Ο εγκωμιαστικός λόγος του «εις τον Βίον της Οσίας Μακρίνας» (ο επικρατέστερος τίτλος κατά τη χειρόγραφη παράδοση), αν και φέρει μορφή επιστολής, είναι εκτενής, γιατί όπως λέει και ο ίδιος προς τον παραλήπτη, η περιγραφή της ζωής της «Μεγάλης» του αδελφής απαιτούσε μια τέτοια μακρηγορία. Ο συγγραφέας, με σεμνότητα και χρονική ακολουθία, διηγείται γεγονότα και περιστατικά, για να ολοκληρώσει κλιμακωτά, όσο πιο αδρά μπορεί, την εικόνα της Οσίας που υπήρξε και «Διδάσκαλός» του. Μέσα στο πλούσιο περιεχόμενό του, παρουσιάζει πλήρως το μεγαλείο, τις αρετές, τις γνώσεις και τα χαρίσματα της βιογραφούμενης Οσίας, που υπήρξε πρωτοπόρος στην κοινοβιακή, μοναχική ζωή. Ορισμένα τμήματα της επιστολής συγκινούν με την ευαισθησία του συγγραφέα στη σύλληψη και απόδοση περιστατικών και γεγονότων. Σε αρκετά σημεία του λόγου συναντάμε επίσης φιλοσοφικές ενατενίσεις και αντιμετωπίσεις των δυσκολιών της ζωής και του προβλήματος του θανάτου εκ μέρους της Οσίας.
Ο χρόνος συγγραφής της επιστολής τοποθετείται ασφαλώς μετά την κοίμηση του Μεγάλου Βασιλείου (1 Ιανουαρίου 379) και μετά την επιστροφή του Γρηγορίου απ’ τη Σύνοδο της Αντιοχείας (άνοιξη 379), όπως γράφει ο ίδιος. Τα χειρόγραφα που διασώζουν το κείμενο αυτής της επιστολής δε συμφωνούν ούτε ως προς το όνομα, ούτε ως προς την ιδιότητα του παραλήπτη. Άλλα από αυτά αναφέρουν κάποιον Ιέριον ή Ευπρέπιον ή Ευστόχιον Επίσκοπο και άλλα κάποιον Ολύμπιον ασκητή. Το κείμενο της επιστολής ακολουθεί την έκδοση W. Jaeger (Gr. Nysseni Opera Ascetica VIII I, II 1963), επειδή είναι κριτικά αποκατεστημένη και θεωρείται η καλύτερη.
Ο Γρηγόριος Νύσσης, αποτεινόμενος στη νεκρή πια αδελφή του, της υπενθυμίζει τη συνάντησή τους όταν συνταξίδευαν προς την Αντιόχεια. Όταν επρόκειτο, κατά το τάξιμό του, να επισκεφθεί τα Ιεροσόλυμα, για να δει στους τόπους εκείνους τα σημάδια της ένσαρκης παρουσίας του Χριστού. Κατά τη συνάντησή τους, που, φυσικά, δεν πέρασε εν σιωπή, επειδή η σύνεση της Μακρίνας έδινε πολλές αφορμές για συζήτηση, ενώ ανέφεραν διάφορα θέματα, ο λόγος έφθασε -όπως πολλές φορές συμβαίνει- στη ζωή ενός αγίου. Η Μακρίνα, κατά τον αδελφό της και συγγραφέα του βίου της, υπήρξε γυναίκα μόνο ως προς τη φυσική της διάπλαση, γιατί, κατά τα άλλα, ξεπέρασε τη γυναικεία, αδύναμη φύση.
