Περίληψη
Η εργασία αυτή αναφέρεται στη σχέση κοινωνίας - λογοτεχνίας, που ιχνηλατείται στο μυθιστόρημα "Θάνος Βλέκας" του Π. Καλλιγά. Η δομή, άρθρωση και πλοκή του έργου, τα πρόσωπα και οι χαρακτήρες του, οι αναφορές του στην κοινωνική πραγματικότητα της εποχής του, συντέλεσαν στη δημιουργία ενός ιδιαίτερου μυθιστορήματος: ο Καλλιγάς "μαστιγώνει", διδάσκει και προπαντός καλεί τους Έλληνες του καιρού του να δουν τη γύρω τους ελεεινή πραγματικότητα και να αισθανθούν την ευθύνη τους γι' αυτή. Ο "Θάνος Βλέκας" του Π. Καλλιγά δεν νίκησε το χρόνο, ως λογοτεχνικό προϊόν, έχει όμως όλα τα στοιχεία που κάνουν ένα έργο ορόσημο σε μία λογοτεχνία: είναι περίπτωση σπάνια, γιατί ασύνειδα ή συνειδητά, άνοιξε δρόμους κάνοντας μία σημαντική αρχή κι αμέσως "στάθηκε". Σ' αυτή όμως τη στάση έχουμε το πρώτο ηθογραφικό και συνάμα, κοινωνικό μυθιστόρημα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, έναν λογοτεχνικό πρόγονο που αξίζει να τον σεβαστούμε.
Β
α. Δομή, άρθρωση και πλοκή του έργου
Η αρχιτεκτονική του έργου του Καλλιγά δε φανερώνει τίποτε περισσότερο από έναν άνθρωπο νοήμονα και διαβασμένο. Η υπόθεση εξελίσσεται αργά, πολύλογα, αλλ' ομαλά, η πλοκή ακολουθεί μία λογική σειρά, χωρίς να παρεκτραπεί σε τίποτα το παράλογο, το μυθιστόρημα αρχίζει αβίαστα και το τέλος, αν και υπερβολικά τραγικό - ρομαντικό, δεν έχει τίποτε το χτυπητά απίθανο. Στη ροή της αφήγησης δεν παρουσιάζεται κανένα απρόοπτο εύρημα, κανένα σπινθηριστό επεισόδιο που να συγκρατεί και να ανανεώνει το ενδιαφέρον του αναγνώστη που χαλαρώνει ολοένα περισσότερο. Αν και ο Λ. Πολίτης διαφωνεί μ' αυτή την άποψη, προσδίδοντας στο Θ.Β. προσόντα "καθαρά λογοτεχνικά" όπως η μυθοπλαστική φαντασία και η πλοκή (Λ. Πολίτης, Ιστορία σ. 181). Η άρθρωση των 21 κεφαλαίων του έργου, αν και απ' την άποψη της σύνδεσης μεταξύ τους είναι πλεγμένα ορθολογικά, παρουσιάζεται άτεχνη.
Αναλυτικότερα, τα κυριότερα κεφάλαια, εκείνα δηλαδή που αποτελούν τα στηρίγματα του ιστού στο έργο, είναι τα εξής: To 1ο κεφ. όπου ορίζεται ο τόπος και ο χρόνος (σ. 9: "Συχνάκις κατά το θέρος εξήρχοντο της Λαμίας πρωινός ο διδάσκαλος της Ελληνικής Σχολής Γεώργιος Ηφαιστίδης και ο εφημέριος εκκλησίας τινός Παπαϊωνάς προς περιδιάβασην"), και τα πρόσωπα του Θάνου, της μητέρας, του Ηφαιστίδη, του Παπαϊωνά, και του Τάσου. Δεν είναι άσκοπο που το 1ο κεφ. αρχίζει με δευτερεύοντα πρόσωπα της υπόθεσης, γιατί ο Ηφαιστίδης και ο Παπαϊωνάς δίνουν συνέχεια στην υπόθεση. Αν όμως το 1ο κεφ. είναι σημαντικό γιατί μας κατατοπίζει γύρω απ' όλες τις συνθήκες και τα πρόσωπα, στο 2ο κεφ. συντελείται η προώθηση στην εξέλιξη της ιστορίας. Ο Παπαϊωνάς ανακοινώνει στη μάνα ότι ο γιος της ξαναέγινε ληστής, ενώ λίγο αργότερα πληροφορούνται ότι ο Τάσος τραυματίστηκε και πρέπει να τον μεταφέρουν. Απ' αυτό το κεφάλαιο αρχίζει η περιπέτεια. Όλα τα επόμενα κεφάλαια -> 3 - 18, χτίζουν την πλοκή του έργου, που αρθρώνεται και ξετυλίγεται γύρω απ' τις περιπέτειες και την καταδίωξη του Θάνου, τον οποίο η μοίρα και η χωροφυλακή κατατρέχουν ως αδερφό του ληστή Τάσου. Ανάμεσα σ' αυτά τα κεφάλαια σημαντικά είναι: το 4ο κεφ. που εισάγει δύο νέα πρόσωπα, του Αϋφαντή και την κόρη του Ευφροσύνη, το 13ο κεφ. γιατί είναι κεφάλαιο κλειδί για τη μετέπειτα εξέλιξη της υπόθεσης όπως το 4ο. Εδώ ο Τάσος εκμεταλλευόμενος τις αδυναμίες του συστήματος σχεδιάζει να πάρει στα χέρια του την εύφορη γη των Τριβών, ενός χωριού της Πελοποννήσου. Στα επόμενα κεφ. 14 και 15, μαθαίνουμε ότι ο Θάνος στέλνεται στο χωριό των Τριβών, αφού ο Τάσος του υπόσχεται ότι του παραχωρεί το 1/2 της γης. Όμως ο Σκιάς, αντιπρόσωπος του Τάσου, επιβάλλει το τυραννικό του σύστημα πάνω στους χωρικούς, που ήταν τόσο αφελείς, ώστε να πιστεύουν σε ευεργέτες (σ. 134 - 135). Τα επόμενα κεφ. 16, 17, 18 είναι μεταβατικά και δεν προσφέρουν στην εξέλιξη της υπόθεσης. Η εξέλιξη στηρίζεται στην αφέλεια με την οποία ενεργεί ο Θ.Β.
