλονίκη, 6,5 Ρίχτερ (1978). Η Πόπη Αλκουλή, με το ντοκιμαντέρ της Οι γυναίκες σήμερα (1977), ανασυνθέτει μέσα απ’ τις απόψεις κοινωνικών παραγόντων και γυναικών διαφορετικών τάξεων και επαγγελμάτων τη θέση της γυναίκας στη σύγχρονη Ελλάδα. Η Αλίντα Δημητρίου, στις ταινίες Καρβουνιάρηδες (1977) και Σπάτα, το στιφάδο του Αγίου Πέτρου (1978), καταγράφει ένα επάγγελμα (στην πρώτη) κι ένα πανάρχαιο έθιμο (στη δεύτερη), λίγο πριν εκλείψουν. Η Άννα Κεσίσογλου και η Ασπασία Στασινοπούλου αποτυπώνουν τη σαρανταήμερη απεργία πείνας του Μιχάλη Αναστασιάδη έξω από το Γενικό Λογιστήριο, στο ντοκιμαντέρ Απεργία πείνας (1977). Η Μαίρη Χατζημιχάλη- Παπαλιού, που μέχρι σήμερα υπηρετεί με συνέπεια το ντοκιμαντέρ, καταδεικνύει στην ταινία Ο αγώνας των τυφλών (1977) την αντιμετώπιση των ανθρώπων αυτών από το κράτος, την κοινωνία και την Εκκλησία, μέσα από τις μαρτυρίες και μια πορεία διαμαρτυρίας των ιδίων.
1980 –2007: Εκατό και ένα χρόνια μετά
Τηλεόραση
Ενώ σε πολλές περιπτώσεις η τηλεόραση θεωρείται υπεύθυνη των δεινών του κινηματογράφου, κατά τη δεκαετία του 1980 αποτέλεσε τον «ευεργέτη» του ντοκιμαντέρ, καθώς η ΕΡΤ χρηματοδότησε την παραγωγή μεγάλου αριθμού ταινιών του είδους, κάθε θεματολογίας. Εξυπακούεται ότι τα πολιτικοποιημένα ντοκιμαντέρ της προηγούμενης δεκαετίας περιορίζονται τώρα. Από την άλλη πλευρά, δίνεται η ευκαιρία σε πολλούς κινηματογραφιστές να αξιοποιήσουν και να αναπτύξουν περαιτέρω το ταλέντο και τις δεξιότητές τους διαμέσου της συστηματικότερης ενασχόλησής τους με το αντικείμενο. Πολλοί αξιόλογοι σκηνοθέτες εξελίσσονται ή αναδεικνύονται μέσα από την τριβή τους με την τηλεόραση. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους: Γιώργο Κολόζη, Μέμη Σπυράτου, Γιάννη Λάμπρου, Γιώργο Μουζακίτη, Μάρκο Χολέβα, Δημήτρη Μαυρίκιο, Σταύρο Ιωάννου. Επιπλέον, η ΕΤ3, με τη χρηματοδότηση παραγωγής ντοκιμαντέρ, λειτουργεί ως «φυτώριο» μιας γενιάς νέων κινηματογραφιστών που, αξιοποιώντας και τις νέες τεχνολογίες, δημιουργούν ντοκιμαντέρ εξαιρετικής ποιότητας: Άκης Κερσανίδης, Βασίλης Κατσίκης, Πάνος Παπαδόπουλος, Μαρία Οικονόμου, Χρύσα Τζελέπη κ.ά. Θα ’ταν παράλειψη να μην αναφέρουμε την ομάδα CINETIC (Λ. Παπαστάθης - Τ. Χατζόπουλος, σε συνεργασία με άλλους σκηνοθέτες) της εκπομπής Παρασκήνιο, που επί 31 χρόνια προσεγγίζει με υπευθυνότητα και ευαισθησία κοινωνικά, πολιτιστικά και πολιτικά θέματα μέσα από μια σειρά ταινίες μικρής διάρκειας που συχνά προσιδιάζουν περισσότερο στον κινηματογράφο παρά στην τηλεόραση. Εξ άλλου, αυτό που έχει σημασία για το ντοκιμαντέρ, όπως και για κάθε δημιουργία, δεν είναι τόσο το μέσο αποτύπωσης ή προβολής του, όσο η άποψη και η αποτελεσματική ή μη απόδοσή της.
