Ξανθίππη και Πολυξένη
Το βίο των οσίων γυναικών Ξανθίππης και Πολυξένης, που ήταν αδελφές και έζησαν στην Ισπανία την εποχή του Κλαυδίου Καίσαρα, διασώζει σε σπαράγματα κάποιος ανώνυμος συγγραφέας.
Την Πολυξένη, πριν βαπτισθεί, την άρπαξε κάποιος για να την διαφθείρει, όμως αυτή με τη χάρη του Θεού έμεινε αγνή, παρ’ όλο που αντιμετώπισε πάρα πολλά εμπόδια. Αφού πολλοί πίστεψαν εξ αιτίας της, πήρε μαζί της τον απόστολο Ονήσιμο, ξεκίνησε και πήγε στην πατρίδα της την Ισπανία, μετά από δύσκολο θαλασσινό ταξίδι και ξεφεύγοντας πολλούς κινδύνους. Μαζί της είχε και τη Ρεβέκκα, με την οποία βαπτίσθηκε και έφτασε στην αδελφή της Ξανθίππη.
Β
Ολυμπιάδα Α΄Συναξάρι 24ης Ιουλίου Ολυμπιάδας.
Αυτή έζησε την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Θεοδόσιος και οι γιοί του Αρκάδιος και Ονώριος. Ήταν θυγατέρα του Σελεύκου, που είχε το αξίωμα του κόμη, ήταν ακόμη απόγονος του επάρχου Αβλαβίου και για λίγο σύζυγος του Νεβριδίου, που είχε διατελέσει έπαρχος, στην πραγματικότητα όμως δεν έγινε σύζυγος κανενός. Ενώ ήταν παρθένος, πέθανε αυτός που την νυμφεύθηκε και έτσι παρέμεινε παρθένος και συγχρόνως χήρα.
Πέρασε όλη τη ζωή της με νηστεία και προσευχή βοηθώντας τους φτωχούς, ξόδεψε ολόκληρη την περιουσία της εξυπηρετώντας τους αρχιερείς του Χριστού, ιδιαίτερα τίμησε τον μακάριο Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Στο τέλος πήρε το βραβείο της ομολογίας της αλήθειας, δηλαδή την έστειλαν άδικα σε εξορία, όπου και πέθανε.
Β
Διήγηση της οσίας και θεοφιλεστάτης ηγουμένης Σεργίας για την οσία Ολυμπιάδα.
Η Σεργία ήταν ηγουμένη της μονής της οσίας Ολυμπιάδας επί πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Σεργίου Α΄(610-638). Όταν σε επιδρομή των Περσών στις αρχές του ζ΄ αιώνα καταστράφηκε η μονή του αγίου Θωμά στους Βρόχθους, όπου είχε ταφεί η Ολυμπιάδα, που είχε πεθάνει εξόριστη κατά τον Σωζομενό (Εκκλησιαστική ιστορία 8, 24, PG 67, 1580A) στην Κύζικο και κατά τον Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο (Εκκλησιαστική ιστορία 13,24, PG 146, 1012) στη Νικομήδεια της Βιθυνίας στις 25 Ιουλίου του 408, η Σεργία πήρε άδεια από τον πατριάρχη Σέργιο να μεταφέρει το λείψανο της οσίας στη μονή της στην Κωνσταντινούπολη. Με αφορμή τη μετακομιδή των λειψάνων της Ολυμπιάδας, η ηγουμένη Σεργία έγραψε το κείμενο αυτό γύρω στο 630.
Η μονή της Ολυμπιάδας βρισκόταν στη νότια στοά του ναού της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, όπου η Ολυμπιάδα υπηρετούσε ως διακόνισσα. Η μονή επικοινωνούσε με το νάρθηκα του ναού. Στη στάση του Νίκα (Ιανουάριος του 532) η μονή καταστράφηκε και για έξι χρόνια οι μοναχές είχαν μεταφερθεί στην εκκλησία του αγίου Μηνά, στην Ακρόπολη. Τη μονή της Ολυμπιάδας ξαναέκτισε ο Ιουστινιανός και τα εγκαίνια έγιναν τα Χριστούγεννα του 537.
