Β) Νόννα και Γρηγόριος ο Θεολόγος
Στην Αριανζό της Καππαδοκίας, χωριό κοντά στη μικρή πόλη Ναζιανζό, γεννήθηκε το 304μ.Χ. η αγία Νόννα, μητέρα του Γρηγορίου του Θεολόγου. Οι γονείς της, Φιλτάτιος και Γοργονία, κατάγονταν από ένδοξες και εύπορες οικογένειες, ευσεβείς και ενάρετες, σύμφωνες με τα χριστιανικά πρότυπα της εποχής. Ανέθρεψαν τα παιδιά τους Αμφιλόχιο και Νόννα «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Ο Αμφιλόχιος αναδείχτηκε δάσκαλος της ρητορικής και η Νόννα εγκαλλώπισμα και χαρά της οικογένειάς της. Σεμνή και ευσεβής, δεν την επηρέαζε το φρόνημα του κόσμου. Στην εποχή της οι άλλες γυναίκες κολακεύονταν και καμάρωναν για την ομορφιά τους, είτε φυσική είτε πλαστή, αυτή όμως γνώριζε μόνο την ομορφιά της ψυχής που συντηρεί τη θεία εικόνα ή την βοηθά να ξαναποκτήσει τη δύναμή της. «Ως απορρίμματα πέταξε στις γυναίκες της σκηνής τα βαψίματα και τα τεχνητά κάλλη», λέει παραστατικά ο γιος της Γρηγόριος.
Αργότερα παντρεύεται το Γρηγόριο που ελκύεται απ’ τα προσόντα της: «εύκλεια γένους, ευσέβεια και ήθος και κάλλος και πασών των αρετών το σύμπλεγμα παρήσαν αυτή». Ο Γρηγόριος είχε σπουδάσει νομικά και ήταν ανώτερος υπάλληλος. Σώφρων, αγαπητός και δίκαιος διακρινόταν για την τιμιότητά του. Απέφευγε τον άδικο πλουτισμό, τον οποίο πολλοί συνάδελφοί του επεδίωκαν. Ψεύδη, κλοπές και παρανομίες ποτέ δεν μεταχειρίστηκε για μια «άδικον ευπορίαν». Γι’ αυτό «ουδέ μια δραχμή πλείω την ουσίαν πεποίηκε, καίτοι γε τους άλλους ορών τας Βριάρεω (μυθικός γίγαντας με εκατό χέρια) χείρας επιβάλλοντας τοις δημοσίοις, και τοις κακοίς πόροις φλεγμαίνοντας». Τα ηθικά αυτά προσόντα του Γρηγορίου ικανοποιούσαν τη σύζυγό του Νόννα, αλλά υπήρχε ένα μελανό σημείο στη σχέση τους: ο Γρηγόριος ήταν οπαδός του συστήματος των Υψισταρίων, γεγονός που λυπούσε πολύ τη Νόννα. Αυτό ήταν ένα κράμα ιουδαϊκών και εθνικών-ειδωλολατρικών στοιχείων και όπως αναφέρει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος: «εκ δυοίν τοιν εναντιωτάτοιν συγκεκραμένης, Ελληνικής τε πλάνης και νομικής τερατείας». Οι οπαδοί του, ενώ αρνούνταν τα είδωλα και τις θυσίες, τιμούσαν τη φωτιά και τις λυχνίες. Τηρούσαν επίσης το Σάββατο και κάποτε τη σχετική με τα φαγητά σχολαστικότητα, αλλά περιφρονούσαν την περιτομή. Ονομάζονταν Υψιστάριοι επειδή «ο Παντοκράτωρ μόνος αυτοίς σεβάσμιος».
