Η θερμοκρασία του πλανήτη αυξάνεται και η ανθρώπινη δραστηριότητα είναι η κύρια αιτία. Το γεγονός αυτό αναγνωρίζεται σήμερα ευρύτατα από την επιστημονική κοινότητα και την πλειονότητα των πολιτικών αρχών. Η διαπίστωση είναι οριστική: τα οικοσυστήματα έχουν ήδη επηρεαστεί από την υπερθέρμανση του πλανήτη και, αν δεν αντιδράσουμε γρήγορα, θα συμβούν σημαντικές αλλαγές οι οποίες θα έχουν σοβαρές συνέπειες στο περιβάλλον και όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Ιδιαίτερα εκείνες που εξαρτώνται από την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, όπως η αλιεία.
Η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), η οποία συγκεντρώνει επιστήμονες από όλο τον κόσμο, εκτίμησε τον σημερινό και τον μελλοντικό αντίκτυπο της αλλαγής του κλίματος και δημοσίευσε σύντομη έκθεση των εργασιών της. Η έκθεση αυτή δεν αναφέρεται με λεπτομέρειες στα θαλάσσια οικοσυστήματα και στην αλιεία, αλλά αναμένεται ότι η ολοκληρωμένη έκδοσή της, η οποία θα δημοσιευτεί εντός του έτους, θα επιβεβαιώσει τις πολυάριθμες μελέτες που δείχνουν ότι η αλλαγή του κλίματος έχει ήδη επηρεάσει τα θαλάσσια οικοσυστήματα, τα αποθέματα των ψαριών και την αλιεία.
Τα συμπεράσματα της έκθεσης περιέχουν ανησυχητικές διαπιστώσεις γενικού χαρακτήρα. Η IPCC βεβαιώνει ότι πολλά οικοσυστήματα απειλούνται από έναν άνευ προηγουμένου συνδυασμό διαταραχών που σχετίζονται με τις κλιματικές αλλαγές, όπως η αύξηση της οξύτητας των ωκεανών, και άλλους παράγοντες, όπως η ρύπανση και η υπερεκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων. Ποσοστό 20 ως 30% των φυτικών και ζωικών ειδών θα απειληθεί πιθανότατα με εξαφάνιση, αν η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας υπερβεί τον 1,5-2,5 βαθμούς C, ενώ τα σενάρια που μελετώνται προβλέπουν αύξηση της θερμοκρασίας κατά 1,5 βαθμό C ή περισσότερο στα τέλη του αιώνα.
Οι εξελίξεις αυτές θα επηρεάσουν προφανώς και τα θαλάσσια οικοσυστήματα τα οποία ήδη πλήττονται από ορισμένες επιπτώσεις της αλλαγής του κλίματος. Παραθέτουμε μερικές από τις σημαντικότερες:
- Η υπερθέρμανση της θάλασσας. Η αύξηση της ατμοσφαιρικής θερμοκρασίας προκαλεί την αύξηση της θερμοκρασίας των θαλασσίων υδάτων. Η θερμοκρασία των επιφανειακών υδάτων αυξήθηκε κατά 1,5 βαθμό C περίπου από τη δεκαετία του 1960. Πρόσφατες έρευνες επέτρεψαν να διαπιστωθεί αύξηση της θερμοκρασίας των υδάτων σε βάθος έως και 3.000 μέτρων. Για παράδειγμα, η θερμοκρασία της Βόρειας Θάλασσας αυξήθηκε κατά 1,1 βαθμούς C κατά τη διάρκεια των τελευταίων 30 ετών.
- Η αύξηση της οξύτητας των επιφανειακών υδάτων. Οι θάλασσες και οι ωκεανοί έχουν την ικανότητα να απορροφούν το CO2 της ατμόσφαιρας. Όσο αυξανόταν η συγκέντρωση του αερίου, τόσο αυξανόταν η ποσότητα του αερίου που απορροφούσαν οι θάλασσες και οι ωκεανοί, με αποτέλεσμα την αύξηση της οξύτητας των υδάτων. Το pH των ωκεανών μειώθηκε από 8,2 σε 8,1 από τα μέσα του 19ου αιώνα.