Όμως απ' το κεφ. 19 η υπόθεση παίρνει το δρόμο της καταστροφής. Ο Τάσος έχει προοδεύσει οικονομικά με τις παράνομες ενέργειες του, αλλά δεν θέλει να βοηθήσει το Θάνο ο οποίος ζητά την επέμβαση του Αϋφαντή. Αυτός, συνειδητοποιώντας εν τω μεταξύ το πραγματικό αίσθημα της κόρης του για το Θάνο, προσπαθεί να τον βοηθήσει. Έτσι στο 20ο κεφ. ο Αϋφαντής αναγκάζει το Τάσο να γράψει μία επιστολή στο Θάνο με την έγκριση του ν' αλλάξει ορισμένα κακά στη ζωή των χωρικών, το σκοπό της οποίας δεν καταφέρνει παρ’ όλες τις πανουργίες του να ματαιώσει. Τελικά ο Αϋφαντής αποφασίζει να πάει την επιστολή ο ίδιος με την κόρη του. Το 21ο κεφ. είναι αλήθεια πως κλείνει κάπως απότομα το έργο. Οι κάτοικοι του χωριού εξαγριώνονται από έναν φυγά του στρατού, και πριν προλάβει ο Αϋφαντής να φέρει το γράμμα σκοτώνουν τους καταπιεστές, μαζί μ' αυτούς και τον αθώο Θάνο. Ο Αϋφαντής και η Ευφροσύνη φτάνουν έπειτα από λίγο. Και το τέλος του έργου σφραγίζεται με τον ανεξήγητο θάνατο της Ευφροσύνης μόλις βλέπει νεκρό το νεαρό.
Ο μύθος του μυθιστορήματος είναι απλός, έτσι που να δίνονται πιο καθαρά, σχεδόν γυμνά τα γεγονότα που τον αποτελούν, απέριττη και η αφήγηση, χωρίς φραστικό φόρτο και χωρίς την πολυτέλεια του ρομαντικού λόγου. Κι εδώ, στο τέλος του μυθιστορήματος, έχουμε μιαν αντινομία που πρέπει να σημειωθεί: Ενώ όλο σχεδόν το κείμενο δίνει την Ελλάδα των Οθωνικών χρόνων με ρεαλιστική πιστότητα, στο τέλος αφήνει το ειδύλλιο δυο βασικών προσώπων να φτάσει σε μία λύση, που μόνο ένας πιστός του ρομαντισμού θα προετοίμαζε και θα την θεωρούσε αναπότρεπτη. Ωστόσο για την κατανόηση ενός μυθιστορήματος μιας άλλης εποχής βασικά είναι: α) η ιστορική εποχή μέσα στην οποία γράφτηκε το έργο και β) η λογοτεχνική εποχή του. Σύμφωνα μ' αυτά, η παραπάνω αντινομία εύκολα μπορεί να εξηγηθεί. Είμαστε στην εποχή που και στην Ελλάδα ο ρομαντισμός διαμόρφωνε ομαδικές και ατομικές καταστάσεις. Δεν ήταν έξω απ' τη σκέψη ούτε απ' τη ζωή των Ελλήνων του 1850. Δεν ήταν μακριά κι απ' τις πράξεις της πολιτείας. Έτσι, κάτω απ' τη ρεαλιστική απεικόνιση της εποχής, υπάρχει, πολύ σκεπασμένη, όχι όμως και εντελώς εξουδετερωμένη, η ρομαντική αντίληψη για τη ζωή, που κάνει να φαίνονται σήμερα κάπως κατασκευασμένα και τα πρόσωπα και τα γεγονότα του μυθιστορήματος. Οι χαρακτήρες των ανθρώπων είναι απλοί στη σύλληψη τους, μολονότι -καθώς παρατηρεί ο Αρ. Καμπάνης- η φροντίδα της διάπλασης τους κάποτε ελαττώνει τη ρεαλιστική τους πιθανότητα. Το τελευταίο αυτό μειονέκτημα που δεν είναι τόσο ενοχλητικά έκδηλο, χαρακτήριζε κι έναν μεγάλο ξένο συγγραφέα, τον Κ. Ντίκενς.
Ο Καλλιγάς στηρίζει τον όλο προβληματισμό του έργου του πάνω σε σχήμα διπολικό. Πάνω σε δύο ακραία σημεία, αυτά της δικαιοσύνης και της αδικίας, που προσωποποιούνται στις μορφές του Θάνου και του Τάσου αντίστοιχα, των αγροτών και των εκμεταλλευτών τους, του λαού και των ιδιοτελών πολιτικών. Το αντιθετικό αυτό σχήμα δικαιοσύνης - αδικίας που προσιδιάζει στην νομική ιδιότητα του Καλλιγά προσδιορίζει και το διαχωρισμό μεταξύ καλών και κακών χαρακτήρων, που μερικές φορές πλησιάζει τα όρια της απλότητας.