Η βιογράφος της Ολυμπιάδας Σεργία μας διηγείται σχετικά: «Με περιορισμένες τις γνώσεις μας σχετικά με την «ένθεη» και ενάρετη άσκηση και πολιτεία της οσίας και αγίας Ολυμπιάδας, με βάση τις αναμφισβήτητες πληροφορίες που μας παραδόθηκαν, θέλω κι εγώ, η αμαρτωλή Σεργία, στην οποία κατά παραχώρηση Θεού εμπιστεύθηκαν τη διοίκηση, δηλαδή την ηγουμενία της αφιερωμένης σ’ αυτήν αγίας μονής, να παραδώσω σ’ όσες θα με διαδεχθούν στη διοίκηση της μονής λίγα απ’ αυτά που παρέλαβα από τις προκεκοιμημένες όσιες, μητέρες και διδασκάλισσες. Έτσι αποφάσισα να προσθέσω κι αυτό το κείμενο για την ασφάλεια και την ωφέλεια των ψυχών μας, καθώς και για να γνωρίζουν όλοι και όλες για την απομάκρυνση των λειψάνων της, που έγινε εξαιτίας των αμαρτιών μας, και για την επαναφορά τους σ’ αυτήν εδώ τη μονή με τη χάρη του Θεού.
Ας είναι σ’ όλους γνωστό, ότι η μονή ιδρύθηκε και κτίσθηκε από την οσία και αξιομνημόνευτη Ολυμπιάδα κι ακόμη ότι ο ένθεος και ακατάπαυστος και ενάρετος κανόνας της τηρούνταν αδιάκοπα μέχρι τη στάση του Νίκα, η οποία έγινε στα χρόνια της βασιλείας του Ιουστινιανού. Όταν λοιπόν εξαιτίας των αμαρτιών μας ξέσπασε η πυρκαγιά κατά τη στάση του Νίκα, καθώς αναφέραμε, και κάηκε η μεγάλη εκκλησία (δηλαδή η Αγία Σοφία), τότε και η εν λόγω μονή της αγίας και οσίας Ολυμπιάδας, επειδή ήταν δίπλα στην εκκλησία, κάηκε και αυτή μαζί μ’ ό,τι άλλο υπήρχε. Εξαιτίας εκείνης της ανάγκης και της εξαιρετικά δύσκολης περιστάσεως, όλες οι μοναχές που κατοικούσαν στη μονή της, για την οποία ήδη μιλήσαμε, γλίτωσαν μόνο τον εαυτό τους και κατέφυγαν στον άγιο Μηνά κι εκεί εγκαταστάθηκαν για έξι χρόνια, λόγω του ότι ο άγιος Μηνάς ήταν κοντά στον οίκο που έφερε την επωνυμία «των Μαγγάνων» και στο αρτοποιείο του απ’ όπου έπαιρναν μικρή βοήθεια για τις ανάγκες τους. Ο οίκος αυτός μέχρι σήμερα ανήκει στη μονή της οσίας Ολυμπιάδας.
Μετά, λοιπόν, από εκείνη την πυρκαγιά, κτίσθηκε η αγία και πάνσεμνη μεγάλη εκκλησία από τον μεταξύ των αγίων συναριθμούμενο Ιουστινιανό. Κτίσθηκε επίσης και η μονή της αγίας και οσίας Ολυμπιάδας, που διασώζεται μέχρι σήμερα, και όπως όλοι γνωρίζετε ακόμη και σήμερα ονομάζεται «τα Ολυμπιάδος», φέροντας το δικό της άγιο όνομα, επειδή βέβαια κατά θεία υπόδειξη και εξ αρχής η αγία Ολυμπιάδα υπήρξε αρχηγός, ιδρυτής και προστάτης της εν λόγω μονής και των ψυχών που εγκαταβιούν σ’ αυτήν (οι αγώνες στο Ιπποδρόμιο απαγορεύθηκαν μέχρι το 537).
