Πρόλογος
Συμπαθάτε με για την αλλόκοτη ιστορία που θα σας αφηγηθώ. Όμως, πιστέψτε με, δεν είχα άλλη απαντοχή να την κρατώ σερνάμενη στην άκρη των χειλιών μου. Κάπου έπρεπε να βρει διέξοδο τούτο το βασανιστικό μυστικό που την πυρετική του εμπειρία μαρτύρησα ολομόναχος, αποκλεισμένος μέσα στην πράσινη, φυτική παγίδα του σπιτιού μου!
Δεν στοχεύω τον εντυπωσιασμό σας με αποκυήματα της φαντασίας μου. Απλά, σας παραθέτω όσα παράδοξα μου συνέβησαν εκείνο το αλησμόνητο Πάσχα του 1987!
Β
I
Λάτρευα από πάντοτε τα φυτά. Η αστείρευτη ποικιλία των ειδών τους, τα διαφορετικά σχήματα των φυλλωμάτων τους, η διάταξη της ανθοφορίας τους, η θαυμαστή παραλλαγή των χρωμάτων, ακόμα και στο ίδιο είδος, μ’ εντυπωσίαζαν βαθιά!
Μα, πάνω απ’ όλα τα είδη, ξεχώριζα ιδιαίτερα τους κάκτους, τους λιτοδίαιτους ερημίτες των άγονων περιοχών, με τις παράξενες μορφές και τ' απειλητικά βελονοφυλλώματα που έζωναν τους βλαστούς τους.
Κάποιο πάθος ανεξήγητο, μ' έσπρωχνε ν’ αγοράζω κάθε είδος που μου 'λειπε, έτσι ώστε -ύστερα από χρόνια υπομονετικής αναζήτησης- βρέθηκα κάτοχος μιας μοναδικής, σε ποικιλία και ποσότητα, συλλογής που γέμιζε ασφυχτικά τη βεράντα, τα δωμάτια και κάθε κοινόχρηστο χώρο του σπιτιού μου, περιορίζοντας τα έπιπλα στα εντελώς απαραίτητα για τις λειτουργικές μου ανάγκες!
Μέσα στο στενόχωρο διαμέρισμα των εκατόν είκοσι τετραγωνικών μέτρων, συνωστίζονταν πλατύσχημες οπουντίες, στυλόμορφα κηρία και καρνεγίες, σφαιρικοί εχινόκακτοι, κυλινδρικά εχινοκήρια, ριψαλίδες και επίφυλλα με βλαστούς πλατύς και αρθρωτούς, μηλόκακτοι, κεφαλοκηρία και μικρές μαμμιλαρίες με σφαιρικούς, ακανθώδεις βλαστούς!
Ξόδευα τις περισσότερες ώρες από τον ελεύθερο χρόνο μου, με το να ασχολούμαι καθημερινά με τη φροντίδα τους, πότε ισιώνοντας τους αδύναμους βλαστούς και πότε αφαιρώντας τα ζιζάνια που τους έζωναν τριγύρω.
Χρόνο στο χρόνο, είχε δημιουργηθεί μια ζεστή σχέση ανάμεσα μας και μη τολμήσετε να χαμογελάσετε ειρωνικά, αντιλέγοντας πως τα φυτά στερούνται την ικανότητα να σκέφτονται και να αισθάνονται, όπως οι άνθρωποι.
Εγώ μπορώ να σας διαβεβαιώσω, υπεύθυνα, πως πραγματικά κάτι τέτοιο συμβαίνει!
Διαφορετικά, βρέστε κι εξηγήστε μου, σε τι οφείλεται το γεγονός, πως, μόνο τα δικά μου κακτοειδή -αντίθετα μ' όλα τ' άλλα που στολίζουν τα σπίτια σας και τις βιτρίνες των ανθοπωλείων- ανθίζουν χειμώνα καλοκαίρι, διαψεύδοντας τους ειδήμονες που έγραψαν τα εγχειρίδια της βοτανολογίας;
Αν αυτό δεν είναι απόδειξη νοημοσύνης, ένα είδος ανταπόδοσης της αγάπης μου γι' αυτά, τότε, τι ισχυρότερο επιχείρημα έχετε ν’ αντιτείνετε εσείς;
Σίγουρα, τίποτα ιδιαίτερα πειστικό από το ν’ αρκεστείτε στην εγωιστική διαπίστωση, πως οι θαυμαστές εκδηλώσεις των κάκτων μου είναι συμπτωματικές και ίσως λιγάκι ανεξήγητα ιδιόρρυθμες.
