Παρουσίαση του βιβλίου «Ντέμιαν» του Έρμαν Έσσε, από την Αμαλία Κ. Ηλιάδη (δακτυλογράφηση: Βάσω Κ. Ηλιάδη).
Στο Demian ο Hesse παρουσιάζεται επηρεασμένος από μανιχαϊστικές, βουδιστικές, ινδουιστικές αντιλήψεις. Οι αντιλήψεις του αυτές καθορίζουν και το χαρακτήρα του βιβλίου αυτού που παραπαίει στην αιώνια, αέναη πάλη του «αγαθού» με το «κακό». Επίσης το αξίωμα του μοναδικού δρόμου του κάθε ανθρώπου και η αποθέωση της ατομικής προσπάθειας κυριαρχούν στις γραμμές του τόσο αποκλειστικά που θα 'λεγε κανείς πως κάθε άνθρωπος είναι καταδικασμένος σ’ αυτή τη ζωή στην απομόνωση μιας ανελέητης ερήμου αν θέλει να καταξιώσει την ύπαρξή του. Η σπαραχτική κραυγή του ήρωα: «Δεν ήθελα τίποτα άλλο παρά να προσπαθώ να ζω με ό,τι πιο αυθεντικό γύρευε ν' αναβλύσει από μέσα μου. Γιατί όμως αυτό ήταν τόσο δύσκολο;» εκφράζει την κατάπνιξη κάθε ικμάδας εσωτερικής ζωής απ’ τις δύσκολες και εξωστρεφείς συνθήκες της σύγχρονης εποχής.
Πάντως, ο Hesse σ' αυτό του το έργο δείχνει να έχει δεχτεί επιρροές απ' τις υπεράνθρωπες δυνάμεις που αναφύονται απ' τον «Υπεράνθρωπο» του Νίτσε και τις αντίστοιχες θεωρίες του. Αυτό ιδίως φαίνεται στο κεφ. «Ο Κάιν» όπου μεταξύ των άλλων λέγονται και τα εξής: «έτσι λοιπόν ένας δυνατός σκότωσε έναν αδύνατο. Ίσως να 'ταν μια ηρωική πράξη, ίσως όχι. Οι αδύνατοι όμως φοβήθηκαν κι άρχισαν τα παράπονα και τις διαμαρτυρίες. Όταν κανείς τους ρωτούσε, γιατί δεν τιμωρούσαν τον Κάιν, τότε δεν απαντούσαν πως ήταν δειλοί, αλλά πως δεν μπορούσαν να το πράξουν, γιατί ο Θεός τον προστατεύει με το «σημάδι». Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο διαστρεβλώνεται η βιβλική παράδοση που από μόνη της σκοπεύει να δείξει το πόσο πόνο και θλίψη θα δοκιμάζουν οι δίκαιοι επί της γης κι όχι να εκθειάσει την εσωτερική, ψυχική δύναμη των φονιάδων. Ένα θετικό σημείο υπάρχει στη σελ. 69 όπου ο ήρωας Σίνκλερ αντικρύζει το θλιβερό κατάντημα της ψυχής του που βούλιαζε στα λασπόνερα και ξαφνικά νιώθει μέσα του κάποιο νοσταλγικό σκίρτημα στην ανάμνηση των φωτεινών παιδικών του χρόνων: «Όσο περισσότερο ένιωθα πως διέφερα απ’ τους άλλους, τόσο πιο δύσκολο ήταν για μένα να τους εγκαταλείψω». Θα 'λεγα πως αυτή η κρίση του Hesse δεν ευστοχεί όσον αφορά τις ψυχικές διακυμάνσεις της εφηβικής ηλικίας. Μάλλον συμβαίνει το αντίθετο.
Είναι προφανές πως το έργο απορρέει από μια τρομερή διάδοση της ψυχανάλυσης, στα πλατύτερα στρώματα της κοινωνίας. Ο νεαρός ήρωας ανακαλύπτει ξαφνικά τις δυνάμεις και τις αντιφάσεις του ψυχικού του κόσμου και αδράχνεται με απελπισία απ’ τα όνειρα και τα οράματά του προσπαθώντας να βρει στην ερμηνεία τους τη βαθύτερη ουσία της ζωής του.
