Αρχική Ματιά
Νέο στη Ματιά
Β  Β 
Β 
Β 
Β 
E-books...
Αρχική Βιβλιοθήκης
...Διηγήσεις και βίοι Αγίων Γυναικών της Πρώιμης, Μέσης και Ύστερης Βυζαντινής Περιόδου ως ιστορικές πηγές!
Για να επιστρέψετε στα e-books πατήστε εδώ! Για να επιστρέψετε στην Βιβλιοθήκη πατήστε στην εικόνα της Βιβλιοθήκης!
Β 
Διηγήσεις και βίοι Αγίων Γυναικών της Πρώιμης, Μέσης και Ύστερης Βυζαντινής Περιόδου ως ιστορικές πηγές
Β 
προηγούμενη σελίδα
Σελίδα 5 από 9
επόμενη σελίδα

Μόνικα
Αυρηλίου Αυγουστίνου, επισκόπου Ιππώνος Εξομολογήσεις (Απόσπασμα)

Η αγία Μόνικα γεννήθηκε το 331 στην Ταγάστη της Νουμιδίας από χριστιανούς γονείς. Παντρεύτηκε τον πολιτικό υπάλληλο και κτηματία Πατρίκιο, ο οποίος ήταν ειδωλολάτρης, άνθρωπος οξύθυμος αλλά και στοργικός. Γνωστά τέκνα του ζεύγους είναι ο πρωτότοκος Αυγουστίνος, ο Ναβίγιος και μια θυγατέρα, που έγινε ηγουμένη σε γυναικεία μονή της Ιππώνος. Το 371 πέθανε ο Πατρίκιος, αφού προηγουμένως με τις παρακλήσεις της ευσεβούς Μόνικας είχε βαπτιστεί Χριστιανός, ένα χρόνο πριν.
Στα επόμενα 16 χρόνια η Μόνικα αγωνίστηκε με δάκρυα και προσευχή για τη μεταστροφή του Αυγουστίνου στην Εκκλησία, ο οποίος για τον λόγο αυτό ονομάστηκε «ο γιός των δακρύων» (Εξομολογήσεις 12, 12, 21). Τελικά με χαρά είδε τον Αυγουστίνο, τον εγγονό της Αδεοδάτο και τον φίλο τους Αλύπιο να βαπτίζονται από τον άγιο Αμβρόσιο Μεδιολάνων στις 24 Απριλίου του 387. Η Μόνικα πέθανε το ίδιο έτος στην Όστια, το επίνειο της Ρώμης, επιστρέφοντας στη γενέτειρά της.
Ανατράφηκε λοιπόν η μητέρα του Αγίου Αυγουστίνου στην αρετή και την εγκράτεια και ήταν πειθαρχική στους γονείς της περισσότερο μέσα από το Θεό παρά στο Θεό μέσω των γονέων της. Όταν έφτασε σε ηλικία γάμου της έδωσαν σύζυγο, στον οποίο υποτασσόταν σ’ αυτόν σύμφωνα με τις επιταγές του Κυρίου. Υπέμενε με τόση υπομονή τις απιστίες του, ώστε ποτέ δεν δημιουργήθηκε ανάμεσά τους η παραμικρή φιλονικία γι’ αυτό. Εκείνη όμως ήξερε να αντιμετωπίζει τον θυμό του με το να μην απαντά, ούτε με πράξεις ούτε με λόγια. Μόλις περνούσε η κρίση και τον έβλεπε ήρεμο και σε καλή διάθεση, τότε του μιλούσε για τη συμπεριφορά του προς αυτή, αν κατά τύχη είχε παραφερθεί υπερβολικά. Πολλές γυναίκες παντρεμένες με πιο ήπιους άνδρες είχαν πολλές φορές επάνω τους ίχνη από χτυπήματα μέχρι και παραμορφωμένο πρόσωπο, και στις κουβέντες τους μεταξύ τους στιγμάτιζαν τη συμπεριφορά των συζύγων τους. Η μητέρα του αγίου Αυγουστίνου καυτηρίαζε τη γλώσσα τους και, χαριτολογώντας, τους ανέφερε τη σοβαρή προειδοποίηση, ότι από τη στιγμή που διαβάστηκε το συμβόλαιο του γάμου τους έπρεπε να το πάρουν απόφαση ότι μ’ αυτό το έγγραφο γίνονταν επίσημα δούλες. Γι’ αυτό δεν έπρεπε να ξεχνούν την κατάστασή τους και να φέρονται με υπερηφάνεια στους συζύγους τους.
