Ανάμεσα στις μονάζουσες ήταν μια γυναίκα ευγενής, που για τα πλούτη και την ομορφιά της και γενικώς για όλη της τη λαμπρότητα ήταν αξιοζήλευτη στα νιάτα της. Αυτή είχε παντρευτεί έναν από τους μεγάλους αξιωματούχους αλλά έζησε λίγο χρόνο μαζί του. Σε νεαρή ηλικία ακόμη χώρισε κι αφού έκαμε φύλακα και καθοδηγητή στη «χηρεία» της τη Μεγάλη Μακρίνα, ζούσε τον περισσότερο καιρό με τις παρθένες, μαθητεύοντας κοντά τους στη ζωή της αρετής. Το όνομά της ήταν Ουετιανή κι ο πατέρας της, Αράξιος, ήταν βουλευτής. Σ’ αυτή, λοιπόν, ο Γρηγόριος είπε πως τώρα πια δεν προκαλεί φθόνο να βάλουν πάνω στο νεκρό σώμα της τα λαμπρότερα στολίδια και να κατακοσμήσουν με τα με τα ωραιότερα υφάσματα το καθαρό και ακηλίδωτο σκήνωμά της. Κάποια διακόνισσα που ονομαζόταν Λαμπαδία εξέφρασε την αντίθεσή της στη σκέψη του φιλόστοργου αδελφού λέγοντάς του: «Δεν πρέπει να καταστολίσουμε με κοσμικό τρόπο το ιερό της λείψανο. Γιατί, να, στα χέρια σου έχεις όλο το θησαυρό της. Να το ένδυμα, να το κάλυμμα της κεφαλής της, να τα λειωμένα παπούτσια της. Αυτός είναι ο πλούτος της. Αυτή είναι η περιουσία της. Τίποτε άλλο εκτός απ’ όσα βλέπεις δεν υπάρχει σε κάποια κρυφά κιβώτια ή σε θαλάμους ασφαλισμένο. Μια αποθήκη γνώριζε για τον πλούτο της, το θησαυροφυλάκιο του ουρανού. Εκεί έχοντας τα πάντα αποθέσει, δεν της έμεινε τίποτε πάνω στη γη». Ωστόσο, στο τέλος κι αυτή, παρά την αυστηρότητά της, συγκατανεύει, εν μέρει, στην επιθυμία του Γρηγορίου να στολίσει κάπως το νεκρό της σώμα, προσθέτοντας τα παρακάτω λόγια που θυμίζουν σκηνή αρχαίας τραγωδίας: «Θα δεχόταν και ζωντανή την τιμή αυτή από σένα για δυο λόγους. Και για την ιεροσύνη σου, που πάντοτε τιμούσε, και για τη συγγένεια. Ούτε βεβαίως θα θεωρούσε αταίριαστο για τον εαυτό της κάτι που προσφέρεται απ’ τον αδερφό της. Γι’ αυτό άλλωστε παρακάλεσε από τα δικά σου χέρια να στολισθεί το νεκρό σώμα της».
Απ’ το λαιμό της νεκρής Μακρίνας διαπιστώθηκε πως κρεμόταν, ως ευτελές περιδέραιο, ένας σιδερένιος σταυρός κι ένα σιδερένιο δαχτυλίδι (σημάδι παράδοξου, πνευματικού αρραβώνα) από λεπτό σπάγκο, σύμβολα και τα δυο της ολοκληρωτικής της αφοσίωσης στον ουράνιο Νυμφίο. Το αυτοσχέδιο αυτό φυλαχτό κληρονόμησαν ο αδελφός της και η Ουετιανή, παίρνοντας ο ένας το σταυρό και ο άλλος το δαχτυλίδι, που είχε πάνω του χαραγμένο το σύμβολο του σταυρού και στο βαθουλωτό μέρος της πέτρας του κομμάτι-τεμάχιο από Τίμιο Ξύλο («Ξύλο της Ζωής»).