Η μητέρα της Μακρίνας είχε, κατά το Γρηγόριο, τόση αρετή που σε κάθε της ενέργεια αφηνόταν να την καθοδηγεί το θέλημα του θεού. Τόσο πολύ είχε αγαπήσει την καθαρή και παρθενική ζωή, ώστε και το γάμο δεν τον διάλεξε με την θέλησή της. Έμεινε όμως ορφανή και από τους δυο γονείς της, ενώ βρισκόταν στο άνθος της νεότητάς της. Η φήμη της ομορφιάς της ξεσήκωνε πολλούς για να τη μνηστευθούν. Έτσι υπήρχε κίνδυνος, αν θεληματικά δεν παντρευόταν κάποιον, να πάθει κάτι κακό από διαβολική ενέργεια χωρίς να το θέλει, επειδή ήταν έτοιμοι να την αρπάξουν οι μανιακοί εραστές για το κάλλος της. Γι’ αυτό, αφού διάλεξε το γνωστό κι αναγνωρισμένο για τη σεμνότητα της ζωής του (το Βασίλειο, τον πατέρα τους, εννοεί ο συγγραφέας), ώστε έτσι να αποκτήσει φύλακα της ζωής της, αμέσως με τους πόνους του πρώτου τοκετού έγινε μητέρα της Μακρίνας. Τότε λοιπόν, όταν πλησίαζαν οι μέρες που θα ελευθερωνόταν από τους πόνους του τοκετoύ, καθώς έπεσε να κοιμηθεί, είδε ένα όνειρο: Της φάνηκε πως βάσταζε στα χέρια της αυτό το βρέφος που είχε ακόμη στα σπλάχνα της και κάποιος με μορφή κι ενδυμασία μεγαλοπρεπέστερη απ’ όποια έχει ένας κοινός άνθρωπος, παρουσιάσθηκε και κάλεσε με το όνομα «Θέκλα» το βρέφος που κρατούσε στα χέρια της. Το όνομα εκείνης της Θέκλας για την οποία πολύς λόγος γίνεται ανάμεσα στις Μοναχές. Αφού το επανέλαβε αυτό τρεις φορές, εξαφανίσθηκε ανακουφίζοντάς την συγχρόνως από τους πόνους του τοκετού. Όταν ξύπνησε, το όνειρο είχε ήδη γίνει πραγματικότητα. Το κρυφό λοιπόν όνομά της Μακρίνας ήταν εκείνο. Φαίνεται όμως πως αυτός που εμφανίσθηκε, είπε αυτό το όνομα, όχι τόσο για να δώσει κάποια ονομασία στην κόρη που θα γεννιόταν, όσο για να προαναγγείλει τη ζωή της νέας, και να υποδηλώσει την ομοιότητα της προαιρέσεως που θα είχε με τη «συνώνυμή» της αγία Θέκλα. Η Θέκλα ήταν μαθήτρια του αποστόλου Παύλου. Όταν άκουσε στο Ικόνιο, την ιδιαίτερή της πατρίδα, την περί παρθενίας διδασκαλία του διέλυσε τη μνηστεία της και τον ακολούθησε βοηθώντας τον στο έργο του. Ο Βασίλειος Σελεύκειας στο «Acta» του αναφέρει για ερείπια ναού βασιλικής, κτισμένου πάνω στον τάφο της, στο χωριό Merymlik κοντά στη Σελεύκεια. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος συχνά στα ποιήματά του την αναφέρει σαν πρότυπο για τις παρθένες. Επίσης ο άγιος Μεθόδιος Ολύμπου στο «Συμπόσιό» του χρησιμοποιεί το όνομα Θέκλα για μια από τις δέκα παρθένες που υμνούν την παρθενία.
Ανατρέφεται λοιπόν το παιδί και ενώ υπήρχε ιδιαίτερη παραμάνα γι’ αυτό, τις πιο πολλές φροντίδες τις δέχθηκε από τα χέρια της μητέρας του. Όταν πέρασε τη νηπιακή ηλικία, έπαιρνε με μεγάλη ευκολία τα μαθήματα που ταιριάζουν στα παιδιά. Και σε όποιο μάθημα αποφάσιζαν και την «έβαζαν» οι γονείς της και σε εκείνο η εξυπνάδα της ξεχώριζε ιδιαίτερα. Η μητέρα είχε δυνατή την επιθυμία να μορφώσει τη θυγατέρα της. Όχι όμως με την κοσμική και εγκύκλιο μόρφωση, που διδάσκονται συνήθως οι πρώτες ηλικίες των μαθητών από τα «ειδωλολατρικά» ποιήματα και λογοτεχνήματα. Πίστευε πως είναι ντροπή και τελείως άπρεπο, να διδάσκονται οι τρυφερές κι εύπλαστες παιδικές ψυχές τις τραγικές ιστορίες γυναικών που έδωσαν έμπνευση και θέμα στους ποιητές, ή τις ασχήμιες των κωμωδιών ή τα αίσχη του Τρωικού πολέμου κι έτσι να καταμολύνονται με τις πιο άσεμνες