Η πεθερά της είχε επηρεασθεί στην αρχή εναντίον της από κάποιους ψιθύρους κακόβουλων υπηρετριών. Η Μόνικα όμως την κέρδισε με τις περιποιήσεις, την υπομονή και τη γλυκύτητά της. Τότε η ίδια η πεθερά της κατήγγειλε στον γιό της τις κακογλωσσιές των υπηρετριών, που δημιούργησαν αντίθεση ανάμεσα σ’ αυτήν και τη νύφη της, και ζήτησε την τιμωρία τους. Ο Πατρίκιος, υπακούοντας στη μητέρα του και μεριμνώντας για την τάξη μέσα στην οικογένεια και την ομόνοια ανάμεσα στα μέλη της, τιμώρησε με μαστίγωση αυτές που καταγγέλθηκαν σαν ένοχες. Κι η μητέρα του υποσχέθηκε την ίδια ανταμοιβή σ’ οποιαδήποτε θα της έλεγε στο εξής κακό για τη νύφη της για να γίνει αρεστή σ’ αυτή. Καμιά πια δεν τόλμησε να το κάνει κι από τότε οι δύο γυναίκες έζησαν μεταξύ τους μέσα σε θαυμαστή ομόνοια (Αντίθετα με τον Αυγουστίνο, ο οποίος φαίνεται ότι δέχεται τη σωματική τιμωρία, ο Ι. Χρυσόστομος κατακρίνει με αυστηρότητα τον ξυλοδαρμό των δούλων γυναικών. Βλ. Εις Εφεσ. Ομιλία 15,3 PG 62, 109-110: «Η δείνα την δούλην τύπτει την αυτής. Τι τούτου γένοιτω αν αναισχυντότερον; Ουχ οράς πως αισχρόν πράγμα γυναίκα τύπτεσθαι;... Αισχύνη γαρ ανδρί γυναίκα τύπτειν...»).
Γιατί η Μόνικα υπήρξε «σύζυγος ενός μόνο άνδρα», στους γονείς της έδειξε ευγνωμοσύνη για όσα της έδωσαν, κυβέρνησε το σπίτι της με ευσέβεια και έδωσε με τις «καλές πράξεις της την καλή μαρτυρία». Ανέθρεψε τα παιδιά της με αγώνα και πόνο, σαν να τα ξαναγεννούσε κάθε φορά που τα έβλεπε να ξεστρατίζουν από το σωστό δρόμο.
«Συνέβη», διηγείται ο Αυγουστίνος «όπως πιστεύω από κάποιο μυστικό δικό Σου σχέδιο, να βρισκόμαστε μόνοι, εκείνη κι εγώ, ακουμπισμένοι στο παράθυρο απ’ όπου διακρινόταν ο κήπος του σπιτιού όπου μέναμε. Από κει φαίνονταν οι εκβολές του Τίβερη στο λιμάνι της Όστιας, όπου ξαναπαίρνοντας δυνάμεις από ένα μακρινό ταξίδι θα επιβιβαζόμασταν στο πλοίο. Αλλά ο αδελφός μου κάτι είπε σαν να ευχόταν μια πιο ευτυχισμένη τύχη, να πεθάνει δηλαδή η μητέρα μου όχι στην ξένη γη αλλά στην πατρίδα. Ξέροντας πόση φροντίδα κατέβαλε κάποτε για την ταφή της, που την είχε προβλέψει και ετοιμάσει δίπλα στο σώμα του συζύγου της, η ίδια γη να καλύψει την τέφρα και των δύο συζύγων, σκεφτόμουν πως, μετά από εννιά μέρες αρρώστιας, στα πενήντα έξι χρόνια της και στα τριάντα τρία της δικής μου ζωής, η θρησκευτική εκείνη και ευσεβής ψυχή αποχωρίστηκε από το σώμα. Ο Ευώδιος πήρε το ψαλτήρι κι άρχισε ν’ απαγγέλει έναν ψαλμό. Εμείς, όλοι μαζί, τον επαναλαμβάναμε. Ήταν ο ψαλμός. «Την ευσπλαχνία και την δικαιοκρισία σου θα υμνολογήσω, Κύριε». Όταν έγινε γνωστό το γεγονός του θανάτου της μητέρας μου, μαζεύτηκαν σε μας πολλοί αδελφοί και ευσεβείς γυναίκες. Κι ενώ οι αρμόδιοι φρόντιζαν σύμφωνα με τη συνήθεια για την κηδεία, εγώ, παράμερα, μαζί μ’ εκείνους που δεν ήθελαν να μ’ αφήσουν μόνο, μιλούσα για θέματα σχετικά με την περίσταση. Ενώ προσφέραμε για κείνη τη θυσία της λυτρώσεώς μας μπροστά στη σωρό της, που είχε τοποθετηθεί κοντά στον τάφο πριν τον ενταφιασμό, σύμφωνα με το τοπικό έθιμο, ούτε λοιπόν την ώρα αυτή των προσευχών έχυσα δάκρυα. Έπειτα μου φάνηκε καλό να πάω στα λουτρά, γιατί είχα ακούσει ότι τα λουτρά ονομάζονται από την ελληνική λέξη «βαλανείον», γιατί διώχνουν την αγωνία από την ψυχή. Γιατί όταν πλησίαζε η στιγμή του θανάτου της, δεν σκέφτηκε καθόλου να ζητήσει να ταφεί το σώμα της με επισημότητα, ούτε να αλειφθεί με αρώματα, ούτε επιθύμησε λαμπρό μνημείο, ούτε ετοίμασε τάφο στην πατρίδα της. Δεν ζήτησε από μας τέτοια πράγματα. Ας αναπαύεται λοιπόν ειρηνικά κοντά στον σύζυγό της, που ήταν ο μοναδικός άνδρας της ζωής της. Αυτόν υπηρέτησε πιστά και πρόσφερε σ’ Εσένα τους καρπούς της με υπομονή, για να κερδίσει κι αυτόν για Σένα».

