- Eν - δυό - εν - δυό, ο πατέρας και κάθε κύτταρό του πάλλονταν στο ρυθμό του βηματισμού. Δεκανέας στο στράτευμα κατά τη θητεία του αναθυμήθηκε με πολλή νοσταλγία δόξες παλιές και περασμένα μεγαλεία.
- Ένα στ' αριστερό, απ! Δύο στ' αριστερό - απ -απ! Ένα κι ένα δυό - απ! απ!
Με το «απ» συγχρονίζαμε και κοπανούσαμε μ' όλη τη δύναμή μας τ' αριστερό ποδάρι πάνω στο πάτωμα, μέχρι που το δικό μου πόνεσε, μούδιασε, ξύλιασε! Της Αντιγόνης δεν είχε προβλήματα τέτοιου είδους, επειδή σπάνια τύχαινε ν' ακούει το «απ» στ' αριστερό...
- Διάλειμμα δώδεκα λεπτών, έλεγε ο πατέρας μόλις συμπληρώνονταν πενήντα λεπτά ασκήσεων, πιστός τηρητής των στρατιωτικών κανονισμών.
Σ' ένα διάλειμμα βάλθηκε να μ' εμψυχώνει, λέγοντάς μου, πως σίγουρα αυτή η εκτός προγράμματος εκπαίδευσή μου θα μου χρειαζόταν στα επόμενα χρόνια, που θα βρισκόμουνα κι εγώ στο στράτευμα για τη θητεία μου. (Και δεν είχε άδικο: Τον θυμήθηκα εφτά χρόνια αργότερα, που βρέθηκα στη θρυλική για τα καψόνια της Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού!...)
Σ' ένα άλλο διάλειμμα μας διηγήθηκε με περηφάνια, πως είχε εκπαιδέψει εκατοντάδες νεοσύλλεκτους στο Κέντρο του Μεσολογγίου, κι ανάμεσα σ' αυτούς πολλούς τραχείς ορεσίβιους -αχ! αυτή η βλαχουριά, αναστέναξε με πολύ καημό, τού 'χε καταφάει τα πλεμόνια!- μα κανείς τους, το τόνισε αυτό, κανείς δεν είχε φύγει από τα χέρια του άσχετος από βηματισμό. Και τι βηματισμό: ασκήσεις ακριβείας με απανωτές μεταβολές, στροφές αριστερά, στροφές δεξιά, δις αριστερά, δις δεξιά...
Ήταν δέκα περασμένες, που ο κούκος της εξώπορτάς μας λάλησε επίμονα, σχεδόν τρομαγμένα. Ποτέ άλλοτε έτσι. Σα να 'βλεπε επιδρομή γερακιών! Ανοίξαμε. Οι ένοικοι του κάτω ορόφου όλοι συναγμένοι εκεί μπροστά με ρόμπες, με πιτζάμες, με παντούφλες και με πολλή - πολλή οργή, έτοιμοι για εξόρμηση κι αφανισμό μας. Ο πατέρας ανάκοψε με ψυχραιμία την έφοδο, καθησυχάζοντας μειλίχια εκείνους και διατάζοντας αυστηρά, τάχα, εμάς να βγάλουμε τα ποδήματά μας, για να μη βροντάμε.
Όλο τ΄ απόγευμα και της άλλης ημέρας συνεχίστηκαν μ' ένταση οι ασκήσεις. Η φωνή του πατέρα έκλεισε ολότελα και τα πόδια μου είχανε φουσκαλιάσει. Όμως η βελτίωση της Αντιγόνης μηδαμινή. Για μια στιγμή έδειξε ο πατέρας να χάνει την ψυχραιμία και την αυτοκυριαρχία του. Το 'δε η Αντιγόνη κι ετοιμάστηκε ν' ανοίξει τούς κρουνούς των δακρύων της και να δράμει κατά το δωμάτιό της, μα την πρόλαβε εκείνος:
- Έχεις κάνει προόδους, της είπε, ή, καλύτερα, έγρουξε...