διηγήσεις περί γυναικών. Όσα όμως μέρη από τη θεόπνευστη Αγία Γραφή είναι περισσότερο αντιληπτά στα παιδιά, αυτά ήταν τα μαθήματα της μικρής κόρης και μάλιστα η Σοφία του Σολομώντος κι απ’ αυτήν περισσότερο όσα οδηγούσαν στην «ηθική» ζωή. Δεν αγνοούσε επίσης και από τα ψαλλόμενα μέρη της Γραφής τίποτε. Αλλά έψαλλε το κάθε τμήμα στον κατάλληλο καιρό. Όταν σηκωνόταν από το κρεβάτι, όταν καταπιανόταν με σοβαρές εργασίες, και όταν αναπαυόταν, κι όταν έτρωγε, κι όταν σηκωνόταν από το τραπέζι, και όταν πήγαινε να κοιμηθεί, κι όταν ξυπνούσε για προσευχή, παντού είχε την ψαλμωδία σαν καλή συνοδοιπόρο και δεν την άφηνε σε καμιά περίπτωση. Και ο αδελφός της Γρηγόριος Νύσσης συνεχίζει την παραστατική του εξιστόρηση: «Με όλα αυτά και με τέτοιες απασχολήσεις μεγαλώνοντας, και ιδιαίτερα εξασκώντας την υφαντική τέχνη, φθάνει στα δώδεκά της χρόνια, τότε που αρχίζει να λάμπει εξαιρετικά το άνθος της νεότητας. Είναι αξιοθαύμαστο πως δεν έμεινε κρυμμένη η ομορφιά της νέας. Σ’ ολόκληρη τη χώρα δεν υπήρχε κάτι τόσο θαυμαστό, που να μπορεί να συγκριθεί με τη χάρη και το κάλλος της. Ακόμη και χέρια ζωγράφων δεν μπόρεσαν ν’ αποδώσουν τέτοια ωραιότητα. Η τέχνη που τα πάντα επιχειρεί και τολμάει να καταπιάνεται με τα πιο δύσκολα θέματα, ώστε να αποτυπώνει, με την απομίμηση, και τις εικόνες των άστρων ακόμη, δεν κατόρθωσε με ακρίβεια να μιμηθεί την αρμονία της μορφής εκείνης. Γι’ αυτό ένα μεγάλο πλήθος μνηστήρων πολιορκούσε τους γονείς της, για να πετύχουν το γάμο μ’ αυτή. Ο πατέρας μας, όμως, (καθώς ήταν συνετός και πολύ προσεκτικός, ώστε να διακρίνει το καλό) ξεχώρισε από τους άλλους κάποιο νέο ευγενή από τη γενιά μας, γνωστό για τη σωφροσύνη του, που μόλις είχε γυρίσει από τις σπουδές του και σ’ εκείνον υποσχέθηκε να δώσει την κόρη του, όταν βεβαίως θα έφθανε σε ηλικία γάμου».
Στο διάστημα αυτό, ο νέος ζούσε με τις καλύτερες ελπίδες και πρόσφερε στον πατέρα της κόρης, σαν νυφιάτικο δώρο, τη ρητορική προκοπή του, δείχνοντας στους δικαστικούς αγώνες, για την υπεράσπιση των αδικουμένων, τη δύναμη των λόγων του. Ο θάνατος όμως ξαφνικά έκοψε τις πιο γλυκές ελπίδες του, αρπάζοντάς τον από τη ζωή, μέσα στ’ ανθισμένα νιάτα του. Δεν αγνοούσε βέβαια η Μακρίνα την απόφαση του πατέρα της, αλλά όταν πλέον αυτή έπαυσε να ισχύει με το θάνατο του νέου, ονομάζοντας γάμο την απόφαση του πατέρα της, σαν να είχε δηλαδή γίνει στην πραγματικότητα, αξίωσε να μείνει ελεύθερη την υπόλοιπη ζωή της. Και ήταν αυτή της η απόφαση τόσο σταθερή, που ξεπερνούσε την ηλικία της, σύμφωνα με την κρίση του αδελφού της. Οι γονείς της πολλές φορές έφερναν τη συζήτηση στο θέμα του γάμου, επειδή ήταν πολλοί αυτοί που ήθελαν να τη μνηστευθούν από τη φήμη της ομορφιάς της. Αυτή, όμως, έλεγε πως είναι άπρεπο και παράνομο να μην αρκεσθεί στο γάμο που, μια για πάντα, καθόρισε ο πατέρας της γι’ αυτήν, αλλά ν’ αναγκάζεται να προσβλέπει σε άλλον, ενώ ένας είναι στη ζωή ο γάμος, όπως είναι μια η γέννηση κι ένας ο θάνατος. Ισχυριζόταν έντονα δε ότι αυτός, που η απόφαση των γονέων της είχε καθορίσει για σύζυγο, δεν πέθανε. Γιατί αυτόν που ζει κατά Θεό, με την ελπίδα της αναστάσεως, κι αν πεθάνει, πρέπει να τον θεωρούμε απόδημο κι όχι νεκρό. Είναι λοιπόν άπρεπο να μη φυλάμε πίστη στον ξενιτεμένο μνηστήρα, κατά την άποψη της Μακρίνας.