Παρόλο που ο ίδιος λέει κάπου ότι "ο ανθρώπινος χαρακτήρ δεν είναι απλούν τι ή λευκόν ή μέλαν, αλλά πολυσύνθετου και πολλάκις εξ' αντιθέτων" τον προδίδει η πένα του, γιατί όπως θα δούμε, όλα τα πρόσωπα του είναι μονοκόμματα, ίδια απ' την αρχή ως το τέλος, χωρίς αποχρώσεις.
Β
β. Ηθογραφίες - χαρακτηρισμοί προσώπων (ηρώων του έργου)
Γενικά: Οι ήρωες τον Καλλιγά στο Θ.Β. διατηρούν κάποια αίγλη μέχρι σήμερα, γιατί είναι τα πρώτα μυθιστορηματικά ελληνικά πρόσωπα, που ξεφεύγουν απ' τους υπερρομαντικούς ήρωες των ιστορικών και αισθηματικών μυθιστορημάτων της εποχής, γιατί είναι τα πρώτα πρόσωπα που αρχίζουν ν' αποκτούν σάρκα και οστά, καθώς δένονται οργανικά με το κοινωνικό τους περιβάλλον. Ας αρχίσουμε όμως με τον Θ.Β. τον κεντρικό ήρωα του έργου.
Θάνος: Ο Θάνος αντιμετωπίζει τη ζωή χωρίς υπέρμετρες φιλοδοξίες, με ευγένεια και πραότητα "Ο καλός Θάνος, ο μύρμηξ ο αποταμιευτικός, ο τίμιος και αγαθός". Αυτά είναι μερικά από τα επίθετα με τα οποία τον στολίζει ο Π. Καλλιγάς. Ο Θάνος διακρίνεται "επί φιλοπονία και πραότητι, και ηγαπάτο παρά πάντων όσοι τον εγνώριζον, ιδίως δε παρά ->...σ.9...). Όμως η ζωή αυτού του φιλόπονου, υπομονετικού, άξιου εμπιστοσύνης Θάνου, είναι μία συνεχής αποτυχία, ένας δρόμος γεμάτος ατυχίες και πίκρες. Παρεξηγείται απ' τους ανθρώπους που προσπαθούσε να βοηθήσει κι όμως δεν οδηγείται σε καμία περίπτωση σε κάποια βίαιη αντίδραση. Το μόνο που κάνει -αφού έχει υποφέρει τα πάνδεινα στις φυλακές- είναι να κλειστεί στον εαυτό του και ν' αντιμετωπίσει με δυσπιστία τους ανθρώπους, για ένα χρονικό διάστημα. Οι ευγενικές ιδέες στις οποίες αναμφισβήτητα πιστεύει, δεν είναι αρκετές για να του δώσουν ενεργητικότητα. Ακόμη και τη μοναδική, προσωρινή ένδειξη αγωνιστικότητας, που ξεσπά επιτέλους (στη σ. 70) την κρατά για τον εαυτό του. Δεν αγανακτεί φανερά και θαρρετά, αλλά μονολογεί με τον άμοιρο εαυτό του. Κι αυτό ακριβώς είναι το αρνητικό σημείο της προσωπικότητάς του γιατί ο Θάνος έχει όμορφες ιδέες και ιδανικά, δεν ξέρει και δεν μπορεί όμως να παλέψει γι' αυτά μέσα σ' ένα αντίξοο και άδικο περιβάλλον. Ο Θάνος Βλέκας είναι ένας ανήμπορος και αδύναμος άνθρωπος μέσα σε μία ζούγκλα γι' αυτό και πεθαίνει.
Tάσος: αυτός αντίθετα είναι μία προσωπικότητα γεμάτη δραστηριότητα. Ξέρει να εκμεταλλεύεται την κάθε ευκαιρία για να εξυπηρετήσει τα ιδιοτελή συμφέροντά του, που δεν ξεκινούν βέβαια από ηθικές αρχές. Του λείπουν οι σωστοί στόχοι, αυτούς τους έχει μονοπωλήσει ο Θάνος. Μόνος σκοπός του Τάσου είναι ν' αποκτήσει όσο το δυνατόν περισσότερα θυσιάζοντας οτιδήποτε χρειαστεί. Έτσι δεν διστάζει να περνά απ' τη νομιμότητα στην παρανομία και το αντίθετο, να κλέβει πλούσιους, αλλά και φτωχούς. Το χωριό των Τριβών θ' αναστενάξει κάτω απ' την κατοχή του. Θ' αφήσει τον ίδιο του τον αδερφό έρμαιο των χωρικών. Είναι πονηρός και αδυσώπητος. Για όλα αυτά βέβαια ευθύνεται ο ίδιος, όμως έμμεσα υποθάλπεται απ' την ανόητη μητέρα τον που τον θαυμάζει (σ.10).