Την Τετάρτη, επιστρέφοντας ο κύρης μας από το γραφείο του, έφερε μαζί του δίσκο μ΄ εμβατήρια. Τα πράγματα, μολαταύτα, δε φάνηκαν και πάλι να διορθώνονται για την Αντιγόνη, αλλά μήτε και για μένα. Μονάχα ο γεννήτοράς μας ανακουφίστηκε, μια και περιορίστηκε πια σ' απλές συστάσεις.
Οι ασκήσεις συνεχίστηκαν και την Πέμπτη ομαλά. Και τα παράπονα των συνοίκων μας λιγόστεψαν αισθητά. Μονάχα ο «κ. Ευγενέστατος» του απέναντι διαμερίσματος ακούστηκε κάποια στιγμή να διαμαρτύρεται με την ψιλή - ψιλή φωνούλα του, πως ο γιορτασμός της εθνικής μας επετείου από λόγου μας θα βαστάξει περισσότερο κι από την Επανάσταση!
- Υπομονή λίγο ακόμα, σας παρακαλώ, κύριε Δευκαλίων. Μέχρις αύριο βράδυ η Αντιγόνη μας θα είναι έτοιμη, τον καθησύχασε η γιαγιά, παρηγορώντας τον ταυτόχρονα!
Είχα πάντοτε τις επιφυλάξεις μου για τ' αποτελέσματα της προσπάθειάς μας, μα ο παλιός κι έμπειρος εκείνος εκπαιδευτής του κέντρου νεοσυλλέκτων άρχισε να κλονίζει την αμφισβήτησή μου.
Την Παρασκευή το βράδυ είδα την αδερφή μου με τα ίδια μου τα μάτια ν' ακολουθεί τέλεια το ρυθμό του δίσκου! Φανταστικό! Απίστευτο! Ναι, η πεισματάρα Αντιγόνη μας βημάτιζε σωστά! Ήταν πράγματι έτοιμη πια για την παρέλαση!
- «Δόξα τω Θεώ»! είπε η μητέρα μ' ανακούφιση και σταυροκοπήθηκε τρεις φορές κατά την ανατολή.
Ο πατέρας σφούγγιξε το μέτωπό του, που έσταζε. Η γιαγιά κοίταζε με λατρεία την Αντιγόνη, που είχε ξεπεράσει τον εαυτό της. Όσο για μένα, αποζήτησα με λαχτάρα το κρεβατάκι μου. Τίποτες άλλο. Και κοιμήθηκα βαθιά. Μα τα βάσανά μου συνεχίστηκαν -αλίμονο!- και στον ύπνο μου...
Ονειρεύτηκα πως βρισκόμαστε οικογενειακώς στην κορφή λόφου, που στα ριζά του αναπαυόταν ειρηνικά μικρή πόλη μέσα σε πανύψηλα τείχη, όπως της Ιεριχούς, έχοντας στο κέντρο της τεράστια ελληνική Σημαία σε ψηλό κοντάρι. Βιετναμέζος στρατηγός η γιαγιά με τις λιγοστές τρίχες της στο πηγούνι και στις άκρες των χειλιών της, ολόιδιος ο Χό Τσί Μίνχ, δέσποζε στην οθόνη του ονείρου μου κι αστραποβολούσε με το κόκκινο περίγυρο στο πηλίκιο, με τις κλάρες στο γείσο, με τα ξιφάκια και τ' αστέρια στις επωμίδες, με τα παράσημα στα στήθη, με τα στιβάλια και τα σπιρούνια της, ακόμη και με το προγούλι της τριπλό! Σήκωσε κάποια στιγμή το χέρι της και πρόσταξε αυστηρά με την μπάσα φωνή της:
- «Να πέσουν αμέσως τα τείχη»!
Ο πατέρας έβαλε το δίσκο στο πικάπ.
- «Με τις σάλπιγγες, πατέρα, με τις σάλπιγγες»! εκλιπαρούσα το γεννήτορά μου, που δεν είχε ιδέα από την άλωση της Ιεριχούς.
- «Με τα τύμπανα, με τα τύμπανα»! έκανε η μητέρα μου.