Β 

Νικαρέτη

Όταν συνέβη στην Κωνσταντινούπολη μεγάλη αναταραχή και πολλοί θρήνοι, ούτε και τότε σταμάτησαν να αγαπούν τον Ιωάννη Χρυσόστομο. Δημόσια δεν συγκεντρώνονταν πια, πολλοί δεν σύχναζαν ούτε στην αγορά, ούτε στα λουτρά και για μερικούς ήταν επικίνδυνο να μένουν στα σπίτια τους. Αυτοεξόριστοι πολλοί έφυγαν από την πόλη, πολλοί επίσημοι άνδρες και αξιόλογες γυναίκες. Ανάμεσα σ’ αυτές ήταν και η Βιθυνή διακόνισσα Νικαρέτη, που καταγόταν από επίσημη γενιά ευπατρίδων της Νικομηδείας, ξακουστή για την αρετή του βίου της και την τέλεια παρθενία της. Αυτή ήταν περισσότερο μετριόφρων απ’ όλες τις διάσημες γυναίκες, χαρακτηριστική για το ήθος της, τα λόγια της και τον τρόπο της ζωής της, αφιερωμένη μέχρι θανάτου στα θεία κι όχι στα βιωτικά. Ήταν ικανή να αντιστέκεται με την ανδρεία της και τη φρόνησή της σε κάθε περιπέτεια που προέρχονταν από δύσκολες καταστάσεις, αφού δεν αγανακτούσε που άδικα της αφαιρέθηκε ένα μεγάλο μέρος από την πατρική περιουσία της και, ενώ της έμειναν λίγα, με την άριστη οικονομική της διαχείριση αν και ήταν αρκετά μεγάλης ηλικίας, είχε ό,τι χρειαζόταν για να ζει μαζί με τους δικούς της και μάλιστα μπορούσε να χορηγεί και σε άλλους άφθονα υλικά αγαθά. Ήταν φιλάνθρωπη και αγαπούσε το καλό και γι’ αυτό παρασκεύαζε διάφορα φάρμακα για τους φτωχούς αρρώστους. Έτσι λοιπόν εξυπηρέτησε πολλούς γνωστούς, ώστε να μην έχουν ανάγκη να καταφεύγουν στους συνηθισμένους γιατρούς. Έχοντας βοηθό της κάποια θεϊκή καθοδήγηση, έφερνε σε αίσιο πέρας ο,τιδήποτε επιχειρούσε. Και για να μιλήσω συνοπτικά, καταλήγει ο άγνωστος συγγραφέας, από τις διάσημες γυναίκες της εποχής μας, δεν γνώρισα άλλη με τέτοια επίδοση σαν τη δική της στο ήθος, στη σεμνότητα και γενικά σε κάθε αρετή. Η τάξη των διακονισσών υπήρχε ήδη στην αποστολική Εκκλησία και αναπτύχθηκε στους βυζαντινούς χρόνους. Με ειδική χειροτονία η διακόνισσα αναλάμβανε το αξίωμα αυτό στο ιερό Βήμα κατά τη θεία Λειτουργία μόνο από επίσκοπο και με χειροθεσία. Η λειτουργική αυτή πράξη έχει τα γνωρίσματα της χειροτονίας των ανωτέρων κληρικών και ελάχιστα διαφέρει από τη χειροτονία του διακόνου. Η διακόνισσα λάμβανε το ωράριο και μεταλάμβανε τη θεία Κοινωνία στην αγία Τράπεζα. Τα καθήκοντά της ήταν διάφορες λειτουργικές υπηρεσίες, έργα αγάπης, κατήχηση, ιεραποστολή. Για τον θεσμό των διακονισσών βλ. Ευαγ. Θεοδώρου, Η «χειροτονία» ή «χειροθεσία των διακονισσών», Αθήνα 1954 και «Διακόνισσα», ΘΗΕ 4, 1144-1151. C. Vagaggini, “L’ ordinazione delle diaconesse nella tradizione greca e bizantina”, OCP 40(1974) 145-189. R. Gryson, The Ministry of Women in the Early Church, Collegeville, Minn. 1976 και A. G. Martimort, Les deaconesses: Essai historique, Roma 1982. Σχετικά με την ηλικία των διακονισσών, αρχικά η χειροτονία τους γινόταν μετά το εξηκοστό έτος (βλ. Α΄ Τιμ. 5, 9-10. Codex Theodosianus 16, 2, 27 και Σωζομενού, Εκκλησιαστική ιστορία 7, 16, PG 67, 1461C- 1464A). Αργότερα όμως ως όριο ηλικίας ορίστηκε το τεσσαρακοστό (βλ. Κανών ιε΄ της Δ΄ οικουμενικής Συνόδου και Κανών ιδ΄ της Πενθέκτης). Οι εξαιρέσεις ήταν συχνές. Η Ολυμπιάδα π.χ. χειροτονήθηκε από τον πατριάρχη Νεκτάριο (381-397) πολύ πριν γίνει σαράντα. Βλ. Σωζομενού, ό.π., 8,9, PG 67, 1537C- 1540A: «...καίπερ νέαν χήραν γενομένην... διάκονον εχειροτόνησε Νεκτάριος». Βλ. επίσης Ολυμπιάς 6 και 7, 1, σ. 326 και 330. Δομνίκα 10, 2, σ. 212. Ειρήνη Χρυσοβαλάντου 23, 2, σ. 258. Ευσεβεία η Ξένη 11, 3, σ. 144. Βασιλίνα, 4, σ. 52. Εισαγωγικό σημείωμα, 4, σ.14, σημ. 4 και Ματρώνα Περγηνή 26. Η Νικαρέτη δεν αναφέρεται στα Συναξάρια. Για τη σχετική βιβλιογραφία βλ. J.-M. Sauget, “Nicarete”, BS 9, 852-853 και Prosopography 2, σ. 781. Το κείμενο περιέχεται στο έργο του Σωζομενού, Εκκλησιαστική ιστορία 8,23, PG 67, 1576A-D. Βλ. επίσης Νικηφόρου Καλλίστου, Εκκλησιαστική ιστορία 13,25, PG 146, 1016A- C. Αυτή, αν και είχε πολλά χαρίσματα, περνούσε απαρατήρητη από τους πολλούς. Πάντοτε ζούσε στην αφάνεια με ταπείνωση και ασκητική ζωή και ποτέ δεν επιδίωξε τίποτε, ούτε το αξίωμα της διακόνου, ούτε δέχτηκε να ηγηθεί κοριτσιών αφιερωμένων στον Θεό - αν και πολλές φορές ο Ιωάννης Χρυσόστομος την παρακίνησε να το κάνει.