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος ο Καλλιγάς, αν ο Τάσος είχε οικόσημο - έμβλημα, αυτό θα ήταν το "aut Caesar, aut nihil" (-> είτε Καίσαρας, είτε τίποτα). Και καθώς δεν ήταν απ' τους ανθρώπους που θα μπορούσαν να είναι ένα "τίποτα", το τέλος του μυθιστορήματος τον βρίσκει απόλυτο κυρίαρχο και ρυθμιστή μιας μικρής και παράνομης αυτοκρατορίας. Πάντως ο Καλλιγάς αντιμετωπίζει τον ήρωα του αυτόν με συμπάθεια (μάλιστα η περιγραφή στη σ. 58-59 της συμπλοκής των ληστών με τους Αλβανούς σε μια κορυφή της Οίτης, αφήνει να διαφαίνεται ο θαυμασμός του προς τη γενναιότητα και την επιδεξιότητα του ληστή) και διευκρινίζει πως τα ολισθήματα του δεν οφείλονται στην ανηθικότητά του, αλλά σε υπέρμετρη φιλοδοξία και έλλειψη ισχυρών ηθικών στηριγμάτων που θα τον οδηγούσαν σε σωστή διοχέτευση της ενεργητικότητας του. Είναι γεγονός πως ο Τάσος πείθει περισσότερο σαν τύπος απ' το Θάνο, γιατί βρίσκεται πιο κοντά στ' ανθρώπινα δεδομένα. Όσο κι αν η μονόπλευρη παρουσίαση του κακού του χαρακτήρα τον κάνει αντιπαθητικό, όμως σε πολλά σημεία είναι ένας "γνήσιος" άνθρωπος που νοιάζεται για τα προσωπικά του συμφέροντα, όπως άλλωστε συμβαίνει και στην πραγματική ζωή.
Σύμφωνα με τον Απ. Σαχίνη, τα πρόσωπα τον δύο αδελφών, του Τάσου και του Θάνου, αποτελούν τους δύο πόλους του μυθιστορήματος ανάμεσα απ' την αντίθεση των χαρακτήρων τους υποβάλλει τη στάση του ο συγγραφέας. Με την επιβράβευση της κακίας και της ατιμίας και με την υποχώρηση της εργατικότητας και της καλοσύνης, διακρίνεται η τοποθέτηση του και η ανησυχία του για την εξέλιξη του νεοσύστατου κράτους. Και το κοινωνικό περιβάλλον βρίσκεται σ' αυτή την αντίθεση με το μέρος του Τάσου κι όχι του Θάνου. Έτσι ο Θάνος εμφανίζεται ως θύμα της ανεξέλεγκτης και ακαταστάλακτης κοινωνίας στη Ελλάδα των μετεπαναστατικών χρόνων.
Δίπλα στους κεντρικούς αυτούς ήρωες κινούνται άλλα, δευτερεύοντα πρόσωπα που η συμβολή τους στην εξέλιξη του μύθου είναι σημαντική. Ο Ν. Αϋφαντής, ο στοργικός προστάτης του Θάνου, που εκφράζεται εναντίον της ληστείας αλλά ο ίδιος κρύβει τους ληστές που διώκονται απ' τις ελληνικές αρχές προκειμένου να εξασφαλιστεί απ' αυτούς, είναι ο χαρακτηριστικός τύπος του αγαθού αφέντη. Στις σχέσεις του με τους κολίγους δείχνει συμπαράσταση και κατανόηση. Με τον τρόπο αυτό πιθανώς εξασφαλίζεται από τυχόν εξέγερση τους. Εντύπωση μας κάνουν οι ιδέες του για την οργάνωση και τη λειτουργία ενός κτήματος στο 16ο κεφ. σ. 145-146. Οι ιδέες του φανερώνουν άνθρωπο αρκετά έξυπνο και απαλλαγμένο απ' τις κοινωνικές συμβατικότητες της εποχής του, ώστε να καταλαβαίνει πως η καταπίεση θέτει σε κίνδυνο την ίδια την τάξη των γαιοκτημόνων. Ο μετριοπαθής και συμβιβαστικός χαρακτήρας του δεν του επιτρέπει να συγκρουστεί ανοικτά μ' ανθρώπους που περιφρονεί αλλά και που με επιτηδειότητα εκμεταλλεύεται για να εξυπηρετήσει τις υποθέσεις του.
Η Ευφροσύνη είναι ένα πλάσμα που μας παραπέμπει στο ρομαντισμό, γιατί πλάθεται μέσα απ' αυτή τη διάσταση (σ. 30). Έτσι εξηγούνται οι λιποθυμίες, οι ξαφνικές αδιαθεσίες και ο ανεξήγητος θάνατος της. Όμως σαν αντίβαρο σ' αυτές της τις ιδιότητες έρχονται να εμφανιστούν οι άλλες πιο πρακτικές, όπως η ευστροφία της και η αποφασιστικότητα της που κάνουν τον πατέρα της να την εμπιστεύεται σ' όλες του τις δουλειές. Η Ευφροσύνη είναι το μοντέλο κάθε "σωστού" κοριτσιού της εποχής. Σαν γνήσια κοπέλα της υπαίθρου αισθάνεται ντροπή για τον έρωτα της προς τον Θάνο και προσπαθεί να τον κρύψει απ' τον πατέρα της. Επίσης αντιμετωπίζει με υστερική ευαισθησία την "προσβολή" της απ' τον Ιαπετό. Όμως δεν είναι ανόητη, η καρδιά της ξεχειλίζει από αληθινή αγάπη και απ' ότι φαίνεται έχει την ικανότητα να κρίνει σωστά: Αναγνωρίζει την ανωτερότητα του Θάνου μπροστά στον τόσο γελοίο και πονηρό Ιαπετό. Όμως τελικά η Ευφροσύνη αναδεικνύεται πρόσωπο τραγικό γιατί συνθλίβεται από γεγονότα μεγαλύτερα της, που ξεπερνούν δηλαδή, τις ικανότητες της να τα καταλάβει: είναι γιατί τα γεγονότα βαραίνουν για το μυθιστοριογράφο πολύ περισσότερο απ' τα ίδια τα πρόσωπα, που χρησιμεύουν μόνο σαν πρόφαση μιας αφηγηματικής πλοκής.