Η Μακρίνα στα τελευταία χρόνια της ζωής της αντιμετώπισε τον καρκίνο του μαστού, γι’ αυτό και στο σώμα της, στο μέρος του στήθους, υπήρχε ένα σημάδι σαν στίγμα από ψιλή βελόνα. Η Ουετιανή πληροφόρησε σχετικά τον Γρηγόριο για την ασθένεια της αδελφής του: «Αυτό έχει απομείνει στο σώμα της για να θυμίζει τη μεγάλη βοήθεια του Θεού. Παρουσιάστηκε δηλαδή κάποτε στο μέρος αυτό κάποια φοβερή αρρώστια. Υπήρχε μάλιστα κίνδυνος ή να αφαιρεθεί με εγχείρηση ο όγκος ή να προχωρήσει παντού και να γίνει αθεράπευτο το κακό, αν πλησίαζε στο μέρος της καρδιάς. Την παρακαλούσε λοιπόν η μητέρα σας πολύ και την ικέτευε να δεχθεί τη θεραπεία του γιατρού, αφού και αυτή η τέχνη από το Θεό αποκαλύφθηκε στους ανθρώπους για τη σωτηρία τους. Αυτή, όμως, το να αποκαλύψει ένα μέρος του σώματός της σε ξένα μάτια το θεωρούσε φοβερότερο. Μπήκε στο Άγιο Βήμα και γονατιστή όλη τη νύχτα, ικέτευε το Θεό που μόνος παρέχει τη θεραπεία. Χύνοντας τα δάκρυα από τα μάτια της πάνω στη γη, έκανε πηλό που τον χρησιμοποίησε σαν φάρμακο για την αρρώστια της. Επειδή η μητέρα της στενοχωριόταν και πάλι την παρακαλούσε να δεχθεί το γιατρό, της απάντησε πως είναι αρκετό για τη θεραπεία της, αν η μητέρα με το ίδιο της το χέρι σφραγίσει με το σημείο του σταυρού το άρρωστο μέρος. Μόλις εκείνη έβαλε το χέρι της και σταύρωσε την περιοχή, η δύναμη του σταυρού έκανε το θαύμα και η ασθένεια εξαφανίσθηκε. Όμως έμεινε τότε στη θέση αυτή, αντί για το φοβερό εκείνο όγκο, το μικρό αυτό σημάδι και διατηρήθηκε μέχρι τέλους της ζωής της, για να θυμίζει, πιστεύω, τη θεϊκή επέμβαση και να δίνει αφορμή και αιτία ασταμάτητης ευχαριστίας προς το Θεό».
Όταν τελείωσαν τις φροντίδες και στόλισαν όπως μπορούσαν καλύτερα το νεκρό σώμα, είπε πάλι η διακόνισσα ότι δεν πρέπει να φαίνεται στα μάτια των αδελφών νυφικά στολισμένο. «Έχω, ωστόσο, είπε, φυλαγμένο ένα σκούρο φόρεμα της μητέρας σας, που σκέπτομαι πως καλόν είναι να τοποθετηθεί από πάνω, για να μη φαίνεται ότι λαμπρύνεται από τον κοσμικό στολισμό του φορέματος το ιερό αυτό κάλλος». Αυτή η γνώμη επεκράτησε κι έτσι τοποθετήσαμε το φόρεμα. Το άγιο λείψανο όμως έλαμπε και μέσα στο σκούρο χρώμα. Ήταν δώρο της θείας δυνάμεως, προσθέτει ο Γρηγόριος, να προστεθεί κι αυτή η χάρη στο σώμα ώστε να ακτινοβολεί από την ομορφιά, όπως ακριβώς είχε δει στο όραμα. Δεν κατάλαβε πως πρόλαβε να ξεχυθεί η φήμη παντού γύρω και κατέφθαναν οι περίοικοι για την κηδεία, ώστε δεν ήταν δυνατόν πλέον να τους χωρέσει το προαύλιο. Όταν τελείωσε η αγρυπνία που τελέσθηκε προς τιμήν της με υμνωδίες, όπως γίνεται σε πανηγύρεις Μαρτύρων, κατά τον όρθρο τα πλήθη των ανδρών και των γυναικών, που είχαν καταφθάσει από όλα τα γύρω μέρη, κάλυπταν με τους θρήνους τους την ψαλμωδία. Τότε αυτός, αν και βρισκόταν σε κακή ψυχική κατάσταση εξ αιτίας της συμφοράς, φρόντιζε όσο ήταν δυνατό να μην παραληφθεί τίποτε απ’ όσα έπρεπαν σε μια τέτοια κηδεία. Αφού