- Η άνοδος της στάθμης της θάλασσας. Η υπερθέρμανση του πλανήτη προκαλεί την τήξη των πάγων, τόσο στους πόλους όσο και στα βουνά. Όλο αυτό το νερό, αποθηκευμένο σε στερεή μορφή, μεταφέρεται τώρα στους ωκεανούς, η στάθμη των οποίων σημειώνει αναπόφευκτα άνοδο. Η άνοδος αυτή είναι 19,5 εκ. από το 1870, γεγονός που προκαλεί διαταραχές στις παράκτιες ζώνες.
- Η αύξηση των ακραίων καιρικών φαινομένων. Η αλλαγή του κλίματος μεταφράζεται σήμερα σε αύξηση των χρονικών περιόδων που χαρακτηρίζονται από ξηρασία, καταιγίδες και θύελλες. Στον βορειοανατολικό Ατλαντικό, τα διαστήματα κατά τα οποία επικρατούν σφοδροί άνεμοι και τρικυμίες αυξάνονται συνεχώς.
Ευάλωτοι πόροι σε κίνδυνο
Οι επιπτώσεις αυτές, οι οποίες έχουν ήδη διαπιστωθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, επηρεάζουν εμφανώς ορισμένα είδη. Η υπερθέρμανση του πλανήτη μπορεί, για παράδειγμα, να παίζει ρόλο στη μείωση των αποθεμάτων του μπακαλιάρου στη Βόρεια Θάλασσα και στη Βαλτική. Και αυτό για πολλούς και διάφορους λόγους, δεδομένης της εξαιρετικής περιπλοκότητας της αλληλεπίδρασης του κλίματος με τα οικοσυστήματα.
Στη Βόρεια Θάλασσα, η μείωση αυτή μοιάζει να προκαλείται από τις μετακινήσεις των πληθυσμών του πλαγκτού. Το είδος Calanus finmarchicus, το οποίο αποτελεί τη βασική τροφή των προνυμφών του μπακαλιάρου, μετακινήθηκε από τη Βόρεια Θάλασσα στον Αρκτικό Ωκεανό, αναζητώντας ψυχρότερα νερά. Η βιομάζα του στη Βόρεια Θάλασσα μειώθηκε κατά 70% από τη δεκαετία του 1960. Τα είδη πλαγκτού που έρχονται από το Νότο για να το αντικαταστήσουν χαρακτηρίζονται από μικρότερους πληθυσμούς και είναι ακατάλληλα για το στάδιο προνύμφης του μπακαλιάρου. Η μείωση της προτιμώμενης τροφής των προνυμφών του μπακαλιάρου θα μπορούσε λοιπόν να εξηγήσει εν μέρει τα προβλήματα του μπακαλιάρου στη Βόρεια Θάλασσα.
Στη Βαλτική Θάλασσα, οι ήπιοι χειμώνες, η μείωση της εισροής θαλασσίων υδάτων από το Skagerrak και η αύξηση των βροχοπτώσεων και της ροής των ποταμών οδήγησαν σταδιακά στην υφαλμύριση των υδάτων. Έτσι, το αλμυρό νερό, βαρύτερο από το γλυκό νερό, πρέπει να αναζητηθεί σε μεγαλύτερα βάθη. Τα αυγά του μπακαλιάρου, τα οποία βυθίζονται έως ότου συναντήσουν μια συγκεκριμένη πυκνότητα άλατος που θα τους επιτρέψει να παραμείνουν σε αιώρηση, κατεβαίνουν λοιπόν σε ακόμη μεγαλύτερα βάθη, εκεί όπου η έλλειψη οξυγόνου καθιστά πολύ πιο δύσκολη την επιβίωσή τους. Εάν σε αυτό το φαινόμενο προστεθούν η ρύπανση, οι μετακινήσεις του πλαγκτού και η υπεραλίευση, μπορεί να φανταστεί κανείς την τεράστια πίεση που ασκείται σε έναν πληθυσμό που βρίσκεται ήδη υπό πίεση.