Στη δεκαετία του 1990, το ντοκιμαντέρ θα παραμεριστεί επιδεικτικά εξαιτίας της - ιδιωτικής, αυτή τη φορά - τηλεόρασης. Οι ιδιωτικοί σταθμοί που εκπέμπουν σε όλη τη χώρα τα τελευταία 17 χρόνια και μεταδίδουν κάθε λογής πληροφορίες, επέβαλαν νέα λογική και αισθητική, ασύμβατες με το είδος: κανένα από τα ιδιωτικά κανάλια δεν έχει προβάλει ντοκιμαντέρ, εκτός απ’ το Κανάλι της Βουλής, τον ΣΚΑΪ (πιο πρόσφατα) και ελάχιστα τοπικά κανάλια που προβάλλουν ξένες παραγωγές. Κατά συνέπεια, οι δυνατότητες προβολής των ντοκιμαντέρ παραμένουν ελάχιστες, αν εξαιρέσουμε ορισμένα φεστιβάλ (Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης Εικόνες του 21ου αιώνα, Eco Cinema, Κινηματογράφος και Πραγματικότητα κ.ά.).
Η πορεία συνεχίζεται
Σε πείσμα των καιρών, όλη αυτή την περίοδο, αρκετοί σημαντικοί σκηνοθέτες επιδίδονται με ζήλο στην κινηματογράφηση της «ορατής» πραγματικότητας και την ερμηνεία των αόρατων πτυχών της. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους: Γιάννη Λάμπρου, Θόδωρο Μαραγκό, Σταύρο Στάγκο, Γιώργο Κολόζη, Πάνο Ζενέλη, Μάρκο Γκαστίν, Σταύρο Ιωάννου, Γιάννα Τριανταφύλλη. Η τελευταία, για παράδειγμα, αποκαλύπτει τη ζωή κοινωνικών ομάδων για τις οποίες όλοι έχουμε ακουστά, αλλά θεωρούμε ότι δε μας αφορούν: με το ντοκιμαντέρ Καλκάντζα (1987), καταγράφει τη ζωή της μουσουλμανικής μειονότητας στην Κομοτηνή, ενώ στο Θα φύγω; (1993) αποτυπώνει την καθημερινότητα και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στη χώρα μας οι άνθρωποι με αναπηρίες. Στα όρια του «μη αναπαραστατικού κινηματογράφου», με ταινίες που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν δοκίμια, κινούνται ο σκηνοθέτης, παραγωγός και θεωρητικός Θανάσης Ρεντζής με τις παλιότερες ταινίες του [Βιο-γραφία (1975), Corpus (1979)] και με την πιο πρόσφατη [Σιωπηλές μηχανές (1998)], καθώς και ο Βασίλης Μαζωμένος [Μέρες οργής, ένα ρέκβιεμ για την Ευρώπη (1995), Ο θρίαμβος του χρόνου (1996), Το χρήμα μια μυθολογία του σκότους (1998)].21 Η Λουκία Ρικάκη, εκτός από παραγωγός του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Ecofilms και σκηνοθέτης ταινιών μυθοπλασίας, γυρίζει και ντοκιμαντέρ, με πρόσφατο παράδειγμα την ταινία Ο άλλος (2005).
Δίπλα στους παλαιότερους που ασχολούνται συστηματικά και συνειδητά με το ντοκιμαντέρ, προκύπτει τώρα ένα ρεύμα νέων κινηματογραφιστών. Το 2000, ο Φίλιππος Κουτσαφτής γυρίζει την ταινία Αγέλαστος πέτρα που χαρακτηρίστηκε ταινία-σταθμός στην ιστορία του ελληνικού ντοκιμαντέρ. Το κενό στο είδος του μουσικού ντοκιμαντέρ έρχονται να καλύψουν οι: Νίκος Τριανταφυλλίδης [Screamin’ Jay Hawkins: I put a spell on me (2001)], Γιώργος Ζέρβας [Μ’ αρέσουν οι καρδιές σαν τη δική μου (2000), για τον Μάρκο Βαμβακάρη], Αντώνης Μποσκοΐτης [Φλέρυ, η τρελή του φεγγαριού (2002)] για τη Φλέρυ Νταντωνάκη και Ζωντανοί στο Κύτταρο - σκηνές ροκ (2005) για τα πρώτα χρόνια της ελληνικής
ροκ σκηνής] και η Γκρατσιέλλα Κανέλλου [The approaching of the hour (2005)]. Η Εύα Στεφανή αποδίδει με αμεσότητα και απλότητα τα κοινωνιολογικής κατεύθυνσης θέματά της [La vie en vert (1989), Paschalis (1993), Γράμματα από το Άλμπατρος (1994), Athens (1995), Ακρόπολις (2001), Το κουτί (2004)]. Εκπρόσωποι της νέας γενιάς είναι ακόμα οι: Μαρία Λεωνίδα, Στέλλα Θεοδωράκη, Τάσος Ρηγόπουλος, Ηλίας Φραγκάκης, Τίμων Κουλμάσης, Νίκος Αναγνωστόπουλος, Καλλιόπη Λεγάκη.
