«Γλυκές μου αγαπούλες», τον άκουσα να λέει. «Νιώστε βαθιά τη δύναμη της αγάπης μου, ρουφήξτε την υγρή τροφή της γης, δεχτείτε το θερμό χάδι του ήλιου κι' αναπτυχθείτε! Αναπτυχθείτε γρήγορα σ' όμορφους κερένιους ανθούς, ζηλευτό στόλισμα των πράσινων βλαστών σας!»
Ήμουν σχεδόν έτοιμος να καγχάσω χλευαστικά και να φύγω, πιστεύοντας πως ο άνθρωπος που παραμιλούσε ήταν κουζουλός, όταν είδα κατάπληχτος τα φυτά να σείονται, λες και τα διαπερνούσε κάποιο ζωηρό φρικίασμα κι’ έπειτα να ψηλώνουν αργά - αργά τους βλαστούς τους, έτσι που σ' ελάχιστα λεπτά άρχισαν να μπουμπουκιάζουν ανθούς στις κορφές τους!
Μόνο τότε, ο Ινδός αποσπάστηκε από τη φροντίδα τους και στράφηκε με ήρεμο χαμόγελο προς το μέρος μου.
«Σας ακούω Σαχίμπ», είπε ευγενικά.
Όμως, εγώ δεν είχα αυτιά παρά μόνο ν’ ακούσω, πώς κατόρθωσε τούτο το ακατανόητο που μαρτύρεψαν τα μάτια μου.
«Μα τον Θεό!» τραύλισα. «Πες μου, πώς έγινε τούτο το θαύμα;»
Στωικά και με φωνή μειλίχια, κάθισε και μου ιστόρησε απίστευτα πράγματα, πως τάχα τα φυτά έχουν αισθήσεις και βλέπουν, ακούν κι' αισθάνονται, οσφραίνονται και γεύονται, όπως κι' εμείς οι άνθρωποι!
«Αν τα φερθείς με αγάπη», είπε, «θα στην ανταποδώσουν μ’ ένα υπέροχο, ανθένιο μπουκέτο κι' αν τα παιδέψεις θα μείνουν καχεκτικά. Η παράφωνη μουσική τα μαραζώνει, ενώ η γλυκιά κι' απαλή τα τονώνει. Όταν φορτίζεις με τα συναισθήματά σου ένα φυτό, (θετικά ή αρνητικά) εκείνο θα σου τα στείλει πίσω σαν αντανάκλαση και θα ταυτιστεί, θα γίνει ένα μαζί σου, όσο μακριά κι’ αν βρίσκεσαι απ' αυτό! Να, ποιο είναι το μυστικό, τόσο απλό και υπέροχα αληθινό, όπως η έννοια της Αγάπης που με τόσο πάθος αναζητούν όλα τα πλάσματα του πλανήτη, οργανικά και ανόργανα!»
Δεν έκρινα τις εξηγήσεις του ικανοποιητικές κι εκείνος, διακρίνοντας τη δυσπιστία μου, συνέχισε:
«Βλέπω Σαχίμπ, πως δεν πιστεύετε τα λόγια μου, παρόλο που βρεθήκατε μάρτυρας αυτού του εξαίσιου φαινομένου. Θα μου ήταν αδιάφορο να επιμείνω περισσότερο, αν δε διέκρινα στο παρουσιαστικό σας εκείνη την ιδιαίτερη ποιότητα που κάνει τους ανθρώπους να ξεχωρίζουν! Παρακαλώ, κάντε τον κόπο να μ’ ακολουθήσετε. Μ’ αυτά που θα δείτε, ίσως σας φύγει κι' η παραμικρή αμφιβολία για την αληθινότητα, όσων ακούσατε!»
Με αγέρωχο βηματισμό, με οδήγησε σ’ ένα πελώριο θερμοκήπιο, όπου μέσα, βαλμένα με τάξη, ήταν όλα σχεδόν τα κακτοειδή του πλανήτη. Μόνο που τα μεγέθη τους ήταν απείρως μεγαλύτερα απ' εκείνα που συναντιόνται μεγαλωμένα στο φυσικό τους περιβάλλον. Για ν’ αντιληφθείτε τη διαφορά, η χαριτωμένη μαμιλαρία, που δεν ξεπερνά τα δέκα εκατοστά, είχε ύψος πάνω από ενάμισι μέτρο!
Ο Ινδός, πήγε και στάθηκε δίπλα σ’ ένα γιγάντιο Ευφόρβιο.
