Όταν ο Γρηγόριος επέστρεψε στη Ναζιανζό απ’ τις σπουδές του, αμέσως βαπτίστηκε και αποσύρθηκε στην έρημο, σ’ ένα ωραιότατο οικογενειακό κτήμα του φίλου του Βασιλείου, κοντά στον Ίρι ποταμό, όπου μόναζε ο Βασίλειος. Εκεί έμειναν και οι δυο αρκετό χρόνο ως συνασκητές για βαθύτερη μελέτη των Γραφών και πνευματική κατάρτιση. Όμως, επειδή ο πατέρας του, επίσκοπος Ναζιανζού, είχε ήδη φτάσει σε γεροντική ηλικία και παράλληλα με πολύ κόπο αντιμετώπιζε λεπτά θεολογικά θέματα, που τάραζαν τότε την Εκκλησία εξ’ αιτίας των αιρέσεων, είχε ανάγκη από έναν ικανό βοηθό του τύπου του γιου του Γρηγορίου. Έτσι, και λόγω της επιθυμίας των γονιών του και λόγω της πρότερης υπόσχεσής του, ο Γρηγόριος γίνεται ιερέας, απολογούμενος γι’ αυτή του την απόφαση στον Λόγο του για τη «φυγή» του στον Πόντο με τα παρακάτω λόγια: «Βέβαια, είμαι προσκεκλημένος εκεί ήδη από τη νεότητά μου, για να πω κάτι το οποίο αγνοούν οι περισσότεροι, και έχω προοριστεί για το Θεό ήδη από την κοιλιά της μητέρας μου και έχω δοθεί ως δώρο σ’ αυτόν από υπόσχεση-πόθο της μητέρας μου, και έπειτα γι’ αυτό έχω βεβαιωθεί από τους κινδύνους, τους οποίους πέρασα. Κι ο πόθος μου αυξήθηκε μ’ αυτά και στερεώθηκε η απόφασή μου να αφιερώσω τα πάντα σε Εκείνον, ο οποίος με εξέλεξε και με έσωσε. Περιουσία, αξιώματα, καλοπέραση, όλα αυτά δηλαδή τα οποία μία μόνο χαρά μου προσέφεραν, το ότι τα περιφρόνησα και προτίμησα αντί γι’ αυτά το Χριστό.
«Υποχωρώντας» λοιπόν ο Γρηγόριος στις παρακλήσεις του πατέρα του αλλά και «εις την επιθυμίαν των Ναζιανζηνών», δέχθηκε την ιερατική κλίση, χειροτονούμενος διάκονος και πρεσβύτερος πιθανώς κατά τα τέλη του 361 ή 362μ.Χ.: Η σκηνή που εκτυλίχτηκε στην εκκλησία είναι πραγματικά μοναδική στην Εκκλησιαστική Ιστορία: Επίσκοπος πατέρας να χειροτονεί το γιό του σε διάκονο και την επομένη σε πρεσβύτερο! Κατά τη χειροτονία ο πατέρας συγκινήθηκε πολύ και «καυχώμενος εν Κυρίω» είπε προς το πλήθος των εκκλησιαζόμενων πιστών: «Εγώ ο ίδιος σήκωσα ναό στο Θεό κι έδωσα ιερέα τον Γρηγόριο, που τον καταυγάζει η αγία Τριάδα, της αλήθειας κήρυκα μεγαλόφωνο, ποιμένα του λαού νέο, της μιας και της άλλης σοφίας κορυφαίο. Παιδί μου, στ’ άλλα άμποτε να γίνεις ανώτερος από τον πατέρα σου και στην πραότητα ισάξιος. Παραπάνω να ζητήσω δεν είναι σωστό. Είθε να φτάσεις σε βαθιά γηρατειά, παίρνοντας ως οδηγό σου, ευνοημένε, εμένα».