Μετακινήσεις ειδών
Όπως είδαμε να συμβαίνει στην περίπτωση του πλαγκτού, η πλέον ορατή ένδειξη της αλλαγής του κλίματος αυτή τη στιγμή είναι η μετακίνηση των ειδών. Ψάρια, μαλάκια και μαλακόστρακα ανεβαίνουν προς το Βορρά αναζητώντας ψυχρότερα ύδατα, είτε γιατί ο οργανισμός τους έχει ανάγκη από ένα συγκεκριμένο εύρος θερμοκρασιών το οποίο το σύνηθες ενδιαίτημά τους, υπερβολικά θερμό πλέον, δεν τους προσφέρει πια, είτε γιατί ακολουθούν τα διάφορα είδη φυτών, πλαγκτού και άλλων θαλάσσιων οργανισμών με τα οποία τρέφονται και τα οποία μεταναστεύουν προς το βορρά.
Κάπως έτσι, το μπαρμπούνι, το οποίο σπάνιζε βορείως της Μάγχης, έχει εξελιχθεί από τις αρχές του αιώνα μας σε εμπορικό είδος της Βόρειας Θάλασσας: από 10 τόνους το 1985, τα αλιεύματά του αυξήθηκαν σε 700 τόνους το 2005. Η ίδια τάση παρατηρείται με το λαβράκι: τα αλιεύματά του αυξήθηκαν σε χρονικό διάστημα είκοσι ετών από 31 σε 558 τόνους στη Βόρεια Θάλασσα και από 694 σε 2.429 τόνους στα δυτικά των βρετανικών νήσων. Χωρίς να φτάνουν στα εντυπωσιακά αυτά επίπεδα, άλλα είδη, για τα οποία ήταν κάποτε γνωστό ότι ζούσαν σε μικρότερα γεωγραφικά πλάτη, εξαπλώνονται σήμερα πέραν του 50ου παραλλήλου, όπως ο γαύρος, η σαρδέλα, ο τόνος, ο μονόχειρος, ο παπλωματάς, ο αλεπόσκυλος, ο γλαυκοκαρχαρίας.
Παρόμοιο φαινόμενο παρατηρείται επίσης πιο νότια. Είδη τα οποία ζούσαν συνήθως κατά μήκος των αφρικανικών ακτών ανεβαίνουν στον Βορρά. Τα τροπικά είδη του μπακαλιάρου (Physiculus dalwigki), του γαϊδουρόψαρου (Gaidropsarus granti) και του είδους Pisodonophis semicinctus απαντούν σήμερα μέχρι τη Γαλικία. Παρομοίως, στον άτλαντα της CIESM για τα εξωτικά είδη, μακραίνει συνεχώς ο κατάλογος των τροπικών ψαριών που έρχονται να εγκατασταθούν μόνιμα στη Μεσόγειο μέσω της διώρυγας του Σουέζ ή των στενών του Γιβραλτάρ• μεταξύ αυτών, ο καρχαρίνος λείος και η γλώσσα Σενεγάλης, δύο είδη με ενδιαφέρουσες εμπορικές δυνατότητες.
Οι αλλαγές αυτές από μόνες τους δεν είναι αρνητικές, καθώς μερικές φορές καταλήγουν σε νέες δυνατότητες αλιευτικών δραστηριοτήτων. Όμως οι έμμεσες συνέπειές τους στην ευαίσθητη ισορροπία των θαλάσσιων οικοσυστημάτων και στα είδη που ζουν σήμερα σε αυτά δεν είναι ακόμη γνωστές. Ως εκ τούτου, απαιτείται συνεχής επαγρύπνηση.
Πολλαπλές συνέπειες
Εκτός από τη μετακίνηση των ειδών, η αλλαγή του κλίματος ασκεί άλλου είδους πιέσεις στα υδατικά οικοσυστήματα. Ιδού μερικά παραδείγματα.