Β 

Νίνο

Τότε που βασίλευε ο Μέγας Κωνσταντίνος λένε πως οι Ίβηρες γνώρισαν το Χριστό. Πρόκειται για βάρβαρο, πολυπληθές και πολύ πολεμικό έθνος. Κατοικούν στα ενδότερα της βόρειας Αρμενίας. Μια χριστιανή γυναίκα αιχμάλωτή τους, συνετέλεσε ώστε αυτοί να εγκαταλείψουν τη θρησκεία των προγόνων τους. Αυτή είχε μεγάλη πίστη, σεβόταν πάρα πολύ το Θεό και εξαιτίας των αλλόφυλων δεν πρόδωσε το συνηθισμένο τρόπο της ζωής της. Αγαπημένη της απασχόληση ήταν η νηστεία, η προσευχή και η δοξολογία του Θεού νύχτα-μέρα. Οι βάρβαροι ζητούσαν να μάθουν για ποιο λόγο ζει έτσι κι αυτή απαντούσε σεμνά ότι έτσι πρέπει να τιμά τον Υιό του Θεού, κάτι που φαινόταν παράξενο σ’ αυτούς, δηλαδή και το όνομα της θρησκείας και τα σχετικά με τη λατρεία της.
Συνέβη κάποτε ένα μικρό παιδί να αρρωστήσει βαριά και η μητέρα του γύριζε όλα τα σπίτια και το έδειχνε, γιατί υπάρχει ένα έθιμο στους Ίβηρες να το κάνουν αυτό, μήπως βρεθεί κάποιος να θεραπεύσει την αρρώστια και απαλλαγούν έτσι εύκολα απ’ αυτήν οι ασθενείς. Στην περίσταση αυτή η χριστιανή αιχμάλωτη είπε στην απελπισμένη μητέρα: «Φάρμακα, δηλαδή αλοιφές ή έμπλαστρα ούτε ξέρω ούτε έχω χρησιμοποιήσει ποτέ. Ωστόσο με τη βοήθεια του Θεού θα προσπαθήσω να σώσω το παιδί».
Ύστερα από λίγο καιρό και τη σύζυγο του βασιλιά των Ιβήρων, ενώ επρόκειτο να πεθάνει από ανίατη αρρώστια, με τον ίδιο τρόπο διέσωσε και έτσι της γνώρισε το Χριστό, τον οποίο παρουσίαζε χορηγό υγείας, ζωής, βασιλείας και Κύριο όλων. Η βασίλισσα ύστερα από αυτό το γεγονός της σωτηρίας της πίστεψε στα λόγια της αιχμάλωτης, ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό και τιμούσε πάρα πολύ την αιχμάλωτη. Πρόσταξε με δώρα να την ανταμείψουν. Ο Βασιλιάς της Ιβηρίας, γιατί καταλάβαινε το παράξενο της υποθέσεως και γιατί σεβόταν την προγονική θρησκεία, είχε τις αντιρρήσεις του. Ύστερα από λίγο με την ακολουθία του πήγε στο δάσος να κυνηγήσει. Εκεί, συναντώντας τον η χριστιανή αιχμάλωτη, του είπε όσα μπορεί να πει και να κάνει μια γυναίκα: Έπεισε όλους τους άνδρες να λατρεύουν το Χριστό και η βασίλισσα μαζί με την αιχμάλωτη όλες τις γυναίκες. Με ενθουσιασμό αποφάσισαν να οικοδομήσουν εκκλησία. Αφού έκτισαν γύρω-γύρω τον περίβολο του ναού, σήκωναν τις κολώνες με μηχανήματα και τις στήριζαν πάνω στις βάσεις τους. Λένε πως αφού ανύψωσαν την πρώτη και δεύτερη κολώνα, παρουσίασε δυσκολίες το στήσιμο της τρίτης. Ούτε η τέχνη των ειδικών ούτε η δύναμη που χρησιμοποιήθηκε κατόρθωσε κάτι, παρόλο που ήταν πολλοί αυτοί που τραβούσαν την κολώνα. Αφού σηκώθηκε μέχρι τη μέση η κολώνα και καρφώθηκε το κάτω μέρος της στο έδαφος, έμεινε σ’ αυτή τη θέση ακίνητη και λοξά τοποθετημένη. Γρήγορα, αφού οικοδομήθηκε η εκκλησία, με εισήγηση της αιχμάλωτης στέλνουν απεσταλμένους στο βασιλιά Κωνσταντίνο προσφέροντας συμμαχία και φιλία και σε αντάλλαγμα παρακαλούσαν να στείλει ιερείς στο έθνος τους. Διηγήθηκαν οι πρέσβεις τι συνέβη στο έθνος τους και πως όλοι οι Ίβηρες με πολύ σεβασμό λατρεύουν το Χριστό. Ο βασιλιάς των «Ελλήνων» ευχαριστήθηκε από αυτά που είπαν οι απεσταλμένοι και αφού ικανοποίησε όλες τις απαιτήσεις τους, τους αποχαιρέτησε. Έτσι λοιπόν οι Ίβηρες γνώρισαν το Χριστό και ακόμα και σήμερα με επιμέλεια τον λατρεύουν.