Η Νόννα, παρά τις δυσκολίες στο γάμο της, οι οποίες προέκυπταν απ’ τη διαφορετική θρησκευτική πεποίθηση του συζύγου της, δε σκέφτηκε στιγμή το ενδεχόμενο χωρισμού γιατί εκτιμούσε τα θετικά γνωρίσματα του συζύγου της: τη σωφροσύνη, την ειρηνικότητα και την καλή προαίρεση. Ακούραστη σε υπομονή και φροντίδες γι’ αυτόν, κατορθώνει στο τέλος να κάμψει την ψυχή του: η ψυχή του Γρηγορίου «κάμπτεται και μαλάσσεται, προς αρετήν εκουσίως βιαζομένη». Προσελκύεται λοιπόν ο Γρηγόριος στο χριστιανισμό απ’ τη σύζυγό του και όπως μας πληροφορεί ο γιος του Γρηγόριος ο Θεολόγος «συνέβη τότε ακριβώς πολλοί αρχιερείς να σπεύδουν στη Νίκαια για να αντιταχθούν στη λύσσα του Αρείου...Τότε παραδίδεται (ο πατέρας μου) στο Θεό και στους κήρυκες της ευσεβείας, τους ομολογεί τον πόθο του και τους ζητά την κοινή σωτηρία». Βαπτίστηκε το έτος 325 απ’ τον επίσκοπο Ναζιανζού τις μέρες εκείνες που διέρχονταν απ’ την επισκοπή του αρκετοί αρχιερείς για να μεταβούν στη Νίκαια της Βιθυνίας, προκειμένου να μετάσχουν στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο.
Η σύζυγός του Νόννα, ενώ στα ζητήματα πίστης και θεολογίας αποδεικνυόταν καθημερινά διδασκάλισσά του, έκρινε ότι, σ’ όλα τα άλλα, ήταν συνετό και αναγκαίο να «νικάται» από τον άνδρα της σύμφωνα με το «νόμο της συζυγίας». Γι’ αυτό θεωρείται άξια θαυμασμού απ’ το γιο της Γρηγόριο, αλλά περισσότερο άξιος θαυμασμού ήταν, κατά τη γνώμη του, ο πατέρας του που υπάκουε σ’ αυτή θεληματικά.
Όταν πέθανε ο επίσκοπος της Ναζιανζού, η χριστιανική κοινότητα της περιοχής, κλήρος και λαός, ζητούσε επιμόνως απ’ το Γρηγόριο, το σύζυγο της Νόννας ν’ αναλάβει το επισκοπικό αξίωμα. Έτσι και κατά την επιθυμία του, ο Γρηγόριος χειροτονήθηκε διάκονος, κατόπιν πρεσβύτερος και τέλος έλαβε τον τρίτο βαθμό της ιεροσύνης: έγινε αρχιερέας-επίσκοπος το έτος 328. Κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο στην Εκκλησία μπορούσαν ν’ αναδειχτούν επίσκοποι και έγγαμοι κληρικοί. Αργότερα, με την Πενθέκτη Σύνοδο του 691 στην Κωνσταντινούπολη, η Εκκλησία θέσπισε την αγαμία των επισκόπων της. Από τότε μέχρι τις μέρες μας στον επισκοπικό βαθμό προάγονται κατά διάταξη της Πενθέκτης Συνόδου μόνο οι άγαμοι κληρικοί ή οι «εις χηρείαν περιελθόντες». Ο Γρηγόριος, ως σύζυγος της Νόννας και επίσκοπος, «κατά πρώτον εξημέρωσε τα ήθη των ανθρώπων, όχι δύσκολα με λόγους ποιμαντικής σοφίας, αλλά κυρίως με το να προβάλλει ως υπόδειγμα τον εαυτό του, ωσάν ένα ανδριάντα πνευματικόν, σμιλευμένο έτσι ώστε να αποδίδει την ωραιότητα κάθε άριστης πράξεως. Έπειτα, αφού επιδόθηκε στη σύντονη μελέτη των θείων λόγων, μολονότι ήταν οψιμαθής σε όλα αυτά, συγκέντρωσε μέσα σε λίγο χρόνο τόση σοφία, ώστε σε τίποτε να μην υστερεί από εκείνους που είχαν υπερβολικά κοπιάσει».
Η οικογένεια της Νόννας ανήκε στην τάξη των μεγάλων γαιοκτημόνων και, επομένως, είχε ανάλογη περιουσία: «κατείχεν οίκον και κτήσιν σύμμετρον». Είχε κτήμα μεγάλο στην ωραία τοποθεσία της Τιβερίνης. Το μεγάλο πρόβλημα της Νόννας ήταν όμως η ατεκνία. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, εκφράζοντας ως εμπνευσμένος ποιητής τη λαχτάρα, τις προσευχές και τα ταξίματα της μητέρας του, γράφει:
«Αρσενικό παιδί θερμά ποθώντας
Στο σπίτι της να δει -πολλών κοινή λαχτάρα-
Προσεύχεται στο Θεό παρακαλώντας
Να λάχει ότι ποθεί. Μα ως ήταν ασυγκράτητη
Προσφέρει δώρο αυτόν που γύρευε να λάβει
Ίδια θερμά προσφέροντας όσο ζητούσε.