Τρεφόμενη από τη ρύπανση που προέρχεται από τις καλλιέργειες και τα ανεπεξέργαστα λύματα, η υδατική χλωρίδα αναπτύσσεται υπερβολικά, μειώνοντας το οξυγόνο που περιέχεται στο νερό. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται ευτροφισμός και αποτελεί μια μορφή ρύπανσης η οποία πλήττει το σύνολο των παράκτιων υδάτων της Ευρώπης εδώ και πολύ καιρό. Ωστόσο, εδώ και τριάντα περίπου χρόνια, ο ευτροφισμός έχει λάβει μεγάλες διαστάσεις, λόγω της αύξησης της θερμοκρασίας των υδάτων και της μεταφοράς υλικών από την ξηρά λόγω της διάβρωσης που προκαλεί η άνοδος της στάθμης της θάλασσας. Το φαινόμενο αυτό αποτελεί τη βασική αιτία της αύξησης του αριθμού των πράσινων, κόκκινων και καφέ παλιρροιών και της υπερβολικής αύξησης του πλαγκτού στις ευρωπαϊκές ακτές. Όλα αυτά θέτουν σε κίνδυνο την υποθαλάσσια ζωή στερώντας της το οξυγόνο και, ενίοτε, απελευθερώνοντας τοξικές ουσίες. Πέρα από τα προβλήματα που προκαλούν στις υδατοκαλλιέργειες, αυξάνουν τη θνησιμότητα των νεαρών θαλάσσιων οργανισμών που ζουν κατά μήκος των ακτών.
Επίσης, εδώ και πολλές δεκαετίες είναι σε εξέλιξη σε όλον τον πλανήτη μια διεργασία λεύκανσης των κοραλλιών. Πρόκειται για μία από τις πρώτες εκδηλώσεις της οξίνισης των θαλάσσιων υδάτων η οποία πλήττει αυτούς τους ιδιαίτερα ευάλωτους οργανισμούς. Πολλοί επιστήμονες ανησυχούν για τις συνέπειες αυτής της οξίνισης στο αναπνευστικό σύστημα των υδρόβιων ζώων και στην ανάπτυξη των οργανισμών των οποίων ο σκελετός ή το κέλυφος περιέχει ασβέστιο, όπως η πλειονότητα των μαλακίων. Ένα δεδομένο που πρέπει να λάβουν υπόψη τους οι καλλιεργητές κοχυλιών.
Όπως είδαμε στις μετακινήσεις των ειδών, η θάλασσα είναι ένα πολυσύνθετο σύστημα με παραμέτρους που είναι ελάχιστα γνωστές. Η τροφική αλυσίδα είναι μακριά και περίπλοκη και τοπικά φαινόμενα όπως οι πράσινες παλίρροιες ή η εξαφάνιση των κοραλλιών επηρεάζουν αναπόφευκτα ολόκληρο το οικοσύστημα.
Πιέσεις από παντού
Η αλλαγή του κλίματος που βιώνουμε σήμερα δεν είναι βεβαίως η πρώτη που γνωρίζει η Γη. Η εναλλαγή υπερθέρμανσης – παγετώνων, η οποία σημάδεψε την ιστορία του πλανήτη μας, διαδραμάτισε πρωταρχικό ρόλο στην εξέλιξη της χλωρίδας και της πανίδας.