Η διήγηση του Ιακώβου για τον Τίμιο Σταυρό.
(Το κείμενο είναι απόσπασμα από τα γεωργιανό χρονικό Moktzevai Kart’hlisai, Ο προσηλυτισμός της Γεωργίας. Στο κεφ. 3ε. του έργου αυτού, υπάρχει εκτενής αφήγηση του βίου της αγίας Νίνο και ακολουθούν σχετικές διηγήσεις των μαθητών της, όπως π.χ. της Σαλομέ Ουτζαρμέλι, του Αβιάθαρ, της Σιδωνίας, του Ιακώβου και τέλος οι διαθήκες του βασιλέα Μιριάν. Το κείμενο της διηγήσεως του Ιακώβου περιέχεται στο Moktzevai Kart’hlisai, Tbilisi 1979, σ. 348- 350.)
«Κατά το χάραμα, μόλις κόντευε η αυγή, ξεχώριζαν δύο άστρα. Το ένα κατευθυνόταν προς την ανατολή και το άλλο προς τη δύση. Το πιο μεγάλο και λαμπρό αστέρι, όπως και πριν, προχωρούσε σιγά-σιγά προς την απέναντι όχθη του Αράγβι και σταματούσε πάνω στον απόκρημνο βράχο, κοντά στη βρυσούλα που γεννήθηκε από τα δάκρυα της αγίας Νίνο και από εκεί ανηφόριζε πάλι στον ουρανό. Η Ουτζάρμα και η κωμόπολη Μπόντι, παρήγγειλε η αγία Νίνο να μην ανταγωνίζονται με την πόλη των βασιλέων, γιατί εκεί υπάρχει μεγάλο πλήθος ανθρώπων. Όταν έφτασε ο Τίμιος Σταυρός η μακαρία Νίνο έκλαιγε. Μαζί της έκλαιγε ο βασιλιάς, όλοι οι πρίγκηπες και μεγάλο πλήθος ανθρώπων. Από τους θρήνους των ανδρών, των γυναικών και των παιδιών αντιλαλούσαν τα βουνά. Γονάτισαν ο βασιλιάς, οι πρίγκηπες και όλο το πλήθος των ανθρώπων, προσκύνησαν τον θαυματουργό Σταυρό, Οι αρχόντισσες δεν απομακρύνονταν από την εκκλησία, από τον στύλο του φωτός και από τον ζωοδόχο Σταυρό, γιατί ήταν μάρτυρες αναρίθμητων θαυμάτων και εκπληκτικών θεραπειών. Και στην Μτσχέτα άφησε τον πρώην ιερέα των Εβραίων Αβιάθαρ, που έγινε δεύτερος Παύλος».

Β 

Αγίου Γρηγορίου Νύσσης: Εις τον βίον της Οσίας Μακρίνης. Μια εκδοχή της ανδρικής οπτικής στη γυναικεία φύση.

Οδοιπορώντας ανάμεσα στους πλούσιους λειμώνες της Πατερικής γραμματείας, συνάντησα στο μικρό αυτό κείμενο του Γρηγορίου Νύσσης, την πρωτοπόρο γυναικεία οσιακή μορφή, της οποίας η προσωπική ζωή «μεθόριος ην της τε ανθρωπίνης και της ασωμάτου φύσεως». (Γρηγόριος Νύσσης).
Γνώρισα την «Θεολόγον», την «Φιλόσοφον», την «Διδάσκαλον», που με το παράδειγμά της έθρεψε πνευματικά χορείες παρθένων, και τις οδήγησε προς την Άνω Σιών (Άνω Ιερουσαλήμ - Ουράνια Βασιλεία). Θαύμασα την καλλιτέχνη, που σφυρηλάτησε μεθοδικά και αρμολόγησε με τέχνη τα πρώτα λιθάρια, για το χτίσιμο της προσωπικότητας των αγίων Αδελφών της- Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας - Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου Νύσσης, Πέτρου Σεβάστειας και Ναυκρατίου.