Η φροντίδα της κόρης Μακρίνας για τη μητέρα αντικαθιστούσε τη βοήθεια πολλών υπηρετριών. Δηλαδή, η μεν μητέρα φρουρούσε την ψυχή της νέας, η δε κόρη φρόντιζε το σώμα της μητέρας. Και σε όλα τα άλλα, όποια βοήθεια της ζητούσε, την εκπλήρωνε πρόθυμα και πολλές φορές ζύμωνε με τα ίδια της τα χέρια το ψωμί για τη μητέρα της, έργο με το οποίο δεν είχε ασχοληθεί, ουδέποτε, προηγουμένως. Όταν όμως αφιέρωσε τον εαυτό της σε ιερές διακονίες, επειδή θεώρησε πως ταιριάζει η φροντίδα αυτή στις νέες της ασχολίες, τακτικά πρόσφερε τροφή στη μητέρα, ετοιμασμένη με τον προσωπικό της κόπο. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά και κάθε άλλη μέριμνα του σπιτιού μοιραζόταν μαζί της, γιατί ήταν μητέρα με τέσσερις γιούς και πέντε θυγατέρες και επί πλέον ήταν υποτελής σε τρεις διαφορετικούς άρχοντες, με το να είναι διασκορπισμένη η κτηματική περιουσία τους σε τρία «έθνη». Διέθεταν δηλαδή κτήματα στον Πόντο, στην Καππαδοκία και στην Αρμενία. Τον Γρηγόριο λοιπόν, αν και τον παρέλαβε υπερβολικά υπερήφανο από την ιδέα που είχε για τη ρητορική του δύναμη, με περιφρόνηση προς όλα τα αξιώματα και με τη γνώμη ότι ξεπερνάει σε αξία και τους λαμπρούς δυνάστες ακόμη, πολύ γρήγορα τον τράβηξε προς την ασκητική ζωή. Έτσι, αφού απομακρύνθηκε από την κοσμική προβολή και καταφρόνησε την κοινή επιδοκιμασία για τη ρητορική του, μεταστράφηκε στην εργατική και χειρωνακτική ζωή και με την ολοκληρωτική ακτημοσύνη προχώρησε χωρίς εμπόδια στο δρόμο της αρετής.
Η Μακρίνα, επίσης, πείθει τη μητέρα της να εγκαταλείψει τη συνηθισμένη ζωή της και τη ματαιόδοξη συμπεριφορά της, να μη δέχεται τις φροντίδες των υπηρετριών της, όπως ήταν συνηθισμένη προηγουμένως. Να γίνει όμοια με τους άλλους στο φρόνημα και να ενώσει τη ζωή της με τη ζωή των παρθένων, κάνοντας αδελφές της με ίσα δικαιώματα όσες δούλες και υπηρέτριες είχε μαζί της. Ο αδελφός της Μακρίνας Ναυκράτιος όταν έφτασε στα είκοσι δύο του χρόνια κι αφού έδωσε σε δημόσια ακρόαση αποδείξεις για τους κόπους του στις σπουδές του, ώστε να σειστεί κυριολεκτικά όλο το θέατρο, μετά, σαν από θεϊκό κάλεσμα, περιφρονώντας όλες τις προϋποθέσεις επιτυχίας που κρατούσε στα χέρια του, ξεκίνησε με όλη τη δύναμη της ψυχής του για τη μοναχική και ακτήμονα ζωή, δίχως να πάρει τίποτα μαζί του, εκτός από τον εαυτό του. Τον ακολούθησε δε και κάποιος από τους υπηρέτες του, Χρυσάφιος το όνομά του, και γιατί τον αγαπούσε και επειδή είχε μέσα του την ίδια επιθυμία για τη μοναχική ζωή. Ζούσε λοιπόν μόνος του, αφού εγκαταστάθηκε σε μια ερημική περιοχή κοντά στον Ίρι. Είναι ο Ίρις ποτάμι που διασχίζει τον Πόντο, πηγάζει από την Αρμενία και χύνεται στον Εύξεινο Πόντο. Κοντά λοιπόν στο ποτάμι βρήκε ο νεαρός Ναυκράτιος ένα μέρος με πλούσιο δάσος. Ήταν κρυμμένο σε κάποιο κοίλωμα πλαγιάς που έφθανε μέχρι πάνω στην κορφή. Ζούσε εκεί απομακρυσμένος από τους θορύβους της πόλεως και της στρατιωτικής ζωής και από τις απασχολήσεις των αγορεύσεων στα δικαστήρια. Κι έτσι, αφού ελευθέρωσε τον εαυτό του από όλα, όσα στο πέρασμά τους ταράζουν την ανθρώπινη ζωή, φρόντιζε με τα ίδια του τα χέρια μερικούς γέροντες άρρωστους και φτωχούς, επειδή έκρινε πως ταίριαζε στη ζωή του μια τέτοια διακονία. Κυνηγώντας λοιπόν, (ψάρευε το παλικάρι) και καθώς ήταν επιδέξιος σε κάθε είδος κυνηγετικής τέχνης, πρόσφερε με το κυνήγι στους γέροντες την τροφή τους και ταυτόχρονα, με τους κόπους αυτούς, χαλιναγωγούσε την ορμή της νεότητας. Αλλά και τα θελήματα της μητέρας του πρόθυμα εκτελούσε, αν κάποτε κάτι τον πρόσταζε να κάνει. Με αυτούς τους δύο τρόπους κατόρθωνε να βαδίζει σωστά στη ζωή του. Ξαφνικά χάνεται από τη ζωή ο Ναυκράτιος, χωρίς να έχει προηγηθεί κάποια αρρώστια για τη συμφορά, ούτε τίποτε άλλο από τα γνωστά και συνηθισμένα που οδηγούν στο θάνατο. Ενώ είχε βγει στο κυνήγι που του εξασφάλιζε την τροφή για όσους γηροκομούσε, τον έφεραν νεκρό στο σπίτι και τον ίδιο και το συνασκητή του το Χρυσάφιο. Η μητέρα του βρισκόταν σε απόσταση τριών ημερών δρόμο από τον τόπο της συμφοράς. Ήρθε κάποιος και της ανήγγειλε το θλιβερό μήνυμα. Δεν παρασύρθηκε όμως από τη συμφορά η μητέρα του, ούτε παρουσίασε κάποια αταίριαστη γυναικεία συμπεριφορά, ώστε να βάλει τις φωνές ή να ξεσχίσει τα ρούχα της ή να θρηνολογήσει για τη δυστυχία ή με τα γοερά της μοιρολόγια να ξεσηκώσει θρήνους γύρω της. Υπέμενε ήσυχα, απωθώντας τις προσβολές της ανθρώπινης αδυναμίας.