Ωστόσο, η σημερινή αλλαγή είναι διαφορετικής φύσης. Η αλλαγή του κλίματος που παρατηρείται σήμερα οφείλεται στον άνθρωπο και στις τεχνητές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Πρόκειται δε για μία εξέλιξη η οποία προχωρά με πρωτοφανείς ρυθμούς: από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα, η θερμοκρασία του πλανήτη αυξήθηκε κατά 0,76 βαθμούς C• εκτός αυτού, τα δέκα τελευταία χρόνια ήταν τα πιο θερμά από τότε που άρχισαν να καταγράφονται οι θερμοκρασίες. Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων αλλαγών του κλίματος, η φύση είχε πάντα τη δυνατότητα να προσαρμοστεί στις νέες κλιματικές συνθήκες και να βρει μια νέα ισορροπία (τα ζώα μεταναστεύουν ή αλλάζουν διατροφικές συνήθειες, η χλωρίδα αναπτύσσεται για να απορροφήσει το CO2, … ). Αυτή τη φορά, τα πράγματα είναι διαφορετικά, γιατί ο άνθρωπος έκανε τη φύση ευάλωτη και δεν την αφήνει να εξελιχθεί και να προσαρμοστεί σε μια αλλαγή η οποία προχωρά με ρυθμούς που δεν έχουν προηγούμενο…
Όσον αφορά τα θαλάσσια περιβάλλοντα, οι διάφορες μορφές ρύπανσης των υδάτων και η υπερεκμετάλλευση ορισμένων αποθεμάτων ψαριών δημιουργούν μια τέτοια κατάσταση ώστε η προσαρμογή των ειδών στις νέες συνθήκες να καθίσταται δύσκολη, εάν όχι αδύνατη. Η παράλληλη παρατήρηση, εντός του ιδίου ενδιαιτήματος, ειδών τα οποία δεν αποτελούν αντικείμενο εκμετάλλευσης και εμπορικών ειδών τείνει να δείχνει ότι τα πρώτα προσαρμόζονται καλύτερα και γρηγορότερα από τα δεύτερα στις νέες συνθήκες που επιβάλλει το κλίμα.
Πώς πρέπει να αντιδράσουμε;
Η αλληλεπίδραση της αλιείας με το κλίμα έχει διττό χαρακτήρα: από τη μία πλευρά, η αλιεία συμβάλλει στην αλλαγή του κλίματος μέσω της καύσης υδρογονανθράκων και, συνεπώς, της εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου• από την άλλη πλευρά, πλήττεται από την αλλαγή του κλίματος, καθώς αυτή τροποποιεί τα θαλάσσια οικοσυστήματα, ήτοι τη βάση των αλιευτικών πόρων. Επομένως, η δράση που θα αναληφθεί πρέπει να λάβει υπόψη τις δύο αυτές παραμέτρους του προβλήματος.
Όσον αφορά την πρώτη παράμετρο, η αλιεία μπορεί να βοηθήσει στον περιορισμό των κλιματικών αλλαγών μειώνοντας την ποσότητα των ορυκτών καυσίμων που καταναλώνει• με αυτόν τον τρόπο, συμβάλλει, από την πλευρά της, στη γενικότερη δράση που αποφάσισε να αναλάβει η Ευρωπαϊκή Ένωση για τον περιορισμό των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου.
Όσον αφορά τη διαχείριση της αλιείας, είναι σημαντικό, εάν θέλουμε να διατηρήσουμε μια αειφόρο αλιεία, να βοηθήσουμε τα οικοσυστήματα να αντιμετωπίσουν τις μεγάλες αλλαγές με τις οποίες πρέπει να αναμετρηθούν. Ο περιορισμός της πίεσης στα ευάλωτα είδη και η διαχείριση της αλιείας που βασίζεται στο οικοσύστημα, σύμφωνα με την αρχή της «μέγιστης βιώσιμης απόδοσης» (MSY), είναι οι καταλληλότερες δράσεις για να βοηθήσουμε τα θαλάσσια οικοσυστήματα να προσαρμοστούν στην εξέλιξη του κλίματος.
Β
Μεγάλη αβεβαιότητα
Οι επιπτώσεις της αλλαγής του κλίματος στα θαλάσσια οικοσυστήματα είναι ήδη αισθητές και οδηγούν σε σημαντικές μεταβολές. Το ζήτημα που τίθεται είναι να μάθουμε τι μας περιμένει στο μέλλον…
«Πρόκειται για εξαιρετικά δύσκολο ερώτημα, λέει ο Keith Brander, συντονιστής του διεθνούς προγράμματος Globec στο πλαίσιο του διεθνούς συμβουλίου για την εξερεύνηση των θαλασσών (ICES). Η IPCC υπολογίζει ότι η θερμοκρασία του πλανήτη θα αυξάνεται κατά 0,2 βαθμούς C ανά δεκαετία. Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι η θερμοκρασία των ωκεανών θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο και ότι θα υπάρξουν ακόμη περισσότερες μετακινήσεις ειδών… Η μετανάστευση είναι πιο εύκολη στη θάλασσα από ό,τι στην ξηρά! Ωστόσο, υπάρχει ακόμη μεγάλη αβεβαιότητα, καθώς εκτός από την υπερθέρμανση του πλανήτη υπάρχουν και άλλες παράμετροι που επηρεάζουν την εξέλιξη των οικοσυστημάτων και περιπλέκουν την κατάσταση».