Στην "καλή" αγροτική κοινωνία της ελληνικής υπαίθρου, αντιπαρατίθεται η αστική κοινωνία της εποχής με κύριο εκπρόσωπο της τον Ιαπετό. Ο Ιαπετός είναι ο χαρακτηριστικός τύπος του νεόπλουτου δανδή, του αναιδούς προικοθήρα. Είναι ένας άνθρωπος με υπέρμετρο εγωισμό, που όμως γνωρίζει πολύ καλά τους κοινωνικούς τύπους και ξέρει να καλύπτει τις ραδιουργίες του μ' επίπλαστη νομιμότητα. Στην διαγραφή αυτού του τύπου η σάτιρα του Καλλιγά γίνεται οξύτερη. Ο τύπος όμως αυτός εμφανίστηκε και καυτηριάστηκε πάρα πολύ συχνά απ' την παγκόσμια λογοτεχνία, υπάρχουν πολλά πρότυπά του, περιβάλλεται απ' τη γενική αποδοκιμασία, κι ήταν αρκετά εύκολο να σατιριστεί. Ούτε εφεύρε ο Καλλιγάς τίποτα νέο για να τον χαρακτηρίσει, εκτός από μια φράση πραγματικά έξυπνη, που είναι και η μόνη επιγραμματική φράση του βιβλίου του: "Ομιλεί πάντοτε ελαφρώς περί των σοβαρών και σοβαρώς περί των ουτιδανών". Ο Ιαπετός είναι ένας τύπος απόλυτα ελεεινός, χωρίς ούτε μια πτυχή μέσα του που να κλείνει κάτι το συμπαθητικό.
Γύρω απ' τους κύριους ήρωες του μυθιστορήματος κινείται κι ένας αριθμός από απλούς κομπάρσους: η Βαρβάρα Βλέκα -η μητέρα των ηρώων μας- με τον θαυμασμό της για τον επιτήδειο Τάσο και την αποδοκιμασία της για τον ταπεινό Θάνο. Ο Ηφαιστίδης φανατικός αρχαιολάτρης και πληθωρικός τύπος σ' όλες του τις εκδηλώσεις. Μορφώθηκε στη Δύση και χαρακτηρίζεται από συντηρητισμό και ισχυρογνωμοσύνη. Υπάρχει ένα ολόκληρο κεφάλαιο γι' αυτόν αρκετά αστείο. Πνιγμένος στην αρχαιομάθεια, υπερασπίζεται την αρχαία γλώσσα και τα αθηναϊκά πολιτειακά συστήματα του 5ου αι. π.Χ., και δεν διστάζει να πατάξει οτιδήποτε αντίθετο θα βρεθεί στο δρόμο του. Ξέρει όμως να υπερασπίζεται το δίκαιο. Ο Θάνος χρωστά την αθωότητα του σ' αυτόν. Είναι έξυπνος κι εύστροφος, προσόντα με τα οποία αιχμαλωτίζει τους αντιπάλους του.
Πρώτος ο Καλλιγάς απ' τους νεοέλληνες μυθιστοριογράφους, παρουσίασε τον τύπο του "λογιότατου", του σχολαστικού δασκάλου, που συχνότατα ξαναγυρίζει αργότερα στην ελληνική λογοτεχνία και προ πάντων στις κωμωδίες, κι αυτό βέβαια πρέπει να του αναγνωριστεί. Συνήθως μόνο οι μεγάλοι συγγραφείς δίνουν στην τέχνη ένα νέο τύπο, αλλά αυτοί τον ολοκληρώνουν. Ο Καλλιγάς όμως τον σκιαγράφησε σχηματικά δεν του εμφύσησε ζωή περισσότερη απ' ότι στ' άλλα του πρόσωπα.
Ακολουθεί ο Παπαϊωνάς, αρχαιολάτρης κι αυτός, που επισκιάζεται όμως απ' την ισχυρή παρουσία του φίλου του Ηφαιστίδη, ο μοίραρχος, που καταδιώκει τον Τάσο που ξεσπά την σκληρότητα του στον αθώο αδελφό του, ο πλοίαρχος Ζάρπας, σκληρός και αδίστακτος ναυτικός που θυμίζει περισσότερο πειρατή, μια σειρά από Τούρκους αξιωματούχους και πασάδες που χρησιμοποιούν κάθε μέσο για να πραγματώσουν τους ιδιοτελείς σκοπούς τους ή χαρακτηρίζονται απ' την ανατολίτικη νωθρότητα, (σ. 41), ο Έλληνας ανακριτής της Χαλκίδας που εκπροσωπεί το σαθρό υπόστρωμα των ελληνικών δημόσιων υπηρεσιών με την ατελείωτη γραφειοκρατία και τα ρουσφέτια, ο Αμερικανός περιηγητής που υποστηρίζει δημοκρατικές αρχές σ' αντίθεση με τον ιερομόναχο που επιμένει στη στείρα θρησκοληψία του (σ. 90-91), ο λαός των Τριβών, ο βασανισμένος και απογοητευμένος που μετά τις παροτρύνσεις του Ταγαρόπουλου επαναστατεί, αγνοώντας τα λόγια του μετριοπαθούς προέδρου του και του πράου παπά του, ο προεστός της επαρχίας, που συνεχίζοντας το έργο των άλλων ιθυνόντων, επιδιώκει να εκμεταλλευτεί το χωριό των Τριβών, και τέλος ο Σκιάς, το πρωτοπαλίκαρο του Τάσου, που συμπεριφέρεται μ' απάνθρωπη σκληρότητα στους κατατρεγμένους Τριβαίους.