Ο Άγιος Γρηγόριος, επίσκοπος Νύσσης, ανήκει στη χορεία των Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας . «Πατήρ Πατέρων» κατά τον τίτλο που η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος (787), τετρακόσια χρόνια μετά την κοίμησή του, του απένειμε (Mansi: Collectio Consiliorum 3,851). Γεννήθηκε περί το 335 μ.Χ., στη Νεοκαισάρεια του Πόντου, από γονείς ευσεβείς, πλούσιους και ευπαιδεύτους: τον ονομαστό ρήτορα Βασίλειο και την ευλαβέστατη και λογία Εμμέλεια. Ήταν νεώτερος αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου και της Οσίας Μακρίνας και από αυτούς διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα, καθώς ο ίδιος ομολογεί. Τα εγκύκλια μαθήματα έλαβε στην πατρίδα του Νεοκαισάρεια. Λόγω του θανάτου του πατέρα τους δεν μπόρεσε να φοιτήσει, όπως ο Μ. Βασίλειος, σε άλλες μακρινές φημισμένες Σχολές της εποχής του. Χαρισματικός όμως καθώς ήταν, τη στέρηση αυτή την αναπλήρωσε με προσωπική σπουδή και μελέτη και απέκτησε υψηλή φιλοσοφική και θεολογική μόρφωση, ώστε από απόψεως φιλοσοφικής, τουλάχιστον, να υπερτερεί του μεγάλου του αδελφού, του Βασιλείου. Από την λόγια μητέρα του και την μεγάλη αδελφή του Μακρίνα δέχθηκε συστηματική Χριστιανική παίδευση. Τέτοια που και οι ίδιες είχαν λάβει από τη σοφή και φωτισμένη «γιαγιά Μακρίνα», η οποία υπήρξε μαθήτρια του Επισκόπου Νεοκαισάρειας, Γρηγορίου του Θαυματουργού, περί το 270 μ.Χ. Η δυνατή προσωπικότητα της «γιαγιάς», έθρεψε με τη φλογερή πίστη και τη φωτεινή διδαχή της τρεις γενεές της οικογενείας της. Έγινε κατ’ αρχάς φορέας της Χριστιανικής αλήθειας στο σύζυγό της, ώστε να υπομείνει κι αυτός μαζί της καρτερικά το διωγμό του Ρωμαίου Μαξιμίνου, περί το 311 μ.Χ. Μπροστά στο δίλημμα: τον Χριστό ή τα πλούτη τους, δεν προβληματίσθηκαν καθόλου. Επέλεξαν τον Χριστό, ζώντας με κακουχίες στα βουνά του Πόντου μια επταετία, μακριά απ’ το πλούσιο αρχοντικό τους, για να μη θυσιάσουν στα είδωλα και τον αρνηθούν. Για την πίστη τους και την αφοσίωσή τους αυτή στην Εκκλησία έγιναν θρύλος, που πολλές γενιές κατοπινές ενέπνεε το παράδειγμά τους. Η ίδια στάλαξε αργότερα τα νάματα της πίστεως στην ψυχή του γιου της, ρήτορα Βασιλείου και της συζύγου του Εμμέλειας και αυτοί με τη σειρά τους στις ψυχές των δέκα παιδιών που απόκτησαν. Τα δυο μεγαλύτερα από αυτά, η Μακρίνα και ο Βασίλειος, ευτύχησαν ν’ ακούσουν την ίδια τη γιαγιά και να δεχθούν στις εύπλαστες παιδικές ψυχές τους να τους ρίχνει το θείο σπόρο, ταπεινά και αθόρυβα, αλλά συστηματικά και με συνέπεια, έχοντας επίγνωση της αποστολής της. Γι’ αυτήν ο Μ. Βασίλειος σε μια επιστολή του προς τους Νεοκαισαρείς αναφέρει: «Πίστεως δε της ημετέρας τις αν και γένοιτο εναργεστέρα απόδειξις ή ότι τραφέντες ημείς υπό τήθη μακαρία γυναικί παρ’ υμών ωρμημένη; Μακρίναν λέγω την περιβόητον, παρ’ ης εδιδάχθημεν τα του μακαριωτάτου Γρηγορίου ρήματα όσα προς αυτήν ακολουθία μνήμης διασωθέντα αυτή τε εφύλασσε και ημάς έτι νηπίους όντας έπλαττε και εμόρφου τοις της ευσεβείας δόγμασι» (Β.Ε.Π.Ε.Σ. 55 Μ. Βασιλ. Επιστ. 204).