Ως ιερέας ο Γρηγόριος βοήθησε πολύ τον πατέρα του στα επισκοπικά του καθήκοντα για ένα διάστημα. Όμως επειδή αγαπούσε την έρημο, αποχώρησε και πάλι στον Πόντο με το φίλο του Βασίλειο. Ωστόσο, ο γέρο-επίσκοπος πατέρας του δεν μπορούσε να υπομένει τη μόνωση και τις πολλές ευθύνες. Γι’ αυτό έστειλε πολλές παρακλητικές επιστολές προς το Γρηγόριο, στις οποίες του ζητούσε να επανέλθει. Αυτός επέστρεψε στη Ναζιανζό, γιατί θεώρησε την παρακοή ενοχή. Από τότε έμεινε κοντά στον πατέρα του κι έγινε το δεξί του χέρι στις υποθέσεις της επισκοπής. Όλο το βάρος των εργασιών σχεδόν έπεσε στους ώμους του επί μια δεκαετία: διοίκηση, έργα ευποιίας, κήρυγμα για το οποίο ήταν ο πλέον κατάλληλος.
Ο φίλος του Βασίλειος είχε γίνει ήδη επίσκοπος Καισαρείας και το Γρηγόριο τον επέλεξε ως επίσκοπο Σασίμων, μικρού και άνυδρου χωριού αλλά, ταυτόχρονα και θορυβώδους. Ο Γρηγόριος στην αρχή δεν ήθελε ν’ αναλάβει μια τέτοια ευθύνη, αλλά τελικά υπέκυψε στην πίεση του Βασιλείου, όπως και στις υποδείξεις και στην επιθυμία του πατέρα του. Και το έτος 372μ.Χ., λίγο πριν το Πάσχα, χειροτονήθηκε επίσκοπος Σασίμων. Ο Γρηγόριος στο Ποίημά του ΙΑ’ «περί τον εαυτού βίον» μας πληροφορεί, με τρόπο ποιητικό και αισθαντικό, για την ικεσία του πατέρα του:
«Πρώτα ο πατέρας αρχίζει τον αγώνα
να με εγκαταστήσει στα Σάσιμα...
Απλώνοντας τα χέρια του και την γενειάδα αυτήν μου αγγίζοντας,
τι λόγια ήταν αυτά που μου έλεγε;
Παρακαλούσε, ω από τους γιους αγαπητότατε,
ο πατέρας τον νέο, πατέρας γέροντας,
τον υπηρέτη ο κύριος από φύση και διπλό νόμο.
Χρυσάφι δεν ζητώ, γιε μου, πετράδι ή ασήμι,
ούτε παχιά χωράφια, κι όσα τρυφή φέρνουν.
Δίπλα στον Ααρών και στον Σαμουήλ να σε θρονιάσω ποθώ,
παραστεκάμενο του Θεού μου τιμημένο.
Την ποιμενική φλογέρα μέσα στα χέρια σου έβαλα
εγώ ο Γρηγόριος και συ, παιδί μου,
με γνώση να την παίζεις και ν’ ανοίξεις σ’ όλους τις θύρες της ζωής.
Κι άμποτε στον τάφο του πατέρα σου να μπεις γεμάτος χρόνια».
Ο τελευταίος αδελφός του Γρηγορίου, ο Καισάριος, «τεκέων πύματος», «ήταν έξοχος στους λόγους, υπέροχος στα βασιλικά ανάκτορα, αστραπή που έλαμπε ως τα πέρατα της γης». Στην Κωνσταντινούπολη που ήταν τότε «η προκαθεζομένη πόλις της Ευρώπης» του πρότειναν δημόσια αξιώματα, γάμο με κοπέλα πρώτης σειράς της πόλεως και το να γίνει μέλος της Συγκλήτου. Ο Γρηγόριος γράφει για τον αγαπημένο του αδελφό Καισάριο:
«Έλαμπες σαν αστέρι φωτεινό, τιμημένο πρόσωπο,
είχες τα πρωτεία στη σοφία και στην αξιαγάπητη συμπεριφορά,
και γύρω σου πολλούς δυνατούς και αγαπητούς συντρόφους.