Από την προσευχή δεν βγαίνει μ’ άδεια χέρια».
Η προσευχή της έφερε ως καρπό το γιό της, κατά το έτος 329 μ. Χ., τον οποίο θεωρούσε ως «το δώρον του δεδωκότος Θεού», γι’ αυτό και τον προσέφερε ολόψυχα σ’ αυτόν «ως Σαμουήλ τινά νέον», όπως ποθούσε πριν να τον γεννήσει. Του δόθηκε μάλιστα το όνομα Γρηγόριος γιατί στα πρώιμα βυζαντινά χρόνια υπήρχε η συνήθεια ο πρωτότοκος γιος να λαμβάνει το όνομα του πατέρα. Το δεύτερο παιδί της, τη Γοργονία, η Νόννα τη φώναζε χαϊδευτικά στο σπίτι «Γοργόνιο», πράγμα που δηλώνει την τρυφερότητα με την οποία η μάννα αντιμετώπιζε την κόρη. Και επειδή η Νόννα πολύ ύστερα απ’ το γάμο της γέννησε τα παιδιά της, ο γιος της Γρηγόριος, ηλικιωμένος πλέον, τη χαρακτηρίζει «Σάρραν οψίτοκον» και τους δυο γονείς του προσονομάζει «Αβραάμ και Σάρρα», και τον εαυτό του αποκαλεί Ισαάκ.
Η Νόννα θεωρούσε άριστο και πρωταρχικό τρόπο παιδοτροφίας και διαπαιδαγώγησης τη διδαχή, προφορική και γραπτή, της Αγίας Γραφής. Εξάλλου και η ίδια, ως παιδούλα στο πατρικό της σπίτι, τη διδάχτηκε με τον ίδιο τρόπο απ’ τους ενάρετους γονείς της Φιλτάτιο και Γοργονία. Είναι γνωστή η άποψη του Ιωάννου του Χρυσοστόμου για τη σωστή διαπαιδαγώγηση των χριστιανών που συμπυκνώνεται στα ακόλουθα: «αύτη μάλιστα η ηλικία τούτων δείται των ακουσμάτων. Απαλή γαρ ούσα, ταχέως εναποτίθεται τα λεγόμενα, καθάπερ τινός σφραγίδος της ακροάσεως εν κηρώ τη διανοία τη τούτων εντυπουμένης. Άλλως τε και ο βίος αυτοίς τότε αρχήν έχει προς κακίαν αποκλίναι ή αρετήν».
«Οι γονείς μου», έγραψε αργότερα ο γιος τους Γρηγόριος, «καλώς και δικαίως αμφοτέροις τοις γένεσιν εμερίσθησαν. Ο μεν ανδρών είναι κόσμος, η δε γυναικών, και ου κόσμος μόνον, αλλά και αρετής υπόδειγμα». Η Νόννα, γυναίκα δραστήρια και ενάρετη, εργατική και οικονόμα, προβλεπτική και ευλαβής νοικοκυρά, έκανε όλες τις δουλειές του σπιτιού αγόγγυστα, παρ’ ότι ήταν ευκατάστατη. Η ρόκα και το αδράχτι ήταν συχνά-πυκνά στα χέρια της και οι χτύποι του αργαλειού της η καλύτερη μουσική της. Ο Γρηγόριος εκθειάζοντας τις γυναικείες αρετές της και προβάλλοντάς την ως αξεπέραστο πρότυπο γυναικείας συμπεριφοράς, αποδίδει, με τον προσφιλή, ποιητικό του τρόπο, το φοβερά περιοριστικό στερεότυπο του γυναικείου φύλου της πρώιμης βυζαντινής περιόδου ως ακολούθως:
«Στολίδι στις γυναίκες είναι ο τρόπος.
Σπίτι να μένουν πιο πολύ και θεία λόγια να μελετούν,
Η ρόκα κι ο αργαλειός, αυτό είναι δώρο στις γυναίκες».