Σήμερα, υπάρχει μια νέα δυναμική στο χώρο του ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα, όπως άλλωστε και στο εξωτερικό. Όπως φαίνεται, το πρώτο, αλλά και πιο παρεξηγημένο, είδος κινηματογράφου αποκτά σταδιακά τη θέση που του αξίζει στα μάτια όχι μόνο των θεατών, αλλά και των διανομέων και αιθουσαρχών: το πιο πρόσφατο παράδειγμα αυτής της αλλαγής αποτελεί η ταινία Sugar town – οι γαμπροί (2006) του Κίμωνα Τσακίρη που παρέμεινε στις αίθουσες αρκετές εβδομάδες.
Το παρόν κείμενο δεν αποτελεί ιστορική διατριβή, αλλά συνοπτική αναφορά στην πορεία εξέλιξης του ελληνικού ντοκιμαντέρ, χωρίς καμία πρόθεση κοινωνιο-λογικής ή ιδεολογικής ερμηνείας ή αισθητικής αποτίμησης. Αναφέρονται επιλεκτικά βασικά σημεία από την ιστορία του είδους, η οποία, εξ άλλου, δεν είναι παρά αποσπασματικά καταγεγραμμένη στην ελληνική βιβλιογραφία.
Β
Σημειώσεις:
(*) Αδελφοί Μανάκη: Οι Λυμιέρ των Βαλκανίων
Οι αδελφοί Μιλτιάδης και Γιαννάκης Μανάκη (ή Μανάκια) γεννήθηκαν στο τουρκοκρατούμενο χωριό της Μακεδονίας Αβδέλλα, κοντά στα σημερινά Γρεβενά. Το 1898, ανοίγουν φωτογραφείο στα Γιάννενα, φωτογραφίζοντας την ευρύτερη περιοχή. Το 1904, μεταφέρονται στο Μοναστήρι, την «ακρόπολη του μακεδονικού ελληνισμού» και σημερινή Μπίτολα της Π.Γ.Δ.Μ. Το Μοναστήρι αποτέλεσε τη βάση τους απ’ όπου κινηματογράφησαν, με μια μηχανή λήψης Bioscope 300, ολόκληρη την τότε τουρκοκρατούμενη Μακεδονία, αφήνοντάς μας μοναδικές ιστορικές μαρτυρίες: «καθημερινές ασχολίες, αγωνιστές, καταδικασμένους σε θάνατο, ισοβίτες, Νεότουρκους (1908), επίσκεψη του τελευταίου Τούρκου Σουλτάνου στο Μοναστήρι της Μακεδονίας, τον πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο, που είχε ως συνέπεια την επιστροφή της Αβδέλλας στους Γιουγκοσλάβους». Το 1921, άνοιξαν στο Μοναστήρι κινηματογράφο, ο οποίος κάηκε το 1939. Ο Γιαννάκης, από το 1941 μέχρι το θάνατό του, στα μέσα της δεκαετίας του 1950, έζησε στη Θεσσαλονίκη, ενώ ο Μιλτιάδης (1964) πρόλαβε να δει την αναγνώριση του έργου του από άλλες βαλκανικές χώρες. Το έργο τους περιλαμβάνει 12.500 φωτογραφίες και 70 ντοκιμαντέρ μεγάλου ή μεσαίου μήκους. Το μεγαλύτερο μέρος του αρχείου τους αγοράστηκε σταδιακά από την τότε γιουγκοσλαβική κυβέρνηση μεταξύ του 1955 και του 1964. Υλικό των Αδελφών Μανάκη υπάρχει και στο κινηματογραφικό αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών. Οι Μανάκη άφησαν υλικό ανεκτίμητης λαογραφικής, εθνογραφικής, ιστορικής και κινηματογραφικής αξίας, όχι μόνο για την Ελλάδα ή τα Βαλκάνια, αλλά και για όλο τον κόσμο.