Σε πολλούς βρήκες θεραπεία στο σώμα τους από βασανιστικές ασθένειες
και σ’ άλλους πάλι βρήκες κατάλυση της φτώχειας τους, πράξη θαυμασία».
Ο Καισάριος, έξοχος για την ομορφιά του, τη σοφία και τη φιλία του με το βυζαντινό αυτοκράτορα, διατήρησε τη θέση του ως γιατρός της αυλής και μετά την ενθρόνιση του Ιουλιανού του Παραβάτη, το έτος 361μ.Χ. Βέβαια, δεν υπέκυψε στις πιέσεις του να απαρνηθεί το Χριστιανισμό και παραιτήθηκε απ’ τη θέση του, παρ’ ότι ο Ιουλιανός τον ήθελε ως γιατρό στο Παλάτι. Ο Καισάριος επέστρεψε στην οικογένειά του και η σθεναρή του στάση χαροποίησε πολύ τους γονείς και τα αδέλφια του. Ύστερα όμως απ’ το θάνατο του Ιουλιανού το 362μ.Χ. επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη και επί αυτοκράτορος Ουάλεντος και Ουαλεντινιανού (364-378μ.Χ.) διορίστηκε «επιμελητής των θησαυρών και ταμίας των δημοσίων χρημάτων» στη Νίκαια της Βιθυνίας. Εκεί, κατά το έτος 368μ.Χ., συνέβη ισχυρότατος καταστρεπτικός σεισμός απ’ τον οποίο ο Καισάριος σώθηκε ως εκ θαύματος. Τότε, και με αφορμή αυτή τη δύσκολη στιγμή της ζωής του, αποφάσισε άγαμος να εισέλθει στον κλήρο, όπως επιθυμούσε και ο αδελφός του Γρηγόριος. Δυστυχώς, όμως, δεν πρόφτασε να πραγματοποιήσει τον πόθο του γιατί τον πρόλαβε ο θάνατος. Πέθανε νέος σε ηλικία 37 ετών. Ως κεραυνός εν αιθρία έφτασε στην οικογένειά του η θλιβερή είδηση. Κι ο Γρηγόριος, εκφράζοντας τα συναισθήματά του στην δύσκολη αυτή περίσταση, έγραψε:
«Ξέφυγες των τρομακτικών σεισμών τη βαρυστένακτη απειλή,
όταν έγινε χώμα η πόλις της Νικαίας.
Άφησες τη ζωή σου στην οδυνηρή αρρώστια.
Ω νιάτα φρόνιμα, ω σοφία, πανέμορφε Καισάριε!»
Το λείψανο του Καισαρίου μεταφέρθηκε από τη Νίκαια της Βιθυνίας στην Αριανζό για να ταφεί στον λαξευμένο οικογενειακό τάφο, που ανέμενε να δεχτεί πρώτους τους ηλικιωμένους γονείς του αδικοχαμένου νέου.
Δυστυχώς λίγο αργότερα και η Γοργονία, η μοναχοκόρη της οικογένειας, ασθενεί σοβαρά και βασανιστικά. Παρά τις προσπάθειες για θεραπεία της ο Γρηγόριος μας πληροφορεί πως: «υπέφερε στο σώμα και πονούσε διαρκώς, η ασθένειά της ήταν απ’ τις πιο ασυνήθιστες και αλλόκοτες. Ξαφνικά πύρωμα σ’ όλο το σώμα της σαν από κοχλασμό και βράσιμο του αίματος, έπειτα πάγωμά του και νάρκωση, απίστευτο χλώμιασμα και παράλυση του νου και του σώματος. Κι αυτό όχι ύστερα από μακρά διαστήματα, αλλά κάποτε με αδιάκοπη συνέχεια. Δεν πιστεύαμε ότι ήταν ανθρώπινο το κακό και δεν έφταναν οι τέχνες των γιατρών που με πολύ επιμέλεια σκέφτονταν για τη φύση της ασθένειάς της, και καθένας ιδιαίτερα αλλά και όλοι μαζί από κοινού».