Βλέπω, πως σας έφερα σε αμηχανία.
Έ, λοιπόν, ας αφήσουμε κατά μέρος τον προβληματισμό σας. Βρίσκω, πως αρκετά σας παίδεψα μέχρι εδώ! Είναι καιρός να ξεκινήσω την ιστόρηση των δραματικών γεγονότων που (τόσο καθοριστικά) μ' έκαναν ν’ αλλάξω χαρακτήρα.
Β
II
Αν θυμάμαι καλά, όλα αρχίνησαν πριν από δέκα χρόνια. ένα γλυκό απογεματινό του Απρίλη, ανήμερα τ' Άη Γιώργη.
Είχα δεχτεί τότε μια πρόσκληση για δείπνο από τον φίλο μου τον Τάκη και, καθώς βρισκόμουν στον δρόμο για το σπίτι του, τράβηξε την προσοχή μου η ομορφοστολισμένη βιτρίνα του ανθοπωλείου στη γωνιά, λίγα βήματα πιο μπροστά από την είσοδο της πολυκατοικίας.
Η ανθοπώλης είχε μόλις τελειώσει την ταχτοποίηση, πάνω σε τρεις αναβαθμίδες, εκατό, περίπου, φυντανιών κάκτων, διαφορετικών ειδών και ποικιλόμορφων σχημάτων. Πολλοί απ’ αυτούς, ανάμεσα στα πυκνά αγκάθια τους, είχαν μπουμπούκια έτοιμα ν’ ανθοφορήσουν σε ζωηρούς κόκκινους, κίτρινους και λευκένιους ανθούς.
«Ά, ωραία!» σκέφτηκα. «Να, μια καλή ιδέα για δώρο. Ο Τάκης σίγουρα θα ευχαριστηθεί, αν του πάω ένα τόσο όμορφο φυτό!»
Δίχως άλλη σκέψη, έδειξα στην πωλήτρια έναν κάκτο με δισκοειδείς βλαστούς, βαλμένους τον έναν πάνω στον άλλον, σε ακατάστατη μα τόσο γοητευτική διάταξη, που έδιναν μια εντυπωσιακή εικόνα ασύμμετρης αρμονίας.
«Παρακαλώ δεσποινίς, μου τον ετοιμάζετε για δώρο;» είπα ευγενικά.
«Μα και βέβαια!» έκανε εκείνη. Κι έπειτα από μικρή παύση, σαν να ‘θελε να τονίσει το βάρος των λόγων της, συνέχισε: «Ξέρετε δεν συνηθίζω να υπερβάλλω, αλλά κάνατε την καλύτερη εκλογή. Αυτή η οπουντία είναι πραγματικά θαυμάσια!»
Πλήρωσα, αφού προηγούμενα την ευχαρίστησα κι ανέβηκα τα σκαλοπάτια της πολυκατοικίας.
Η Νώντια, η γυναίκα του φίλου μου, έβγαλε ένα επιφώνημα ενθουσιασμού, όταν της έτεινα το γλαστράκι.
«Ώ Μάνο, είναι πολύ ευγενική η χειρονομία σου» αναφώνησε. «Να 'ξερες πόσο λατρεύω τους κάκτους! Έλα στη βεράντα να σου δείξω τη συλλογή μου.»
Την ακολούθησα, κολακευμένος για την ευχαρίστηση που της προξένησα και βγήκα μαζί της στο απλόχωρο, σκεπασμένο με τέντα μπαλκόνι που ήταν κατάφορτο από φυλλόδεντρα, μονστέρες, ορτανσίες κι άλλα είδη του φυτικού βασιλείου που δε γνώριζα τις ονομασίες τους.