Σ’ αυτή τη ρίζα -τη γιαγιά- που υπήρξε Ομολογήτρια, όχι μόνο στο διωγμό αλλά και σε όλη της τη ζωή, και πέθανε περί το 340, οφείλουν την ανατροφή τους, κατά το μεγαλύτερο μέρος, και οι πέντε άγιοι εγγονοί της: Ο Βασίλειος, ο Μέγας της Καισαρείας φωστήρ, η Οσία Μακρίνα, την οποία πρόκειται ο τρίτος αδελφός τους Γρηγόριος, επίσκοπος Νύσσης, να μας εγκωμιάσει στην επιστολή του, ο λιγότερο ίσως γνωστός ασκητής Ναυκράτιος, όπως θα τον γνωρίσουμε στην ίδια επιστολή και ο Πέτρος, επίσκοπος Σεβάστειας, ο τελευταίος βλαστός της οικογένειας. Δεν κληρονόμησαν μόνον από την ποντιακή οικογένεια του πατέρα τους την αγαθή φύση και την κλίση σε ό,τι ευγενικό και πνευματικό. Αλλά και η καταγωγή τους από την ένδοξη καππαδοκική οικογένεια της μητέρας τους, τους κληροδότησε πλούτο πνευματικών χαρισμάτων, που συνέβαλε πολύ στο «Βίο και την πολιτεία» τους. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος μας διασώζει την πληροφορία ότι ο πατέρας της Εμμέλειας, πλούσιος κι ευγενής, πέθανε ως μάρτυρας της Εκκλησίας, αλλά δεν γνωρίζουμε δυστυχώς το όνομά του. (Β.Ε.Π.Ε.Σ. τομ. 60, Γρηγ. Θεολόγου Επιτάφιος εις Μ. Βασίλ. γ΄).
Ο Γρηγόριος, στην αρχή της σταδιοδρομίας του αφοσιώθηκε με ζήλο στην ενασχόληση με τη ρητορική τέχνη. Με τις συμβουλές όμως και τις παροτρύνσεις του αδελφού του Βασιλείου, του φίλου τους Γρηγορίου του Θεολόγου και, κυρίως, της μεγάλης αδελφής του Μακρίνας, στράφηκε στη ζωή της ησυχίας και της ασκήσεως. Αναφέρεται ότι παντρεύτηκε τη Θεοσέβεια, αδελφή του Γρηγορίου του Θεολόγου. Γι’ αυτή γνωρίζουμε ότι χειροτονήθηκε διακόνισσα, μόλις ο σύζυγός της ανήλθε στο επισκοπικό αξίωμα. Επίσης ότι στο θάνατό της, το 385, έγραψε προς το σύζυγό της παραμυθητική επιστολή ο αδελφός της Γρηγόριος. Την αποκαλεί δε εκεί «όντως ιεράν, το της Εκκλησίας καύχημα... το του Χριστού καλλώπισμα, το της καθ’ ημάς γενεάς όφελος, την γυναικών παρρησίαν...». (Β.Ε.Π.Ε.Σ. τόμ. 60 επιστ.197).
Ο Γρηγόριος Νύσσης, ως επίσκοπος της τοπικής Εκκλησίας, πάλεψε να διαφυλάξει το ποίμνιό του απ’ τις αιρέσεις της πρώιμης βυζαντινής περιόδου. Καρπός αυτών των αγώνων του είναι και τα περισσότερα έργα της γραφίδας του. Αντιπαθής στους Αρειανούς, στον επισκοπικό θρόνο δοκίμασε θλίψεις, συκοφαντίες, εξορίες, διωγμούς και, στο τέλος, κάποια καταδικαστική απόφαση, το 376, τον καθήρεσε. Μετά όμως από δύο χρόνια κι αφού με το θάνατο του Ουάλη αποκαταστάθηκε η ειρήνη στην Εκκλησία, επανήλθε στην επισκοπή του όπου το ποίμνιό του τον υποδέχτηκε με ειλικρινή ενθουσιασμό. Στην αρχή του επομένου έτους 379, την 1η Ιανουαρίου, ο αδελφός του Μ. Βασίλειος πέθανε και ο Γρηγόριος τον εγκωμίασε με επιτάφιο λόγο. Την άνοιξη του ίδιου έτους έλαβε μέρος στη σύνοδο της Αντιόχειας. Η Σύνοδος αυτή τον διάλεξε «ίνα μεταβή και βοηθήση τας εκκλησίας Αραβίας και Βαβυλώνος, αι οποίαι είχον χάσει την γραμμήν της ειρήνης και της ευπρεπείας» (Ε.Π.Ε. Γρ. Νύσσης 1, σελ.29). Τότε ακριβώς είχε την ευκαιρία να επισκεφθεί τα Ιεροσόλυμα, γεγονός που αναφέρει στην αρχή της επιστολής του αυτής. Το 380 ο Γρηγόριος εξελέγη ακουσίως επίσκοπος Σεβάστειας. Μετά από μερικούς μήνες απαλλάχτηκε από τις υποχρεώσεις του εκεί και επανήλθε στη Νύσσα. Όταν το 381 έλαβε μέρος στη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, του ανέθεσαν την εναρκτήρια ομιλία των εργασιών της Συνόδου, τον επικήδειο λόγο στον εκεί αποθανόντα πρόεδρο της Συνόδου Μελέτιο Αντιοχείας, και την ομιλία στην ενθρόνιση του Γρηγορίου του Θεολόγου ως Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως. Γεγονότα που μαρτυρούν την αναγνώριση του κύρους του και την εκτίμηση της αξίας του απ’ τους συγχρόνους του.