λοιπόν χώρισε τον κόσμο που είχε κατακλύσει τον τόπο κι έβαλε τις γυναίκες με το χορό των παρθένων και τους άνδρες με το τάγμα των Μοναχών, φρόντισε ώστε ν’ ακούγεται μια ψαλμωδία από κάθε πλευρά, με ρυθμό και αρμονία σαν από χορούς, με την κοινή και κόσμια συμμετοχή στην υμνωδία. Καθώς προχωρούσε σιγά-σιγά η ημέρα και γέμιζε ασφυκτικά όλος ο τόπος από το πλήθος που μαζεύτηκε σ’ εκείνη την ερημιά, έφθασε και ο Επίσκοπος της περιοχής εκείνης, ονομαζόμενος Αράξιος, με όλο το ιερατείο του. Αυτός τους παρακινούσε να μεταφέρουν σιγά-σιγά το σκήνωμα, γιατί και ο τόπος του ενταφιασμού ήταν μακριά και το πλήθος θα εμπόδιζε το ρυθμό της πορείας. Ενώ έλεγε αυτά, συγχρόνως προσκαλούσε όσους είχαν το βαθμό της ιεροσύνης να τον βοηθήσουν, ώστε να μεταφέρει το σκήνωμα. Γιατί καθώς είχε πυκνώσει ο κόσμος γύρω από το φέρετρο κι όλοι αχόρταγα παρατηρούσαν το «ιερό» εκείνο θέαμα, δεν ήταν δυνατό να διανύσουν με ευκολία το δρόμο. Προπορευόταν δε από τη μια και την άλλη πλευρά πολύ πλήθος διακόνων και υπηρετών, που κρατούσαν αναμμένες λαμπάδες και αποτελούσαν την τιμητική προπομπή του σκηνώματος. Όλα έδιναν την εντύπωση μιας ιερής λιτανείας, καθώς το πλήθος έψελνε μ’ ένα στόμα, από την αρχή ως τους τελευταίους, όπως ακριβώς έψελναν τον ύμνο των Τριών Παίδων. Έτσι, αν και η απόσταση από το ερημητήριο ως το ναό των αγίων Μαρτύρων, όπου ήταν θαμμένα και των γονέων τους τα σώματα, ήταν επτά ή οκτώ στάδια, μόλις και μετά βίας, όλη την ημέρα βαδίζοντας, διένυσαν το δρόμο. Γιατί το πλήθος που συνόδευε κι εκείνο που ασταμάτητα προσετίθετο, δεν τους άφηνε να προχωρήσουν όπως θα ήθελαν. Όταν έφθασαν πλέον μέσα στο ναό, απέθεσαν το νεκροκρέβατο και έκαναν κατ’ αρχήν δέηση. Η προσευχή όμως έγινε στο λαό αφορμή για θρήνους. Όταν η προσευχή τελείωσε, όπως έπρεπε, τον Γρηγόριο έπιασε ένας φόβος από τη θεία εκείνη εντολή που εμποδίζει να ξεσκεπάσουν τα παιδιά την ασχήμια των σωμάτων των γονέων τους. «Πώς, έλεγε μέσα του, θα γλιτώσω από ένα τέτοιο κατάκριμα, βλέποντας στα σώματα των γονέων μου την κοινή ασχήμια της ανθρώπινης φύσεως, τώρα που, όπως είναι φυσικό, αφού κατέπεσαν, διαλύθηκαν, και μεταβλήθηκαν σε απαίσια κι αποκρουστική ασχήμια»; Ενώ σκεπτόταν αυτά και του μεγάλωνε το φόβο η αγανάκτηση του Νώε κατά του παιδιού του, η ίδια η ιστορία του Νώε τον δίδαξε τι έπρεπε να κάνει. Σκεπάσθηκαν δηλαδή τα σώματα των γονέων του με καθαρό σεντόνι, πριν προλάβουν να τα δουν, μόλις σηκώθηκε το σκέπασμα του τάφου και πέρασαν το σεντόνι από κάτω. Αφού έτσι κρύφτηκαν τα σώματα με το σεντόνι, σήκωσαν το ιερό λείψανο, ο Γρηγόριος και ο Επίσκοπος της περιοχής, και το τοποθέτησαν δίπλα στης μητέρας της, εκπληρώνοντας έτσι κοινή ευχή και των δύο. Γιατί σε όλη τους τη ζωή αυτό ζητούσαν και οι δύο από το Θεό, να ενωθούν και μετά το θάνατο τα σώματά τους και να μη διασπαστεί με το θάνατο η ενότητα που είχαν στην επίγεια ζωή τους.