Σε μια ξέχωρη γωνιά, διαμορφωμένη σε σκαλωτά πεζούλια, ήταν -βαλμένοι στη σειρά- πάνω από πενήντα κάκτοι, αρκετά ανεπτυγμένοι. Όμως, όπως τους κοιτούσα με θαυμασμό, αγαλμάτωσα! Γιατί, ανάμεσα τους, μέτρησα να επαναλαμβάνεται τρεις φορές το ίδιο είδος με τη δική μου οπουντία!
Στενοχωρέθηκα και το έδειξα.
«Νώντια, δός μου το φυτό να τ' αλλάξω.» Επέμενα.
Εκείνη αρνήθηκε και με κοίταξε παιχνιδιάρικα με τα υπέροχα, γελαστά της μάτια.
«Δεν πειράζει Μάνο», είπε, ξεσπώντας σ' ένα κελαριστό γέλιο. «Σου δίνεται η ευκαιρία να ξεκινήσεις κι εσύ τη δική σου συλλογή κάκτων. Εμπρός, λοιπόν, κάνε την αρχή μ' αυτή την όμορφη οπουντία!»
Πήρα -όχι δίχως ντροπή- τον κάκτο από τα χέρια της κι αυτό ήταν το ξεκίνημα. Απ' εκείνη τη μέρα, με κατέλαβε μια ανεξήγητη μανία γι' αυτά τα παράξενα φυτά. Όπου συναντούσα ανθοπωλείο, ακόμα κι όταν ταξίδευα, έμπαινα μέσα κι έψαχνα ν’ ανακαλύψω είδη που έλειπαν από τη συλλογή μου, έτσι που σήμερα -ύστερα από δέκα, κοντολογίς, χρόνια- μπορούσα να καυχηθώ, πως ελάχιστα -κι αυτά σπάνια- είδη κάκτων απόμεναν που να μην τα κατέχω.
Χαμογελάτε; Ίσως να σκέφτεστε, με κάποια δόση ειρωνείας, πως έχετε μπροστά σας ένα «ψώνιο», ένα δύσμοιρο θύμα του αχαλίνωτου «χομπισμού»!
Εμπρός λοιπόν! Ξεκινήστε κι’ εσείς, αγοράζοντας ένα κάκτο και να δούμε αν -ύστερα από λίγο καιρό- θα 'χετε τα μούτρα να ειρωνεύεστε!
Για να σας πείσω για τη σοβαρότητα αυτής της προειδοποίησης - αποτροπής, θα σας αφηγηθώ την εμπειρία που απόχτησα, απόνα ταξίδι μου, πέντε χρόνια πριν, στην Ινδία.
Αν θέλετε, πιστέψτε το! Για… δικό σας καλό!
Β
III
Είμαι άνθρωπος ανήσυχος από φυσικού μου, έτσι που ο τόπος όπου ζω και κινούμαι μου φαίνεται απίστευτα μικρός. Η οικονομική στενότητα, μου στερεί την πολυτέλεια των μακρυσμένων ταξιδιών που μαγνητίζουν γοητευτικά την αχαλίνωτη φαντασία μου.
Έτσι, τις περισσότερες φορές, για να ικανοποιήσω την ακόρεστη δίψα μου για μάθηση, αρκούμαι στην πλάνη των ονειρικών ταξιδεμάτων, αναπλάθοντας τις περιηγητικές αφηγήσεις των βιβλίων σ' ολοζώντανες εικόνες, τόσο αληθινές, που ελάχιστα απέχουν από την πραγματικότητα!
Όμως, όταν καταφέρνω και βάζω στην άκρη κάποιο σημαντικό χρηματικό ποσό, δεν αφήνω την ευκαιρία να μου ξεφύγει και ανοίγω τα φτερά μου για τους εξωτικούς παράδεισους της Ανατολής.