Η Νόννα φρόντιζε για το σπίτι της όπως και για την ψυχή της και τις ψυχές των δικών της ανθρώπων. Δεν έχανε το χρόνο της σε φλυαρίες και άσκοπες συζητήσεις με άλλες γυναίκες, «ουδέ... ήλθε βέβηλον έπος», δηλαδή δεν εξήλθε απ’ το στόμα της βέβηλος-άπρεπος λόγος. Δεν έκανε ούτε δεχόταν ανωφελείς επισκέψεις, ούτε πάλι άφησε να την επηρεάσει η κοσμική ζωή των συμπατριωτών της. Κατόρθωσε να μην περάσει από ακάθαρτο, μολυσμένο-μιαρό από την αμαρτία «σπίτι», ούτε ακόμη να δεχτεί να το αντικρίσει αντίθετα απ’ τις υπαγορεύσεις της συνειδήσεώς της. Ούτε με διηγήματα ελληνικά-ειδωλολατρικά ή θεατρικά τραγούδια να «μολύνει» την ακοή της ή τη γλώσσα που δέχεται τα θεία να κατονομάζει. «Διότι τίποτε το ανίερο δεν αρμόζει στα ιερά», καταλήγει ο γιος της Γρηγόριος. Και συνεχίζει στο αφιερωμένο στη μητέρα του ποίημα:
«Άλλη φημίζεται για κόπους της μέσα στο σπίτι,
Άλλη για την ομορφιά αλλά και τη φρονιμάδα της,
Άλλη για έργα ευσεβείας ή γι’ ασθένειες στο σώμα,
Ή για δάκρυα, για προσευχή, για περίθαλψη πτωχών.
Μα η Νόννα καλοτυχίζεται για όλα».
Στα έργα της φιλανθρωπίας η Νόννα είχε ως βοηθό και συμπαραστάτη το σύζυγό της. Τους ήταν κοινά τα χρήματα και η προθυμία του να προσφέρουν στους πάσχοντες και τους θλιβομένους. Συναγωνιζόντουσαν κι οι δυο τους για το καλύτερο. Στη Νόννα ο σύζυγός της είχε παραχωρήσει μεγάλη ελευθερία στο να δίνει απλόχερα χρήματα στους φτωχούς γιατί ήταν εξαιρετική και συνετή «οικονόμος». Ιδιαίτερα για τις πονεμένες και βασανισμένες γυναίκες η Νόννα έγινε «έρμα», δηλαδή στήριγμα, όπως επίσης και για τα ορφανά παιδιά: «Τις δε ορφανών και χηρών αμείνων εγένετο παραστάτις; Τις δε πενθούσι τας συμφοράς ούτω συνυπεκούφισε;».
Συχνά η Νόννα παρατηρούσε στην περιοχή της οικογένειες διαλυμένες, ταραγμένες, χωρίς γαλήνη κι ομόνοια, παρ’ ότι ήταν πλούσιες και με πολλά υλικά αγαθά. Αιτία, κατά τη γνώμη της, γι’ αυτή τη θλιβερή κατάσταση, ήταν η «αμαρτία» που γυναίκες και άνδρες άφηναν να τους κυριεύσει: Οι άνδρες, ως φιλάργυροι, σκληροί, φιλόδοξοι και εγωιστές, ως λοίδωροι, μέθυσοι, βλάσφημοι και υβριστές, δημιουργούσαν στα σπίτια τους μάχες και συγκρούσεις, που κατέληγαν στην ανατροπή της οικογένειας, ακόμη και σε στυγερά εγκλήματα. Απ’ την άλλη μεριά, οι γυναίκες ως φιλόνικες, πολύλογες, περήφανες και γλωσσομάχες, αδιάφορες πολλές φορές για τα οικογενειακά τους καθήκοντα, περιφερόμενες στην αγορά κι όχι εργαζόμενες στο σπίτι τους, γίνονταν αφορμή διαπληκτισμών και αναστατώσεων στην οικογένειά τους. Αλλά και τα μεγάλα παιδιά της οικογένειας, πολλές φορές, με τις κακίες, τα πάθη τους και τις διάφορες ατασθαλίες τους αναστάτωναν την οικογένειά τους. Πολλές απ’ τις «νοσηρές» αυτές σκηνές η Νόννα αντίκρυζε αυτοπροσώπως ή τις πληροφορούνταν απ’ άλλους και στενοχωριόταν για την κρίση στο θεσμό του γάμου, παρά τις χριστιανικές αρχές των ανθρώπων της εποχής της.