Παρά τη σοβαρή της αρρώστια, η Γοργονία «ασκούνταν» σκληρά. Ο αδελφός της Γρηγόριος μας μεταφέρει, έκθαμβος, τις ευσεβείς και καταπονητικές ενασχολήσεις της: «Ω νύκτες χωρίς ύπνο, ω ψαλμωδία και ορθοστασία που άρχιζε πρωί και στο πρωί κατάληγε... Ω πηγές των δακρύων που σπέρνονται στη θλίψη για τον θερισμό της χαράς. Ω βοή νυκτερινή που περνά τα νέφη και φθάνει στον ουρανό. Ω φλόγα ψυχής που νικά το φόβο των νυκτερινών σκυλιών από την επιθυμία της προσευχής, που νικά το ψύχος, τη βροχή, τις βροντές, το χαλάζι, το ακατάλληλο της ώρας. Ω γυναικεία φύση που νίκησες την ανδρική για τον κοινό αγώνα της σωτηρίας και που έδειξες τον άνδρα και τη γυναίκα να διαφέρουν κατά το σώμα μόνο, όχι και κατά την ψυχή».
Σ’ αυτή τη ζωή που...
«Τίποτε δεν μένει το ίδιο, ρέει με τον καιρό κι αλλάζει.
Παύει η νύχτα την ημέρα μα και η μέρα την νυχτιά.
Την χαρά διακόπτει η λύπη κι η χαρά τη συμφορά», η μητέρα του Γρηγορίου Νόννα αναδείχτηκε πονεμένη, υπομονετική και γενναία μέσα στις καταιγίδες και τρικυμίες των θλίψεων. Μέσα σε λίγο χρόνο, στο μικρό διάστημα των ετών 369-370μ.Χ., της άρπαξε ο θάνατος τα δυο μικρότερα παιδιά της, πριν κλείσουν τα σαράντα. Η Γοργονία μάλιστα ήταν ήδη μητέρα έξι παιδιών τη στιγμή του θανάτους της. Μετά από λίγους μήνες πέθανε ξαφνικά κι ο σύζυγός της Αλύπιος. Τα έξι εγγόνια της Νόννας, ορφανά από μάννα και πατέρα, εμψυχώνονταν απ’ την παρουσία της γιαγιάς τους που στεκόταν ακατάβλητη στους αλληλοδιαδιαδόχους θανάτους των παιδιών της. Έτσι την έβλεπε να «μάχεται» στη ζωή της ο γιος της Γρηγόριος και την χαρακτήρισε «καρτερικωτάτην ούσαν γυναικών και ανδρικωτάτην». Ο ίδιος για τις πολλές δοκιμασίες της και την υπομονή της έγραψε: «Το πιο αξιοθαύμαστο απ’ όλα αυτά είναι ότι ποτέ δεν έκανε την παραμικρή παραχώρηση στο σωματικό πόνο... ώστε ν’ αφήσει κάποτε κραυγή γοερή πριν απ’ την ευχαριστία ή ν’ αφήσει να κυλήσει δάκρυ από τα βλέφαρά της που είχαν μυστικά σφραγιστεί, ώστε να κρατήσει πολύ πένθιμη στάση, μολονότι συχνά την βρήκαν πολλές θλίψεις, ακόμη και σε λαμπρές ημέρες. Γιατί είναι γνώρισμα ψυχής θεοφιλούς το να υποτάσσει στα θεία καθετί το ανθρώπινο».