Παρατηρούμε ότι στη διαγραφή των χαρακτήρων του έργου ο συγγραφέας δεν εμβαθύνει στην ψυχολογία τους καθώς δεν παρουσιάζουν συναισθηματικές μεταπτώσεις. Όμως, αν λείπει στο Θ.Β. η έρευνα στην υπόσταση κάθε προσώπου, υπάρχει κάτω απ' το σύνολο. Είναι η εποπτική, κυκλική ματιά του Κολλιγά, που προσπαθεί να συλλάβει τη βαθύτερη αιτία της γενικής κακοδαιμονίας, είναι η παρρησία του. Αυτή η παρρησία που δεν διστάζει να προχωρεί ως τις πιο οδυνηρές αποκαλύψεις, αξίζει πολύ, δίνει ευρύτερο νόημα στο αφήγημα του, αναπληρώνει ως ένα σημείο την ψυχογραφία στη στενή της έννοια, που ωστόσο, είναι η πιο σωστή και η πρώτη προϋπόθεση δημιουργίας αληθινών πλασμάτων.
Β
γ. Σκέψεις πάνω στο έργο - Γενική εκτίμηση και κριτική
Ο Θάνος Βλέκας διαβάζεται σήμερα με αρκετό κόπο και ανία. Οι αιτίες που μπορούμε να εντοπίσουμε γι' αυτό, είναι η γλώσσα με τον λογιότατο χαρακτήρα της, το ύφος που πάσχει απ' την απουσία προσωπικής έκφρασης (ύπαρξη στερεότυπων εκφράσεων όπως σ. 16 σελ. 144: "χαλκόπους χρόνος", ροδοδάκτυλος αυγή"), καθώς και η παρεμβολή στοιχείων που δεν αφομοιώνονται με την αισθητική που συνήθως χαρακτηρίζει ένα λογοτεχνικό κείμενο (π.χ. η συχνή αναφορά σε αρχαίους συγγραφείς με παραπομπές σε έργα τους σ. 149 προκαλεί δυσφορία αλλά και η κριτική πολιτικών ή οικονομικών μεθόδων δε ζημιώνει λιγότερο το μυθιστόρημα -> σ. 113-114).
Είναι όμως ενδιαφέρον, αν όχι για τον κοινό αναγνώστη, τουλάχιστον για τον μελετητή της νεοελληνικής λογοτεχνίας, γιατί ξεχωρίζει πολύ απ' την παραγωγή της εποχής του, γιατί είναι το πρώτο νεοελληνικό μυθιστόρημα με υπόθεση παρμένη απ' τη σύγχρονη του ζωή και γιατί εισήγαγε, σύμφωνα με τους μελετητές, ένα πρωτότυπο και νέο στοιχείο, το ηθογραφικό. Βέβαια στο "Θάνο Βλέκα" δεν παρουσιάζονται καθόλου ενδείξεις υπεύθυνες για την υπερβολική και στατική καλλιέργεια του είδους αυτού αργότερα, κι αυτό γιατί το μυθιστόρημα περιέχει πολλά κοινωνικά στοιχεία με την έννοια ότι ο συγγραφέας ενδιαφέρεται πρωτίστως να διαγράψει καταστάσεις μέσα απ' τις οποίες στηλιτεύει τα "κακώς κείμενα" (π.χ. σ. 66-67: όπου περιγράφει την αθλιότητα μιας φυλακής και την ολέθρια επίδραση της στους κρατουμένους, την περιγραφή μιας δίκης που διεξάγεται με τον πιο άτοπο τρόπο, τα κεφάλαια που περιγράφει την αγροτική νομοθεσία και το σκληρό ζυγό που πιέζει τους κολίγους). Ο Καλλιγάς είδε την ελληνική κοινωνία του καιρού του με το έκπληκτο μάτι του κοσμοπολίτη που γυρίζει στον τόπο του μετά από σπουδές και παραμονή στην πολιτισμένη Ευρώπη, αλλά και τη φυσική ευγένεια του ανθρώπου που δεν ξιπάστηκε στο εξωτερικό κι αγαπάει ειλικρινά τη φυλή του. Η άμεση παραβολή της πρωτόγονης και παρδαλής ντόπιας κοινωνίας με τις κατασταλαγμένες ξένες, του χρησίμευσε για να διακρίνει αμέσως και να συλλάβει τις έκδηλες αντιθέσεις, ν' αντιληφθεί και ν' αντιμετωπίσει πρώτος αυτός τα χαρακτηριστικά του ελληνικού περιβάλλοντος. Ο Καλλιγάς παρατηρεί με οξυδέρκεια γύρω του τη ζωή κι εμπνέεται απ' αυτήν με σκοπό να κρίνει ό,τι έβλεπε. Οπωσδήποτε η τέχνη προχωρά πιο πέρα απ' την απλή παρατήρηση και περιγραφή μετουσιώνει τη ζωή και την ανασυνθέτει ποιητικά. Ο Καλλιγάς δεν είχε τις ικανότητες ενσυνείδητου λογοτέχνη, επομένως δεν ήταν σε θέση να περιβάλλει τη σύλληψή του με ισορροπημένη καλλιτεχνική μορφή. Πάντως δημιούργησε προηγούμενο ρεαλιστικής όρασης της τέχνης, η οποία οδήγησε στην ανάπτυξη του αστικού και κοινωνικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα. Άλλωστε ο Π. Καλλιγάς στάθηκε στη διάρκεια της ζωής του περισσότερο νομικός και πολιτικός παρά λογοτέχνης γι' αυτό θα πρέπει να δούμε στο "Θάνο Βλέκα" ένα ακόμη σχήμα μέσα από το οποίο θα είχε τη δυνατότητα να προβάλλει με τρόπο απλούστερο, απ' ό,τι μ' ένα νομικό ή πολιτικό σύγγραμμα στο κοινό των αναγνωστών του, τις πολιτικές, κοινωνικές, ακόμη και οικονομικές του απόψεις. Δεν πρέπει να είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι κοινωνικοπολιτικές αντιλήψεις που προβάλλονται στο "Θάνο Βλέκα", ταυτίζονται μ' αυτές που ακολούθησε στην πολιτική του σταδιοδρομία ο συγγραφέας. Στην προκειμένη περίπτωση για το Καλλιγά η λογοτεχνία λειτουργεί σαν μια δυνατότητα πρόσβασης στο χώρο της κοινωνίας, στο χώρο της πολιτικής και ηθικής της υπόστασης. Ο Mario Vitti στο έργο του σημειώνει: "ο Θ.Β. του Π.Κ. είναι απ' αυτά τα σημαδιακά επεισόδια, έστω κι αν έμεινε δίχως άμεση συνέχεια. Ο Καλλιγάς είναι ο μόνος συγγραφέας, που δίχως να τυφλωθεί απ' τα ιδεώδη ενός μελλοντικού μεγαλείου της Ελλάδας, είχε το θάρρος να κοιτάξει αδίστακτα τις πληγές της πατρίδας του".