«Όπως θα γνωρίζεις», είπε, «το γαλακτώδες υγρό που βγαίνει με το αγκύλωμα και το σπάσιμο των αγκαθιών αυτού του κάκτου, προξενεί στ’ απρόσεχτα θύματά του παραλυτικές παρενέργειες, προσωρινού χαρακτήρα που, όμως, μπορούν να γίνουν μόνιμες καταστάσεις σε άτομα ευαίσθητα σε αλλεργίες. Για ν’ απομακρύνω αυτή την πιθανότητα, επικοινώνησα με το φυτό, το έπεισα πως στο συγκεκριμένο περιβάλλον, όπου βρίσκεται, δεν πρόκειται ν’ αντιμετωπίσει κανένα πρόβλημα και τ’ αποτέλεσμα, νάτο! Το Ευφόρβιο απόβαλε από μόνο του τα επικίνδυνα αγκάθια!»
Πάνω στους κλώνους του φυτού, αναπαύονταν ένας πράσινος, δενδρόβιος βάτραχος. Τον αιχμαλώτισε επιδέξια στην παλάμη του και κατευθύνθηκε στο βάθος του θερμοκηπίου, όπου ξεχώριζε (μ' ανοιγμένους τους δύο λοβούς των φύλλων της) μια υπερμεγέθης «Διωναία Μυγοκυνηγός». Ο Ινδός απίθωσε τον βάτραχο στο εσωτερικό του ενός λοβού, στο σημείο όπου ορθώνονταν τρεις ευέλικτες τρίχες. Μόλις τα αισθητήρια του σαρκοφάγου φυτού πήραν το μήνυμα της ζωντανής σάρκας, σήμαναν συναγερμό και οι δυο λοβοί του φύλλου έκλεισαν αστραπιαία, παγιδεύοντας το αμφίβιο! Το άμοιρο ζωντανό, έκανε απελπισμένες προσπάθειες να ξεφύγει κι' ο αγώνας του διαγράφονταν ανάγλυφα στα εξωτερικά τοιχώματα του φύλλου της. Όμως, ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα, ακινητοποιήθηκε κι’ αφέθηκε νεκρό στην αφομοιωτική διάβρωση της όξινης πεψίνης.
«Ιδού και η επικίνδυνη άποψη», στράφηκε και μου ‘πε. «Μεγαλώνοντας με την πειθώ της αγάπης τα φυτά, αντιμετωπίζουμε τον φόβο να βρεθούμε ανυπεράσπιστα θύματά τους, αν -πέρα από κάθε πιθανότητα- μεταστραφούν εχθρικά προς εμάς οι διαθέσεις τους!»
Β
IV
Εκείνο το ταξίδι στην Ινδία και η γνωριμία μου στην Τζαϊπούρ με τον Ινδό «γητευτή» των φυτών, συνετέλεσε στο πυρετικό ανέβασμα του διαφέροντος μου για τους κάκτους, αυτά τα βουβά, ακάνθινα θαύματα της ασύμμετρης αρμονίας.
Όταν επέστρεψα, δόθηκα ολοκληρωτικά στη μελέτη των εκδηλώσεών τους, κάτω από διαφορετικές συνθήκες συμπεριφοράς από μέρους μου, κάθε φορά.
Βέβαια, φρόντιζα κατά το δυνατό, να τους συμπεριφέρομαι -σύμφωνα με τις κατευθύνσεις που μου ’δωσε ο Ινδός- τρυφερά, απευθύνοντάς τους παραινέσεις που έβγαιναν άδολα από την καρδιά μου, έτσι που, σχεδόν αμέσως, διαπίστωνα το ευεργετικό αποτέλεσμα πάνω τους. Χωρίς να υπερβάλλω, την επόμενη μέρα που τα μετρούσα, έβρισκα πως είχαν ψηλώσει έναν με δύο πόντους, σε αναλογία με το είδος που αντιπροσώπευαν.
Αντίθετα, πέντε είδη που είχα απομονώσει στο πίσω μπαλκόνι, απευθύνοντάς τους περιφρονητικούς αφορισμούς, είχαν περιπέσει, ολοφάνερα, σε μαρασμό με καχεκτικά κλαράκια και τους βλαστούς τους γιομάτους στίγματα από κάποια άγνωστη ασθένεια!
Πέρασαν τρία χρόνια από τότε και, μέσα σ' αυτά, το διαμέρισμα μου είχε μεταμορφωθεί σε μια καταπράσινη, αγκαθερή ζούγκλα. Οι κάκτοι, αναζητώντας ζωτικό χώρο στην παράλογη ανάπτυξή τους, είχαν σκεπάσει τους τοίχους και οι κορφές τους, συναντώντας το ταβάνι, κάμφθηκαν κι' ακολουθώντας το επίπεδο του, σχημάτισαν αψιδωτές καμάρες, έτσι που τελικά το πράσινο, σ' όλες τις γνωστές του αποχρώσεις, απλώθηκε κυριαρχικά παντού, σαν γοητευτικό ταπέτο που φιλοδωρούσε οδυνηρά, ακάνθινα αγκυλώματα σ' όποιον είχε την τόλμη να το θωπεύσει, ξεγελασμένος από την ομορφιά του!