Αφού λοιπόν ο μεταξύ των αγίων συναριθμούμενος Ιουστινιανός έκτισε το μοναστήρι που είπαμε, επανέφερε και πάλι όλες εκείνες τις ψυχές από τον άγιο Μηνά στο μοναστήρι τους. Έκανε επίσης δωρεά στο μοναστήρι αυτό τρεις ουγγιές νερού ημερησίως και το καθημερινό ψωμί και κειμήλια, διότι, καθώς προαναφέρθηκε, η πυρκαγιά είχε αποτεφρώσει τα πάντα. Ο μεταξύ των αγίων συναριθμούμενος Ιουστινιανός τέλεσε τα εγκαίνια της μεγάλης εκκλησίας την παραμονή των αγίων και πανενδόξων γενεθλίων του Κυρίου και σωτήρα μας Ιησού Χριστού. Την επομένη, δηλαδή ανήμερα της πανσεβάσμιας εορτής της γεννήσεως του Χριστού, έκανε τα εγκαίνια της μονής της οσίας και δίκαιης Ολυμπιάδας, της μονής δηλαδή που σώζεται, όπως είπαμε, μέχρι σήμερα και δώρισε σ’ αυτήν τις καθημερινές τρεις ουγγιές νερού και τα υπόλοιπα» (Μαγκιπείον ή μαγκίπιον ήταν το κατάστημα, όπου παρασκευαζόταν και πωλούνταν στους βυζαντινούς χρόνους το ψωμί. Οι κατασκευαστές και πωλητές του ονομάζονταν μάγκιπες ή φουρνιτάριοι. Βλ. Κουκουλέ Φ., Βυζαντινών βίος και πολιτισμός. Το ψωμί, που κατανάλωνε ένα άτομο την ημέρα και μοιραζόταν στην Κωνσταντινούπολη δωρεάν από την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου μέχρι τον Ηράκλειο, ονομαζόταν πολιτικοί άρτοι (panes civiles) ή παλατίνοι (επειδή χορηγούνταν από το παλάτι) ή ημεριαίοι και ημερήσιοι. Βλ. Κουκουλέ, Βίος, τόμ. Ε΄, σ. 30-31.
Όταν έγινε η επιδρομή των αθέων Περσών, κάηκε η μονή του αγίου Θωμά που βρίσκεται πέρα στους Βρόχθους, όπου και βρισκόταν, όπως προαναφέραμε, το τίμιο και σεβάσμιο λείψανο της οσίας Ολυμπιάδας, με αποτέλεσμα το κιβώτιο και τα άγια λείψανά της να περιφέρονται στη θάλασσα. Και η Σεργία συνεχίζει την αφήγησή της: «Όταν έμαθα εγώ η αμαρτωλή και ανάξια Σεργία πως από τις αμαρτίες μας κάηκε η εν λόγω μονή του αγίου Θωμά, έπεσα σε μεγάλη στενοχώρια και αφού σπεύδοντας πέρασα τη θάλασσα, συνέλεξα τα άγια λείψανά της μουσκεμένα από τα νερά, ενώ τα νερά που τα περιέβρεχαν ήταν γεμάτα αίματα, με αποτέλεσμα να μείνω έκπληκτη και να δοξάζω τον φιλάνθρωπο Θεό, που παρέχει χάρη στους αγίους του και δι’ αυτών θαυματουργεί κατά τη διάρκεια της ζωής τους και μετά την κοίμησή τους, αυτόν δηλαδή που «δοξάζει όσους τον δοξάζουν», όπως αναφέρει η θεία γραφή. Έτσι και σ’ αυτήν την αγία μακαρία εκπληρώθηκε ο τριακοστός τρίτος ψαλμός, που λέει με το στόμα του αγίου προφήτη και υμνωδού Δαβίδ ότι: «Προφυλάγει ο Κύριος όλα τα οστά τους, ώστε κανένα απ’ αυτά να μη πάθει καμιά βλάβη». Τα πήρα λοιπόν εγώ, καθώς είπα, η αμαρτωλή Σεργία, τα συγκέντρωσα όλα με δέος και πολλή ασφάλεια, διακατεχόμενη συνάμα και από άμετρη χαρά, και τα μετέφερα στη μονή που την υπηρετεί.