Η κατοπινή ασθένεια του γηραιού πατέρα του Γρηγορίου, ο οποίος αναδείχτηκε πραγματικά βιβλική μορφή, αφού για 45 συνεχή έτη υπηρετούσε εκατόχρονος πια την εκκλησία, βασάνισε όλη την οικογένεια. Ο Γρηγόριος λοιπόν μας πληροφορεί σχετικά: «Ήταν άρρωστος και υπέφερε σωματικά... Υπέφερε και ήταν εποχή της αγίας και πανένδοξου γιορτής του Πάσχα, της βασίλισσας ημέρας των ημερών... Αυτή την εποχή συνέπεσε η ασθένειά του και ήταν η εξής με δυο λόγια: Έως μέσα στα βάθη του τον έκαιε πυρετός δυνατός, τον άφηναν οι δυνάμεις του, από τα φαγητά είχε εμποδιστεί, είχε χάσει τον ύπνο του, είχε καταληφθεί από δυσφορία, τον συγκλόνιζαν οι σπασμοί. Το στόμα του ολόκληρο μέσα, στα πλάγια και στην υπερώα (ουρανίσκο) είχε γεμίσει με τόσο πολλά εξανθήματα, που του δημιουργούσαν τόση πίκρα και επέμεναν τόσο πολύ, ώστε μήτε το νερό δεν ήταν εύκολο να περάσει χωρίς κίνδυνο. Η τέχνη των γιατρών δεν έφερε αποτέλεσμα ούτε οι προσευχές των δικών του, που δεν έπαυσαν να παρακαλούν, ούτε κάθε είδος θεραπείας που χρησιμοποιούσαν. Αυτή ήταν η κατάστασή του, ανέπνεε κοφτά και απελπισμένα, δεν είχε συναίσθηση των γύρω του, είχε παραδοθεί στο θάνατο ολόκληρος».
Ο Γρηγόριος, επίσκοπος Ναζιανζού, πέθανε το έτος 374μ.Χ. Ο γιος του Γρηγόριος, παρηγορώντας την πονεμένη του μητέρα, της απηύθυνε, φιλοσοφημένα και τρυφερά, και με πολύ σεβασμό και αγάπη, τα παρακάτω λόγια: «Δεν είναι, μητέρα μου, ίδια η φύση του Θεού και των ανθρώπων ή μάλλον των θείων και επιγείων. Σ’ εκείνα το αμετάβλητο και η αθανασία του ίδιου του είναι και όσα ανήκουν στο είναι. Επειδή τα πάγια πηγαίνουν με τα πάγια. Πως είναι τώρα τα δικά μας; Ρέουν και φθείρονται και παίρνουν κάθε τόσο διαφορετικές μεταβολές... Ο θάνατος προσφέροντας απαλλαγή από τα εδώ δεινά και μεταθέτοντας συχνά στην άνω ζωή, δεν γνωρίζω εάν θάνατος είναι με το αληθινό του όνομα και δεν είναι κατ’ όνομα μόνο φοβερός, όχι όμως και στην πραγματικότητα. Και ότι παθαίνουμε είναι σχεδόν ένα παράλογο πάθος. Φοβόμαστε όσα δεν είναι φοβερά και αυτά που είναι άξια φόβου τα δεχόμαστε ως προτιμότερα. Η ζωή είναι μία, να αποβλέπεις προς τη ζωή. Κι ο θάνατος ένας, η αμαρτία, επειδή είναι ο όλεθρος της ψυχής. Τα άλλα, για τα οποία μεγαλοφρονούν μερικοί, είναι όνειρα που τα βλέπουμε να περιπαίζουν την πραγματικότητα και απατηλές φαντασίες της ψυχής. Εάν είναι αυτή η κατάστασή μας μητέρα, ούτε για τη ζωή θα μεγαλοφρονήσουμε ούτε για το θάνατο θα λυπηθούμε υπερβολικά. Τι φοβερό θα πάθουμε, αν μεταβαίνουμε από δω στην αληθινή ζωή και αν, απαλλαγμένοι απ’ τις μεταστροφές, τους ιλίγγους, τους κόρους, την αισχρή φορολογία, βρεθούμε με όσα είναι σταθερά και δεν ρέουν, μικρά φώτα εμείς χορεύοντας γύρω απ’ το μέγα φως;».