Εκείνον τον Αύγουστο του 1983, η «Ωσεάνικ τούρς» είχε προγραμματίσει ένα εικοσαήμερο ταξίδι στις Ινδίες. Το πρόγραμμα των περιηγήσεων που περιλάμβανε ήταν από τα πιο ολοκληρωμένα που είχα διαβάσει. Κυριολεκτικά μ’ ενθουσίασε! Ανάμεσα στις πόλεις που θα γνώριζα από κοντά -πέρα από τις θρυλικές Βομβάη και Καλκούτα- ήταν και η Τζαϊπούρ. Η πανέμορφη Τζαϊπούρ, με τα περίφημα παλάτια των Μαχαραγιάδων με τη φανταστική χλιδή και τους μαγευτικούς τροπικούς κήπους, περίζωμα σμαραγδένιο, γύρω τους!
Έπεσα σε βαθιά περισυλλογή, στη σκέψη όσων εμπειριών θ' αποκόμιζα απόνα τέτοιο ταξίδι.
«Να μια καλή ευκαιρία να προσεγγίσω έναν από τους θελκτικότερους ονειρότοπους των φαντασιώσεών μου!», βρέθηκα να διαπιστώνω φωναχτά.
Και μια και δυο, αυτή η κραυγαλέα, αυθόρμητη διαπίστωση, βρήκε πραγμάτωση και στις 26 Αυγούστου του 1983 βρέθηκα στο αναπαυτικό σαλόνι ενός τεράστιου Τζάμπο 747, να ταξιδεύω για το Νέο Δελχί!
Ήταν η δωδέκατη μέρα του ταξιδιού, όταν, οι τροχοί του αεροπλάνου των εσωτερικών αεροπορικών γραμμών της Αι Ίντια, ακούμπησαν μαλακά στο αεροδρόμιο της Τζαϊπούρ.
Ήμουν αποφασισμένος να ξεκόψω από το μπουλούκι των κοινότυπων τουριστών, που άλλο δεν τους ένοιαζε από το πού θα βρουν μαγαζιά για να ικανοποιήσουν τον καταναλωτικό αφιονισμό τους. Λες κι' όλα εκείνα τα μίλια, που διάνυσαν ταξιδεύοντας, έγιναν για την προμήθεια φτηνών «σουβενίρ» και φανταχτερών υφασμάτων της ντόπιας λαϊκής τέχνης! Η χαρά των ζωντανών εικόνων δεν περνούσε στα μάτια τους, μια και αυτήν θα φρόντιζαν οι γυαλιστερές κάρτποσταλ, όταν με το καλό θα επέστρεφαν στα πάτρια εδάφη, φορτωμένοι μ' ένα σωρό άχρηστα τσαμπράγκαλα!
Πραγματικά, έτσι έκανα και καθόλου δεν το μετάνιωσα.
Βρέθηκα, λοιπόν, να περιπλανιέμαι ανάμεσα στο πολύχρωμο, βουερό πλήθος και κάθε τόσο κόντυνα τον βηματισμό μου, άλλοτε για να παρακολουθήσω την επίδειξη κάποιου θαυματοποιού κι’ άλλοτε ν’ απορέσω την γαλήνια ανάπαψη των φακίρηδων πάνω στα μυτερά καρφιά των κρεβατιών τους!
Όμως, έτσι αποξεχάστηκα και, σαν συνήλθα κατά το σούρουπο, βρέθηκα να περιπλανιέμαι στα καταπράσινα παρτέρια κάποιου κήπου που, κατά πως φάνηκε, στόλιζε την αυλή ενός θαυμάσιου Ανάκτορου.
Μπροστά μου, λίγα βήματα παρέκει, διάκρινα έναν σαρικοφόρο Ινδό, σκυμμένο πάνω από μικρά φυντάνια ορχιδέας κι' έσπευσα να τον πλησιάσω για να πληροφορηθώ πού βρισκόμουν.
Αλλά, σαν άνοιξα το στόμα να του απευθύνω την ερώτηση, διαπίστωσα πως τα λόγια μου δε θα έβρισκαν απόκριση, μια κι' εκείνος ήταν, ολοκληρωτικά, αφοσιωμένος στην προσπάθειά του να μεταβιβάζει, μουρμουριστά, τρυφερές παραινέσεις στα φυτά!