- Τα έργα τέχνης στο ελληνικό παρελθόν κλασικό αλλά και ελληνιστικό έπαιζαν πρωτεύοντα ρόλο στη ζωή των ανθρώπων μέσα από τη λατρευτική, προπαγανδιστική, διακοσμητική χρήση τους. Έχοντας τέτοια σημαίνουσα θέση στη φιλότεχνη αυτή κοινωνία δεν θα μπορούσαν να αφεθούν στην τύχη τους. Στους Δελφούς και στην Ολυμπία τα κυριότερα έργα τέχνης στεγάζονται σε θησαυρούς, μικρά πρόστηλα, ναόσχημα κτήρια και προστατεύονται με εντοιχισμένα κιγκλιδώματα. Στην κλασική Αθήνα ο χώρος έκθεσης τους ήταν κυρίως η Αγορά μέσα σε Στοές. Η Στοά είναι ελληνικό αρχιτεκτονικό εύρημα, το οποίο αποτελείται από ένα τοίχο στο πίσω μέρος ο οποίος συνοδεύεται από μία ή δύο σειρές κιόνων που στηρίζουν την οροφή. Η Στοά προσφέρει δροσιά το καλοκαίρι και προστασία από τη βροχή το χειμώνα, ενώ το γεγονός ότι είναι ανοιχτή την καθιστά ιδανικό εκθεσιακό χώρο. Τα ανάκτορα και οι ναοί τόσο των ελληνιστικών βασιλείων όσο και της Ρώμης, όντας τα ίδια έργα τέχνης, συμπλήρωναν την αισθητική αρτιότητα των έργων που εκτίθονταν σ' αυτά.
- Στην Κωνσταντινούπολη τα έργα κοσμούσαν σημαντικά οικοδομήματα κοσμικού χαρακτήρα, ενώ στη Ρώμη βρίσκονταν στην κυριότητα του Πάπα και φυλλάσονταν σε εκκλησίες και αποθήκες. Την εποχή της Αναγέννησης τόσο στην Ιταλία όσο και στη Γαλλία δημιουργούνται συλλογές τέχνης χωρίς όμως να δίνεται ιδιαίτερη σημασία στην αρχιτεκτονική διαμόρφωση του χώρου που εκτίθενται.
- Το σκηνικό αυτό αλλάζει τον 17ο αι. όταν οι συλλογές έργων τέχνης των Ευρωπαίων ηγεμόνων αποκτούν τέτοια έκταση ώστε να χρειάζονται δικό τους χώρο έκθεσης. Η αρχή έγινε στη Γαλλία επί βασιλείας Φραγκίσκου Α. Τότε δημιουργήθηκε ο πρώτος πυρήνας της συλλογής του Λούβρου σε ένα παλαιό πύργο, ο οποίος κατείχε το νοτιοανατολικό τμήμα του σημερινού τετράγωνου περιβόλου. Την ίδια εποχή, δηλαδή στις αρχές του 17ου αι. αποπερατώνεται η πτέρυγα που εκτείνεται κατά μήκος του Σηκουάνα. Το 1624 ο Λουδοβίκος ΙΓ περιέκλεισε από όλες τις πλευρές τον τετράγωνο περίβολο, ενώ το 1665 ο Λουδοβίκος ΙΔ απέρριψε σχέδιο του Ιταλού Μπερνίνι για μία μακρά πρόσοψη σε στυλ μπαρόκ. Την εποχή εκείνη η Γαλλική αυλή επηρεάζεται έντονα από το κίνημα του βασιλικού κλασικισμού και αυτό ήταν το στυλ που τελικά επιλέχθηκε για την πρόσοψη. Οι εργασίες συνεχίζονται και στο 19ο αι. από το Ναπολέοντα για να ολοκληρωθούν το 1871.
- Το Βρετανικό μουσείο δεν προσαρμόστηκε σε ένα ήδη υπάρχων κτήριο αλλά, αφού άλλαξε αρκετές φορές τοποθεσία, απέκτησε την οριστική του στέγη στις αρχές του 19ου αι. Από τότε η πληθώρα αντικειμένων και βιβλίων που συνέρρεαν σ' αυτό οδηγεί στην σταδιακή του επέκταση, με την τελευταία προσθήκη να γίνεται μόλις το 1938 για να στεγάσει τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Η πρόσοψη του αποπερατώθηκε το 1852 και επελέγη το δημοφιλές τότε νεοκλασικό στυλ. Η πρόσοψη με τους κίονες και με το πανηγυρικό γλυπτό «Η Πρόοδος του Πολιτισμού» ήθελε να δώσει την εντύπωση ενός ναού της τέχνης.
- Παρατηρούμε ότι στα μουσεία εκείνης της εποχής δεν υπάρχει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα αρχιτεκτονικού σχεδιασμού των εκθέσεων. Τα μουσεία τις περισσότερες φορές στεγάζονται σε προϋπάρχοντα κτήρια που δεν πληρούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για έκθεση συλλογών, ενώ επεκτείνονται βιαστικά, χωρίς μελέτη, κάτω από την πίεση υπέρογκου αριθμού αντικειμένων. Τέλος οι κρίσιμες αποφάσεις λαμβάνονται όχι από μία εξειδικευμένη επιτροπή με συντονιστή τον αρχιτέκτονα, αλλά από το μονάρχη, ο οποίος περισσότερο ενδιαφέρεται για την επιλογή του στυλ της πρόσοψης παρά για οτιδήποτε άλλο.
- Τα αρχιτεκτονικά αυτά πρότυπα για τον σχεδιασμό θα παραμείνουν σε ισχύ μέχρι και τις αρχές του 20ου αι. Την εποχή αυτή οι δυνατότητες των ερευνών, της διάδοσης των γνώσεων και των εποπτικών μέσων ήταν τέτοιες ώστε πολύ σύντομα η αρχιτεκτονική όλων των λαών έγινε κτήμα της επιστήμης. Το κίνημα της σύγχρονης Αρχιτεκτονικής ξεφεύγει από την εφαρμογή ενός συστήματος αναλογιών και ρυθμών που προάγει τον κυνικό εκλεκτικισμό. Ο Αρχιτέκτονας πια νιώθει ελεύθερος να χρησιμοποιήσει τις δικές του ιδέες στη διαμόρφωση του μουσειακού χώρου. Ας εξετάσουμε λοιπόν τι πρέπει να επικρατεί σήμερα στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό των μουσείων και ποσό σημαντικός είναι ο ρόλος τού αρχιτέκτονα σ’ αυτόν. |