Αργότερα, όταν αρρώστησε βαριά και η Νόννα, ο Γρηγόριος αφηγείται κι αυτή τη δύσκολη κατάσταση: «...την έκαναν να υποφέρει πολλά πράγματα και το βαρύτερο όλων ήταν η ατροφία, δηλαδή η τέλεια εξάντληση και καταβολή δυνάμεων, ώστε να μη δέχεται καμιά τροφή, απ’ την οποία κινδύνευε πολλές μέρες και δεν εύρισκε φάρμακο του κακού κανένα. Πώς λοιπόν την τρέφει ο Θεός; Δεν έβρεξε βέβαια μάννα, όπως παλιότερα στον Ισραήλ, ούτε έσπασε την πέτρα για να πηγάσει νερό στον διψασμένο λαό. Ούτε της έδωσε κόρακας φαγητό, όπως στον προφήτη Ηλία. Ούτε την χόρτασε με προφήτη μετέωρο (Δανιήλ, Βήλ και Δράκων 33), όπως τον Δανιήλ, που τον είχε πιάσει στο λάκκο προηγουμένως φοβερή πείνα. Με ποιο τρόπο λοιπόν την έθρεψε ο Θεός; Της φάνηκε ότι εγώ, ο φίλτατός της, (ακόμη και στο όνειρό της κανένα άλλο δεν προτιμούσε από μένα) την επισκέφθηκα βιαστικά εν καιρώ νυκτός με πανέρι και ψωμιά εξαιρετικά και, αφού τα ευλόγησα και τα σφράγισα, όπως συνήθιζα, της έδωσα να φάει, να πάρει δύναμη και ν’ αναρρώσει. Το όνειρο της νύχτας έγινε πραγματικότητα. Έπειτα από αυτό συνέρχεται και δημιουργούνται οι καλύτερες ελπίδες. Πρόκειται για ολοφάνερο σημείο. Όταν με τον ερχομό της μέρας εισήλθα στο δωμάτιό της, με την πρώτη ματιά την είδα πιο εύθυμη απ’ ότι άλλοτε. Την ρώτησα έπειτα πως πέρασε τη νύκτα, τι ήθελε να της κάνω και τα συνηθισμένα. Εσύ μου έδωσες φαγητό, είπε, παιδί μου, με προθυμία και αγάπη πολλή και τώρα με ρωτάς πως αισθάνομαι; Πολύ καλά και πολύ ήσυχα. Συνάμα μου έκαναν νεύμα οι θεραπεύτριες να μην της φέρω αντίρρηση, μη λυπηθεί και καταβληθεί όταν μάθει την αλήθεια».
Ο Γρηγόριος, ως στοργικός γιος, γηροκόμησε τη μητέρα του όσο μπορούσε καλύτερα. Ο ίδιος, καυχώμενος εν Κυρίω, γράφει: «...εστήριζον εκ παντός σθένους. Εχειραγώγουν, ως εμαυτώ δεξιόν θείναι το γήρας, γήρας ιλεούμενος. Θερίζομεν γαρ οία περ και σπείρομεν». Κατά την αντίληψή του, το καθήκον προς τους γέροντες γονείς ήταν ιερό: «Αυτούς εγώ γηροκομούσα και τους περιποιούμουν στα παθήματά τους και οι ελπίδες γλύκαιναν την ψυχή μου ότι κάτι άριστο εκτελώ και εκπληρώνω ένα φυσικό χρέος». Μάλιστα για το ίδιο ζήτημα, ο Μέγας Βασίλειος, επιστήθιος φίλος του Γρηγορίου, προβάλλει ένα εύγλωττο παράδειγμα απ’ τη ζωή των πουλιών: «Εκείνο που κάνουν οι πελαργοί, δεν απέχει πολύ από τη λογική σκέψη... Η πρόνοια που λαμβάνουν οι πελαργοί για όσους απ’ αυτούς γηράζουν, είναι αρκετή να κάνει τα παιδιά μας να αγαπούν και να φροντίζουν τους γονείς τους, εάν την προσέξουν. Διότι, εξάπαντος, δεν είναι κανείς τόσο ελλιπής στη φρόνηση, ώστε να μη θεωρεί άξιο αισχύνης το ότι υστερεί κατά την αρετή και από αυτά τα αλογώτατα πτηνά. Οι πελαργοί, λοιπόν, όταν λόγω του γήρατος πέσουν τα φτερά του πατέρα τους στέκονται γύρω του και τον ζεσταίνουν με τα δικά τους φτερά, του φέρνουν άφθονη τροφή, και τον βοηθούν κατά το δυνατόν στο πέταγμα, ανακουφίζοντάς τον ελαφρά και υποστηρίζοντάς τον με τα φτερά τους. Και τόσο πολύ είναι αυτό γνωστό σε όλους, ώστε την ανταπόδοση των ευεργεσιών την ονομάζουν αντιπελάργηση».