Ιδιαίτερα ο τότε αυτοκράτωρ Θεοδόσιος εκτιμούσε βαθύτατα τον επίσκοπο Νύσσης. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι του ανέθεσαν τον επικήδειο λόγο στο θάνατο πρώτα της Πουλχερίας, θυγατέρας του Θεοδοσίου, και αργότερα της Αυγούστας Πλακίλλας, περί το 386. Ο ίδιος ο Θεοδόσιος τον θεωρεί ως κριτήριο και υπογραμμό του Δόγματος, προς τον οποίο οφείλουν να συμφωνούν όσοι θέλουν να είναι Ορθόδοξοι. Τα γεγονότα της ζωής του από το έτος αυτό μέχρι του θανάτου του, που τοποθετείται περί το 395, δεν μας διασώθηκαν, εκτός από το ότι το 394 έλαβε μέρος στη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως, όπου και πάλι προτιμήθηκε να μιλήσει στα εγκαίνια ναού, σε προάστιο της πόλεως. Η όλη «πολιτεία» του λάμπρυνε την άσημη ως τότε επισκοπή της Νύσσης, καθιστώντας την φημισμένη και ισάξια με την επισκοπή Νεοκαισάρειας. Έτσι εφαρμόστηκαν και στον ίδιο τα λόγια του αδελφού του, Μ. Βασιλείου, που είχε γράψει βέβαια για τον άλλο Γρηγόριο, το Θεολόγο: «έστω Επίσκοπος μη εκ του τόπου σεμνυνόμενος, αλλά τον τόπον σεμνύνων αφ’ εαυτού».(Β.Ε.Π.Ε.Σ. τόμ. 55, επιστ.98).
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί στα έργα του ο Γρηγόριος Νύσσης είναι ζωντανή και διακρίνεται από καλλιέπεια και πλούσια ρητορικά σχήματα. Η αφθονία μεταφορών, αντιθέσεων, αλληγοριών, ασύνδετων, ομοιοτέλευτων, οξύμωρων, γνωμικών, η συνήθειά του να συγκρίνει την εκάστοτε εγκωμιαζόμενη μορφή με πρόσωπα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, η πρωτοτυπία των νοημάτων, η έντεχνα δουλεμένη φράση είναι ό,τι κατ’ εξοχήν χαρακτηρίζει το ύφος του αγίου Γρηγορίου.

προηγούμενη σελίδα
Σελίδα 5 από 9
επόμενη σελίδα
Β 
Up
Β 
Β 
Β 
Αυτό το ebook είναι της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη και δημοσιεύεται στην Ματιά με την άδεια της. Εμείς από αυτές τις γραμμές θέλουμε να ευχαριστήσουμε θερμά την συγγραφέα του για την άδεια δημοσίευσης που μας έδωσε.
Τα πνευματικά δικαιώματα του ανήκουν στην συγγραφέα του, Αμαλία Κ. Ηλιάδη. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα. (Νόμος 2121/1993 & διεθνής σύμβαση της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν.100/1975).
Για να μάθετε για την Αμαλία Κ. Ηλιάδη κάντε κλικ εδώ.
Β 
Β 
Β 
Περιεχόμενα Βιβλίου
Β 
Δείτε:
Διάφορα
Θρησκεία
Πρόσωπα
Ημέρες
Έγραψαν
Λέξεις
Τόποι
Έθιμα
e-books
Β 
Δείτε επίσης:
Οι Τέχνες ως παράγοντας διατήρησης και ανάκτησης της ψυχικής υγείας του ανθρώπου - Μέρος Α
Οι Τέχνες ως παράγοντας διατήρησης και ανάκτησης της ψυχικής υγείας του ανθρώπου - Μέρος Β
Σημειώσεις στο μάθημα της Ιστορίας της Τέχνης
Αδόλφος Χίτλερ: ο ηγέτης και η εποχή του
Ο θρύλος του θανάτου των Μοναχών
Μαρτυρολόγια και Συναξάρια απ’ τα πρωτοχριστιανικά χρόνια έως τον 6ο αιώνα μ.Χ.
Διηγήσεις και βίοι Αγίων Γυναικών
Σχέσεις μητέρας - γιου στο πρώιμο Βυζάντιο
Μουσειοπαιδαγωγική - Μουσείο και Αγωγή
Βερολίνο
Οι Τέχνες ως παράγοντας διατήρησης και ανάκτησης της ψυχικής υγείας του ανθρώπου (Μέρος Γ)
Μετέωρα
Το γυμνό στην Τέχνη
Αρχαιότητα
Το σχολείο ως πολυδύναμος πολιτιστικός οργανισμός
Παλιννόστηση στις γλυκές πατρίδες 1918 - 1922
Οι κανονισμοί των ορφανοτροφείων ΑΡΡΕΝΩΝ-ΠΡΙΓΚΗΠΟΥ και ΘΗΛΕΩΝ-ΧΑΛΚΗΣ 1921
Στοιχεία θεατρικής παιδείας
Γιορτές αγλύκαντες
Αρχαία Ελληνική Μυθολογία
Η ακάνθινη απειλή
Β 
Β 
Β 
Αναζήτηση
Β 
Β 
Β 
Β 
Β 
Β 
Επικοινωνία | Όροι Χρήσης | Πλοηγηθείτε | Λάβετε Μέρος | Δημιουργία και Ανάπτυξη ΆΡΚΕΣΙΣ
Β 
Β