Ο μικρότερος γιος της Νόννας, ο Καισάριος, ξεπερνούσε από μικρός τους συμμαθητές του στην ταχύτητα και την έκταση της αφομοιώσεως των μαθημάτων του, γι’ αυτό και η οικογένειά του τον καμάρωνε. Στην εποχή του υπήρχε η συνήθεια να στέλνουν οι εύποροι γονείς τα παιδιά τους, ύστερα από τα εγκύκλια μαθήματά τους, για ευρύτερες σπουδές σε άλλες πόλεις, οι οποίες ήταν κέντρα και εργαστήρια ανώτατης παιδείας. Έπρεπε λοιπόν κι οι δυο φιλομαθείς γιοι της Νόννας, αφού κι οι ίδιοι το ήθελαν να μεταβούν σε πόλεις μακρινές για να σπουδάσουν διάφορες και πολλές επιστήμες. Αποφασίστηκε αυτή η αναγκαία «ξενιτιά» για το καλό τους. Όμως οι κίνδυνοι που τους παραμόνευαν και οι κόποι που τους περίμεναν στους άγνωστους τόπους των σπουδών τους προκαλούσαν στη μητέρα τους εύλογη ανησυχία. Ξένοι τρόποι ζωής και αντίληψης θα πρόβαλλαν για τους δυο νέους που για πρώτη φορά απομακρύνονταν απ’ το ασφαλές λιμάνι της οικογένειας. Σχετικά με το ζήτημα, μας πληροφορεί ο Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Αλλ’ επειδή γε αποδημίας καιρός εδόκει, και τότε πρώτον απ’ αλλήλων εσχίσθημεν. Εγώ μεν τοις κατά Παλαιστίνην εγκαταμείνας παιδευτηρίοις, ανθούσι τότε κατά ρητορικής έρωτα, ο δε την Αλεξάνδρου πόλιν καταλαβών, παντοίας παιδεύσεως και τότε και νυν ούσαν τε και δοκούσαν εργαστήριον».
Στη μεγάλη πόλη της Αλεξάνδρειας ο φιλομαθής και ταλαντούχος Καισάριος σπούδασε όλες σχεδόν τις επιστήμες. Ο αδελφός του Γρηγόριος, μιλώντας για τις αξιόλογες σπουδές του αδελφού του, γράφει: «Όλη, όση σοφία κατακτά ο δυνατός νους του ανθρώπου, στη γεωμετρία, στη θέση των άστρων (αστρονομία), στους αγώνες της λογικής τέχνης, στη γραμματική και στην ιατρική και στης ρητορείας το πάθος, όλη ο Καισάριος μόνος με τον φτερωτό νουν του κατέκτησε». Ο Καισάριος απ’ την Αλεξάνδρεια, όπου έμεινε αρκετό διάστημα, έστελνε μηνύματα στην οικογένειά του για τη ζωή του και χαιρόταν πολύ όταν κι αυτός λάμβανε νέα της. Τελειώνοντας τις εκεί σπουδές του, έφυγε για την Κωνσταντινούπολη, όπου προσκλήθηκε, ως σοφός επιστήμονας, για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον αυτοκρατορικό οίκο. Εκεί εκτιμήθηκε ως σπουδαίος γιατρός αλλά και ως ενάρετος άνθρωπος. Για τη σταδιοδρομία του στη Βασιλεύουσα γράφει χαρακτηριστικά ο αδελφός του Γρηγόριος: «Φτάνοντας στην πρωτεύουσα, λαμβάνει θέση αμέσως στην πρώτη σειρά των γιατρών, χωρίς να χρειαστεί πολύ κόπο. Άρκεσε να δείξει την κατάρτισή του μονάχα, ή καλύτερα ένα σύντομο πρόλογο απ’ αυτήν, και αμέσως συγκαταλέγεται ανάμεσα στους φίλους του βασιλέως και δέχεται τις πιο μεγάλες τιμές. Θέτει στη διάθεση της πολιτείας την τέχνη της φιλανθρωπίας χωρίς αμοιβή, επειδή είχε υπόψη ότι δεν βοηθά την πρόοδο της καλής φήμης μας τίποτε άλλο όσον η αρετή... Τον θεωρούσαν άξιον για την μεγάλη θέση που είχε και για μεγαλύτερη ακόμη μελλοντικά και οι ίδιοι οι Βασιλείς και οι αμέσως έπειτα από αυτούς άρχοντες... Είχε πολλά και μεγάλα πλεονεκτήματα αλλά θεωρούσε μεγαλύτερη τιμή να είναι και να λέγεται χριστιανός».