Όταν τελείωσαν, πλέον, για τη μητέρα οι φροντίδες της ανατροφής, της μορφώσεως των παιδιών και η μέριμνα της αποκαταστάσεώς τους και μοιράσθηκαν τις περισσότερες βιοτικές μέριμνες τα ίδια τα παιδιά, τότε γίνεται η ζωή της παρθένου Μακρίνας «σύμβουλος» στη μητέρα για την ασκητική και άυλη ζωή. Την απομάκρυνε απ’ όλες τις συνήθειές της και την έφερε στα δικά της μέτρα ταπεινοφροσύνης, ώστε την προετοίμασε να αισθάνεται όμοια με το σύνολο των υπολοίπων αφιερωμένων στο Θεό παρθένων: Να τρώει στο κοινό τραπέζι, να κοιμάται στον ίδιο κοιτώνα και γενικά να συμμετέχει εξ ίσου με αυτές σε όλους τους τομείς της ζωής, απορρίπτοντας κάθε τι που την έκανε να διαφέρει κατά την κοινωνική της θέση.
Αλλά η μεγαλύτερη από τα αδέλφια, δηλαδή η Μακρίνα για την οποία τώρα γίνεται λόγος, αφού, για λίγο καιρό μετά τη γέννησή του, άφησε τον αδελφό της να θηλάσει, αμέσως μετά τον παίρνει από την τροφό του και τον ανατρέφει η ίδια. Τον έφθασε σε ανώτερη μόρφωση, ασκώντας τον από τη νηπιακή ηλικία στα ιερά γράμματα, ώστε να μη δώσει περιθώριο στην ψυχή του να στραφεί σε τίποτε μάταιο. Έγινε τα πάντα για το μικρό της αδελφό, πατέρας, δάσκαλος, παιδαγωγός, μητέρα, σύμβουλος κάθε καλού. Έτσι τον έφθασε σε τέτοιο πνευματικό επίπεδο, ώστε προτού περάσει την παιδική ηλικία, στο πιο απαλό άνθισμα της εφηβείας, να στραφεί κι εκείνος με ενθουσιασμό προς τον «υψηλό» σκοπό της μοναχικής ζωής. Και με το να είναι εκ φύσεως επιδέξιος σε κάθε είδος χειρωνακτικής εργασίας, είχε μάθει ακριβώς τα μυστικά της κάθε τέχνης χωρίς να τον καθοδηγεί κανείς, πράγμα που για τους πολλούς απαιτεί και χρόνο και κόπο πολύ.
Κάποτε που υπήρχε φοβερή έλλειψη σταριού και πολλοί άνθρωποι από παντού έτρεχαν στο ερημητήριό τους, παρακινημένοι από τη φήμη των ελεημοσυνών τους, ο Πέτρος Σεβάστειας, ο άλλος αδελφός της Μακρίνας, με την εφευρετικότητά του κατόρθωσε να πληθύνουν τόσο οι τροφές, ώστε από το πλήθος των προσερχομένων να φαίνεται πως η έρημός τους εκείνη ήταν πολιτεία ολόκληρη. Η μητέρα της Μακρίνας, λίγο προτού χάσει το Βασίλειο το Μεγάλο, απηύθυνε την ακόλουθη προσευχή στο Θεό, ενδεικτική του ήθους και του φρονήματος μητέρας των πρώτων χριστιανικών αιώνων: «Σε Σένα, Κύριε, προσφέρω και τον πρώτο και το δέκατο καρπό των πόνων μου. Απαρχή των πόνων μου είναι αυτή η πρωτόγενη (η Μακρίνα), και δέκατος αυτός (ο Πέτρος) ο τελευταίος μου πόνος. Σε Σένα τα έχω προσφέρει και τα δύο, σύμφωνα με το θείο Σου Νόμο, και δικά Σου αφιερώματα είναι. Είθε να έλθει ο αγιασμός σου και στην πρώτη μου αυτή κόρη και στο δέκατο αυτό παιδί μου», είπε δείχνοντας με χαρακτηριστική φωνή την κόρη και το γιό της.