Στην πορεία του Γρηγορίου κατά την επιστροφή του απ’ την κηδεία της αδελφής του, κάποιος σπουδαίος στρατιωτικός που ήταν διοικητής σε μια μικρή πόλη του Πόντου, τη Σεβαστόπολη, και έμενε εκεί με τους στρατιώτες του, τον υποδέχτηκε με φιλοφροσύνη. Μόλις άκουσε για τη συμφορά του στενοχωρήθηκε πολύ, γιατί ήταν συγγενής και φίλος της οικογένειας. Αυτός στη συνέχεια του διηγήθηκε ένα θαύμα που είχε κάνει η Μακρίνα: Κάποτε, μαζί με τη σύζυγό του, επιθύμησαν να επισκεφθούν το μοναστήρι της Μακρίνας, αυτό το φροντιστήριο της αρετής. Είχαν μαζί τους και το κοριτσάκι τους που είχε μια σοβαρή λοιμώδη αρρώστια στο μάτι. Παρουσίαζε θέαμα φοβερό και αξιοθρήνητο. Είχε πρησθεί ο «χιτώνας» γύρω από την κόρη του ματιού και άσπριζε από την πάθηση. Όταν η οικογένεια έφθασε στον ιερό χώρο, χωρίστηκε προκειμένου να επισκεφθεί αντίστοιχα όσους ασκήτευαν στα κοινόβια. Ο στρατιωτικός διοικητής πήγε στο ανδρικό μοναστήρι που ήταν ηγούμενος ο Πέτρος, ο αδελφός του Γρηγορίου, και η σύζυγός του μπήκε στον «Παρθενώνα» κι επισκέφθηκε τη Μακρίνα. Ενώ είχε έρθει ο καιρός να αναχωρήσουν και η Μακρίνα φιλούσε το παιδί κοντά στα μάτια του, παρατήρησε την ασθένεια γύρω απ’ την κόρη του ματιού. Τότε τους αποκάλυψε πως μπορούσε να βρει το κατάλληλο φάρμακο και πραγματικά θεράπευσε το κοριτσάκι.
Ο Γρηγόριος αφηγείται ένα ακόμη θαύμα της μεγάλης του αδελφής: πως κατά την περίοδο μεγάλης πείνας η Μακρίνα προκάλεσε εκείνη την απίστευτη καρποφορία, γιατί το στάρι, που έβγαινε απ’ την αποθήκη για τις ανάγκες του μοναστηριού και της περιοχής του, δε φαινόταν να λιγοστεύει καθόλου, παραμένοντας στον ίδιο όγκο, και πριν να διανεμηθεί για τις ανάγκες αυτών που ζητούσαν και μετά τη διανομή. Ο φοβερός εκείνος λιμός συνέβη στην Καππαδοκία κατά τα έτη 367-369, μαρτυρούμενος από πολλούς συγγραφείς. Ο Μ. Βασίλειος μιλά γι’ αυτόν στις «κατά τοκιζόντων» και «κατά πλεονεκτούντων» ομιλίες του.
Ο Γρηγόριος, στη συνέχεια της εξιστόρησής του, δηλώνει πως επιφυλάσσεται ν’ αναφέρει άλλα, φοβερότερα θαύματα της Μακρίνας, όπως θεραπείες ασθενειών, καθαρισμούς από δαιμόνια και προφητείες που επαληθεύτηκαν, για να μη βλαφτούν-σκανδαλιστούν οι πιο άπιστοι και υλόφρονες, που αμφιβάλλουν για τα υπερφυσικά χαρίσματα των αγίων. Η Μακρίνα, κατοικώντας στην άκρη του Πόντου κι έχοντας απομακρυνθεί από τη ζωή των κοινών θνητών, είχε γύρω της μεγάλη ομήγυρη πνευματικών μαθητριών, τις οποίες οδηγούσε με κάθε επιμέλεια στην τελειότητα, μιμούμενη ζωή αγγέλων μ’ ανθρώπινο σώμα, σύμφωνα με τη ρήση του αδελφού της Γρηγορίου Νύσσης.
Β
Νόννα
Γρηγορίου του Θεολόγου (Λόγος ΙΗ΄) - Επιτάφιος στον πατέρα του παρουσία του Μ. Βασιλείου (αποσπάσματα).