- «Με τις σάλπιγγες»! επέμεινα εγώ, απαρασάλευτος στη βεβαιότητα, που χαρίζει η γνώση του πράγματος.
Τι αγωνία, Θεέ μου! Πήραμε τελικά τις σάλπιγγες και φυσήξαμε με δύναμη. Βγάλαν εκείνες μια στριγκλιά νότα, έναν αστείο ήχο, και βουβάθηκαν. Τα τείχη όμως στη θέση τους!
Η γιαγιά κούνησε μ΄ απέχθεια το κεφάλι της και με μια της ματιά κεραυνοβόλησε τον πατέρα μου:
- «Άκαπνε φτωχοδεκανέα, μας φάγαν οι Λιμπεράκηδες»! έγρουξε κι ύστερα άρχισε να γελά, να καγχάζει ολοένα και περισσότερο, προκαλώντας μου φοβερό εφιάλτη! Ξύπνησα με στεγνό λαρύγγι, καταϊδρωμένος και λαχανιασμένος.
Ξημέρωσε Σάββατο και θα γινόταν στο σχολειό της αδερφής μου η τελική πρόβα. Ήμουνα βέβαιος, πως θα τα κατάφερνε - όλοι στο σπίτι ήμασταν βέβαιοι. Με κρυφότρωγε, ωστόσο, ανεξήγητη αγωνία, αν θα πήγαιναν όλα καλά ως το τέλος. Κι όλη την πρώτη ώρα δεν έβρισκα χωρεμό στη θέση μου, μήτε τη δύναμη να συγκεντρωθώ στην παράδοση του καθηγητή μου.
Στο πρώτο λοιπόν διάλειμμα έφυγα από το σχολείο. Ναι, έκανα κοπάνα από το μάθημα -μοναδική φορά στη ζωή μου!...- και τρέχοντας βρέθηκα πίσω από τον κήπο του δημοτικού σχολείου. Το τμήμα της παρέλασης ήταν παραταγμένο κι έτοιμο για τη δοκιμή.
Μπροστά οι παραστάτες της Σημαίας με την Αντιγόνη σημαιοφόρο στη μέση να εξέχει σαν φουγάρο τρένου, πιο μπροστά ακόμη τα τύμπανα και δεξιά κι αριστερά μαθητές και δάσκαλοι θεατές. Σκέφτηκα πως δε θα ωφελούσε μήτε κείνη μήτε και μένα να λάβαινε γνώση της παρουσίας μου εκεί, μα και δεν ήθελα να με δει κανένας από την οικογένεια της θείας μου Λουκίας, που μένανε στον πρώτο όροφο της κοντινής πολυκατοικίας, ακριβώς στα νώτα μου. Γι' αυτό σκαρφάλωσα σβέλτα στον πεύκο, που βρίσκεται έξω από τη μάντρα του σχολείου. Από εκείνο το ιδανικό κρησφύγετο παρακολουθούσα ήσυχος και, προπαντός, αθέατος όλα τα διαδραματιζόμενα μπροστά μου, οπότε κάποια στιγμή βλέπω μ' έκπληξη τη μητέρα μου να προβαίνει με μύριες προφυλάξεις από την άλλη πλευρά του προαυλίου, να βολεύεται στην άκρη της γωνιάς κι από εκεί να ρίχνει κρυφές ματιές μέσα. Φυλαγόταν σίγουρα από τ' αετίσια μάτια της Αντιγόνης. Ασφαλίστηκα κι ελόγου μου καλύτερα πίσω από 'να φουντωτό κλαρί του δέντρου, για να μην προδοθώ στα μάτια της, μολονότι εκείνη είχε περιορίσει το οπτικό της πεδίο αποκλειστικά και μόνο στο προαύλιο. Σ' ένα - δυό λεπτά βλέπω με κατάπληξη να κοντοζυγώνει απ' άλλο δρόμο κι ο πατέρας μου! Κατάλαβε έγκαιρα την παρουσία της μάνας στη γωνιά και συμμαζεύτηκε γρήγορα πίσω από το περίπτερο, πασχίζοντας να κρατήσει μυστική την παρουσία του από το θηλυκό μέρος της φαμίλιας του, μα μη γνωρίζοντας πως ήταν εκτεθειμένος σ' εκείνα του αντρικού! Τέλος πάντων, πολιορκούσαμε ασφυκτικά πια όλοι μας το σχολείο στην πιο περίεργη και πρωτότυπη οικογενειακή πολιορκία.