Μερικοί μελετητές υποστηρίζουν ότι ο "Θάνος Βλέκας" του Καλλιγά, εφόσον παρουσιάζει αρκετά και ζωντανά ρεαλιστικά στοιχεία στην περιγραφή, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ότι αντιπροσωπεύει πρώιμο είδος ρεαλιστικής γραφής. Πραγματικά η περιγραφή των φυλακών της Χαλκίδας, η εξεικόνιση της λειτουργίας της δικαιοσύνης κατά την Οθωνική περίοδο, τα χάλια των ανακριτών και των δεσμοφυλάκων, όλη η ακαταστασία και η ασυναρτησία της πρωτογενούς πολιτείας, περιγράφονται ζωηρότατα. "Το δεσμωτήριον του Θάνου", γράφει ο Καλλιγάς, "έμοιαζε τρομερόν Τάρτατον..." -> σελ. 65-66.
Βέβαια, μελετώντας κανείς προσεκτικά το έργο, διακρίνει κάποιες πολιτικές νύξεις, γιατί τα προβλήματα που αγγίζει ο Κ. με το μυθιστόρημα του και που αποτελούν τον θεματικό του ιστό, είναι φανερό πως δεν αναφέρονται γενικά και αόριστα στις κοινωνικές και πολιτικές δομές της Οθωνικής Ελλάδας, αλλά αποτελούν εμπεριστατωμένη πραγματικότητα. Επομένως θα μπορούσαμε να πούμε, ίσως με κάποια επιφυλακτικότητα, ότι το έργο περιέχει και στοιχεία πολιτικού μυθιστορήματος (π.χ. σ. 114: "σωδό η πρόνοια της εν Προνοία περί διανομής όλης της εθνικής γης προ της αφίξεως του βασιλέως, έφθασεν εγκαίρως, ως εκ της προνοίας εκείνων, οίτινες σβέσαντες το φως των εθνικών συνελεύσεων ήλπιζον να προσφέρουν το φαναράκι των ως μόνον λύχνον τοις πάσι και φως τους τρίβοις του νέου ηγεμόνος και του έθνους. Φαίνεται όμως ότι ελανθάσθησαν, διότι η αντιβασιλεία εβρέθη εν τω σκότει και μεταχειρίσθη τα εκ Γερμανίας προνομιούχα φωσφορικά εναύσματα, δια να φωταγωγηθή προς λύσιν του νέου αινίγματος της Σφιγγός, γης άνευ ανθρώπων και ανθρώπων άνευ γης").
Όμως παρ’ όλα τα στοιχεία πολιτικού μυθιστορήματος που περιέχει, δε θα μπορούσε με κανένα τρόπο να χαρακτηριστεί πολιτικό μυθιστόρημα, αφού η σάτιρα του δεν έχει έντονα δεικτικό χαρακτήρα. Όμως κατά πόσο μπορούμε ν' αποδώσουμε αυτό το δειλό κάπως χαρακτήρα της σάτιρας σε εγγενή αδυναμία του Π. Καλλιγά να σατιρίσει με επιδεξιότητα, αποτελεί από μόνο του ένα πρόβλημα.
Είναι ήδη γνωστό, πως βασική επιδίωξη του συγγραφέα είναι να συγκρατήσει το ύφος του στο χώρο της χωρίς πρόκληση και χυδαία γελωτοποίηση ειρωνείας. Εξάλλου η επιτυχημένη πορεία του στον πολιτικό στίβο της χώρας, βεβαιώνει, τουλάχιστον ως κάποιο βαθμό, πως δεν πρόκειται για φυσιογνωμία με συγκεκριμένες αδυναμίες στην ευγλωττία και την ευστοχία των λόγων. Η σάτιρα του Καλλιγά χαρακτηρίζεται από λεπτότητα κι από εξυπνάδα. Χαρακτηριστική είναι η σάτιρα του τύπου του Ιαπετού και του τύπου του Γραμματικού Ηφαιστίδη. Και σωστά παρατηρεί ο Γ. Τσοκόπουλος στον πρόλογο του Θ.Β. "Αλλά η σάτιρα του δεν είναι πικρά και ορμητική υπόθεσης λιβελλογράφου, αξιούντος να διορθώση τον κόσμον. Ο ερευνητής εδώ είναι ένας καλόβολος και επιεικής σοφός, ο οποίος μη κρύπτων τίποτα, απολαλύπτειν τα πάντα, δεν τα δικαιολογεί μεν, φαίνεται όμως ότι τα παραδέχεται ως μιαν φυσικήν και μοιραίαν συνέπειαν εξελίξεως την οποίας ελπίζει καλυτέραν".