Αμέσως σπεύδω να το αναφέρω στον αγιώτατο και μακαριώτατο οικουμενικό πατριάρχη μας Σέργιο, με σκοπό να καταθέσει το τίμιο λείψανό της στη μονή που την υπηρετεί. Αυτός στέλνει τον πρεσβύτερο Ιωάννη -ο οποίος είχε την επωνυμία του αρτοποιού- μαζί με άλλους ευλαβέστατους κληρικούς για την τελετή της καταθέσεως. Όταν ήλθε ο παπα-Ιωάννης ο πρεσβύτερος, για να αλείψει με μύρο τα άγια λείψανά της στη δεξαμενή των βαπτιστηρίων, (Η σίτλα (λατ.situla) ήταν η δεξαμενή των βαπτιστηρίων, που τελικά αντικαταστάθηκε από την κολυμβήθρα. Βλ. Ευχολόγιον «...σίτλαν ή επιχύτην χαλκά είτε κεράμεα»), κι ενώ ήταν παρόντες οι επίσημοι που αναφέραμε και οι ευλαβέστατοι κληρικοί και όλες εμείς οι αμαρτωλές μοναχές, ενώπιον όλων ανέβλυσε από τα άγια λείψανά της τόσο αίμα, ώστε να γεμίσουν και τα χέρια του ίδιου του παπα-Ιωάννη. Αυτός από πίστη και για αγιασμό ακούμπησε τα χέρια του στο πρόσωπό του και γέμισε κι αυτό αίματα. Ακόμη γέμισαν και τα σάβανα, μέσα στα οποία είχαν τυλιχθεί τα άγια λείψανά της. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά κι όταν ένας από τους ευλαβέστατους κληρικούς, που παρευρισκόταν σ’ αυτήν την τελετή της επιχρίσεως με μύρο, πήρε τα ίδια άγια και πανσεβάσμια λείψανα από τα χέρια του παπα-Ιωάννη, από το πολύ τίμιο αίμα και τα δικά του χέρια καθώς και το πρόσωπό του γέμισαν με αίμα, διότι για αγιασμό σκούπισε κι αυτός τα χέρια στο πρόσωπό του.
Τώρα όμως είναι αναγκαίο και πολύ ωφέλιμο να επανέλθουμε σ’ αυτό το σημείο και να σας φανερώσουμε λίγες από τις θεραπείες που επιτέλεσαν τα τίμια λείψανα της αείμνηστης και μακαρίας. Τα ακάθαρτα πνεύματα ήταν κρυμμένα για πολύ καιρό σε όσους θεραπεύτηκαν από αυτά, διότι καθώς έβγαιναν και διώκονταν φώναζαν: «Τόσα χρόνια κρυβόμασταν μέσα στους ανθρώπους και κανείς δεν μας φανέρωσε, παρά μόνο τώρα τελευταία αυτή η κακόγρια». Τον ένα μάλιστα δαίμονα τράβηξε και έβγαλε από τους αστραγάλους μιας γυναίκας, ενώ ήταν σ’ αυτήν εννιά χρόνια. Όμως ξέρετε καλά τι είδους φροντίδα και θλίψη έχουν οι προεστώτες και γι’ αυτό πιέζονται, επειδή θα τους ζητηθεί λόγος εάν παραμελήσουν σε κάτι το ποίμνιό τους ή παραβλέψουν κάτι απ’ αυτά που συντελούν στη στήριξη και τη σωτηρία των υποτακτικών τους. Και εάν αυτό γίνεται με τον πρέποντα τρόπο, δεν πρέπει να στενοχωριόμαστε. Ελπίζω κι εύχομαι ο Θεός να σας συγκαταριθμήσει μαζί με μένα, την κατά παραχώρηση Θεού μητέρα σας, για να του πω τότε, όπως προείπα. «Να, εγώ και τα παιδιά που μου έχεις δώσει, Κύριε».