«Ποιος θα βρει γυναίκα γενναιόψυχη»; Αναρωτιούνται και οι ειδωλολάτρες. «Κανένα από τα αγαθά, που αποκτά ο άνδρας δεν είναι καλύτερο από την αγαθή γυναίκα, ούτε χειρότερο από την κακή γυναίκα». Απαντούν Χριστιανοί και ειδωλολάτρες. Έτσι, η Νόννα και ο σύζυγός της έσμιξαν σε ένα τα πιο σημαντικά προσόντα των ανδρών και των γυναικών, ώστε ο γάμος να μη γίνει λιγότερο συζυγία ψυχών απ’ ότι σωμάτων: Επειδή οι γονείς του Γρηγορίου του Θεολόγου, ενώ ξεπερνούν τους άλλους, δεν θα μπορούσαν να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλο, αφού η αρετή τους είναι ισόρροπη και ισότιμη.
Αντίθετα με την Εύα που εξαπάτησε τον άνδρα της Αδάμ με την ηδονή και με το δέντρο της γνώσης τον αποξένωσε απ’ το δέντρο της ζωής, η Νόννα για τον άνδρα της, ως Νέα Εύα που αποκαθιστά τη γυναίκα στο Βυζάντιο, δεν είναι μόνο συνεργάτιδα που του δόθηκε ως δώρο από το Θεό, αλλά γίνεται πνευματική «αρχηγός» που με τα λόγια και τα έργα της τον οδηγεί στην ανώτερη ζωή. Κι ενώ σ’ όλα τ’ άλλα η μητέρα του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού έκρινε πως είναι καλύτερο να διευθύνει ο άνδρας σύμφωνα με το νόμο της συζυγίας, στην ευσέβεια όμως δεν ντρεπόταν να συμπεριφέρεται και ως δάσκαλος. Γι’ αυτό αξίζει να την θαυμάζουμε, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Γρηγορίου, αλλά πολύ περισσότερο αξίζει να θαυμάζουμε εκείνον που υποχωρεί με τη θέλησή του.
Η Νόννα, λοιπόν, ενώ οι άλλες γυναίκες κολακεύονται και καμαρώνουν για τη σωματική τους ομορφιά, τόσο τη φυσική όσο και την επίπλαστη, μια ομορφιά γνώριζε, εκείνη της ψυχής, και το να διατηρεί ή το να ξανακαθαρίζει τη θεία εικόνα όσο μπορεί, αφού πέταξε στις γυναίκες του θεάτρου τα φτιασίδια και γενικά τα τεχνητά στολίδια. Μια πραγματική ευγένεια γνωρίζει, την ευσέβεια, το ν’ απογυμνώνεται από τον πλούτο για το Θεό και για τους φτωχούς, και μάλιστα τους ευγενείς που ξέπεσαν. Ξεπέρασε όλες τις γυναίκες, που διακρίνονταν άλλες στη νοικοκυροσύνη και άλλες στην ευσέβεια -και βέβαια είναι δύσκολο να πετύχει κανείς και στα δύο- με την ανωτερότητά της στο καθένα απ’ αυτά και με το να συνδυάσει αρμονικά, μόνη, και τα δύο. Έτσι με τις φροντίδες και τις ικανότητές της συνέβαλε στην προκοπή της οικογένειας, σύμφωνα με τα μέτρα και τους νόμους του Σολομώντα για τη γενναία γυναίκα. Ήταν τόσο αφοσιωμένη στο Θεό και στα θεία, σα να ήταν άσχετη με τη νοικοκυροσύνη, και σε τίποτα δεν ζημιωνόταν μεταβαίνοντας από το ένα στο άλλο, αλλά ενίσχυε και τα δύο, ευσέβεια δηλαδή και νοικοκυροσύνη, βοηθώντας το ένα με το άλλο.