Ο Βασίλειος, αργότερα, μεταβαίνει από τα ανθρώπινα προς το Θεό και γίνεται αφορμή για πάνδημο πένθος στην πατρίδα του και σ’ ολόκληρη την οικουμένη. Η θλίψη, αφού και οι εχθροί της Χριστιανικής αλήθειας την αισθάνθηκαν υπήρξε πρωτόγνωρη. Οδεύοντας ο συγγραφέας Γρηγόριος Νύσσης στην αφήγηση του τέλους της ζωής της Μακρίνας, μας πληροφορεί πως είδε κάποιο όνειρο που του δημιούργησε φοβερές ανησυχίες για το μέλλον: του φάνηκε πως κρατούσε στα χέρια του λείψανα μαρτύρων κι έβγαινε απ’ αυτά λάμψη σαν από καθαρό καθρέφτη που βρίσκεται απέναντι στον ήλιο, ώστε να θαμπώνουν τα μάτια του απ’ την ακτινοβολία της λάμψεως. Και συνέβη να δει την ίδια νύχτα τρεις φορές αυτό το όνειρο, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει καθαρά τι υπονοούσε. Αισθανόταν κάποια λύπη στην ψυχή του και περίμενε να κρίνει το όνειρο από την εξέλιξη των γεγονότων. Όταν πλησίασε σ’ εκείνη την ερημιά που κατοικούσε η Μακρίνα, ζώντας αγγελική και ουράνια ζωή, ρώτησε, κατ’ αρχήν, για τον αδελφό του τον Πέτρο έναν από τους συνασκητές του, εάν ήταν εκεί. Εκείνος του απάντησε πως εδώ και τέσσερις ημέρες είχε φύγει για να έρθει σ’ αυτόν. Κατάλαβε τι συνέβη, είχε πάει από άλλο δρόμο να τον συναντήσει. Όταν έφθασε στον τόπο της Μακρίνας, παρατήρησε πως η συνοδεία των Μοναστριών περίμενε με κοσμιότητα την είσοδό του στην εκκλησία. Μόλις τελείωσε η καθιερωμένη ευχή κι ευλογία, οι Μοναχές παίρνοντας με σκυμμένο το κεφάλι την ευλογία, όπως έπρεπε, έφευγαν προς τα κελιά τους. Η Μακρίνα βασανιζόταν σκληρά από την αρρώστια. Ήταν ξαπλωμένη όμως όχι πάνω σε κρεβάτι ή σε στρώμα, αλλά κατά γης, έχοντας μια σανίδα κάτω από το σάκο της. Μια άλλη σανίδα πάλι, λοξά τοποθετημένη, στήριζε το κεφάλι της αντί για προσκέφαλο, υποβαστάζοντας ανακουφιστικά τον αυχένα. Στύλωσε τα χέρια στο έδαφος κι έβγαλε το σώμα της έξω απ’ τα στρωσίδια της όσο μπορούσε, αποδίδοντας με τον τρόπο αυτόν την τιμή της υποδοχής. Όπως ακριβώς μαθαίνουμε από την ιστορία του Ιώβ, πως ο άνθρωπος αυτός, αν και έλιωνε από την σαπίλα των τραυμάτων σ’ ολόκληρο το σώμα του, δεν έστρεψε το λογισμό στον πόνο του, αλλά παρ’ όλο που βασανιζόταν σωματικά από τους πόνους, δε χαλάρωνε την εσωτερική του «εργασία», ούτε σταματούσε η σκέψη του ν’ ανεβαίνει στις υψηλότερες αλήθειες, κάτι τέτοιο έβλεπε να συμβαίνει και μ’ εκείνη τη Μεγάλη. Ενώ, δηλαδή, ο πυρετός της είχε καταμαράνει όλη τη δύναμη και την έσερνε στο θάνατο, εκείνη, σαν να της ανακούφιζε κάποια δροσιά το σώμα, έστρεφε το νου της ανεμπόδιστο στη θεωρία των υψηλών αληθειών, χωρίς να επηρεάζεται καθόλου από τη βαριά αρρώστια.
Ο Γρηγόριος, αφού βρήκε σε έναν από τους κοντινούς κήπους έτοιμο κάποιο καλοφτιαγμένο κατάλυμα, ξεκουράστηκε κάτω από τη σκιά των αγιοκλημάτων. Πράγματι, όπως ένας δρομέας που ξεπέρασε τον αντίπαλό του και φθάνει πια στο τέρμα του σταδίου, καθώς πλησιάζει το βραβείο και βλέπει το στεφάνι της νίκης χαίρεται σαν να τα κέρδισε ήδη και αναγγέλλει πανηγυρικά στους φίλους θεατές τη νίκη του, από την ίδια διάθεση κι εκείνη τον παρακινούσε να ελπίζει τα καλύτερα γι’ αυτήν. Αφού λοιπόν χάρηκε από το ευχάριστο μήνυμά της, άφησε τον εαυτό του ν’ απολαύσει ό,τι είχε μπροστά του. Ήταν δε αυτά πολλά και διάφορα και η ετοιμασία τους είχε γίνει με πολλή αγάπη, επειδή η φροντίδα της Μεγάλης είχε φθάσει και μέχρι αυτά ακόμη.