Είναι λοιπόν δύσκολο να έχουμε μια συγκεκριμένη εικόνα των μετακινήσεων και των αντικαταστάσεων των ειδών. «Είναι δύσκολο να προβλέψουμε αν ο μπακαλιάρος θα αντικατασταθεί από κάποιο άλλο ψάρι, για παράδειγμα στη Βόρεια Θάλασσα, γιατί, καθώς η διατροφή του περιλαμβάνει τα πάντα, κατέχει πολύ συγκεκριμένο οικολογικό θώκο, συνεχίζει ο Keith Brander. Το μπαρμπούνι και ο μπακαλιάρος (της Μεσογείου) είναι πιθανό να πάρουν τη θέση του, αλλά το μπαρμπούνι είναι πολύ μικρότερο ψάρι και ο μπακαλιάρος (της Μεσογείου) έχει πιο συγκεκριμένη διατροφή… »
Μακροπρόθεσμα, άλλες συνέπειες της αλλαγής του κλίματος κινδυνεύουν να λάβουν ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις. «Η οξίνιση είναι μεγάλο πρόβλημα, συνεχίζει ο επιστήμονας. Πρόκειται για μείζονα αλλαγή, διότι οι προβλέψεις μιλούν για ένα επίπεδο οξίνισης των ωκεανών το οποίο είναι το υψηλότερο εδώ και εκατομμύρια χρόνια. Το φαινόμενο μελετάται μόλις τα τελευταία δύο ή τρία χρόνια και οι συνέπειές του είναι ελάχιστα γνωστές. Τα ζώα των οποίων ο σκελετός αποτελείται από ασβέστιο θα υποστούν τις σοβαρότερες συνέπειες. Γνωρίζουμε επίσης ότι τα καλαμάρια είναι ευαίσθητα στα υψηλά επίπεδα οξύτητας και παρουσιάζουν χαμηλή ικανότητα προσαρμογής. Οι συνέπειες θα γίνουν αισθητές σε μερικές δεκαετίες».
Β
Η Ευρώπη δεσμεύεται: μείωση κατά 20% των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αναλάβει τη δέσμευση να καταπολεμήσει την αλλαγή του κλίματος. Τον περασμένο Φεβρουάριο, τα 27 κράτη μέλη όρισαν, μετά από σύσταση της Επιτροπής, ένα φιλόδοξο πρόγραμμα: μείωση κατά 20% έως το 2020 των εκπομπών των αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου και αύξηση στο 20% του μεριδίου των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας. Πρόκειται για μια προσπάθεια η οποία υπερβαίνει κατά πολύ τον στόχο του Κιότο. Με αυτόν τον τρόπο, η Ευρώπη θέλει να δημιουργήσει μια ισχυρή δυναμική και να κινητοποιήσει τον υπόλοιπο κόσμο. Για να επιτευχθεί ο στόχος που έχει τεθεί, οι διάφοροι τομείς της οικονομίας και οι πολίτες θα πρέπει να επανεξετάσουν την ενεργειακή τους κατανάλωση. Εννοείται ότι η αλιεία δεν αποτελεί εξαίρεση.
Στη Διάσκεψη για τη Γη, τον Ιούνιο του 1992 στο Ρίο ντε Τζανέιρο, εκατό περίπου αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων ενέκριναν τη Σύμβαση-πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την αλλαγή του κλίματος, με την οποία δεσμεύονταν να μειώσουν τις εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου. Αυτή η δέσμευση αρχής συγκεκριμενοποιήθηκε το 1997, στο Κιότο, όταν οι βιομηχανικές χώρες έθεσαν ένα στόχο για το 2012: μείωση των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα (CO2) κατά 5% σε σχέση με τα επίπεδα του 1990. Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), η οποία ευθύνεται για το 15% των παγκόσμιων εκπομπών, δεσμεύτηκε να τις μειώσει κατά 8%.