Ο γιος της Γρηγόριος ο Θεολόγος αναρωτιέται: «Ποιος έδειξε τόσο μεγάλο σεβασμό στο πρόσωπο των ιερέων ή τίμησε τόσο κάθε είδος ασκητικού βίου; Ποιος με νηστείες και αγρυπνίες δάμασε το σώμα περισσότερο ή στέριωσε τον εαυτό του με ολονύχτιες και ολοήμερες ψαλμωδίες; Ποια θαύμαζε περισσότερο την παρθενία, παρόλο που τιμούσε τον δεσμό του γάμου; Ποια συμπαραστάθηκε τόσο πολύ στις χήρες και στα ορφανά και ποια ξαλάφρωσε τόσο από τις συμφορές εκείνους που πενθούσαν; Σαν παράδειγμα αναφέρω το ότι ποτέ η φωνή της δεν ακούστηκε σε ιερές συνάξεις ή χώρους, έξω από τα απαραίτητα και τα σχετικά με τα μυστήρια. Και αν είναι σπουδαίο για το θυσιαστήριο το να μην ακουμπήσει πάνω του τσεκούρι, μήτε να φανεί ή ν’ ακουστεί σμίλη -για τον σοβαρό λόγο ότι πρέπει κάθε τι που αφιερώνεται στο Θεό να είναι φυσικό και όχι τεχνουργημένο-, πως δεν είναι σπουδαίο το να τιμά εκείνη με σιωπή τα άγια, το να μη στρέψει ποτέ τα νώτα στην αγία Τράπεζα, ούτε να φτύσει πάνω στο δάπεδο του ναού, το να μην ανταλλάξει χειραψία ή να φιλήσει χέρια ειδωλολατρικά ή χείλη ακόμα, και γυναίκας, κατά τα άλλα, εξαιρετικά σεμνής και φιλικής; Αλλ’ ούτε να φάει φαγητό, ούτε με τη θέλησή της, ούτε με τη βία, από τραπέζι ειδωλολατρών ακάθαρτο και μολυσμένο. Ούτε να περάσει ποτέ δίπλα από σπίτι μολυσμένο ή να σηκώσει το βλέμμα για να δει, παραβαίνοντας το νόμο της συνειδήσεώς της. Ούτε να μολύνει με διηγήσεις ειδωλολατρικές ή θεατρικά τραγούδια τα αυτιά ή τη γλώσσα, που δέχεται τα θεία ή μιλάει γι’ αυτά - τίποτε ανίερο δεν ταιριάζει στα ιερά. Και το πιο αξιοθαύμαστο απ’ όλα αυτά είναι το ότι δεν έκανε την παραμικρή παραχώρηση στο σωματικό πένθος, παρόλο που είχε λόγους να θλίβεται υπερβολικά ακόμα και με τα βάσανα των ξένων.
Για κείνην όμως το εγχείρημα της ιεροσύνης ήταν το πιο σπουδαίο, αφού και πριν από τη γέννησή μου έταξε να με αφιερώσει στο Θεό, χωρίς καθόλου να λογαριάσει το μέλλον, αλλά και μετά τη γέννησή μου με αφιέρωσε αμέσως. Λοιπόν αυτός, δηλαδή ο πατέρας μου που την έβαλε στο σπίτι του, την θεωρούσε κέντρισμα σημαντικό για τον εαυτό του στην ευσέβεια, αυτήν που έλαβε από τον Θεό και τους προγόνους της τη φιλόθεη και φιλόχριστη και πατρογονική κληρονομιά της αρετής. Αλλά μόνον αυτό δεν μπορούσε να παραδεχτεί φιλοσοφώντας -αν και στα υπόλοιπα ήταν πιο καρτερική και πιο δραστήρια απ’ όλες τις γυναίκες- το να έχει δηλαδή κατά το μισό ενωθεί με τον Θεό, λόγω της αποξενώσεως του άλλου μισού μέρους (δηλαδή του συζύγου της) και να μην έχει συμπληρωθεί η σωματική ένωση με τον στενό σύνδεσμο της ψυχής.
Βέβαια, του συμπαραστεκόταν φιλόπονα και με ποικίλους τρόπους τον βοηθούσε στη ζωή, με κοροϊδίες, συμβουλές, υπηρεσίες, αποξενώσεις και, το σπουδαιότερο, με τη φιλική συμπεριφορά και την πιο θερμή ευλάβεια, με την οποία προπαντός η ψυχή λυγίζει και μαλακώνει, βιάζοντας θεληματικά τον εαυτό της στην αρετή. (Εδώ η Νόννα αποκαλείται «καρτερική», «γενναία» και «ανδρικωτάτη»).
Συνέπεσε λοιπόν τότε πολλοί αρχιερείς να σπεύδουν στη Νίκαια, για να αναχαιτίσουν την πλάνη του Αρείου, το «κακό» που μόλις είχε εμφανιστεί και χώριζε τη μία θεότητα στα δύο. Ανάμεσά τους ήταν και ο περιβόητος Λεόντιος, ο αρχιερέας της μητροπόλεώς Ναζιανζού.