Β
Πανσέμνη - Η ζωή και η δράση του Θεοφάνη και της Πανσέμνης.
Ο Θεοφάνης είχε πλούσιους γονείς, που ανήκαν σε μεγάλη γενιά στην πόλη της Αντιόχειας. Ήταν βέβαια ειδωλολάτρες. Όταν ο όσιος έγινε δεκαπέντε ετών, οι γονείς του τον νύμφευσαν και αφού έζησε τρία χρόνια με τη γυναίκα του, αυτή πέθανε. Από κείνη λοιπόν την ημέρα από συστολή άκουγε προσεκτικά στην εκκλησία τα αναγνώσματα των θείων Γραφών, ενώ οι γονείς του τον πίεζαν να ξανανυμφευτεί. Ο όσιος Θεοφάνης σηκώθηκε νύχτα και πήγε στην εκκλησία, όπου πήρε το «λουτρό της αφθαρσίας» (βάπτισμα). Μετά το βάπτισμα πήγε κάπως μακριά από την πόλη, σε έναν έρημο τόπο, όπου έχτισε ένα κελί, στο οποίο κλείσθηκε και προσευχόταν και ικέτευε το Θεό νύχτα-μέρα διαβάζοντας συστηματικά τις θείες Γραφές. Πολλοί κάτοικοι της περιοχής εκείνης, άρρωστοι από διάφορες ασθένειες, θεραπεύονταν απ’ αυτόν καθώς προσευχόταν, μάλιστα και πολλοί δαιμονισμένοι.
Κάποια μέρα μερικοί φιλόχριστοι από την πόλη, που τον επισκέφθηκαν, έλεγαν πως στην Αντιόχεια υπάρχει μια «αρτίστα» που λέγεται Πανσέμνη, η οποία παρασύρει πολλούς και τους καταστρέφει. Νύχτα, αφού προσευχήθηκε, βγήκε από το κελί και πήγε στο σπίτι του πατέρα του. Όταν τον είδε αυτός έμεινε άφωνος, γιατί δεν τον είχε δει από τότε που εγκατέλειψε τον κόσμο. Ο όσιος Θεοφάνης λέει στον πατέρα του. «Δώσε μου ρούχα σαν τα δικά σου, για να παρουσιαστώ αφού λουστώ και τα φορέσω». Ο πατέρας του τον άκουσε με πολλή χαρά και του έδωσε πολυτελή ρούχα. Ο όσιος έβγαλε τα τρίχινα που φορούσε, έβαλε τα πολυτελή και πήγε στα λουτρά. Όλοι οι γνωστοί του μόλις τον είδαν έμειναν έκπληκτοι. Ο όσιος κατόπιν λέει στον πατέρα του: «Πατέρα, δώσε μου δέκα λίτρες χρυσάφι και όπως εσύ με παρακάλεσες θα πάω να αρραβωνιαστώ».