Άρχισε η δοκιμή. Βρόντηξαν τα τύμπανα, μαζί τους κι η καρδιά μου, αναμφίβολα και των γονιών μου. Παρακολουθούσαμε για πέντε ολόκληρα λεπτά να 'χουν όλα τα παιδάκια το ίδιο βήμα - ευλογία Θεού! όλα τα παιδάκια του κόσμου! - μα η Αντιγόνη μας, αλίμονο, άλλο! άλλο! Αχ! άλλο! Πειθαρχούσε σ' ένα πιο γρήγορο ρυθμό κάποιου εμβατηρίου, που αυτή μονάχα άκουγε μυστικά απ' όλη τη φάλαγγα και δε μου βγαίνει από το νου πως ήταν ο ρυθμός του δίσκου! Ήταν απόλυτα συντονισμένη - κουρντισμένη, θα 'λεγα καλύτερα - σ' εκείνον το ρυθμό. Αν, Θεέ μου, ο δάσκαλος έδινε γοργότερο ρυθμό στο βηματισμό...
Βρέθηκα στην ανάγκη να σφίξω το κλωνάρι του πεύκου στα δάχτυλά μου, να μην κατρακυλήσω στο έδαφος, να μην τσακιστώ...
- Η σημαιοφόρος να συγχρονιστεί! έβαλε τις φωνές -και τι φωνές!- ο διευθυντής.
- H σημαιοφόρος να βρει το βήμα της! ο δάσκαλος της παρέλασης.
- H σημαιοφόρος! Η σημαιοφόρος! όλοι οι άλλοι.
- Κάνει ορθοπεταλιά! γρύλισε ο γαβριάς της μεγάλης τάξης.
Η δοκιμή σταμάτησε. Οι δάσκαλοι διαβουλεύτηκαν ένα λεπτό κι ύστερα ήρθε η καταστροφή: ένας τους έφερε γρήγορα - γρήγορα στη θέση της Αντιγόνης την Αλεξία Λιμπεράκη, της έδωσε τη Σημαία και μετάθεσε την αδερφή μου στο τμήμα της παρέλασης και μάλιστα στην εσωτερική γραμμή!
Είδα τον πατέρα μου να ξεμακραίνει γρήγορα κατά τη μεσημβρία και τη μητέρα μου να τραβάει κατά την άρκτο. Βούιζαν τα μηλίγγια μου. Κόλλησε η γλώσσα μου στο λάρυγγά μου. Γαντζώθηκα καλά στο μεγάλο κλαδί του πεύκου να μην κατρακυλήσω από την απογοήτευσή μου, να μην κομματιαστώ στο κράσπεδο του δρόμου.
- Κρίμα το κοριτσάκι μας! Άκουσα ψηλά από τη βεράντα τη θεία Λουκία.
Κατάπληκτος τότε άκουσα και την μπάσα φωνή της γιαγιάς από την ίδια βεράντα:
- Συμ-φο-ρά, Λου-κί-α μου.
Εκεί κι η γιαγιά! Ω! Θεέ μου! πώς δεν το είχα σκεφτεί! Συμμαζεύτηκα πίσω από τα φουντωτά κλωνάρια του δέντρου να μη με δει. Μάταιος κόπος: Από ώρα πολλή μ' είχε πάρει το καλό της μάτι, που ήταν από τη μεριά μου, κι η φωνή της έμοιαζε τώρα σαν φθινοπωρινό μπουμπουνητό:
- Και πώς το καημένο το κοριτσάκι να μη χάσει το βήμα της, βλέποντας τον Πανάγο, τον αρχι-κοπανατζή, να στέκεται κολλημένος στο δέντρο σαν τον τζίτζηρα το μούτο (το μουγκό);