Σε κάπως προχωρημένη ηλικία η Νόννα αρρωσταίνει. Και ενώ ήταν πολλά αυτά που στενοχωρούσαν τους συγγενείς της, το σημαντικότερο από όλα ήταν ότι δεν μπορούσε να φάει, γεγονός από το οποίο κινδύνεψε για πολλές ημέρες δίχως να βρίσκει καμιά θεραπεία του κακού. Της φάνηκε πως ο γιος της Γρηγόριος, που αγαπούσε ιδιαίτερα -δεν τον άλλαζε με κανέναν ούτε στ’ όνειρό της- ήρθε ξαφνικά τη νύχτα μ’ ένα πανέρι ψωμιά καλοροδισμένα, τα ευλόγησε, τα σφράγισε με το σημείο του σταυρού, όπως το συνήθιζε, και πως της έδωσε να φάει, ν’ αναρρώσει και ν’ αναλάβει δυνάμεις.
Κάποτε ο Γρηγόριος διέσχιζε το «Παρθενικό» πέλαγος ταξιδεύοντας από την Αλεξάνδρεια στην Ελλάδα. Ταξίδευε μ’ ένα καράβι από την Αίγινα σε εντελώς ακατάλληλη εποχή, διότι τον παρακίνησε σ’ αυτό η επιθυμία να τρέξει κοντά σ’ εκείνους που επρόκειτο να γίνουν οδηγοί του, σαν να ήταν φίλοι του. Στη διάρκεια του ταξιδιού έπιασε φοβερή τρικυμία. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ως αρχαιομαθής και «αττικοθρεμμένος» αφηγείται χαρακτηριστικά: «Είχα πιάσει εγώ μια Εριννύα, που είχε βλέμμα φοβερό και με απειλούσε με κίνδυνο. Την Εριννύα αυτή τη σκιαγράφησε ολοκάθαρα μπροστά στα μάτια μου η νύχτα. Στο καράβι συνταξίδευε μαζί μας ένας νέος...» Το όνειρό του σιγά-σιγά επαληθευόταν, γιατί και η θάλασσα πήρε να γαληνεύει και σε λίγο πλησιάζανε στη Ρόδο, χωρίς στο μεταξύ να έχουν κακοπαθήσει. Δώρο εκείνου του κινδύνου υπήρξε και η ιεροσύνη του. Υποσχέθηκε να αφιερώσει τον εαυτό του στο Θεό, σε περίπτωση που θα σωζόταν και το πραγματοποίησε μετά τη διάσωσή του... Κι αργότερα αναρωτιέται, ως άλλος αρχαίος φιλόσοφος μπροστά στη ματαιότητα των εγκοσμίων: «Τι το φοβερό λοιπόν έχουμε πάθει, αν από εδώ έχουμε μεταβεί στην «αληθινή ζωή», αν γλιτώνοντας από τις περιστροφές, τους στροβιλισμούς, την απληστία και τη σκληρή εξέταση των τελωνείων, βρεθούμε ανάμεσα σ’ αυτά που μένουν αιωνίως αμετάβλητα, φώτα μικρά που κινούνται ολόγυρα απ’ το μεγάλο φως»;
Β
Γρηγορίου Θεολόγου λόγος Ζ΄
Επιτάφιος στον αδελφό του Καισάριο ενώ ζούσαν ακόμα οι γονείς του (απόσπασμα).
Η μητέρα του Γρηγορίου, από τη χάρη του Θεού και από τους προγόνους της, ήταν αφιερωμένη στον Θεό. «Γόνος αγίων προγόνων, άγιο πράγματι «φύραμα», που τόσο πολύ το αύξησε και το πολλαπλασίασε, σε σημείο -θα το πω εξομολογείται ο Γρηγόριος, μολονότι είναι τολμηρός ο λόγος- πολλοί να πιστεύουν και να το διακηρύττουν πως η τελειότητα του συζύγου της ήταν έργο αποκλειστικά δικό της».