Ο Γρηγόριος είχε σκοπό μ’ αυτή την εξιστόρησή του να «ευχαριστήσει» το Θεό, όπως ο ίδιος δηλώνει. Γιατί τη ζωή των γονέων του μας την παρουσίασε λαμπρή και περίβλεπτη για την εποχή εκείνη, όχι τόσο εξ’ αιτίας της περιουσία τους, όσο γιατί έγινε μεγάλη από τη φιλανθρωπία του Θεού. Οι γονείς του πατέρα του, για την ομολογία της πίστεώς τους στο Χριστό, είχαν υποστεί δήμευση της περιουσίας τους. Ενώ ο παππούς από τη μητέρα τους θανατώθηκε από βασιλική αγανάκτηση και η μεγάλη του περιουσία παραδόθηκε σε άλλα αφεντικά. Κι όμως, με την πίστη στο Θεό, τα αγαθά τους αυξήθηκαν τόσο πολύ, ώστε στα χρόνια εκείνα να μην υπάρχει κανείς που να τους ξεπερνά. Όταν πάλι μοιράσθηκε η περιουσία τους σε εννέα μέρη, όσα δηλαδή ήταν τα παιδιά τους, τόσο αυξήθηκε στο κάθε παιδί με την ευλογία του Θεού το μερίδιό του, ώστε η κληρονομιά χωριστά καθ’ ενός παιδιού να ξεπερνάει τη μεγάλη περιουσία των γονέων τους. Στο σημείο αυτό της διήγησης είναι εμφανής η σύνδεση ανάμεσα στη μεγάλη περιουσία και το άφθονο χρήμα από τη μια μεριά, και στη Θεοσέβεια από την άλλη. Τα πρώτα προκύπτουν ως φυσικά επακόλουθα, ως αγαθά αποτελέσματα και καρποί της δεύτερης. Αυτού του είδους η πρώιμη «προτεσταντική» ηθική επεκτείνεται στη συνέχεια της αφήγησής μας. Απ’ όσα δόθηκαν στην ίδια τη Μακρίνα, κατά τη διανομή σε όλα τα αδέλφια, τίποτε δεν κράτησε, αλλά όλα τα παρέδωσε να τακτοποιηθούν, κατά τη θεία εντολή, από τα χέρια του ιερέως. Έγινε δε τόση η περιουσία της, από την ευλογία του Θεού, ώστε να μη σταματούν ποτέ τα χέρια της να απεργάζονται τις εντολές. Ούτε ποτέ απέβλεψε σε ανθρώπινη βοήθεια, ούτε ποτέ από κάποια ανθρώπινη ευεργεσία πήρε αφορμή να ενεργεί φιλάνθρωπα η ίδια. Αλλά ούτε όσους ζητούσαν βοήθεια αποστράφηκε, ούτε επιζητούσε όσους έδιναν χρήματα, γιατί ο Θεός μυστικά με την ευλογία Του, αύξανε όπως τα σπέρματα και τους μικρούς πόρους από την εργασία της σε πλούσιο καρπό. Απ’ τον τρόπο που σχετίζονται στενά, στο σημείο αυτό του λόγου του Γρηγορίου, η αύξηση της περιουσίας με τη φιλανθρωπία και την εργασία, κατανοεί ο αναγνώστης τα μυστικά νήματα που συνδέουν την αιτία με το αποτέλεσμα σ’ αυτό το βασικό σχήμα της πρωτοβυζαντινής κοινωνικής σκέψης.
Όταν, έπειτα, άρχισε εκείνος να της διηγείται τα βάσανά του, πρώτα την εξορία από το βασιλιά Ουάλη, έπειτα τη σύγχυση στις Εκκλησίες από τις αιρέσεις που τους καλούσαν σε αγώνες και κόπους, του είπε: «Στον κόσμο αυτό γι’ αυτόν το λόγο κυρίως καυχόμαστε, γιατί ευτυχούμε και γιατί η καταγωγή μας είναι από γονείς ευγενείς. Ο πατέρας μας θεωρείτο σπουδαίος βέβαια για την εποχή του, ως προς τη μόρφωσή του, αλλ’ όμως η φήμη του σταματούσε στα τοπικά δικαστήρια. Κι αν ακόμη τους υπόλοιπους τους ξεπερνούσε στη ρητορική δύναμη, δε βγήκε από τον Πόντο η φήμη του. Του έφθανε όμως ότι ήταν στην πατρίδα του φημισμένος. Εσύ, όμως, είσαι ονομαστός σε πόλεις, σε δήμους και σε έθνη, κι εσένα, για βοήθεια και διόρθωση, Εκκλησίες σε στέλνουν και Εκκλησίες σε προσκαλούν. Και σε όλα αυτά δε βλέπεις τη χάρη του Θεού; Ούτε καταλαβαίνεις την αιτία των τόσο μεγάλων δωρεών, ότι δηλαδή η ευχή των γονέων μας σε ανεβάζει τόσο ψηλά, παρ’ ότι από μόνος σου δεν είχες καμιά ή έστω μικρή προετοιμασία για ένα τέτοιο έργο;».