Γενικά, η έκφραση και ο λόγος του Καλλιγά στο Θ.Β., συγκρινόμενος προς τ' αντίστοιχα μεγέθη άλλων σύγχρονων ιστορικών μυθιστορημάτων, είναι κάπως ξηρός και πιο στερεός. Κάτω όμως απ' αυτή τη στερεότητα, διακρίνουμε την πρόθεση μιας ηγετικής μονάδας, που και με τις πάρεργες ασχολίες της, -τον Θ.Β. ο συγγραφέας του τον θεωρούσε κάτι λιγότερο από πάρεργο, γρήγορα τον ξέχασε και ποτέ δεν του έδωσε θέση στο ενεργητικό του- και με το παιχνίδι ακόμα, όπως έβλεπε τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος, είχε στόχο υψηλό και θετικό: τον έλεγχο και την ευρύτερη αφύπνιση. Όμως είτε γιατί τα ιστορικά και ρομαντικά θέματα των χρόνων εκείνων ασκούσαν δυναστευτική επίδραση, είτε γιατί η τμηματική δημοσίευση του σε περιοδικό αδυνάτιζε τη συνολική εντύπωση, ο Θ.Β. δεν βρήκε συνεχιστές κι έπρεπε να περάσουν σαράντα ακόμη χρόνια για ν' αποφασίσουν οι νεοέλληνες πεζογράφοι ν' αντικρύσουν τη γύρω τους ζωή.
Η άποψη ότι όλα τα αξιόλογα λογοτεχνικά έργα είναι δεμένα με την εποχή τους είναι κοινά παραδεκτή. Εκείνα όμως που έχουν στις σελίδες του τη διάρκεια, "δίνουν" τον άνθρωπο όπως ήταν και πριν απ' την εποχή τους κι όπως θα είναι κι έπειτα απ' την εποχή τους. Αυτή τη διάρκεια δεν την έχει ο "Θάνος Βλέκας". Δεν νίκησε το χρόνο, έχει όμως όλα τ' άλλα στοιχεία, που ένα έργο το κάνουν ορόσημο σε μια λογοτεχνία. Ο Καλλιγάς είναι περίπτωση σπάνια. Με το μυθιστόρημα του έκανε κάτι πιο σύμφωνο με την ιδιοσυγκρασία του: μαστίγωσε, δίδαξε, κάλεσε τους Έλληνες του καιρού του να δουν τη γύρω τους ελεεινή πραγματικότητα και να αισθανθούν την ευθύνη τους. Είναι περίπτωση σπάνια, γιατί ασύνειδα ή συνειδητά, άνοιξε δρόμο, τον άφησε για τους άλλους, και αυτός αναζήτησε αλλού τον προορισμό του. Έκανε μια σημαντική αρχή. Κι αμέσως στάση. Σ' αυτήν όμως τη στάση έχουμε το πρώτο ηθογραφικό και μαζί κοινωνικό μυθιστόρημα, έναν λογοτεχνικό πρόγονο που αξίζει πολύ να τον σεβαστούμε.
Β
Βιβλιογραφία:
1. Vitti Mario, Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας, Κέδρος 1980.
2. Δημαράς Κ.Θ., Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Ίκαρος 1975.
3. Θρύλου Δ., Μορφές της ελληνικής πεζογραφίας, τομ. Α΄.
4. Καροφύλλας Κ., Κολλιγάς Π. Η ζωή και το έργο του, 1957
5. Κολλιγάς Π., Θάνος Βλέκας, εκδ. "Πέλλα" (στο οποίο παραπέμπω).
6. Καμπάνης Αρ., Διαλέξεις περί Ελλήνων διηγηματογράφων, 1920.
7. Πολίτης Λ., Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ 1978.
8. Σαχίνης Απ., Το νεοελληνικό μυθιστόρημα, Κολλάρος 1980.
9. Τερζάκης Αγ., Το νεοελληνικό μυθιστόρημα, στο περιοδ. "Ελληνική Δημιουργία", τευχ. 138, 1953.
10. Τσοκόπουλου Γ., εισαγ. Παύλου Καλλιγά, Θάνος Βλέκας, 1923 σ.6-21.
11. Χάρης Π., Έλληνες πεζογράφοι, τομ. Γ΄, 1968.
Β
Summary:
This assessment refers to the relation between society and literature that it is been traced in the novel "Thanos Vlekas" of Paul Kalligas. The structure and plot of the novel the heroes and the characters, the references of the story to the social reality of its era, all of them have achieved a very special creation, a very astonished novel: P. Kalligas strikes, teaches and above all invites Greeks of his time to see the horrible conditions that have surrounded them and feel responsible for this situation. "Thanos Vlekas", of P. Kalligas did not manage to win the time as a product of literature but it has got all the elements that make a work worth of being an important "border" in Greek literature: it is a very rare case, because consciously or unconsciously, opened new ways, new horizons, making a significant start point, although it stopped at once. But in this "station" we have the first ethographical and also social novel of the brand new Greek State, a literary ancestor that is worth of our respect.