Ήταν τότε η εποχή που γνώρισα τη Βάλντα, το κορίτσι με τα λαμπερά, σκοτεινά μάτια απ’ όπου ξεπηδούσαν παράξενες ανταύγειες που κανένας, απ' όσους τη γνώριζαν, δεν μπορούσε να διακρίνει αν ήταν εκδήλωση πονηριάς ή καλοπροαίρετης ενθάρρυνσης. Τα κατσαρωμένα με «περμανάντ» μαλλιά της, πλαισίωναν το οβάλ προσωπάκι της ιδανικά και του χάριζαν μια γλυκιά, θλιμμένη έκφραση, έτσι που έμοιαζε μ' εκείνα τα ρομαντικά πορτραίτα της εποχής του τριάντα.
Την είχα συναντήσει σε κάποια έκθεση ζωγραφικής να στέκεται στοχαστικά, για πολύ ώρα, μπροστά σε μια θαλασσογραφία, όπου γιγάντια κύματα ξεσπούσαν την ορμή τους πάνω στ’ απόκρημνα βράχια της ακτής.
Είχα σταθεί δίπλα της, αληθινά αμήχανος, προσπαθώντας να εντοπίσω το σημείο του πίνακα που ερέθιζε τη φαντασία της.
«Απορώ, τι σας εντυπωσιάζει σ' αυτό το μέτριο έργο!» τόλμησα να πω.
Δίχως να γυρίσει να με κοιτάξει, χαμογέλασε αχνά, πικραμένα.
«Ψάχνω να βρω από πού ξεκινούν τα κύματα», ψιθύρισε. «Είναι τόσο θολωμένος ο ορίζοντας, που η γραμμή του χάνεται στο υγρό πούσι!»
Είχα απελπιστεί πως θα 'βρισκα κάποια έξυπνη απάντηση στην απορία της, όταν, μια λάμψη στο μυαλό, μου 'φερε την έμπνευση!
«Χα!», έκανα θριαμβευτικά.
Γύρισε προς το μέρος μου ξαφνιασμένη κι' η κίνησή της αυτή, με διαβεβαίωσε πως είχα πιάσει τα σωστά λόγια.
«Μα είναι τόσο απλό!» της είπα, χαμογελώντας, «τα κύματα ξεκινούν και θεριεύουν από τ' αδιερεύνητα βάθη των σκοτεινών ματιών σου».
Είχε ξεσπάσει σε αυθόρμητα γελάκια, λιγωμένα και κοφτά κι' αυτό ήταν όλο! Η μελαγχολία της χάθηκε, σαν από μαγεία και δε χωρίσαμε στιγμή από τότε. Κι' όταν αργότερα γίναμε από φίλοι εραστές, η σαρκική ολοκλήρωση μας έδεσε ακόμα πιο στενά!
Την ξενάγησα στο πράσινο βασίλειο που οργίαζε στο διαμέρισμά μου και τη σύστησα στους αγκαθωτούς μου φίλους, αποκαλώντας τους με τα επιστημονικά τους ονόματα, λες κι’ ήταν έμψυχες οντότητες, με ξέχωρη προσωπικότητα ο καθένας.
Την αρχική της κατάπληξη, για την απίστευτη ποικιλία της συλλογής μου, διαδέχτηκε η ανοχή.
Μ' αγάπαγε! Ήταν ολοφάνερο αυτό. Όμως, κάτι μέσα της, την έσπρωχνε να κρατάει κάποια απόσταση από τα φυτά κι' αυτό δεν ξέφυγε από την αντίληψή μου, έτσι που, ένα σουβλερό νύχι αρπαχτικού καρφώθηκε και μόλυνε τα αγνά αισθήματα της καρδιάς μου!
Μια μέρα ήρθε με δάκρυα στα μάτια και μου 'δειξε δυο αιμάτινα αυλάκια πάνω στην όμορφη γάμπα της.
«Ώ Μάνο! Δες, τι μου 'κανε το Ευφόρβιό σου!», βόγκηξε.
Της φίλησα την πληγή και την καθάρισα από τ’ αγκάθια, βαθιά συλλογισμένος.
«Μείνε ήσυχη γλυκιά μου», την ενθάρρυνα. «Ποτέ ξανά δε θα σου συμβεί κάτι τέτοιο!»