Ο Γρηγόριος, ο μεγαλύτερος γιος της Νόννας, πήγε κατ’ αρχάς να σπουδάσει στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, όπου γνωρίστηκε με το Μέγα Βασίλειο. Ύστερα πήγε στην Καισάρεια της Παλαιστίνης για σπουδές ιδίως στη Ρητορική. Από κει μετέβη κι αυτός στην Αλεξάνδρεια, όπου γνώρισε τον Πατριάρχη Αθανάσιο και τον μέγα ασκητή Αντώνιο. Αφού τελείωσε κι εκεί τις σπουδές του, αναχώρησε γύρω στο 350 για την πόλη της σοφίας, την Αθήνα, προκειμένου να ολοκληρωθεί πνευματικά. Το θαλασσινό του ταξίδι απ’ την Αλεξάνδρεια στον Πειραιά ήταν δραματικότατο και δεν το ξέχασε ποτέ. Εκείνες τις μέρες ο καιρός δεν ήταν κατάλληλος για ταξίδια. Επειδή όμως βρήκε αιγινήτικο πλοίο με πλήρωμα ελληνικό, αποφάσισε να ταξιδέψει για την Ελλάδα. Όταν όμως το πλοίο ξανοίχτηκε στο πέλαγος, το χτύπησε φοβερή, πρωτοφανής κακοκαιρία. Όλοι φοβήθηκαν ότι θα πνιγούν. Ο Γρηγόριος, όμως, φοβόταν περισσότερο το θάνατο της ψυχής του: μέχρι τότε δεν είχε βαπτισθεί και κινδύνευε να χαθεί αβάπτιστος. Οι περισσότεροι χριστιανοί στην εποχή του βαπτίζονταν σε μεγάλη ηλικία, εξ’ αιτίας του μεγάλου σεβασμού που έτρεφαν στο μυστήριο του Βαπτίσματος, και συναισθανόμενοι την πνευματική ωριμότητα και την ευθύνη που έπρεπε να έχει ένας συνειδητός χριστιανός. Γι’ αυτό ο Γρηγόριος παρακαλούσε το Θεό να του δώσει μικρή προθεσμία ζωής, προκειμένου να προφτάσει να βαπτισθεί. Μάλιστα υποσχέθηκε, αν τελικά σωζόταν, να γίνει ιερέας όπως επιθυμούσε κι η μητέρα του. Να πως περιέγραψε την αναπάντεχη θαλασσινή του περιπέτεια:
«Από μανιασμένους ανέμους αγριεμένο πέλαγος
από την Αιγυπτιακή στην Αχαϊκή γη ταξιδεύοντας συνήντησα,
ανατολικά του Ταύρου που μεγάλη φρίκη νιώθουν γι’ αυτόν οι ναύτες...
Εκεί εγώ είκοσι ολόκληρες νύχτες και ημέρες
στου καραβιού την πρύμνη πεσμένος τον ουράνιον Θεόν
φώναζα με προσευχές. Αφροκοπούσε το κύμα επάνω στο πλοίο,
με βουνά και σκοπέλους όμοιο από τη μια και την άλλη
και πολύ έμπαινε στο κύτος. Χτυπιόνταν ξάρτια και πανιά
και σφύριζε στους φλόκους ο άνεμος διαπεραστικά.
Μαύρος απ’ τα σύννεφα ο ουρανός και οι αστραπές
τον καταφώτιζαν κι από βροντές δυνατές δονούνταν ολούθε.
Τότε αφέθηκα στον Θεόν. Και ξέφυγα από την θάλασσα
την αγριεμένη που γαλήνεψε με άγιες υποσχέσεις.
...εγώ έτρεμα, γιατί δεν είχε ακόμα η ψυχή μου
δεχθεί το ουράνιο χάρισμα, όταν με το Βάπτισμα
έλκεται στους ανθρώπους η Χάρις και η λάμψις του Αγίου Πνεύματος».