Αφού πήρε τις δέκα λίτρες χρυσάφι, πήγε και στάθηκε σ’ ένα σημείο, στο κέντρο της πόλης, για καμιά ώρα και κατ’ οικονομία Θεού πέρασε από εκεί η αρτίστα, καθισμένη πάνω σε άλογο με «φανταχτερή πομπή»: τριάντα δούλοι βάδιζαν μπροστά της φορώντας χρυσά περιδέραια, ένα μεγάλο επίσης πλήθος την ακολουθούσε. Έπειτα ακολουθώντας τον όχλο έφτασε ως το σπίτι της. Φωνάζοντας έναν από τους δούλους της, του λέει με χαριτωμένη έκφραση. «Πήγαινε και πες την κυρά σου ότι θέλω να την συναντήσω». Αυτός μπαίνει μέσα και της λέει. «Σε παρακαλώ, κυρία μου, στην εξώθυρα βρίσκεται ένας πολύ όμορφος νεαρός, ο οποίος θέλει να σε συναντήσει». Αυτή μόλις το άκουσε, ανέβηκε πάνω, όπως συνήθιζε, και έσκυψε και είδε κάτω από ένα παραθυράκι. Μόλις τον είδε τον ερωτεύθηκε -γιατί ο άγιος είχε μια απαράμιλλη ομορφιά- και αμέσως τον ειδοποιεί να μπει μέσα. Αρχίζει αμέσως να τον γεμίζει φιλιά και ο άγιος τα ανεχόταν. «Σήμερα κλείνω δώδεκα χρόνια σ’ αυτή τη ζωή, έχω συναντήσει μέχρι σήμερα πολλούς επιφανείς, σαν και σένα όμως, τόσο όμορφο, δεν συνάντησα ούτε αγάπησα τόσο πολύ», του λέει η Πανσέμνη. Κι ο άγιος της ανταπαντά: «Οι γονείς μου με πίεσαν πάρα πολύ να νυμφευθώ, εγώ όμως δεν δεχόμουν. Όταν όμως σε είδα στο κέντρο της πόλης, αποφάσισα να σε κάνω γυναίκα μου. Εάν συμφωνείς και συ, σε παρακαλώ, να γίνουμε νόμιμο ζευγάρι, ώστε ποτέ πια να μην πέσεις στον βόρβορο της αμαρτίας».
Όταν ξημέρωσε σηκώθηκαν από το κρεβάτι αγνοί και καθαροί σαν αδέλφια, χωρίς να κάνουν τίποτε «κακό», σύμφωνα με το βιογράφο τους. Ο όσιος Θεοφάνης βγάζει και της δίνει τις δέκα λίτρες χρυσού λέγοντας: «Δέξου τα αυτά και περίμενέ με, θα πάω να τακτοποιήσω τα σχετικά με το γάμο μας. Πρόσεξε όμως, κυρία μου, μήπως σ’ αυτό το διάστημα σε ξεγελάσει κανένας ακόλαστος άνθρωπος».
Πήγε ο όσιος στο κελί του και έχτισε κοντά του γύρω στις πέντε πήχεις ένα άλλο κελί, μετά γύρισε πάλι στην κοπέλα και αλληλοασπάστηκαν. «Κυρία μου, κάνε μου μια χάρη, αν θέλεις». Αυτή του απαντά: «Ό,τι επιθυμείς, κύριέ μου, πες μου το». Τότε ο όσιος της λέει: «Αν πιστεύεις σε άλλη θρησκεία, μου είναι αδύνατο να μείνω μαζί σου». Η κοπέλα, επειδή ήταν πολύ ερωτευμένη μαζί του, του λέει. «Σήκω πάνω και ό,τι θέλεις θα κάνω».
Έτσι ο άγιος Θεοφάνης την πήρε και την οδήγησε, δια μέσου του κέντρου της πόλης, σ’ έναν ναό. Εκεί παρακάλεσε τους κληρικούς να την κατηχήσουν επτά μέρες και μετά να της δώσουν το «λουτρό» της επουράνιας βασιλείας. Έμεινε και ο όσιος αυτές τις επτά μέρες στην εκκλησία νουθετώντας την κοπέλα και διαβάζοντας μαζί της δημόσια τις άγιες Γραφές. Δεν σταματούσε να της μιλά κάθε μέρα για τη βασιλεία των ουρανών, για τη μέλλουσα κρίση, για τη μηδαμινότητα του παρόντος, για τη μεγάλη μισθαποδοσία, που θα λάβουν στην αιώνια ζωή όσοι αγαπούν το Θεό. Ακούγοντας αυτά λοιπόν και άλλα πολλά η κοπέλα από τον όσιο Θεοφάνη, του λέει: «όπως ανακαλύπτω, κύριέ μου, εσύ φροντίζεις περισσότερο για την ψυχή μου κι όχι για το σώμα μου». Ο άγιος χάρηκε απ’ αυτό που άκουσε κι άρχισε από κείνη τη στιγμή να συζητά μαζί της για τη μοναχική άσκηση και να διαβάζει μαζί της βίους αγίων Πατέρων.