Την είχε όμως καταλάβει, ήδη, ελαφρά και συνεχής δύσπνοια. Το κοινό καμάρι της γενιάς τους θα «έφευγε». Ο Γρηγόριος σχεδόν ενθουσιαζόταν από τα όσα έβλεπε, καθώς διαισθανόταν ότι η Μακρίνα έχει ξεπεράσει την ανθρώπινη φύση. Γιατί θεωρούσε ότι ήταν πάνω από τα ανθρώπινα μέτρα η τέλεια αταραξία της ακόμη και τώρα, που βρισκόταν στις τελευταίες της στιγμές και περίμενε το θάνατο. Και το ότι δε δείλιασε μπροστά στον αποχωρισμό της ζωής, αλλ’ αντιμετώπισε με γενναίο φρόνημα, μέχρι την τελευταία της αναπνοή, όσα είχαν αποφασιστεί από τον Θεό, για την επίγεια ζωή της. Έβλεπε τότε ότι εξωτερίκευε στους παρόντες το θείο εκείνο και καθαρό έρωτα προς τον αόρατο Νυμφίο, που έτρεφε μυστικά στα βάθη της ψυχής της και «δημοσιοποιούσε» τη διάθεση της καρδιάς της. Φαινόταν πως βιάζεται να φθάσει προς τον «Ποθούμενο» λυτρωτή, ώστε να βρεθεί κοντά Του όσο γίνεται πιο γρήγορα, απαλλαγμένη από τα δεσμά του σώματος. Στ’ αλήθεια σαν προς εραστή πορευόταν, γιατί τίποτε άλλο από τα ευχάριστα της ζωής δεν μπορούσε να τραβήξει το ενδιαφέρον της.
Ευθύς, από την πρώτη στιγμή που συναντήθηκαν τα δυο αδέλφια, η Μακρίνα του είπε πως θέλει τα δικά του χέρια να της κλείσουν τα μάτια κι από εκείνον να γίνουν οι κανονισμένες φροντίδες για το νεκρό της σώμα. Πλησίασε τότε το παγωμένο από τη λύπη χέρι του πάνω στο πρόσωπό της, όσο για να μη φανεί πως αδιαφόρησε στην εντολή της. Γιατί τα μάτια της δεν είχαν ανάγκη να τα τακτοποιήσει κανείς. Είχαν σκεπασθεί κόσμια με τα βλέφαρά της, όπως γίνεται στην ώρα του φυσικού ύπνου. Τα χείλη της ήταν κλεισμένα όπως έπρεπε. Και τα χέρια της ήταν ευπρεπώς στο στήθος τοποθετημένα. Και όλο το σώμα της έλαβε από μόνο του την αρμόζουσα θέση, ώστε δε χρειαζόταν καθόλου ξένο χέρι να το ευπρεπίσει. Ήταν δύσκολο να παραμείνει κανείς ασυγκίνητος στους γοερούς θρήνους των Μοναζουσών. Γιατί ενώ μέχρι προ ολίγου εκείνες υπέμεναν με ησυχία, κλείνοντας βαθιά στην ψυχή τους τον πόνο τους, και κατέπνιγαν την ορμή τους για θρήνους, από το σεβασμό που της είχαν, σαν να φοβούνταν την επιτίμησή της και τώρα ακόμη που το πρόσωπό της έπαψε να μιλάει, τη φοβερή στιγμή του θανάτου της ξέσπασαν. Πριν φοβόντουσαν μήπως, αν ξέσπαγε καμιά κραυγή θρήνου, παρά την εντολή που είχαν, λυπηθεί η Διδάσκαλός τους. Όταν πλέον δεν ήταν δυνατό να ξεπερασθεί με ησυχία η λύπη, γιατί ο πόνος κατέκαιγε από μέσα τις ψυχές τους, τότε ξαφνικά ξέσπασε ένας πικρός κι ασταμάτητος θρήνος, ώστε δεν μπόρεσε ούτε και αυτός πλέον να συγκρατηθεί. Ο θρήνος σαν ένας πλημμυρισμένος χείμαρρος τον παρέσυρε κάτω από τα νερά του, κι αμελώντας τις υποχρεώσεις του για την ταφή, παραδόθηκε ολόκληρος στη θρηνωδία. Πιο βαριά από τις υπόλοιπες υπέφεραν αυτές που την αποκαλούσαν μητέρα και προστάτη τους. Ήταν δε αυτές, όσες στην περίοδο της πείνας σκορπισμένες στους δρόμους τις μάζεψε, τις τάισε, τις ανέθρεψε και τις οδήγησε στην καθαρή κι αγνή ζωή.