Και τελικά όλα καταλήγουν σ’ ένα πόλεμο χωρίς προηγούμενο. Ένα πόλεμο όπου:
«όλοι οι άνθρωποι συναδελφώθηκαν. Πίστεψαν στην πατρίδα και την τιμή. Αλλά ήταν μοίρα που για μια στιγμή την είδαν στα πρόσωπά τους ξεσκέπαστη... Ήταν μια μέθη με την οποία ενεργούσε ο καθένας. Δεν υπήρχε η θέληση της μοίρας, αλλά η μέθη ήταν άγια, που τους συγκίνησε όλους, γιατί σε μια μικρή και ταραγμένη στιγμή είδαν τη μοίρα μέσα στα μάτια της». Τελικά η αδυσώπητη μοίρα είναι αυτή που θριαμβεύει καταπίνοντας το Demian σύμβολο στο βαθύ χωνευτήρι της. Ο Hesse πολλές φορές αναφέρεται στη μοίρα, σαν κάτι το γραμμένο και αναπόδραστο, άλλοτε πάλι αναφέρεται σ’ αυτή αόριστα και συγκεχυμένα. Πάντως κάτι καταφέρνει και της ξεφεύγει κι αυτό είναι η μυστική εκείνη φωνή της ψυχής που για τον μυστικιστή Hesse επιζεί στην ψυχή ενός άλλου ανθρώπου και συνεχίζει το τραγούδι της.
Όμως όπως ο ίδιος διατυπώνει: «Σε όλους μας είναι κοινές οι ρίζες και οι μάνες. Προερχόμαστε απ’ την ίδια άβυσσο. Αλλά ο καθένας επιδιώκει το δικό του σκοπό, βγαίνοντας μέσα απ’ τα βάθη του με προσπάθεια κι ορμή. Μπορούμε να καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο, αλλά ο καθένας ξέρει μόνο ο ίδιος να εξηγήσει τον εαυτό του».
Β
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Δεν μπορώ να ονομάσω τον εαυτό μου πολύξερο. Ήμουν ένας ερευνητής και εξακολουθώ ακόμα να είμαι, αλλά δεν ψάχνω την αλήθεια στ' αστέρια και τα βιβλία΄ αρχίζω να αφουγκράζομαι το αίμα που κυλά μουρμουριστά μέσα στο σώμα μου. Η δική μου ιστορία δεν είναι ευχάριστη ούτε γλυκειά και αρμονική, όπως είναι οι κατασκευασμένες ιστορίες΄ φαίνεται να γεύεται το άλογο στοιχείο και τη σύγχυση, την τρέλα και το όνειρο, όπως είναι η ζωή όλων των ανθρώπων που δεν θέλουν να πουν ψέματα.
Η ζωή του κάθε ανθρώπου είναι ένας δικός του δρόμος, ή προσπάθεια για την εύρεση ενός δρόμου, ή διαίσθηση πως κάπου υπάρχει ένα μονοπάτι. Κανένας άνθρωπος δεν μπόρεσε να γίνει αυτό που ήθελε ο ίδιος΄ όλοι προσπαθούν να γίνουν κάτι, άλλος στα τυφλά, άλλος στα φανερά, ο καθένας όπως μπορεί. Ο καθένας φέρνει μαζί του ως το τέλος τα υπολείμματα από τη γέννησή του, τις μεμβράνες και το κέλυφος του αυγού ενός αρχέτυπου κόσμου. Πολλοί δεν γίνονται ποτέ άνθρωποι, παραμένοντας βατράχια, σαύρες, μυρμήγκια. Άλλοι πάλι στο πάνω μέρος είναι άνθρωποι και στο κάτω είναι ψάρια. Άλλα ο καθένας είναι η πορεία της φύσης για τη μορφοποίηση του ανθρώπου. Σε όλους μας είναι κοινές οι ρίζες και οι μάνες΄ προερχόμαστε από την ίδια άβυσσο. Αλλά ο καθένας επιδιώκει τον δικό του σκοπό, βγαίνοντας μέσα από τα βάθη του με προσπάθεια και ορμή. Μπορούμε να καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλον, αλλά ο καθένας ξέρει μόνο ο ίδιος να εξηγήσει τον εαυτό του.