(**) Τα Επίκαιρα
Η ελληνική κινηματογραφική παραγωγή ξεκίνησε από τις ταινίες επικαίρων, τα λεγόμενα ζουρνάλ. Η πρώτη ελληνική κινηματογραφική λήψη επί καθαρά ελληνικού εδάφους έγινε το 1906, όπου ο Γάλλος οπερατέρ Λεόν, απεσταλμένος της γαλλικής εταιρείας Gaumont, κατέγραψε στιγμιότυπα από την τέλεση της Μεσολυμπιάδας (ανεπίσημης Ολυμπιάδας) για τον εορτασμό των 10 χρόνων από την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Από τότε και μέχρι τη δικτατορία του Μεταξά, τα επίκαιρα, ταινίες μικρής διάρκειας στις οποίες καταγράφονταν σημαίνοντα γεγονότα ή πρόσωπα της εποχής, γυρίζονταν συστηματικά, κυριάρχησαν μαζί με τις ταινίες μυθοπλασίας στην παραγωγή, και ενώ, «χάρη στις ατυχίες της φυλής μας, απέκτησαν συγκλονιστική τεκμηριωτική αξία και έγιναν πρόδρομοι του σημερινού πολιτικού ντοκιμαντέρ», συντέλεσαν ταυτόχρονα στον παραμερισμό του ντοκιμαντέρ γι’ αρκετά χρόνια. Ένας από τους σπουδαιότερους κινηματογραφιστές επικαίρων και πρωτοπόρος του ελληνικού κινηματογράφου είναι ο Ούγγρος Ζοζέφ Χεπ (1887-1968).
(***) Η Μικρασιατική Καταστροφή
Οι νίκες του ελληνικού στρατού κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία αναπτέρωσαν τις ελπίδες για μια Ελλάδα «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» και δημιούργησαν ένα κλίμα ασυγκράτητης αισιοδοξίας που αποτυπώνεται στην ημιτελή ταινία μυθοπλασίας ή «μυθιστοριοποιημένο» ντοκιμαντέρ 2.000 μέτρων, του νέου τότε σκηνοθέτη Δημήτρη Γαζιάδη, Το ελληνικόν θαύμα (1921). Το 1921, ο γερμανοτραφής Γαζιάδης, ένας από τους σημαντικότερους κινηματογραφιστές της εποχής, βρέθηκε στη Μικρά Ασία προκειμένου να γυρίσει για λογαριασμό του Υπουργείου Εξωτερικών τη ζωή του μικρασιατικού ελληνισμού και τις νίκες του ελληνικού στρατού, με πρωταγωνιστές Ρώσους ηθοποιούς και κομπάρσους, Έλληνες φαντάρους. Σχεδόν ταυτόχρονα, ο μικρασιάτης ζωγράφος, φωτογράφος και δημοσιογράφος Γιώργος Προκοπίου θα βρεθεί επίσης στο μέτωπο ως πολεμικός ανταποκριτής και θα αποτυπώσει σε 14.000 μέτρα φιλμ την καταστροφή της Μικράς Ασίας. Με την είσοδο του τουρκικού στρατού στη Σμύρνη, καταδικάζεται σε θάνατο, αλλά κατορθώνει να δραπετεύσει και να διασώσει τα έργα και τους πίνακές του. Την εποχή εκείνη, δεν προβλήθηκαν παρά μόνο αποσπάσματα της ταινίας του, καθώς πολιτικοί λόγοι επέβαλλαν την αποσιώπηση των κακώς κειμένων. Ωστόσο, οι ταινίες του Προκοπίου και του Γαζιάδη έμελλε να αξιοποιηθούν πολύ αργότερα, για τη δημιουργία του πρώτου ελληνικού ιστορικού ντοκιμαντέρ, Η τραγωδία του Αιγαίου του Βασίλη Μάρου (1961).