Πήγε ο όσιος στο σπίτι της και ολόκληρο το περιεχόμενό του το μοίρασε στους δούλους της και στους φτωχούς, ενώ όλα τα χρυσά και αργυρά αντικείμενα καθώς και τα μαργαριτάρια και τους πολύτιμους λίθους της τα έφερε. Μόλις πήρε η Πανσέμνη τα κοσμήματά της, τα έδωσε σ’ έναν χρυσοχόο και τον διέταξε να κατασκευάσει ιερά σκεύη για την εκκλησία και το άχραντο θυσιαστήριο, αλλά και όλα τα υπόλοιπα τα χάρισε στο ίδιο θυσιαστήριο.
Κι ο θεοσεβούμενος βιογράφος καταλήγει συνεπαρμένος: «Όταν όλοι οι αρχάγγελοι και όλες οι ουράνιες δυνάμεις θα παρίστανται τρέμοντας μπροστά στην ακατάληπτη θεότητα, γιατί τότε ούτε οι γονείς, ούτε τα τέκνα, ούτε οι φίλοι, ούτε οι συγγενείς, ούτε τα χρήματα, θα μπορέσουν να μας λυτρώσουν από την ατέλειωτη εκείνη κόλαση, ούτε οι άγγελοι βέβαια θα τολμήσουν να παρέμβουν για χάρη μας εκείνη τη φοβερή και φρικτή μέρα, αλλά ο καθένας ανάλογα μ’ αυτά που έπραξε θα πρόκειται να πάρει μισθό από τον δίκαιο κριτή, τότε, είτε αγαθό είτε πονηρό πνεύμα θα μας ανταμείψει ανάλογα».
Κάποιος Σωσθένιος, γιός ενός συγκλητικού, «χτυπήθηκε» από «ακάθαρτο» πνεύμα και όπου εύρισκε γκρεμό ή ποτάμι ή άλλο όμοιο μέρος έπεφτε μέσα. Οι άγιοι τον θεράπευσαν με τρόπο ανεξήγητο λογικά. Ο συγκλητικός μαζί με τη γυναίκα του και τον θεραπευμένο γιό του πίστεψαν στον Ιησού Χριστό, βαπτίστηκαν και γύρισαν στο σπίτι τους δοξάζοντας το Θεό.
Τότε έγινε ένας μεγάλος σεισμός κι ακούστηκε μια πολύ δυνατή βροντή. Ακούστηκε στην Αντιόχεια ότι οι άγιοι τελείωσαν τη ζωή τους εν Κυρίω. Αμέσως λοιπόν φτάνει ο επίσκοπος μ’ όλον τον κλήρο, το λαό και το στρατό. Άνοιξε τις δύο πορτούλες των κελιών ο επίσκοπος και μπήκε μέσα, έπεσε στο έδαφος και προσκύνησε τα λείψανά τους. Μετά σηκώθηκε, τους ταχτοποίησε, τους τοποθέτησε σε δύο φορεία και τους μετέφερε στην πόλη με σταυρούς και θυμιάματα. Όλοι όσοι πήραν κάτι από τα άγια ενδύματά τους, «πετύχαιναν» θεραπείες, σύμφωνα με το βιογράφο τους και πολλοί δαιμονισμένοι γιατρεύτηκαν αμέσως μόλις τ’ άγγιξαν. Κατέθεσαν τα τίμια λείψανά τους, το ένα δίπλα στο άλλο, στη μεγάλη εκκλησία, δοξάζοντας και υμνώντας το Θεό που δώρισε σ’ αυτούς τη χάρη των θεραπειών.
Β