Β
V
Πέρασα νύχτες αγρύπνιας, με το να σκέφτομαι ποια λύση θα 'δινα στο πρόβλημα που με βασάνιζε. Δεν μου περνούσε ούτε καν σαν φαντασία η ιδέα πως θα 'πρεπε ν’ αποχωριστώ τη Βάλντα για να μπορώ να χαίρομαι την παρουσία των αγαπημένων μου κάκτων στο διαμέρισμα. Από την άλλη, πάλι, πώς θα συνταίριαζα τη συμβίωση και των δυο μέσα στον ίδιο χώρο, αφού, ήδη, τα πρώτα δείγματα της εχθρότητας τους είχαν εκδηλωθεί;
Σε κάποιο φωτεινό διάλειμμα των βασανιστικών συλλογισμών μου, παρουσιάστηκε σαν όραμα μπροστά μου η γαλήνια μορφή του Ινδού «γητευτή».
«Συζήτησε το πρόβλημα με τα φυτά!» με παρότρυνε. «Είναι πολύ πιο εύκολο να διαπραγματεύεσαι και να βρίσκεις λύσεις μ' αυτά, παρά με τους εγωκεντρικούς ανθρώπους! Σε περιβάλλουν μ' εμπιστοσύνη και θα συμμορφωθούν στα αιτήματά σου, ακόμα κι' αν αυτά είναι παράλογα με τις κατευθύνσεις που είναι καταγραμμένες στον γενετικό τους κώδικα!».
«Να ‘σαι καλά Ανατολίτη», ξεφύσηξα ανακουφισμένος κι' έσπευσα να αυτοσυγκεντρωθώ γονατιστός μπροστά στους κάκτους.
Αφιέρωσα καθημερινά και για τρεις βδομάδες, μισή ώρα εντατικής επικοινωνίας μ' αυτούς, ζητώντάς τους ν’ απαρνηθούν τα πολυτιμότερα εφόδιά τους.
«Αγαπημένο Ευφόρβιο, όμορφη Οπουντία, λυγερόκορμο Εχινοκήριο κι' εσείς κομψές Μαμμιλαρίες μου, δώστε προσοχή σ' ότι σας ζητώ σαν χάρη εγώ, ο παθιασμένος λάτρης της γοητείας σας. Δεν είναι αλήθεια, πως είστε καλά ασφαλισμένα, κάτω από την άγρυπνη φροντίδα μου, σ' αυτόν εδώ τον κλειστό χώρο; Κι' αν έτσι είναι, προς τι σας χρειάζεστε τα φαρμακερά αγκάθια των βλαστών σας; Για ν’ αντιμετωπίσετε την απειλή, ποιου υποτιθέμενου κινδύνου προτάσσετε τις ακάνθινες λόγχες σας; Μη σας προβληματίζει η αντιπάθεια που εκδηλώνει η Βάλντα, το κορίτσι που μου ταιριάζει βιολογικά. Είναι θηλυκό βλέπετε και, σαν τέτοιο, ζηλεύει παθολογικά την εκδήλωση αγάπης του αρσενικού σε κάποιο άλλο είδος, έστω κι' αν αυτό διαφέρει ριζικά ως προς τη μορφολογία και, βιολογικά, ούτε με την πιο αχαλίνωτη φαντασίωση, μπορεί να συνευρεθεί μαζί του! Αυτός ο χώρος έχει προορισμό να δεχτεί την αρμονική συμβίωση όλων μας, για πολλά, πάρα πολλά χρόνια. Γι' αυτό, κάντε Εσείς το πρώτο βήμα φιλίας μ' Αυτήν κι' απορρίψτε τον αγκαθωτό εξοπλισμό σας που τόσο παράλογο φόβο Της εμπνέει!».
Τις πιο πάνω παρακλήσεις -με μικρές προσθήκες- τις απεύθυνα μ' ένα πάθος που ξεχείλιζε από ειλικρίνεια γιατί, πραγματικά, πίστευα πως η Βάλντα θ' άλλαζε διάθεση απέναντί τους, όταν δε θα 'χε κίνδυνο να νιώσει το αγκαθερό αγκύλωμά τους πάνω στην τρυφερή, σταρένια σάρκα της.
Και να, που το θαύμα έγινε!
Στο τέλος της τρίτης βδομάδας, το πάτωμα στρώθηκε από τις ξεραμένες αγκίδες που απόρριψαν τα κακτοειδή, σαν δείγμα εμπιστοσύνης στο πρόσωπο μου. Τα μόνα που απόμειναν ασυγκίνητα στις επικλήσεις μου ήταν η Διωναία η μυγοκυνηγός, δίπλα στην μπαλκονόπορτα της βεράντας, ο γιγάντιος Χουατσούμα από τα υψίπεδα των Άνδεων και το πολύκλωνο Ευφόρβιο που έστεκε παραστάτης στην πόρτα της εισόδου.
Γιομάτος χαρά από τη θεαματική μεταβολή που συντελέστηκε, τηλεφώνησα τη Βάλντα να έρθει στο διαμέρισμά μου.