Η ΕΕ έδωσε την πρώτη της μάχη για να σώσει το Πρωτόκολλο του Κιότο, το οποίο λίγο έλειψε να μείνει κενό γράμμα λόγω της αποχώρησης των Ηνωμένων Πολιτειών και της Αυστραλίας το 2002. Χάρη στις σημαντικές προσπάθειες των διπλωματών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατάφερε να προσχωρήσουν όλες οι άλλες χώρες, πράγμα που επέτρεψε να τεθεί σε ισχύ το Πρωτόκολλο στις 16 Φεβρουαρίου 2005. Η ΕΕ εξελίχθηκε, εκ των πραγμάτων, σε ηγέτη του αγώνα για την σωτηρία του κλίματος.
Αυτό όμως που κυρίως κατάφερε η ΕΕ ήταν να κάνει το λόγο πράξη λαμβάνοντας μέτρα τα οποία αποσκοπούσαν στη μείωση της χρήσης των μορφών ενέργειας από ορυκτές πηγές. Τα μέτρα αυτά αφορούν σήμερα το σύνολο της κοινωνίας. Μερικά παραδείγματα:
- Το 1998, η Επιτροπή συνάπτει συμφωνία με τις αυτοκινητοβιομηχανίες με σκοπό να μειωθεί ο μέσος όρος των εκπομπών CO2 των νέων οχημάτων κατά 25%. Οι εταιρείες οφείλουν να αναφέρουν με σαφήνεια την κατανάλωση και τις εκπομπές των μοντέλων που προτείνουν.
- Από το 2001, μια οδηγία επιβάλλει στόχους όσον αφορά τη χρήση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας: 12% της ενέργειας και 22% του ηλεκτρικού ρεύματος που θα καταναλώνονται το 2010 θα πρέπει να προέρχονται από ανανεώσιμες πηγές.
- Από το 2003, όλα τα καινούργια και ανακαινισμένα κτίρια θα πρέπει να τηρούν τις ελάχιστες προδιαγραφές ενεργειακής απόδοσης.
- Από το 2005, το ευρωπαϊκό σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου επιβάλλει περιορισμούς της εκπομπής CO2 σε 12.000 επιχειρήσεις των τομέων της ενέργειας, της σιδηρουργίας, του πετρελαίου, του τσιμέντου, του χαρτιού, του γυαλιού και των κεραμικών.
- Από το 2005, η οδηγία για την προώθηση της χρήσης των βιοκαυσίμων επιβάλλει τη χρήση 5,75% βιοκαυσίμων το 2010 στις μεταφορές.
Χάρη σε αυτήν την πολιτική, η ΕΕ αναμένεται να επιτύχει τους στόχους που είχε θέσει στο Κιότο, παρά τη δυσκολία ελέγχου των εκπομπών στον τομέα των μεταφορών, οι οποίες αυξήθηκαν κατά 22% στο εσωτερικό της ΕΕ από το 1990 (40% για τα φορτηγά).
Ισχυρές δεσμεύσεις
Όμως το πλαίσιο του Πρωτοκόλλου του Κιότο δεν επαρκεί για να περιορίσει την κλιματική αλλαγή. Η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) έχει διατυπώσει πολλά σενάρια σχετικά με την εξέλιξη του κλίματος στον 21ο αιώνα. Γνωρίζουμε πλέον ότι η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη πρέπει να διατηρηθεί εντός του ορίου του 1,5-2,5 βαθμών C για να αποφευχθούν τυχόν μη αναστρέψιμες, αν όχι καταστροφικές, διαταραχές. Γι’ αυτό, οι εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου πρέπει να μειωθούν κατά 30% σε σχέση με αυτές του 1990.