Όταν αργότερα κι αφού σώθηκε, ο Γρηγόριος συνάντησε τους γονείς του και τους αφηγήθηκε τη μεγάλη του θαλασσινή περιπέτεια και τον κίνδυνο να πνιγεί, εκείνοι του εκμυστηρεύτηκαν πως προαισθάνθηκαν την αγωνία του. Ο Γρηγόριος γράφει σχετικά στον επιτάφιο Λόγο προς τον πατέρα του: «Κινδύνευα να χαθώ, άθλιος και αβάπτιστος μέσα στα θανατηφόρα νερά, ενώ ποθούσα το πνευματικό νερό. Και γι’ αυτό φώναζα, θερμοπαρακαλούσα...Αυτό ήταν που πάθαινα εγώ και που το υπέφεραν μαζί μου και οι γονείς μου, μετέχοντας στην αγωνία μου με φαντασία νυχτερινή. Και μου έστελναν τη βοήθειά τους απ’ τη γη, καταπραΰνοντας με την προσευχή τους τα κύματα, όπως διαπιστώσαμε αργότερα συνδυάζοντας τις μέρες, όταν επέστρεψα».
Ο Γρηγόριος στην Αθήνα παρέμεινε έξι χρόνια σπουδάζοντας με το φίλο του Βασίλειο. Σε ηλικία τριάντα ετών αναχώρησε για τη Ναζιανζό. Στο γυρισμό πέρασε απ’ την Κωνσταντινούπολη, όπου συνάντησε τον αδελφό του Καισάριο, και αποφάσισαν να επιστρέψουν μαζί στην ιδιαίτερή τους πατρίδα, προς μεγάλη χαρά της μητέρας τους Νόννας.
Η Νόννα βέβαια φρόντιζε, εν τω μεταξύ, να γίνει καλή νοικοκυρά η μοναχοκόρη της Γοργονία. Δεν την άφηνε ποτέ χωρίς δουλειά, αν και μονάκριβη. Της έμαθε να ζώνεται την ποδιά, να κεντά, να στολίζει το σπίτι, ώστε να την αντικαθιστά επαξίως σ’ όλες τις δουλειές του σπιτιού. Με την πάροδο του χρόνου η Γοργονία έγινε πιστό αντίγραφο της μητέρας της: απλή, στολισμένη με σωφροσύνη, γυναίκα του σπιτιού σεμνή και ντροπαλή, σκληραγωγημένη από την προσπάθεια στους αγώνες του σπιτιού αλλά και στις πνευματικές ασκήσεις και στα έργα ιεραποστολής και φιλανθρωπίας. Απαραίτητο πλούτο για μια γυναίκα θεωρούσε η Γοργονία το θησαυρό των αρετών: «Ενώ γνώριζε τα πολλά και ποικίλα εξωτερικά στολίδια των γυναικών, δεν θεωρούσε τίποτε πολυτιμότερο απ’ τον εσωτερικό στολισμό. Ένα ερύθημα της ήταν αγαπητό, το ερύθημα της αιδημοσύνης, και μία λευκότητα, η λευκότητα της εγκράτειας».
Τελικά η Γοργονία παντρεύεται νέο ηθικό και ενάρετο, τον Αλύπιο, και καθιστά το καινούριο της σπίτι «εντευκτήριο» των πιστών χριστιανών, τους οποίους «εδεξιούτο τη αιδοί και τοις κατά Θεόν διαβήμασιν... θύρα δε αυτής παντί ελθόντι ηνέωκτο. Έξω δε ουκ ηυλίζετο ξένος... οφθαλμός ην τυφλών, πους δε χωλών, μήτηρ δε ορφανών». Με τον τρόπο αυτό, προσθέτει ο αδελφός της Γρηγόριος, «όχι μόνο από γυναίκες αλλά κι από άνδρες πολύ δυνατούς ανεδείχθη πιο ανδρική... και στην φρόνιμη ένταση της ψαλμωδίας και στη μελέτη των θεϊκών λόγων και στην κλίση των σκελετωμένων γονάτων, που φαίνονται σαν κολλημένα στο έδαφος, και στο δάκρυ που καθαρίζει την ακαθαρσία με συντριβή της καρδιάς και πνεύμα ταπεινό και στην προσευχή που μεταφέρει στα άνω και σε νου σταθερό και μεταρσιωμένο. Σ’ όλα αυτά ή σε κάτι απ’ αυτά, ποιος άνδρας ή γυναίκα μπορεί να καυχηθεί ότι την έχει ξεπεράσει;».