Τα έξι πεντάρφανα εγγόνια της Νόννας, ο Αλύπιος ο νεώτερος, η Αλυπιανή, η Ευγενία, η Νόννα, ο Φιλτάτιος ο Νεώτερος και ο Γρηγόριος ο Νεώτερος αναζητούσαν και έβρισκαν στη γιαγιά τους πνευματική ασφάλεια, ηθική υποστήριξη και σοφή συμβουλή: έτρεχαν με λαχτάρα και προσδοκία απ’ το σπίτι τους στο αρχοντικό της γηραιάς Νόννας για να την ακούσουν, να της αναφέρουν θέματα και ζητήματα, να της ανοίξουν την καρδιά τους. Όταν η πολύτιμη, γι’ αυτά, Νόννα πέθανε, ο γιος της Γρηγόριος την ύμνησε όπως της άξιζε:
«Αστραφτερός, ολοφώτεινος άγγελος σε άρπαξε, Νόννα,
εκεί που προσευχόσουν με καθαρό σώμα και πνεύμα.
Την ψυχή την άρπαξε από σένα κι άφησε το σώμα στο ναό.
Η Τριάδα που ποθούσες, το ενιαίο φως, το κοινό σέβασμα,
από τον μεγάλο ναό σ’ άρπαξε, Νόννα, στον ουρανό,
ενώ προσευχόσουν... Πέτυχες τέλος καθαρότερο από τη ζωή σου».
Μετά το θάνατο των γονέων του, ο Γρηγόριος απομονώθηκε στο οικογενειακό του κτήμα όπου είχε γεννηθεί πριν από 62 χρόνια. Εκεί και πέθανε γύρω στο 391μ.Χ. Όλη η οικογένειά του τάφηκε σε τρία μνήματα κατά ζεύγη: οι δυο Γρηγόριοι, πατέρας και γιος, σ’ ένα τάφο ως αρχιερείς (Ο πατέρας επίσκοπος Ναζιανζού και ο γιος αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και πρόεδρος της Β’ Οικουμενικής Συνόδου στην Κωνσταντινούπολη). Στον άλλο τάφο τάφηκαν ο Καισάριος και η Νόννα και σε ξεχωριστό τάφο η Γοργονία με το σύζυγό της Αλύπιο. Ο Γρηγόριος μας δίνει τις σχετικές πληροφορίες για το θάνατο και τον ενταφιασμό όλων των μελών της οικογένειάς του στο ποίημά του με τίτλο «Εις τους τάφους όλων μας»:
«Η πέτρα είμαι που τον πατέρα και τον γιο
τους δοξασμένους σκεπάζω Γρηγορίους, μια πέτρα, ίσες δόξες,
ιερείς και τους δύο. Κι εγώ την ευγενική δέχθηκα Νόννα
με τον μεγάλο σε δόξα γιο της Καισάριο.
Έτσι μοιράστηκαν τάφους και γιους».