Στις αρχές του 2007, η ΕΕ όρισε ένα στόχο που συνίσταται στον περιορισμό της αύξησης των μέσων θερμοκρασιών του πλανήτη στους 2 βαθμούς C σε σχέση με τα αντίστοιχα επίπεδα της προβιομηχανικής εποχής. Είναι φανερό ότι ο στόχος αυτός δεν εξαρτάται μόνο από τις προσπάθειες της Ευρώπης, αλλά από τις προσπάθειες όλων των χωρών του κόσμου. Ωστόσο, έχοντας μπροστά της την προοπτική της επίτευξής του και αποδεικνύοντας με παραδείγματα ότι είναι εφικτός, η ΕΕ σκοπεύει να πείσει και πολλές άλλες κυβερνήσεις να στηρίξουν αυτήν τη δυναμική.
Συγκεκριμένα, έως το 2020, οι ευρωπαίοι ιθύνοντες δεσμεύονται για μείωση κατά 20% των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου εντός της ΕΕ και για παραγωγή 20% της καταναλισκόμενης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Η προσπάθεια μείωσης των εκπομπών των αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου θα πρέπει μάλιστα να έχει ως στόχο το 30% για όλες τις αναπτυγμένες χώρες, αν συναφθεί σχετική διεθνής συμφωνία για την μετά το 2012 περίοδο.
Και η αλιεία;
Η δράση αυτή αφορά ασφαλώς και την αλιεία, για την οποία καταναλώνεται πετρέλαιο εσωτερικής καύσης. Ο τομέας της αλίευσης αντιπροσωπεύει το 1,2% της παγκόσμιας κατανάλωσης προϊόντων πετρελαίου και απαιτεί 640 λίτρα καυσίμων ανά τόνο που εκφορτώνεται. Πρόκειται για έναν μέσο όρο, αφού εύκολα μαντεύει κανείς ότι οι ενεργειακές ανάγκες της αλιείας με τράτα βυθού είναι σαφώς μεγαλύτερες από αυτές της αλιείας με σταθερό απλάδι. Εξάλλου, μια ευρωπαϊκή ανάλυση του κύκλου ζωής των προϊόντων της αλιείας έδειξε ότι, στην αλυσίδα παραγωγής που δίνει αυτά τα προϊόντα, ο τομέας που επιβαρύνει περισσότερο την αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη είναι ο τομέας της αλίευσης.
Κι όμως, η δυνατότητα εξοικονόμησης ενέργειας του τομέα είναι σημαντική. Είναι δυνατόν να εξοικονομηθεί ποσοστό ενέργειας έως και 20% βελτιώνοντας το σχεδιασμό και τη χρήση των πλοίων και του εξοπλισμού. Επενδύσεις αυτού του τύπου μπορούν άλλωστε να στηριχθούν οικονομικά από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Αλιείας (ΕΤΑ).
Η Επιτροπή ξεκίνησε πρόσφατα μελέτη σχετικά με το σημαντικό αυτό ζήτημα, ώστε να προσδιορίσει όλους τους πιθανούς τρόπους διαχείρισης και να αναλύσει την αποδοτικότητά τους σε συνάρτηση με το χρόνο. Η μελέτη θα ολοκληρωθεί με τη διάθεση πληροφοριών μέσω ενός δικτυακού τόπου• οι εν λόγω πληροφορίες θα είναι διαθέσιμες σε όλους τους επαγγελματίες του κλάδου, και θα ενημερώνονται σε τακτική βάση.
Θα πρέπει, ωστόσο, να υπογραμμίσουμε ότι τα μέτρα που λαμβάνονται για την προστασία των αλιευτικών πόρων και τη διατήρηση των αποθεμάτων στο καλύτερο δυνατό επίπεδο συμβάλλουν επίσης στη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας. Η καλύτερη διαχείριση των αποθεμάτων θα βοηθήσει στην αύξησή τους και θα μειώσει την αλιευτική προσπάθεια που απαιτείται για την εκμετάλλευσή τους.
Ο τομέας της αλιείας, όπως πολλοί άλλοι τομείς, βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της μάχης κατά της αλλαγής του κλίματος. Τα σημαντικά προβλήματα που θα μπορούσε να επιφέρει στην αλιεία η αλλαγή του κλίματος συνιστούν το καλύτερο κίνητρο για να συμμετάσχει κανείς στη μάχη αυτή με αποφασιστικότητα.