Ήταν και οι δύο φιλότεκνοι και φιλόχριστοι, πράγμα πολύ παράδοξο, ή καλύτερα ήταν περισσότερο φιλόχριστοι παρά φιλότεκνοι. Ήταν φιλεύσπλαχνοι, πονόψυχοι, αφαιρούσαν βιαίως τα πλούτη από τους σκώρους και τους ληστές για να προσφέρουν στους φτωχούς, ετοιμαζόμενοι για τη μετάβαση από την πρόσκαιρη στη μόνιμη κατοικία τους. Έτσι λοιπόν έφθασαν σε λαμπρά γεράματα, φορτωμένοι τόσο με χρόνια που μένουν για πάντα και οδηγούν στην αιωνιότητα, όσο και με χρόνια του θνητού βίου. Τόσο μόνον ο καθένας στερούνταν την πρώτη τιμή ως προς τα γήινα, όσο ο ένας εμπόδιζε τον άλλο να πάρει το «πρωτείο».
Β
Γρηγορίου Θεολόγου λόγος Β΄
Απολογητικός της φυγής στον Πόντο και της επιστροφής μετά τη χειροτονία του σε πρεσβύτερο, στον οποίο γίνεται λόγος για την αποστολή της ιεροσύνης (απόσπασμα).
Φροντίδα και καθήκον του, λέει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος είναι τα γηρατειά και η ασθένεια των αγίων γονέων του. Είχε πριν απ’ όλα ευχηθεί να γίνει το στήριγμα των γηρατειών τους και να τους βοηθήσει στην ασθένειά τους. Και πραγματικά εκπλήρωσε την ευχή του, όσο ήταν δυνατόν, σε σημείο μάλιστα να παραμελήσει τον μοναχικό βίο, το πιο πολύτιμο για αυτόν απόκτημα και όνομα. Ή για να εκφραστεί ακριβέστερα, αφού ύστερα από σκέψη προέκρινε τη φαινομενική εγκατάλειψη της μοναχικής ζωής, δεν ανέχτηκε να πάει χαμένος ο κόπος του εξαιτίας ενός σκοπού ούτε να χάσει την ευλογία, την οποία μάλιστα, όπως αναφέρεται, ένας από τους παλαιούς «οσίους» έκλεψε, αφού εξαπάτησε τον πατέρα του με φαγητό και με πλαστό τρίχωμα, πετυχαίνοντας έτσι το καλό με κακό και δόλιο τρόπο.
Β
Γρηγορίου Θεολόγου
Επιτάφια επιγράμματα στη μητέρα του(αποσπάσματα).
Λόγια ασεβή, διακόνισσα, δεν έφερες στα χείλη, μήτε στις τρυφερές σου παρειές στηθήκαν γέλια.
Τι κάνετε, ορφανά και χήρες; Κι όσες παρθένες. Κι όσες στου γάμου τον ζυγό, κόψετε τα μαλλιά σας.
Πάψτε τους μύθους, Ηρακλή, Τροφώνιε, Εμπεδότιμε, και του κενόδοξου Αρισταίου άστατη έπαρση, εσείς θνητοί κι όχι μακάριοι, όλο πάθη. Όμως η Νόννα, αντρεία ψυχή, συντόμεψε τον δρόμο, χριστόφορη, υπηρέτρα του Σταυρού, στοχαστική, κόχλαζε τ’ αίμα το μητρικό και για τους δύο σου γιούς. Περσότερο για με που είχες θηλάσει. Παιδί του θηλασμού, ιερό βλαστάρι μου, Γρηγόριε.
Θυσία εικονική από μοσχάρια, ερίφια ή πρωτόλουδα ποτέ δεν πρόσφερε η Νόννα στον Θεό. Σύμβολα τούτα των παλιών καιρών. Ακέριο το είναι της θυσίασε. Και μάθαινε ολοζωής τον θάνατο.
Να’ ναι καλή η ζωή σου μ’ ευλογίες τόσες, όσες χαρίζουν στα φιλόστοργα παιδιά τους οι γονείς. Να’ ναι απαλό το τέλος της ζωής σου κι αγιασμένο σαν κείνο που μας έδωσε ο Θεός στα γηρατειά μας. Γρηγόριε, στάθηκες μεγάλη δύναμη για νέους λογίους κι ιερείς, και στα δικά μας γηρατειά μια βακτηρία.
Χαρούμενοι βρισκόμαστε σ’ αυτή τη γη με τις φροντίδες του γιου μας, του πιστού Γρηγορίου οι γονείς. Με κόπους τα γεράματά μας τα ‘καμεν ανάλαφρα. Και τώρα στο θυσιαστήριο μας μνημονεύει.
Αμοιβή για έναν πατέρα μεγάλη αγάπη να ‘χει και να βρει παιδιά ευλαβή.
Β